Θα παραμείνει η Γερμανία στην πορεία της; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Θα παραμείνει η Γερμανία στην πορεία της;

Πώς μπορεί ο Μπάιντεν να κρατήσει το Βερολίνο εστιασμένο στην άμυνα
Περίληψη: 

Μολονότι ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει μεταμορφώσει την γερμανική εξωτερική πολιτική και την έχει φέρει σε πιο στενή ευθυγράμμιση με εκείνη των Ηνωμένων Πολιτειών, οικοδομώντας στην πρόοδο του πρώτου έτους του Μπάιντεν στα καθήκοντά του, η ζημιά των χρόνων του Τραμπ δεν έχει ακόμη αποκατασταθεί πλήρως.

Η DANIELA SCHWARZER διευθύνει τα Open Society Foundations στην Ευρώπη και στην Ευρασία.

Ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει εμπνεύσει μια ριζική μετατόπιση στην γερμανική εξωτερική πολιτική. Μετά από δεκαετίες ελαχιστοποίησης των αμυντικών του δεσμεύσεων και επέκτασης των εμπορικών του δεσμών με τη Μόσχα, το Βερολίνο έχει υποσχεθεί ξαφνικά να αυξήσει τις αμυντικές του δαπάνες και να εκσυγχρονίσει τον στρατό του, να παράσχει στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία, και να μειώσει την ενεργειακή του εξάρτηση από την Ρωσία του Βλαντιμίρ Πούτιν. Σε ομιλία του σε μια ειδική σύνοδο του Κοινοβουλίου, στις 27 Φεβρουαρίου, ο Γερμανός καγκελάριος, Όλαφ Σολτς, περιέγραψε την εισβολή ως μια στιγμή-ορόσημο για την Ευρώπη, μια [στιγμή] που είτε θα «γύρναγε το ρολόι πίσω στον 19ο αιώνα και στην εποχή των μεγάλων δυνάμεων» είτε θα συσπείρωνε τις δημοκρατικές χώρες να «θέσουν όρια σε πολεμοκάπηλους όπως ο Πούτιν». Αναγνωρίζοντας την πρόκληση, ο Σολτς δεσμεύθηκε να υπερβεί τον στόχο του NATO για αμυντικές δαπάνες [ύψους] 2% του ΑΕΠ και να ιδρύσει ένα ταμείο 100 δισεκατομμυρίων ευρώ για την αναβάθμιση του προβληματικού στρατού της Γερμανίας. Εν μια νυκτί, ο προγραμματισμένος αμυντικός προϋπολογισμός της Γερμανίας έγινε ο μεγαλύτερος στην Ευρώπη, μεταβάλλοντας την ισορροπία δυνάμεων εντός της ΕΕ και του ΝΑΤΟ και πιθανώς προμηνύοντας έναν μεγαλύτερο ρόλο ασφαλείας για το Βερολίνο.

31032022-1.jpg

Ο Γερμανός καγκελάριος, Όλαφ Σολτς, και ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, στην Ουάσιγκτον, τον Φεβρουάριο του 2022. Leah Millis / Reuters
-----------------------------------------

Η αναστροφή της Γερμανίας ήρθε ως ευπρόσδεκτη είδηση στην Ουάσιγκτον. Επί χρόνια, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ωθήσει την Γερμανία να σηκώσει μεγαλύτερο μέρος από το βάρος της συλλογικής ασφάλειας. Και οι πρόεδροι των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ και Τζο Μπάιντεν, πίεσαν αμφότεροι το Βερολίνο να εγκαταλείψει τον Nord Stream 2, έναν σχεδιαζόμενο αγωγό φυσικού αερίου μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας [αξίας] 11 δισεκατομμυρίων δολαρίων, προτού η κυβέρνηση Μπάιντεν καταλήξει, το περασμένο καλοκαίρι, σε συμφωνία με την Γερμανία, επιτρέποντας στο έργο να προχωρήσει χωρίς την επιβολή κυρώσεων από τις ΗΠΑ.

Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία όχι μόνο ώθησε την Ουάσιγκτον και το Βερολίνο σε συμφωνία για τον Nord Stream 2, ο οποίος τώρα έχει σταματήσει, αλλά και παραμέρισε μέρος της αμοιβαίας δυσπιστίας που παρέμενε από τα χρόνια του Τραμπ. Τώρα η Ουάσιγκτον και το Βερολίνο είναι πολύ στενότερα ευθυγραμμισμένες ως προς το πώς θα αντιμετωπίσουν την Ρωσία και είναι καλύτερα τοποθετημένες για να συνεργαστούν σε άλλες μεγάλες προκλήσεις, συμπεριλαμβανομένης της επερχόμενης απειλής που θέτει η Κίνα. Ωστόσο, ο φόβος μιας επιστροφής των ΗΠΑ στον Τραμπισμό το 2024 συνεχίζει να ζει στην Γερμανία, κάνοντας τους ηγέτες της χώρας επιφυλακτικούς στο να υπολογίζουν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αμφότερες οι χώρες πρέπει επομένως να επενδύσουν στο να καταστήσουν την συνεργασία τους αρκετά ισχυρή ώστε να διαρκέσει περισσότερο από την προεδρία του Μπάιντεν –ανεξάρτητα από το ποιος θα τον διαδεχτεί.

«Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΗΠΑ»

Ελάχιστες ευρωπαϊκές χώρες έχουν στηρίξει τις εξωτερικές τους πολιτικές στην πολυμέρεια τόσο σταθερά όσο η Γερμανία τις τελευταίες επτά δεκαετίες. Η δέσμευση του Βερολίνου στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και στην διατλαντική συνεργασία τροφοδότησε την οικονομική άνοδο της Γερμανίας, επιτρέποντάς της να γίνει η τέταρτη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο και ο οικονομικός ηγέτης της Ευρώπης.

Δεν ήταν έκπληξη, λοιπόν, το γεγονός ότι οι σχέσεις των ΗΠΑ με την Γερμανία υπέφεραν κατά την διάρκεια της προεδρίας του Τραμπ. Η γερμανική κυβέρνηση προσπάθησε να υπερασπιστεί τους διεθνείς οργανισμούς από τις επιθέσεις του Τραμπ, ενώ συνεργάστηκε με την Γαλλία το 2019 για να ιδρύσει την Συμμαχία για την Πολυμέρεια (Alliance for Multilateralism), ένα δίκτυο 88 χωρών που δεσμεύονται να προστατεύσουν τις διεθνείς συμφωνίες και τους θεσμούς. Η Γερμανία επεξεργάστηκε επίσης μια λευκή βίβλο για την πολυμέρεια, αλλά την δημοσίευσε μόνο αφότου ο Μπάιντεν ανέλαβε τα καθήκοντά του. (Εάν ο Τραμπ κέρδιζε μια δεύτερη θητεία, η [λευκή] βίβλος θα φαινόταν αφελής).

Για αυτούς τους λόγους, η νίκη του Μπάιντεν το 2020 προκάλεσε έναν ιδιαίτερα βαθύ αναστεναγμό ανακούφισης στο Βερολίνο. Αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, ο Μπάιντεν προσχώρησε ξανά στην συμφωνία των Παρισίων για το κλίμα και ενεπλάκη εκ νέου με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας. Υποσχέθηκε επίσης 4 δισεκατομμύρια δολάρια στην COVAX, την παγκόσμια πρωτοβουλία πρόσβασης στο εμβόλιο για την COVID-19, και ανακοίνωσε σχέδια για μια σύνοδο κορυφής για την δημοκρατία —όλα αυτά ενθάρρυναν το Βερολίνο. Όπως το έθεσε ο τότε Υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας, Heiko Maas, τον Μάιο του 2021, «Με την επιστροφή των ΗΠΑ στην Συμφωνία των Παρισίων για την κλιματική αλλαγή και άλλα βασικά φόρα πολυμερούς συνεργασίας, η βάση για μια, βασισμένη σε κανόνες και καθοδηγούμενη από αξίες παγκόσμια τάξη έχει βελτιωθεί σημαντικά».

Αλλά δεν βελτιώθηκαν όλες οι πτυχές της σχέσης ΗΠΑ-Γερμανίας εν μια νυκτί. Επί δεκαετίες, το ΝΑΤΟ είχε επιτρέψει στην Γερμανία να δαπανά λιγότερα για την άμυνα, και στην ΕΕ να μένει εντελώς έξω από την άμυνα. Μολονότι ο Μπάιντεν δεν εκφόβισε την Γερμανία για να αυξήσει τον προϋπολογισμό της, όπως είχε κάνει ο Τραμπ, και ανέστειλε την προγραμματισμένη απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων από τις βάσεις στην Γερμανία, η κυβέρνησή του κατέστησε σαφές από νωρίς ότι ήθελε το Βερολίνο να διαδραματίσει μεγαλύτερο ρόλο στην συλλογική άμυνα. Αλλά πριν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η κυβέρνηση του Σολτς -ένας συνασπισμός κεντροαριστερών Σοσιαλδημοκρατών, Πρασίνων και κεντροδεξιών Ελεύθερων Δημοκρατών- υπέδειξε ότι δεν θα εκπλήρωνε τις υποχρεώσεις της Γερμανίας για τις δαπάνες του ΝΑΤΟ μέχρι το 2024.