Θα παραμείνει η Γερμανία στην πορεία της; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Θα παραμείνει η Γερμανία στην πορεία της;

Πώς μπορεί ο Μπάιντεν να κρατήσει το Βερολίνο εστιασμένο στην άμυνα

Ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει εμπνεύσει μια ριζική μετατόπιση στην γερμανική εξωτερική πολιτική. Μετά από δεκαετίες ελαχιστοποίησης των αμυντικών του δεσμεύσεων και επέκτασης των εμπορικών του δεσμών με τη Μόσχα, το Βερολίνο έχει υποσχεθεί ξαφνικά να αυξήσει τις αμυντικές του δαπάνες και να εκσυγχρονίσει τον στρατό του, να παράσχει στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία, και να μειώσει την ενεργειακή του εξάρτηση από την Ρωσία του Βλαντιμίρ Πούτιν. Σε ομιλία του σε μια ειδική σύνοδο του Κοινοβουλίου, στις 27 Φεβρουαρίου, ο Γερμανός καγκελάριος, Όλαφ Σολτς, περιέγραψε την εισβολή ως μια στιγμή-ορόσημο για την Ευρώπη, μια [στιγμή] που είτε θα «γύρναγε το ρολόι πίσω στον 19ο αιώνα και στην εποχή των μεγάλων δυνάμεων» είτε θα συσπείρωνε τις δημοκρατικές χώρες να «θέσουν όρια σε πολεμοκάπηλους όπως ο Πούτιν». Αναγνωρίζοντας την πρόκληση, ο Σολτς δεσμεύθηκε να υπερβεί τον στόχο του NATO για αμυντικές δαπάνες [ύψους] 2% του ΑΕΠ και να ιδρύσει ένα ταμείο 100 δισεκατομμυρίων ευρώ για την αναβάθμιση του προβληματικού στρατού της Γερμανίας. Εν μια νυκτί, ο προγραμματισμένος αμυντικός προϋπολογισμός της Γερμανίας έγινε ο μεγαλύτερος στην Ευρώπη, μεταβάλλοντας την ισορροπία δυνάμεων εντός της ΕΕ και του ΝΑΤΟ και πιθανώς προμηνύοντας έναν μεγαλύτερο ρόλο ασφαλείας για το Βερολίνο.

31032022-1.jpg

Ο Γερμανός καγκελάριος, Όλαφ Σολτς, και ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, στην Ουάσιγκτον, τον Φεβρουάριο του 2022. Leah Millis / Reuters
-----------------------------------------

Η αναστροφή της Γερμανίας ήρθε ως ευπρόσδεκτη είδηση στην Ουάσιγκτον. Επί χρόνια, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ωθήσει την Γερμανία να σηκώσει μεγαλύτερο μέρος από το βάρος της συλλογικής ασφάλειας. Και οι πρόεδροι των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ και Τζο Μπάιντεν, πίεσαν αμφότεροι το Βερολίνο να εγκαταλείψει τον Nord Stream 2, έναν σχεδιαζόμενο αγωγό φυσικού αερίου μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας [αξίας] 11 δισεκατομμυρίων δολαρίων, προτού η κυβέρνηση Μπάιντεν καταλήξει, το περασμένο καλοκαίρι, σε συμφωνία με την Γερμανία, επιτρέποντας στο έργο να προχωρήσει χωρίς την επιβολή κυρώσεων από τις ΗΠΑ.

Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία όχι μόνο ώθησε την Ουάσιγκτον και το Βερολίνο σε συμφωνία για τον Nord Stream 2, ο οποίος τώρα έχει σταματήσει, αλλά και παραμέρισε μέρος της αμοιβαίας δυσπιστίας που παρέμενε από τα χρόνια του Τραμπ. Τώρα η Ουάσιγκτον και το Βερολίνο είναι πολύ στενότερα ευθυγραμμισμένες ως προς το πώς θα αντιμετωπίσουν την Ρωσία και είναι καλύτερα τοποθετημένες για να συνεργαστούν σε άλλες μεγάλες προκλήσεις, συμπεριλαμβανομένης της επερχόμενης απειλής που θέτει η Κίνα. Ωστόσο, ο φόβος μιας επιστροφής των ΗΠΑ στον Τραμπισμό το 2024 συνεχίζει να ζει στην Γερμανία, κάνοντας τους ηγέτες της χώρας επιφυλακτικούς στο να υπολογίζουν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αμφότερες οι χώρες πρέπει επομένως να επενδύσουν στο να καταστήσουν την συνεργασία τους αρκετά ισχυρή ώστε να διαρκέσει περισσότερο από την προεδρία του Μπάιντεν –ανεξάρτητα από το ποιος θα τον διαδεχτεί.

«Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΗΠΑ»

Ελάχιστες ευρωπαϊκές χώρες έχουν στηρίξει τις εξωτερικές τους πολιτικές στην πολυμέρεια τόσο σταθερά όσο η Γερμανία τις τελευταίες επτά δεκαετίες. Η δέσμευση του Βερολίνου στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και στην διατλαντική συνεργασία τροφοδότησε την οικονομική άνοδο της Γερμανίας, επιτρέποντάς της να γίνει η τέταρτη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο και ο οικονομικός ηγέτης της Ευρώπης.

Δεν ήταν έκπληξη, λοιπόν, το γεγονός ότι οι σχέσεις των ΗΠΑ με την Γερμανία υπέφεραν κατά την διάρκεια της προεδρίας του Τραμπ. Η γερμανική κυβέρνηση προσπάθησε να υπερασπιστεί τους διεθνείς οργανισμούς από τις επιθέσεις του Τραμπ, ενώ συνεργάστηκε με την Γαλλία το 2019 για να ιδρύσει την Συμμαχία για την Πολυμέρεια (Alliance for Multilateralism), ένα δίκτυο 88 χωρών που δεσμεύονται να προστατεύσουν τις διεθνείς συμφωνίες και τους θεσμούς. Η Γερμανία επεξεργάστηκε επίσης μια λευκή βίβλο για την πολυμέρεια, αλλά την δημοσίευσε μόνο αφότου ο Μπάιντεν ανέλαβε τα καθήκοντά του. (Εάν ο Τραμπ κέρδιζε μια δεύτερη θητεία, η [λευκή] βίβλος θα φαινόταν αφελής).

Για αυτούς τους λόγους, η νίκη του Μπάιντεν το 2020 προκάλεσε έναν ιδιαίτερα βαθύ αναστεναγμό ανακούφισης στο Βερολίνο. Αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, ο Μπάιντεν προσχώρησε ξανά στην συμφωνία των Παρισίων για το κλίμα και ενεπλάκη εκ νέου με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας. Υποσχέθηκε επίσης 4 δισεκατομμύρια δολάρια στην COVAX, την παγκόσμια πρωτοβουλία πρόσβασης στο εμβόλιο για την COVID-19, και ανακοίνωσε σχέδια για μια σύνοδο κορυφής για την δημοκρατία —όλα αυτά ενθάρρυναν το Βερολίνο. Όπως το έθεσε ο τότε Υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας, Heiko Maas, τον Μάιο του 2021, «Με την επιστροφή των ΗΠΑ στην Συμφωνία των Παρισίων για την κλιματική αλλαγή και άλλα βασικά φόρα πολυμερούς συνεργασίας, η βάση για μια, βασισμένη σε κανόνες και καθοδηγούμενη από αξίες παγκόσμια τάξη έχει βελτιωθεί σημαντικά».

Αλλά δεν βελτιώθηκαν όλες οι πτυχές της σχέσης ΗΠΑ-Γερμανίας εν μια νυκτί. Επί δεκαετίες, το ΝΑΤΟ είχε επιτρέψει στην Γερμανία να δαπανά λιγότερα για την άμυνα, και στην ΕΕ να μένει εντελώς έξω από την άμυνα. Μολονότι ο Μπάιντεν δεν εκφόβισε την Γερμανία για να αυξήσει τον προϋπολογισμό της, όπως είχε κάνει ο Τραμπ, και ανέστειλε την προγραμματισμένη απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων από τις βάσεις στην Γερμανία, η κυβέρνησή του κατέστησε σαφές από νωρίς ότι ήθελε το Βερολίνο να διαδραματίσει μεγαλύτερο ρόλο στην συλλογική άμυνα. Αλλά πριν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η κυβέρνηση του Σολτς -ένας συνασπισμός κεντροαριστερών Σοσιαλδημοκρατών, Πρασίνων και κεντροδεξιών Ελεύθερων Δημοκρατών- υπέδειξε ότι δεν θα εκπλήρωνε τις υποχρεώσεις της Γερμανίας για τις δαπάνες του ΝΑΤΟ μέχρι το 2024.

Η συνεργασία ΗΠΑ-Γερμανίας στον τομέα της ασφάλειας σημαδεύτηκε επίσης από απογοητεύσεις κατά την διάρκεια του πρώτου έτους του Μπάιντεν στα καθήκοντά του, ειδικά στο Αφγανιστάν. Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, η Γερμανία είχε συνεισφέρει χιλιάδες στρατιώτες στον υπό την ηγεσία των ΗΠΑ εκεί συνασπισμό -η πρώτη της χρήση στρατευμάτων μάχης από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά- παρόλο που αυξήθηκαν οι αμφιβολίες στο Βερολίνο για τις προοπτικές επιτυχίας του πολέμου. Στις αρχές της προεδρίας του Μπάιντεν, η Annegret Kramp-Karrenbauer, η Υπουργός Άμυνας της Γερμανίας εκείνη την εποχή, επανέλαβε δημόσια την προθυμία της Γερμανίας να παραμείνει στο Αφγανιστάν στο πλευρό των Ηνωμένων Πολιτειών. Στην συνέχεια, όμως, η κυβέρνηση Μπάιντεν αποσύρθηκε απότομα τον Αύγουστο του 2021, σοκάροντας τους Γερμανούς ηγέτες αποτυγχάνοντας να συντονιστεί μαζί τους ή έστω να τους προειδοποιήσει. Μόλις ένα μήνα αργότερα, η Γερμανία (και μεγάλο μέρος της Ευρώπης) έμεινε έκπληκτη από την ανακοίνωση της AUKUS από την κυβέρνηση Μπάιντεν, μιας νέας συνεργασίας με την Αυστραλία και το Ηνωμένο Βασίλειο που κόστισε στην Γαλλία μια στρατηγικής σημασίας συμφωνία για υποβρύχια και υπογράμμισε την ανάγκη των Ευρωπαίων να ενισχύσουν τη μεταξύ τους αμυντική συνεργασία και να κάνουν την αμυντική τους βιομηχανία πιο ανταγωνιστική.

Η Ρωσία αναδύθηκε ως μια άλλη περιοχή τριβής μεταξύ της Ουάσιγκτον και του Βερολίνου πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία. Ακόμη και μετά την προσάρτηση της Κριμαίας από την Ρωσία και τα οκτώ χρόνια πολέμου στην ανατολική Ουκρανία, η Γερμανία εξακολουθούσε να βασίζει την πολιτική της έναντι της Μόσχας στην υπόθεση ότι οι στενότεροι οικονομικοί δεσμοί θα διασφάλιζαν μια εποικοδομητική σχέση. Η κυβέρνηση της Γερμανίδας καγκελαρίου, Άνγκελα Μέρκελ, είχε βασιστεί στο ότι η Μόσχα θα ήταν ένας αξιόπιστος ενεργειακός εταίρος και επέλεξε να μην μειώσει την εξάρτηση της Γερμανίας από το ρωσικό αέριο. Μέχρι το ξέσπασμα του πολέμου, ένα μέρος του γερμανικού κατεστημένου θεωρούσε κατανοητή την διεκδίκηση μιας σφαίρας επιρροής από την Ρωσία στην γειτονιά της, εφόσον η Μόσχα συνεργαζόταν με τους Ευρωπαίους. Πριν από την εισβολή, μέλη αυτού του στρατοπέδου, που συνδυάζουν την ρωσοφιλία με τον αντιαμερικανισμό, υποστήριξαν ότι η Γερμανία έπρεπε να διατηρήσει τους δεσμούς με τη Μόσχα και επομένως δεν έπρεπε να υιοθετήσει την σκληρή γραμμή των Ηνωμένων Πολιτειών για την Ουκρανία και την Ρωσία.

Στην συνέχεια ήρθε η μαζική συσσώρευση στρατευμάτων της Ρωσίας στα σύνορα της Ουκρανίας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες μοιράστηκαν πληροφορίες με τους Ευρωπαίους συμμάχους και εταίρους τους και ενημέρωσαν το κοινό για τα πολεμικά σχέδια της Ρωσίας. Επιδίωξαν επίσης να σφυρηλατήσουν ένα ενιαίο διατλαντικό μέτωπο εναντίον της Μόσχας, σπρώχνοντας ιδιαίτερα το Βερολίνο να μετατοπίσει την ξεπερασμένη στάση του προς την Ρωσία.

Αρχικά, η κυβέρνηση του Σολτς αντιστάθηκε σε μέτρα όπως οι κυρώσεις που θα μπορούσαν να αποτρέψουν την Ρωσία ή που θα ενίσχυαν την Ουκρανία, συμπεριλαμβανομένων των παραδόσεων όπλων. Αυτός ο δισταγμός πυροδότησε επικρίσεις από την Ουάσιγκτον και από τις πρωτεύουσες της Ανατολικής Ευρώπης. Αλλά μόλις η ρωσική επίθεση φαινόταν επικείμενη, η γερμανική κυβέρνηση μετατόπισε ριζικά την εξωτερική της πολιτική. Στις 22 Φεβρουαρίου, αφότου η Ρωσία αναγνώρισε επίσημα τις αποσχισθείσες περιοχές της Ντονέτσκ και της Λουχάνσκ, το Βερολίνο πάγωσε τον Nord Stream 2. Στην ομιλία του πέντε ημέρες αργότερα, ο Σολτς ανακοίνωσε ότι η Γερμανία θα μειώσει την ενεργειακή της εξάρτηση από την Ρωσία. Η κυβέρνησή του υποσχέθηκε επίσης την εκτόξευση των αμυντικών δαπανών και άρχισε να παραδίδει αμυντικά όπλα στην Ουκρανία, κάνοντας μια εξαίρεση στους γερμανικούς κανονισμούς που απαγορεύουν την εξαγωγή όπλων σε ζώνες συγκρούσεων.

Η μεταβολή της Γερμανίας σημαίνει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα έχουν έναν ισχυρότερο Ευρωπαίο εταίρο στην άμυνα. Το Βερολίνο παραμένει πλήρως δεσμευμένο στην διατλαντική συμμαχία και, όπως υπογράμμισε η απόφασή του την περασμένη εβδομάδα να αγοράσει αμερικανικά μαχητικά αεροσκάφη F-35, δεσμεύεται να μοιραστεί την πυρηνική αποτροπή. Η Γερμανία θα είναι επίσης καθοριστική στην προώθηση της ευρωπαϊκής αμυντικής συνεργασίας, η οποία έκανε ένα άλμα προς τα εμπρός αυτή την εβδομάδα με την υιοθέτηση της Στρατηγικής Πυξίδας (Strategic Compass), ενός εγγράφου στρατηγικής και σχεδίου εργασίας της ΕΕ για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής αμυντικής συνεργασίας σε συντονισμό με το ΝΑΤΟ.

H ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΑΛΛΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΔΥΝΑΜΗΣ

Με έναν βάναυσο πόλεμο να μαίνεται στην Ουκρανία, είναι κατανοητό πως η προσοχή των ΗΠΑ και της Γερμανίας βρίσκεται στον Πούτιν και στην Ρωσία. Αλλά η μεγαλύτερη στρατηγική πρόκληση για τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Γερμανία (και την ΕΕ) παραμένει η αντιμετώπιση της Κίνας, η οποία εξακολουθεί να είναι για την Δύση ένας σημαντικός οικονομικός εταίρος, ένας συστημικός αντίπαλος, και ένας απαραίτητος συνομιλητής για την διαχείριση παγκόσμιων κινδύνων όπως η κλιματική αλλαγή και οι πανδημίες. Όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες υιοθέτησαν μια πιο σκληρή γραμμή εναντίον του Πεκίνου υπό τον Τραμπ, βρέθηκαν να χάνουν όλο και περισσότερο τον συγχρονισμό τους με την Γερμανία. Η Μέρκελ, η οποία επισκεπτόταν την Κίνα σχεδόν κάθε χρόνο κατά την διάρκεια των 16 ετών της ως καγκελάριος, καλλιέργησε βαθείς επιχειρηματικούς δεσμούς μεταξύ των δύο χωρών, υποστηρίζοντας ότι επέτρεψαν μεγαλύτερη συνεργασία για την κλιματική αλλαγή, ακόμη και για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Όταν η Γερμανία κατείχε την προεδρία της ΕΕ, πίεσε για μια επενδυτική συμφωνία Κίνας-ΕΕ στην οποία η Ουάσιγκτον αντιτάχθηκε.

Ο Σολτς έχει αλλάξει την προσέγγιση της Γερμανίας για την Κίνα, προωθώντας πιο ανοιχτά τα ανθρώπινα δικαιώματα και εφιστώντας την προσοχή στην απειλή που θέτει το Πεκίνο για την βασισμένη σε κανόνες διεθνή τάξη. Όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες και η υπόλοιπη Ευρώπη, η Γερμανία επιδιώκει επίσης να μειώσει την εξάρτηση της εφοδιαστικής αλυσίδας της από την Κίνα, ενώ πιέζει για δίκαιους κανόνες για τον ανταγωνισμό και την πνευματική ιδιοκτησία. Ως αποτέλεσμα, μια κοινή προσέγγιση των ΗΠΑ και της Ευρώπης προς την Κίνα φαίνεται τώρα πιο πιθανή από όσο [ήταν] πριν από την πανδημία.

Το οικονομικό μοντέλο της Γερμανίας δεν θα αλλάξει εν μια νυκτί. Το κινεζικό εμπόριο και οι επενδύσεις εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν ένα μεγάλο κομμάτι της ανάπτυξης της χώρας, και οποιαδήποτε μείωση σε οποιοδήποτε από τα δύο θα επιδείνωνε το κόστος της ήδη ριζικά αλλαγμένης σχέσης της Γερμανίας με την Ρωσία. Αλλά καθώς ο ανταγωνισμός με τις αυταρχικές δυνάμεις οξύνεται, η Γερμανία θα πρέπει να επανεξετάσει τις εξαρτήσεις της -οικονομικές, χρηματοπιστωτικές, και τεχνολογικές- και να βελτιώσει τις αμυντικές της ικανότητες. Η πιο βιώσιμη επιλογή της θα είναι να εμβαθύνει της ευρωπαϊκή και διατλαντική συνεργασία, εφόσον υπάρχει μια υποστηρικτική κυβέρνηση των ΗΠΑ. Η ανάγκη της Γερμανίας, των Ηνωμένων Πολιτειών, και της ΕΕ να συντονίσουν την πολιτική τους για την Κίνα έχει μεγαλώσει ως αποτέλεσμα των αυξημένων εντάσεων σχετικά με την Ταϊβάν και της σύγκρουσης στην Ουκρανία, όπου το Πεκίνο θα μπορούσε να παίξει κεντρικό ρόλο —είτε ενισχύοντας την Ρωσία, είτε αφήνοντάς την να παραπαίει. Η κυβέρνηση του Σολτς πρόκειται να συντάξει μια στρατηγική εθνικής ασφαλείας και μια στρατηγική για την Κίνα μέχρι τις αρχές του επόμενου έτους. Αμφότερες θα πρέπει να ενσωματωθούν σε μια ευρύτερη ευρωπαϊκή και διατλαντική προσέγγιση για την αντιμετώπιση της Κίνας και άλλων προκλήσεων ασφαλείας.

ΙΣΧΥΡΟΤΕΡΟΙ ΜΑΖΙ

Μολονότι ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει μεταμορφώσει την γερμανική εξωτερική πολιτική και την έχει φέρει σε πιο στενή ευθυγράμμιση με εκείνη των Ηνωμένων Πολιτειών, οικοδομώντας στην πρόοδο του πρώτου έτους του Μπάιντεν στα καθήκοντά του, η ζημιά των χρόνων του Τραμπ δεν έχει ακόμη αποκατασταθεί πλήρως. Οι ανησυχίες για την ικανότητα της Ουάσιγκτον να παραμείνει διεθνώς δεσμευμένη και αξιόπιστη παραμένουν στην Γερμανία, όπως και αλλού στην Ευρώπη. Η υγεία της αμερικανικής δημοκρατίας ανησυχεί εξαιρετικά τους Ευρωπαίους, οι οποίοι είδαν τις Ηνωμένες Πολιτείες να αναδύονται από την εποχή του Τραμπ διχασμένες και φθαρμένες. Η ανησυχία τους δεν είναι μόνο ότι οι Ρεπουμπλικάνοι θα κερδίσουν αμφότερα τα Σώματα του Κογκρέσου στις ενδιάμεσες εκλογές, κάτι που θα μπορούσε να περιορίσει την διατλαντική συνεργασία στο δεύτερο μισό της θητείας του Μπάιντεν, αλλά επίσης ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να επιστρέψουν σε μια στρατηγική του τύπου «πρώτα η Αμερική», εάν ένας Ρεπουμπλικάνος κερδίσει τον Λευκό Οίκο το 2024.

Τόσο η Γερμανία όσο και οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει επομένως να διασφαλίσουν ότι η αναζωογονημένη και σταθεροποιημένη σχέση τους μπορεί να διαρκέσει περισσότερο όχι μόνο από τον Μπάιντεν αλλά και από έναν λαϊκιστή Αμερικανό ηγέτη που θα μοιάζει με τον Τραμπ. Για να γίνει αυτό, θα πρέπει να ενδυναμώσουν τους δεσμούς ΗΠΑ-Γερμανίας, πέρα από αυτούς που συνδέουν το Βερολίνο με την εκτελεστική εξουσία των ΗΠΑ, επενδύοντας στις σχέσεις μεταξύ των μελών των νομοθετικών σωμάτων αμφότερων των χωρών, των κοινωνιών των πολιτών, και των επιχειρηματικών τομέων, καθώς και των διεθνών θεσμών που δεσμεύουν την Γερμανία με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Ουάσιγκτον και το Βερολίνο πρέπει να επιδιώξουν να εμβαθύνουν την αμοιβαία κατανόηση, ιδίως με το να δημιουργήσουν νέα φόρα για στρατηγικές ανταλλαγές. Όπως ο σημερινός πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία, οι μεγαλύτερες προκλήσεις του μέλλοντος -είτε από την Κίνα, είτε από την κλιματική αλλαγή ή από άλλη πανδημία- θα απαιτήσουν την διατλαντική συνεργασία. Η Ουάσιγκτον και το Βερολίνο πρέπει να διασφαλίσουν ότι η συνεργασία τους θα ανταποκρίνεται σε αυτή την αποστολή.

Copyright © 2022 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/germany/2022-03-30/will-germany-...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition