Γιατί ο Πούτιν υποτίμησε την Δύση | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Γιατί ο Πούτιν υποτίμησε την Δύση

Και πώς η Δύση θα διατηρήσει τη νεοευρεθείσα ενότητά της
Περίληψη: 

Για να επιτύχουν μακροπρόθεσμα τον στόχο της μεταξύ τους ενότητας, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους πρέπει να ξεπεράσουν την πολιτική πόλωση, τη μετατόπιση των οικονομικών βαρών, και τις αλλαγές ηγεσίας που έχουν συχνά κατακερματίσει την Δύση στο παρελθόν. Διαφορετικά, η ενότητα για την Ουκρανία θα μπορούσε να αποδειχθεί βραχύβια.

O IVO H. DAALDER είναι πρόεδρος του Chicago Council on Global Affairs και υπηρέτησε ως πρεσβευτής των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ από το 2009 έως το 2013.
Ο JAMES M. LINDSAY είναι ανώτερος αντιπρόεδρος και διευθυντής Σπουδών στο Council on Foreign Relations.
Είναι οι συγγραφείς του βιβλίου με τίτλο The Empty Throne: America’s Abdication of Global Leadership [1].

Η απόφαση του Ρώσου προέδρου, Βλαντιμίρ Πούτιν, να εισβάλει στην Ουκρανία έχει αποδειχθεί ότι είναι ένας λανθασμένος στρατηγικός υπολογισμός ιστορικών διαστάσεων. Έχοντας αποτύχει να παραγάγει μια γρήγορη νίκη για τη Μόσχα, η απρόκλητη εισβολή αντιμετωπίζει ένα σφοδρό ουκρανικό αντάρτικο που έχει ήδη προκαλέσει περίπου 15.000 θανάτους Ρώσων στη μάχη, περίπου ο ίδιος αριθμός που έχασε η Σοβιετική Ένωση σε ολόκληρη την εννεαετή εκστρατεία της στο Αφγανιστάν. Η ρωσική οικονομία έχει χτυπηθεί από έκτακτες διεθνείς κυρώσεις. Οι εκκλήσεις να δικαστεί ο Πούτιν ως εγκληματίας πολέμου έχουν αντηχήσει σε όλο τον κόσμο. Είναι ασφαλές να πούμε ότι τίποτα από αυτά δεν ήταν ό,τι περίμενε ο Πούτιν όταν εξαπέλυσε την επίθεσή του.

08042022-1.jpg

Ποζάροντας για μια οικογενειακή φωτογραφία των ηγετών του G-7 στις Βρυξέλλες, τον Μάρτιο του 2022. Henry Nicholls / Reuters
--------------------------------------

Πώς ο Πούτιν έκανε τα πράγματα τόσο λάθος; Εν μέρει, υπερεκτίμησε σαφώς την ρωσική στρατιωτική ισχύ και υποτίμησε την ουκρανική αντίσταση. Αλλά εξίσου σημαντική ήταν η παρερμηνεία του για την Δύση. Η μακρόχρονη προσωπική εμπειρία του -παρατηρώντας την αδύναμη διεθνή απάντηση στους πολέμους της Ρωσίας στην Τσετσενία και στην Γεωργία, στην προσάρτηση της Κριμαίας το 2014, και στην υποστήριξή της στον Σύρο δικτάτορα Μπασάρ αλ-Άσαντ- τον έπεισε ότι η Δύση θα εγκατέλειπε την Ουκρανία. Δεδομένων των ανησυχιών της Ευρώπης σχετικά με την δέσμευση της Ουάσιγκτον στην ευρωπαϊκή ασφάλεια, στον απόηχο τόσο της προεδρίας Τραμπ όσο και της πρόχειρα εκτελεσμένης απόσυρσης της κυβέρνησης Μπάιντεν από το Αφγανιστάν, μπορεί επίσης να είχε προβλέψει ότι η εισβολή θα δίχαζε τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους Ευρωπαίους συμμάχους τους, φέρνοντας έτσι μια μεγαλύτερη στρατηγική νίκη από απλώς την εγκατάσταση μιας κυβέρνησης-μαριονέτα στο Κίεβο.

Εάν ο Πούτιν ήταν καλύτερος μελετητής του πώς οι Δυτικές δημοκρατίες έχουν απαντήσει στις ζωτικές απειλές για την ασφάλειά τους, θα είχε κατανοήσει το γιατί αυτές οι υποθέσεις ήταν εσφαλμένες. Είναι αλήθεια ότι ένα δίδαγμα του περασμένου αιώνα είναι ότι οι Δυτικές δημοκρατίες έχουν συχνά αγνοήσει τις αναδυόμενες απειλές ασφαλείας, όπως έκαναν πολλές από αυτές την περίοδο πριν από τους δύο παγκόσμιους πολέμους, τον πόλεμο της Κορέας, και τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου [2001]. Όπως το έθεσε κάποτε ο Αμερικανός διπλωμάτης και ιστορικός George Kennan, οι δημοκρατίες είναι σαν ένα προϊστορικό τέρας [το οποίο είναι] τόσο αδιάφορο για το τι συμβαίνει γύρω του που «πρέπει ουσιαστικά να του κόψεις την ουρά για να αντιληφθεί ότι διαταράσσονται τα συμφέροντά του». Αλλά ένα εξίσου σημαντικό δίδαγμα του περασμένου αιώνα είναι ότι όταν τους χτυπούν τις ουρές αρκετά δυνατά, οι Δυτικές δημοκρατίες αντιδρούν με ταχύτητα, αποφασιστικότητα, και δύναμη. Για τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους Ευρωπαίους συμμάχους τους, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία -η οποία σε μέγεθος και εύρος αποτελεί τη μεγαλύτερη χρήση στρατιωτικής βίας στην ευρωπαϊκή ήπειρο από το 1945 και μετά και θέτει μια άμεση απειλή για το έδαφος του ΝΑΤΟ- έχει προσφέρει ακριβώς μια τέτοια περίπτωση.

Ωστόσο, παρόλο που η απάντηση της Δύσης ήταν αναπάντεχα στιβαρή, είναι πολύ νωρίς για την Δύση ώστε να κηρύξει τη νίκη. Εάν οι δημοκρατίες είναι ικανές να σχηματίζουν ένα γρήγορο και ενιαίο μέτωπο ενάντια σε εξαιρετικές απειλές, είναι επίσης εδώ και πολύ καιρό επιρρεπείς στο να μετατοπίζουν τις προτεραιότητες και να στρέφουν την προσοχή τους στο εσωτερικό μόλις έχει περάσει η άμεση κρίση. Για τους Δυτικούς ηγέτες, λοιπόν, αφότου συσπειρώθηκαν γρήγορα για να αντιμετωπίσουν την επιθετικότητα του Πούτιν, η πρόκληση τώρα είναι πώς θα διατηρήσουν αυτή την ενότητα. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, τόνισε αυτό το σημείο τον Μάρτιο στην Βαρσοβία: «Πρέπει να παραμείνουμε ενωμένοι σήμερα και αύριο και την επόμενη ημέρα και για τα επόμενα χρόνια και δεκαετίες». Αυτό δεν είναι εύκολο έργο. Για να επιτύχουν μακροπρόθεσμα αυτόν τον στόχο, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους πρέπει να ξεπεράσουν την πολιτική πόλωση, τη μετατόπιση των οικονομικών βαρών, και τις αλλαγές ηγεσίας που έχουν συχνά κατακερματίσει την Δύση στο παρελθόν. Διαφορετικά, η ενότητα για την Ουκρανία θα μπορούσε να αποδειχθεί βραχύβια, αφήνοντας για άλλη μια φορά διχασμένη την Δύση και ενδυναμωμένους τους αυταρχικούς.

ΤΟ ΣΦΑΛΜΑ ΤΟΥ ΠΟΥΤΙΝ

Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι ο Πούτιν θα είχε υποθέσει ότι η Δύση θα απαντούσε σε μια ρωσική εισβολή στην Ουκρανία με σκληρή ρητορική, αλλά όχι πολλά περισσότερα. Το 2008, όταν ο Πούτιν έστειλε ρωσικές δυνάμεις για να διαμελίσουν την Γεωργία, ο Γάλλος πρόεδρος, Νικολά Σαρκοζί, έσπευσε να διαπραγματευτεί μια κατάπαυση του πυρός που διατήρησε τα ρωσικά κέρδη, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες ευρωπαϊκές χώρες αρνήθηκαν να υποστηρίξουν την επίσημη απογοήτευσή τους με έστω συμβολικές κυρώσεις. Έξι χρόνια αργότερα, η αντίδραση στην προσάρτηση της Κριμαίας και στην υποκίνηση αυτονομιστικού πολέμου στην ανατολική Ουκρανία από τον Πούτιν ήταν μόνο ελαφρώς πιο σκληρή: μολονότι η Ρωσία εκδιώχθηκε από το G-8 και της επιβλήθηκαν περιορισμένες κυρώσεις, η Γερμανίδα καγκελάριος, Άνγκελα Μέρκελ, και ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, απέκλεισαν αμφότεροι την αποστολή φονικής στρατιωτικής αρωγής για να βοηθήσει την Ουκρανία να αμυνθεί.