Ο πειρασμός της Ουκρανίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο πειρασμός της Ουκρανίας

Ο Μπάιντεν πρέπει να αντισταθεί στις εκκλήσεις να πολεμήσει έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο

Επί τρεις δεκαετίες, η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ έχει λειτουργήσει με την αδράνεια και το έχει ονομάσει στρατηγική. Ο Ψυχρός Πόλεμος είχε τελειώσει, αλλά, παρόλα αυτά, οι Ηνωμένες Πολιτείες διατήρησαν τις ψυχροπολεμικές συμμαχίες τους. Η Σοβιετική Ένωση είχε εξαφανιστεί, αλλά η απουσία μιας μεγάλης απειλής παρήγαγε την ίδια συνταγή με αυτήν που είχε [παραγάγει] η παρουσία μιας μεγάλης απειλής: ακριβώς όπως ο στρατός των ΗΠΑ είχε υπερασπιστεί «τον ελεύθερο κόσμο», τώρα θα γινόταν ο φύλακας όλου του κόσμου. Όταν εμφανίζονταν προβλήματα, διαδοχικές κυβερνήσεις τα θεωρούσαν γενικά ως λόγους για να επεκτείνουν τις αναπτύξεις των ΗΠΑ. Ακόμα κι αν η προσπάθειά της για την πρωτοκαθεδρία είχε δημιουργήσει ή επιδεινώσει αυτά τα προβλήματα, η Ουάσιγκτον είχε την λύση: περισσότερη και καλύτερη πρωτοκαθεδρία.

14042022-1.jpg

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, στην Ουάσιγκτον, τον Απρίλιο του 2022. Kevin Lamarque / Reuters
-------------------------------------------

Τώρα ο πόλεμος στην Ουκρανία δελεάζει τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να επαναλάβουν αυτό το σφάλμα με εξαιρετικά επακόλουθο τρόπο. Ακριβώς όταν ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν προσπαθούσε να προτεραιοποιήσει την ασφάλεια στην Ασία και την ευημερία για την αμερικανική μεσαία τάξη, οι υποστηρικτές της πρωτοκαθεδρίας των ΗΠΑ αδράχνουν αυτή την συναισθηματικά φορτισμένη στιγμή για να επιμείνουν ότι η εξάρτηση στη μεταψυχροπολεμική οδό υπερέχει. Υποστηρίζουν ότι αντί να στραφούν στην Ασία, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει τώρα να αυξήσουν την στρατιωτική τους παρουσία στην Ευρώπη για να ανασχέσουν μια διεκδικητική Ρωσία, ακόμη και όταν ενδυναμώνουν τις άμυνες στον Ινδο-Ειρηνικό για να ανασχέσουν μια ανερχόμενη Κίνα. Παραδέχονται ότι η πρότασή τους θα κόστιζε εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια επιπλέον σε αμυντικές δαπάνες και θα έθετε τις δυνάμεις των ΗΠΑ στην πρώτη γραμμή δύο δυνητικών πολέμων [μεταξύ] μεγάλων δυνάμεων, αλλά πιστεύουν ότι το τίμημα αξίζει τον κόπο.

Η κυβέρνηση Μπάιντεν θα πρέπει να αρνηθεί αυτή την πρόσκληση να διεξάγει έναν ριψοκίνδυνο παγκόσμιο ψυχρό πόλεμο. Μολονότι η εισβολή στην Ουκρανία έχει αποκαλύψει την προθυμία του Ρώσου προέδρου, Βλαντιμίρ Πούτιν [2], να αναλάβει ρίσκα στην επιδίωξη της επιθετικότητας, έχει επίσης αποκαλύψει την αδυναμία του ρωσικού στρατού και της οικονομίας. Αν μη τι άλλο, ο πόλεμος έχει ενισχύσει τα επιχειρήματα υπέρ της στρατηγικής πειθαρχίας, με το να προσφέρει μια ευκαιρία να ενθαρρυνθεί η Ευρώπη να ισορροπήσει έναντι της Ρωσίας, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες θα επικεντρώνονται στην ασφάλεια στην Ασία και στην ανανέωση στο εσωτερικό. Ένας τέτοιος καταμερισμός εργασίας είναι δίκαιος και βιώσιμος. Θα έφερνε τις Ηνωμένες Πολιτείες στην καλύτερη θέση να περιορίσουν τις επιπτώσεις από τον πόλεμο στην Ουκρανία και να επιτύχουν μακροπρόθεσμη ειρήνη και σταθερότητα στην Ευρώπη και πέρα από αυτήν. Το δέλεαρ της πρωτοκαθεδρίας είναι ισχυρό στην Ουάσιγκτον, αλλά μια πιο συγκρατημένη προσέγγιση είναι καλύτερη.

DÉJÀ VU

Από τότε που ξεκίνησε η εισβολή της Ρωσίας, οι υπέρμαχοι της πρωτοκαθεδρίας των ΗΠΑ έχουν υποστηρίξει ότι ο πόλεμος απαιτεί όχι μόνο μια άμεση απάντηση από τις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά και μια ανθεκτική μετατόπιση υψηλής στρατηγικής. Επωφελούμενοι από το αντιρωσικό αίσθημα, θέλουν η κυβέρνηση Μπάιντεν να παραμερίσει τη νέα ασιο-κεντρική στάση που αναμενόταν να παρουσιάσει. «Δεν μπορούμε προσποιούμαστε άλλο ότι η εστίαση της εθνικής ασφάλειας πρωτίστως στην Κίνα θα προστατεύσει τα πολιτικά και οικονομικά [συμφέροντα] και τα συμφέροντα ασφαλείας μας», έγραψε [3] ο πρώην υπουργός Άμυνας, Robert Gates. «Όπως έχουμε δει στην Ουκρανία, ένας απερίσκεπτος, ριψοκίνδυνος δικτάτορας στην Ρωσία (ή αλλού) μπορεί να είναι εξίσου [μεγάλη] πρόκληση για τα συμφέροντά μας και την ασφάλειά μας». Για να μην αφήσει τον πόλεμο να επεκταθεί, η κυβέρνηση Μπάιντεν αύξησε τον αριθμό των αμερικανικών στρατιωτών στην Ευρώπη σε περίπου 100.000 -ένα επίπεδο που δεν έχει παρατηρηθεί εδώ και δεκαετίες.

Αλλά η απόπειρα να αποκατασταθεί η παγκόσμια στρατιωτική πρωτοκαθεδρία δεν αξίζει σήμερα περισσότερο από όσο άξιζε πριν από την εισβολή. Η φρικτή επίθεση του Πούτιν έχει κάνει την ρωσική απειλή ενστικτώδη, αλλά στην πραγματικότητα δεν έχει αυξήσει την απειλή ούτε έχει παραγάγει άλλα πειστικά στοιχεία για την ανάληψη νέων δεσμεύσεων ή αποστολών. Ο Gates φαίνεται να μπερδεύει τον ανθρωπιστικό όλεθρο με την απειλή για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Όπως έχει υποστηρίξει η κυβέρνηση Μπάιντεν, τα ζωτικά συμφέροντα ασφαλείας των ΗΠΑ δεν διακυβεύονται στην Ουκρανία, και έτσι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα επέμβουν άμεσα εναντίον των ρωσικών δυνάμεων. Ιδιαίτερα ασαφές είναι το γιατί πρέπει να θεωρείται ότι ο Πούτιν ή απλώς οποιοσδήποτε «απερίσκεπτος, ριψοκίνδυνος δικτάτορας» αμφισβητεί τα συμφέροντα των ΗΠΑ σε παρόμοια κλίμακα με την Κίνα, τη νούμερο δύο οικονομική και στρατιωτική δύναμη στον κόσμο. Ετούτο το σκεπτικό θα μπορούσε να οδηγήσει τους αξιωματούχους των ΗΠΑ να εγκαταλείψουν τη μορφοποίηση στρατηγικής με βάση τα ευδιάκριτα εθνικά συμφέροντα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα βρίσκονταν να αστυνομεύουν τον κόσμο, ανεξάρτητα από το διακύβευμα.

Εάν η Ρωσία επρόκειτο να κατακλύσει το κέντρο της Ευρώπης, η ασφάλεια και η ευημερία των Ηνωμένων Πολιτειών θα κινδύνευαν, αφού μεγάλο μέρος της εύπορης και πολυπληθούς περιοχής θα ετίθετο υπό τον έλεγχο της Μόσχας. Στα τέλη της δεκαετίας του 1940, οι Ηνωμένες Πολιτείες διεξήγαγαν τον Ψυχρό Πόλεμο εν μέρει για να εμποδίσουν την Σοβιετική Ένωση να χρησιμοποιήσει τους τρομερούς πόρους της για να κατακτήσει τη μη κομμουνιστική Ευρώπη. Σε ένα άρθρο του Μαρτίου [4] στο Foreign Affairs, οι μελετητές Michael Beckley και Hal Brands ανέστησαν σιωπηρά αυτόν τον στρατηγικό στόχο, επικαλούμενοι «τις πολιτικές που κέρδισαν τον Ψυχρό Πόλεμο» ως πρότυπο για το τι πρέπει να κάνουμε σήμερα: να ανασχέσουμε την Ρωσία και την Κίνα ταυτόχρονα μέσω των συσσωρεύσεων του στρατού των ΗΠΑ τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ασία. Σύμφωνα με την εκτίμησή τους, αυτή η πορεία δράσης θα προϋπέθετε την ενίσχυση των αμυντικών δαπανών για την επόμενη δεκαετία από 3,2% του ΑΕΠ σε 5% του ΑΕΠ, σημειώνοντας αύξηση 56%.

Αλλά είναι δύσκολο να διακρίνει κάποιος το πώς η Ρωσία θα μπορούσε να προωθηθεί βαθιά μέσα στην Ευρώπη, ακόμη κι αν προσπαθούσε. Πριν από την εισβολή, η οικονομία της ΕΕ ήταν περίπου πέντε φορές μεγαλύτερη από εκείνη της Ρωσίας, με βάση το συντηρητικό μέτρο της ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης, και οι πολεμικές κυρώσεις πρόκειται να διευρύνουν το χάσμα. Συνολικά, τα ευρωπαϊκά μέλη του ΝΑΤΟ ήδη δαπανούν περισσότερα από την Ρωσία για την άμυνα και η γεωπολιτική αφύπνιση της Ευρώπης θα τα ωθήσει να δαπανήσουν περισσότερα. Και η άνευρη επίδοση των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων στην Ουκρανία δεν είναι καλός οιωνός για τις προοπτικές τους εναντίον του ΝΑΤΟ στο εγγύς μέλλον.

Αντί, λοιπόν, να εξηγήσουν το πώς η Ρωσία θα μπορούσε ενδεχομένως να κυριαρχήσει στην Ευρώπη, ο Beckley και ο Brands υιοθετούν μια επεκτατική αντίληψη για τα συμφέροντα και τις ευθύνες των Ηνωμένων Πολιτειών που θα έκαναν τον George Kennan, τον αρχιτέκτονα της ανάσχεσης του Ψυχρού Πολέμου, να κοκκινίσει. Από ότι φαίνεται θα έβαζαν τις Ηνωμένες Πολιτείες να πάνε σε πόλεμο για να σταματήσουν οποιαδήποτε πράξη «απολυταρχικής επιθετικότητας» στην Ανατολική Ευρώπη ή στην Ανατολική Ασία, και ίσως οπουδήποτε αλλού «η διεθνής τάξη» μπορεί να φαίνεται ότι κινδυνεύει. Πράγματι, ως έμπνευση για την προσέγγισή τους, αντλούν από το NSC-68, το στρατηγικό έγγραφο του 1950 που έκανε έκκληση για απεριόριστες αντικομμουνιστικές σταυροφορίες και εξωφρενικές στρατιωτικές δαπάνες. Όπως το έχει θέσει ο ιστορικός John Lewis Gaddis, το NSC-68 «βρήκε στην απλή παρουσία μιας σοβιετικής απειλής ένα επαρκές αίτιο για να θεωρήσει ως ζωτικής σημασίας το συμφέρον που απειλείται». Με άλλα λόγια, το NSC-68 έβαλε τις Ηνωμένες Πολιτείες να αναλάβουν τεράστιο κόστος και κινδύνους χωρίς αναφορά στην ασφάλεια και την ευημερία της χώρας˙ απέκοψε τον δεσμό μεταξύ της πολιτικής των ΗΠΑ και των συμφερόντων των ΗΠΑ. Δεν πρέπει να είναι υπόδειγμα για την εποχή μας.

Η έκκληση για έναν ψυχρό πόλεμο εναντίον της Κίνας [5] και της Ρωσίας θα έβαζε τους Αμερικανούς να αναλάβουν τεράστια βάρη, όχι επειδή το απαιτούν συγκεκριμένα συμφέροντα των ΗΠΑ, αλλά επειδή το απαιτεί η πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ. Χωρίς να είναι ικανές να διατηρήσουν την παγκόσμια στρατιωτική κυριαρχία τους στο τρέχον επίπεδο προσπάθειας, οι Ηνωμένες Πολιτείες υποτίθεται τώρα ότι πρέπει να επενδύσουν όλο και μεγαλύτερους πόρους στο εγχείρημα. Ίσως η χώρα θα μπορούσε να την γλιτώσει από τις στρατηγικές υπερβολές της δεκαετίας του 1950, όταν αντιπροσώπευε περίπου το 27% της παγκόσμιας οικονομικής παραγωγής, σχεδόν το διπλάσιο από το αθροιστικό σοβιετικό και κινεζικό μερίδιο του 14%. Το 2020, αντίθετα, οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιπροσώπευαν το 16% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Η Κίνα και η Ρωσία μαζί ανήλθαν στο 22%. Η Κίνα από μόνη της ξεπέρασε τις Ηνωμένες Πολιτείες. Είναι αμφίβολο ότι η βούληση από μόνη της μπορεί να ξεπεράσει το χάσμα μεταξύ της υλικής υπεροχής των Ηνωμένων Πολιτειών κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και του σημερινού ελλείμματός της.

Βγαίνοντας από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το αμερικανικό κοινό κατανόησε τις επιπτώσεις της ανάληψης υποχρεώσεων για την υπεράσπιση άλλων χωρών. Αντίθετα, οι περισσότεροι Αμερικανοί που ζουν σήμερα, καθώς δεν έχουν δει ποτέ έναν πόλεμο μεταξύ μεγάλων δυνάμεων ή δεν έχουν πληρώσει απτά κόστη για μικρότερους πολέμους, δεν έχουν συνηθίσει να υπομένουν δυσκολίες για τις επιλογές εξωτερικής πολιτικής. Η βάσιμη υποψία τους για τις μακρινές στρατιωτικές επεμβάσεις δημιουργεί αβεβαιότητα σχετικά με το πώς θα ενεργούσαν πραγματικά οι Ηνωμένες Πολιτείες εάν μια από τις δεκάδες αμυντικές τους δεσμεύσεις έπρεπε να τιμηθεί. Εγείρει επίσης αμφιβολίες για το εάν οι υψηλές αμυντικές δαπάνες θα μπορούσαν να διατηρηθούν επ' αόριστον.

Αντί να «κλειδώσει» έναν νέο ψυχρό πόλεμο, ο Μπάιντεν θα πρέπει να θυμηθεί τι παρήγαγε τις μεγαλύτερες επιτυχίες των Ηνωμένων Πολιτειών κατά την διάρκεια του αρχικού ζητήματος: μια προθυμία να προσαρμοστούν στις μεταβαλλόμενες συνθήκες και να σταθμίσουν δημιουργικές επιλογές, χωρίς να προσκολλώνται σε ξεπερασμένες συνήθειες. Το Σχέδιο Μάρσαλ, για παράδειγμα, ξέφυγε από την πεπατημένη με το να παραχωρηθούν κρατικά κονδύλια για την ανοικοδόμηση ευρωπαϊκών χωρών που μπορεί να είχαν γίνει κομμουνιστικές. Δεκαετίες αργότερα, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ είδαν μια ευκαιρία να σταθεροποιήσουν τις σχέσεις των υπερδυνάμεων και πέτυχαν τον κατευνασμό, επινοώντας αμοιβαίως επωφελή μέτρα ελέγχου των εξοπλισμών και σταθεροποιώντας την Ευρώπη μέσω των Συμφωνιών του Ελσίνκι (Helsinki Accords). Αυτά τα επιτεύγματα αξίζουν να αποτελέσουν αντικείμενο μίμησης —και τούτο προϋποθέτει να αποφύγουμε την άστοχη νοσταλγία.

ΜΙΑ ΕΥΡΩΠΗ ΙΣΧΥΡΗ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΗ

Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει κάνει την στρατηγική πειθαρχία όχι μόνο πιο απαραίτητη αλλά και πιο εφικτή. Μετατρέποντας την Ευρώπη σε έναν πιο ενοποιημένο και αποφασιστικό γεωπολιτικό δρώντα, ο πόλεμος έχει δημιουργήσει διεθνείς δυναμικές που είναι ευνοϊκές για την αυτοσυγκράτηση των ΗΠΑ. Ο Μπάιντεν [6] θα πρέπει να απορρίψει την ψυχροπολεμική στρατηγική τού να διαιρέσει τον κόσμο και να κρατήσει τον μισό ως εξαρτώμενο από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Δεν θα πρέπει να επιτρέψει στην επιθετικότητα του Πούτιν να καθορίσει την αντίληψη των Ηνωμένων Πολιτειών για τον εαυτό τους και για τον ρόλο τους στον κόσμο. Αντίθετα, θα πρέπει να επιδιώξει να κάνει τον κόσμο ανθεκτικό —πιο ικανό για αποτελεσματική και συλλογική δράση και λιγότερο εξαρτώμενο από την στρατιωτική προστασία των ΗΠΑ.

Το πρώτο βήμα είναι να υποστηρίξει την Ουκρανία, αποφεύγοντας την κλιμάκωση σε μια άμεση σύγκρουση μεταξύ των αμερικανικών και των ρωσικών δυνάμεων. Έχοντας χαλυβδώσει την εγχώρια και την διεθνή δράση, η κυβέρνηση Μπάιντεν θα πρέπει να αποφύγει τον ρητορικό πληθωρισμό των στόχων της και να εμμείνει σε έναν ξεκάθαρο σκοπό: όχι να υπερασπιστεί την Ουκρανία, αλλά μάλλον να βοηθήσει την Ουκρανία να υπερασπιστεί τον εαυτό της και να τερματίσει τον πόλεμο. Κατά συνέπεια, η κυβέρνηση θα πρέπει να πιέσει για μια ειρηνευτική διευθέτηση με τόσο σθένος όσο έχει επιδείξει στην επιβολή κόστους στην Ρωσία [7].

Μια συμφωνία κατόπιν διαπραγματεύσεων θα απαιτήσει σχεδόν σίγουρα την άρση τουλάχιστον ορισμένων από τις πιο σκληρές κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας, συμπεριλαμβανομένου του παγώματος των περιουσιακών στοιχείων της ρωσικής κεντρικής τράπεζας. Η κυβέρνηση θα πρέπει να επικοινωνήσει προληπτικά μια προσφορά ελάφρυνσης των κυρώσεων στη Μόσχα, η οποία σε διαφορετική περίπτωση μπορεί να μην πιστέψει ότι μια τέτοια ελάφρυνση είναι δυνατή. Σε συνδυασμό με μια δέσμευση της Ουκρανίας να εγκαταλείψει την προσπάθεια να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, ο Μπάιντεν θα πρέπει επίσης να είναι προετοιμασμένος να δηλώσει δημόσια ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιτίθενται στην περαιτέρω εξέταση των προοπτικών ένταξης της Ουκρανίας, οι οποίες δεν ήταν εξ’ αρχής υψηλές. Μετά τον πόλεμο, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να συνεχίσουν να στέλνουν όπλα στην Ουκρανία για να την βοηθήσουν να αμυνθεί. Δεν θα ήταν απαραίτητο ή σοφό να δεσμευτούν ότι θα πάνε σε πόλεμο για λογαριασμό της Ουκρανίας, μια δέσμευση που θα μείωνε την αμερικανική ασφάλεια και θα διεύρυνε τον στρατιωτικό ρόλο των ΗΠΑ στην Ευρώπη.

Ενώ θα αποφεύγει τα χειρότερα αποτελέσματα στην Ουκρανία, ο Μπάιντεν θα πρέπει να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία που προκύπτει σπανίως, για να βάλει την ευρωπαϊκή τάξη ασφαλείας στην οδό προς την αυτάρκεια. Με τεράστια οικονομική και δημογραφική υπεροχή, η Ευρώπη είναι περισσότερο από ικανή να αναπτύξει στρατιωτική ισχύ για να εξισορροπήσει με την Ρωσία. Τώρα, φαίνεται όλο και πιο πρόθυμη να το κάνει. Αλλά εάν η Ουάσιγκτον δεν κάνει στην άκρη, η αλλαγή δεν θα συμβεί.

Ο Μπάιντεν θα πρέπει να στηρίξει την ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία και να φτιάξει ένα εξαετές πλάνο, για να καλύψει την υπόλοιπη θητεία του και την επόμενη, για να κάνει τη μετάβαση της ευρωπαϊκής άμυνας στην ευρωπαϊκή ηγεσία. Η κυβέρνηση θα πρέπει να πιέσει τις ευρωπαϊκές χώρες να παράσχουν νέο ανθρώπινο δυναμικό στις ανατολικές χώρες του ΝΑΤΟ και να αντικαταστήσουν τα επιπλέον στρατεύματα των ΗΠΑ που εστάλησαν εκεί από τον Ιανουάριο και μετά. Και θα πρέπει να βοηθήσει τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες να συντονίσουν τα επόμενα βήματά τους: να βελτιώσουν την ετοιμότητα και την βιωσιμότητα των δυνάμεών τους, να αναπτύξουν ικανότητες για υψηλής ποιότητας επιχειρήσεις, και να εναρμονίσουν τις αμυντικές ικανότητες της ΕΕ με εκείνες ενός ΝΑΤΟ [8] υπό την ηγεσία της Ευρώπης και με την υποστήριξη των ΗΠΑ.

Ο περιορισμός των βαρών των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ευρώπη θα ενίσχυε την στρατηγική τους στην Ασία. Ο Μπάιντεν θα απάλλασσε τον εαυτό του και τους διαδόχους του από το να αντιμετωπίσουν την επιλογή μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης που οι υποστηρικτές της πρωτοκαθεδρίας θα επέβαλαν στις επόμενες γενιές: να αποδυναμώσει την άμυνα των Ηνωμένων Πολιτειών στον Ινδο-Ειρηνικό στην περίπτωση ενός ευρωπαϊκού πολέμου με την Ρωσία ή να προετοιμαστεί να πολεμήσει δύο πολέμους μεταξύ μεγάλων δυνάμεων, αυξάνοντας τις αμυντικές δαπάνες σε τόσο υψηλό [επίπεδο] ώστε να προκαλέσει πολιτικό αντίκτυπο. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ πρέπει να αποφύγουν αυτές τις απαράδεκτες επιλογές. Ούτε χρειάζεται να παραιτηθούν από έναν στρατηγικό ανταγωνισμό με την Κίνα ο οποίος είναι τόσο έντονος και συμπεριληπτικός ώστε να μοιάζει με τον πρώιμο Ψυχρό Πόλεμο.

Η στρατιωτική αυτοσυγκράτηση είναι επιθυμητή για στρατηγικούς λόγους, αλλά είναι επίσης απαραίτητη για να απελευθερώσει την πολιτική των ΗΠΑ ώστε να επιδιώξει αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία. Οι προτεραιότητες που προσδιόρισε ο Μπάιντεν όταν ανέλαβε τα καθήκοντά του —η παροχή ευημερίας στους απλούς Αμερικανούς και η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής [9] και των πανδημιών— παραμένουν εξίσου σημαντικές σήμερα, και ο πόλεμος τις έχει κάνει ακόμη πιο δύσκολο να αντιμετωπιστούν. Ο πόλεμος της Ρωσίας και οι Δυτικές κυρώσεις διακινδυνεύουν να πυροδοτήσουν μια παγκόσμια ύφεση ή να συμβάλουν σε μια περίοδο στασιμοπληθωρισμού. Ένας καθοδικός οικονομικός φαύλος κύκλος θα μπορούσε ακόμη και να συνοδεύσει έναν καθοδικό φαύλο κύκλο ασφαλείας˙ oι χώρες θα μπορούσαν να διαιρεθούν σε οικονομικά μπλοκ από τον φόβο ότι οι γεωπολιτικές έκτακτες ανάγκες μπορεί μια μέρα να τις υποχρεώσουν ξαφνικά να ενταχθούν σε μια ομάδα ή σε μια άλλη.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να δράσουν για να ανακόψουν την αποπαγκοσμιοποίηση, η οποία θα συμπίεζε την ανάπτυξη και την καινοτομία και θα παρεμπόδιζε την συνεργασία για το κλίμα. Αντί να υποκύψουν σε ένα ψυχροπολεμικό πλαίσιο, θα πρέπει να παραμείνουν οικονομικά εμπλεκόμενες με την Κίνα και να σεβαστούν τις κυρίαρχες επιλογές των χωρών του αναπτυσσόμενου κόσμου να απόσχουν από τις κυρώσεις στην Ρωσία και να επιλέξουν διαφορετικά, τη μη ευθυγράμμιση. Καθώς οι ραγδαία αυξανόμενες τιμές επιδεινώνουν τις επιπτώσεις της πανδημίας, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να συσπειρώσουν τους Ευρωπαίους και Ασιάτες εταίρους τους για να παράσχουν κεφάλαια και τεχνολογία για την οικοδόμηση ικανότητας ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στις αναπτυσσόμενες χώρες. Η κλιματική αλλαγή είναι ίσως η μεγαλύτερη απειλή για τον αμερικανικό λαό. Εάν παραμείνει ένας αντιπερισπασμός στην πολιτική εθνικής ασφαλείας μέχρι το τέλος της θητείας του Μπάιντεν, τότε η εξωτερική πολιτική του θα έχει αποτύχει, ανεξάρτητα από το πόσο καλά χειρίζεται τον πόλεμο στην Ουκρανία.

ΤΟ ΤΙΜΗΜΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΚΑΘΕΔΡΙΑΣ

Μεταξύ των προτεραιοτήτων των Ηνωμένων Πολιτειών του εικοστού πρώτου αιώνα [10] δεν πρέπει να είναι οι σχέσεις με το Ιράν [11]. Ωστόσο, η χώρα μπορεί σύντομα να αναρριχηθεί στην κορυφή της ατζέντας του προέδρου. Οι διαπραγματευτές προσπαθούν επί του παρόντος να αναβιώσουν την συμφωνία για να εμποδίσουν το Ιράν να αναπτύξει πυρηνικά όπλα. Εάν ετούτες οι συνομιλίες αποτύχουν, η κυβέρνηση Μπάιντεν θα πρέπει να αποφασίσει εάν θα υποστηρίξει ένα στρατιωτικό χτύπημα στο Ιράν, παρόλο που πιθανότατα θα θεωρήσει την χώρα ως αμελητέα ανησυχία και αντιπερισπασμό από την Ουκρανία [12]. Αλλά ακόμη και η Ουκρανία είναι ένας περισπασμός από αυτά στα οποία η κυβέρνηση ήλπιζε να εστιάσει: στον ανταγωνισμό με την Κίνα [13], για να μην αναφέρουμε την διάσωση της αμερικανικής δημοκρατίας, τον μετριασμό μιας πανδημίας, και την διατήρηση ενός κατοικήσιμου πλανήτη. Μια τέτοια κακοφωνία είναι το προβλέψιμο αποτέλεσμα της αναζήτησης της παγκόσμιας στρατιωτικής πρωτοκαθεδρίας [14] —όχι του ελέγχου των παγκόσμιων γεγονότων αλλά της απώλειας του αυτοελέγχου. Το πρόβλημα θα γίνεται ακόμη χειρότερο όσο η μονοπολική εποχή συνεχίζει να υποχωρεί.

Ένας νέος ψυχρός πόλεμος υπόσχεται σαφήνεια του σκοπού. Στην πραγματικότητα, θα επέβαλε τεράστιο κόστος και θα δημιουργούσε περιττούς κινδύνους. Επιπλέον, δεν θα εξαφάνιζε άλλες προτεραιότητες. Το πιθανότερο είναι ότι θα επιδείνωνε την εγχώρια ταλαιπωρία των Ηνωμένων Πολιτειών και θα κατέπνιγε την επείγουσα διεθνή συνεργασία. Μετά την 11η Σεπτεμβρίου [2001], οι Ηνωμένες Πολιτείες επέτρεψαν στον εαυτό τους να κυριευθούν από φόβους για τον εχθρό. Μετά την Ουκρανία, η κυβέρνηση Μπάιντεν δεν θα πρέπει να αφήσει τίποτα να την εμποδίσει από το να προωθήσει τα συμφέροντα των Αμερικανών.

Σύνδεσμοι:
[1]https://www.amazon.com/Tomorrow-World-Birth-Global-Supremacy/dp/067424866X
[2]https://www.foreignaffairs.com/tags/vladimir-putin
[3]https://www.washingtonpost.com/opinions/2022/03/03/why-ukraine-should-force-a-total-overhaul-of-our-national-security-strategy/
[4]https://www.foreignaffairs.com/articles/russia-fsu/2022-03-14/return-pax-americana
[5]https://www.foreignaffairs.com/articles/china/competition-with-china-without-catastrophe
[6]https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2020-01-23/why-america-must-lead-again
[7]https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2021-09-27/kremlins-strange-victory
[8] https://www.foreignaffairs.com/articles/russia-fsu/2022-01-17/time-nato-...
[9] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2019-12-10/adapt-o...
[10] https://www.foreignaffairs.com/regions/united-states
[11] https://www.foreignaffairs.com/regions/iran
[12] https://www.foreignaffairs.com/tags/war-ukraine
[13] https://www.foreignaffairs.com/regions/china
[14] https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2007-07-01/return-authorit...

Copyright © 2022 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2022-04-12/ukraine...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition