Κι αν νικήσει η Ουκρανία; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Κι αν νικήσει η Ουκρανία;

Η νίκη στον πόλεμο δεν θα τερμάτιζε την σύγκρουση με την Ρωσία

Τις τελευταίες ημέρες, πολλοί Δυτικοί παρατηρητές του πολέμου στην Ουκρανία άρχισαν να ανησυχούν ότι το κλίμα αναστρέφεται υπέρ της Ρωσίας. Τα μαζικά πυρά του πυροβολικού αποφέρουν σταδιακά κέρδη για την Ρωσία στην περιοχή Ντονμπάς της ανατολικής Ουκρανίας, και η Ρωσία φέρνει νέες δυνάμεις. Τα ουκρανικά στρατεύματα είναι στραγγισμένα και εξαντλημένα. Η Ρωσία προσπαθεί να δημιουργήσει ένα τετελεσμένο γεγονός και να κάνει την πραγματικότητα να προσαρμοστεί στις αυτοκρατορικές φιλοδοξίες της, μέσω της «διαβατηριοποίησης» (passportization) -της γρήγορης παροχής ρωσικών διαβατηρίων σε Ουκρανούς πολίτες [που ζουν] σε κατεχόμενες από την Ρωσία περιοχές- και της αναγκαστικής εισαγωγής των ρωσικών διοικητικών δομών στην ουκρανική επικράτεια. Το Κρεμλίνο πιθανώς σκοπεύει να καταλάβει την ανατολική και τη νότια Ουκρανία επ' αόριστον και τελικά να κινηθεί για την Οδησσό, μια σημαντική πόλη–λιμάνι στη νότια Ουκρανία και ένας εμπορικός κόμβος που συνδέει την Ουκρανία με τον έξω κόσμο.

07062022-1.jpg

Ο Ουκρανός πρόεδρος, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, στην περιοχή της Ζαπορίζια, στην Ουκρανία, τον Ιούνιο του 2022. Handout / Reuters
-----------------------------------------------------------------------

Βλέποντας τη μεγάλη εικόνα, ωστόσο, τα πράγματα φαίνονται λιγότερο από ρόδινα για τη Μόσχα. Ο κατάλογος των στρατιωτικών επιτευγμάτων της Ουκρανίας είναι μακρύς και γίνεται μακρύτερος. Οι ουκρανικές δυνάμεις κέρδισαν τη μάχη του Κιέβου˙ υπερασπίστηκαν με επιτυχία τη νότια πόλη Μικολάιβ, κρατώντας την Οδησσό μακριά από την εμβέλεια των στρατιών που εισέβαλαν, τουλάχιστον προς το παρόν [1]˙ και επικράτησαν στη μάχη του Χάρκοβο, μιας πόλης ακριβώς απέναντι από τα ρωσικά σύνορα. Συγκριτικά, τα πρόσφατα κέρδη της Ρωσίας ωχριούν. Και σε αντίθεση με το Κρεμλίνο, η κυβέρνηση του Κιέβου έχει έναν ξεκάθαρο στρατηγικό σκοπό, που υποστηρίζεται από άριστο ηθικό και την διευρυνόμενη αρωγή από το εξωτερικό.

Αυτή η δυναμική θα μπορούσε να σκιαγραφήσει έναν ενάρετο κύκλο για την Ουκρανία. Εάν οι ουκρανικές δυνάμεις κερδίσουν έδαφος αυτό το καλοκαίρι, η ισχύς του Κιέβου θα συνεχίσει να αυξάνεται. Η αλήθεια είναι ότι παρά τα κωλύματα που είναι ενδημικά σε όλους τους πολέμους, η Ουκρανία θα μπορούσε ακόμη να νικήσει —μολονότι το εύρος και η κλίμακα της νίκης της πιθανότατα θα ήταν περιορισμένα.

Η πιο εύλογη ουκρανική νίκη θα ήταν «μια μικρή νίκη». Η Ουκρανία θα μπορούσε να εκδιώξει την Ρωσία από την δυτική πλευρά του ποταμού Δνείπερου, να δημιουργήσει αμυντικές περιμέτρους γύρω από τις περιοχές που ελέγχει η Ρωσία στα ανατολικά και νότια της Ουκρανίας και να διασφαλίσει την πρόσβασή της στη Μαύρη Θάλασσα. Με τον καιρό, οι ουκρανικές δυνάμεις θα μπορούσαν να προωθηθούν, σπάζοντας την χερσαία γέφυρα που έχει δημιουργήσει η Ρωσία προς την Κριμαία, το έδαφος στη νοτιοανατολική Ουκρανία που η Ρωσία κατέλαβε και προσάρτησε το 2014. Ουσιαστικά, η Ουκρανία [2] θα μπορούσε να αποκαταστήσει το status quo ante που υπήρχε προτού η Ρωσία ξεκινήσει την επίθεση της, τον Φεβρουάριο.

Αυτή δεν θα ήταν η νίκη που θα άλλαζε τον κόσμο, την οποία ονειρεύονται κάποιοι Δυτικοί σχολιαστές. Αλλά το να απωθεί ένα μικρότερο και στρατιωτικά ασθενέστερο κράτος μια αυτοκρατορική δύναμη θα είχε παρόλα αυτά αλυσιδωτές συνέπειες στην περιοχή και στον υπόλοιπο κόσμο –με το να καταδείξει ότι είναι δυνατή η επιτυχημένη αντίσταση εναντίον πανίσχυρων επιτιθέμενων.

Υπάρχει, φυσικά, και ένα σενάριο «μεγάλης νίκης», στο οποίο ο πόλεμος τερματίζεται εξ ολοκλήρου με τους όρους της Ουκρανίας. Αυτό θα σήμαινε την πλήρη ανάκτηση της ουκρανικής κυριαρχίας [3], συμπεριλαμβανομένης της Κριμαίας και των τμημάτων της Ντονμπάς που κατείχε η Ρωσία τα χρόνια πριν από την πλήρη εισβολή της, τον Φεβρουάριο. Αυτό φαίνεται πολύ λιγότερο πιθανό από μια πιο περιορισμένη νίκη: η επίθεση είναι πιο δύσκολη από την άμυνα και η εν λόγω περιοχή είναι μεγάλη και βαριά οχυρωμένη. Τουλάχιστον, η Ρωσία θα διατηρούσε πεισματικά την Κριμαία. Η περιοχή φιλοξενεί τον ρωσικό στόλο της Μαύρης Θάλασσας και αποτελεί σύμβολο της επιστροφής της Ρωσίας στο στάτους της υπερδύναμης, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, είναι απίθανο να αφήσει την Κριμαία χωρίς μια τρομερή μάχη.

Ανεξάρτητα από το εύρος μιας ουκρανικής νίκης, όλα αυτά τα σενάρια συνεπάγονται μια νεφελώδη «επόμενη ημέρα». Η Ρωσία δεν θα συναινέσει στην ήττα της, ούτε σε ένα καταναγκαστικό αποτέλεσμα κατόπιν διαπραγματεύσεων. Οποιαδήποτε νίκη της Ουκρανίας στον απόηχό της απλώς θα δημιουργήσει κίνητρα για περισσότερη ρωσική αδιαλλαξία. Μόλις μπορέσει να ανοικοδομήσει την στρατιωτική της ικανότητα, η Ρωσία θα χρησιμοποιήσει ένα αφήγημα περί ταπείνωσης για να υποκινήσει την εσωτερική υποστήριξη σε μια ανανεωμένη προσπάθεια να ελέγξει την Ουκρανία. Ακόμη κι αν χάσει τον πόλεμο [4], ο Πούτιν δεν θα αφήσει την Ουκρανία. Ούτε απλώς θα μείνει άπρακτος, καθώς αυτή θα ενσωματώνεται πλήρως στην Δύση. Μια ουκρανική νίκη, λοιπόν, δεν θα απαιτούσε την χαλάρωση της Δυτικής υποστήριξης προς την Ουκρανία αλλά μια ακόμη ισχυρότερη δέσμευση.

ΕΠΙΤΥΓΧΑΝΟΝΤΑΣ ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΝΙΚΗ

Για να επιτύχει μια μικρή νίκη και να αποκαταστήσει το προ της εισβολής status quo, η Ουκρανία θα έπρεπε να μεταφράσει τις νίκες της στο βορρά σε νίκες στα ανατολικά και στα νότια. Στο Κίεβο και στο Χάρκοβο, οι ουκρανικές δυνάμεις απώθησαν τις ρωσικές σε μια τακτική υποχώρηση. Αυτό το αποτέλεσμα θα ήταν πιο δύσκολο να επαναληφθεί σε μέρη όπως η Χερσώνα και η Μαριούπολη, οι οποίες βρίσκονται σε έδαφος που ελέγχει η Ρωσία και όπου είναι πιθανώς εδραιωμένη. Αλλά η Ουκρανία έχει το πλεονέκτημα των μεγάλων εφεδρειών ανθρώπινου δυναμικού, ο στρατός της είναι καλά οργανωμένος και καλά καθοδηγούμενος, και δεν υπάρχει αμφιβολία για την προθυμία της Ουκρανίας να πολεμήσει. Η φύση της εισβολής της Ρωσίας έχει δημιουργήσει όλη την βούληση για μάχη που θα χρειαστεί ποτέ η Ουκρανία. Η ικανή ηγεσία του Ουκρανού προέδρου, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, έχει σταθεροποιήσει περαιτέρω την πολεμική προσπάθεια.

Η Ουκρανία έχει επίσης την αρωγή πολλών από τους κορυφαίους στρατούς του κόσμου - ειδικότερα, των Ηνωμένων Πολιτειών. Το Κίεβο έχει πρόσβαση σε πρώτης τάξεως πληροφορίες [5] για τον σχεδιασμό και την στάση των δυνάμεων του ρωσικού στρατού. Ο ουκρανικός στρατός έχει επιβάλει εντυπωσιακά υψηλό κόστος στην Ρωσία, συμπεριλαμβανομένων των βαρέων [ανθρώπινων] απωλειών και της απώλειας και καταστροφής υλικού. Εάν η Ουκρανία μπορέσει να συνδυάσει την δύναμη πυρός της και το ανθρώπινο δυναμικό της αυτό το καλοκαίρι, θα μπορούσε να διεξάγει μια αντεπίθεση στη Ντονμπάς και να διεισδύσει στην χερσαία γέφυρα της Ρωσίας προς την Κριμαία.

Η Ρωσία, αντίθετα, έχει ήδη δαπανήσει πολλά από τα διαθέσιμα στρατιωτικά της στοιχεία, συμπεριλαμβανομένου μεγάλου μέρους του υλικού και των πυρομαχικών της (μολονότι έχει ακόμη πόρους σε εφεδρεία που θα μπορούσε να βάλει στο θέατρο). Η εξάντληση του ρωσικού στρατού [6] γίνεται ευκολότατα αντιληπτή μεταξύ των στρατιωτών του. Πολλές μονάδες έχουν υποστεί απώλειες που τις καθιστούν αναποτελεσματικές. Το ηθικό ίσως είναι υψηλότερο από όσο πιστεύουν πολλοί μη Ρώσοι παρατηρητές˙ είναι δύσκολο να γίνει εκτίμηση. Αλλά για προφανείς λόγους, το ρωσικό ηθικό είναι χαμηλότερο από το ουκρανικό ηθικό. Η Ρωσία διεξάγει έναν πόλεμο από επιλογή της. Η διαφθορά και η «από πάνω προς τα κάτω» φύση του ρωσικού στρατού έχουν παρεμποδίσει τα στρατεύματά του. Αυτός δεν ήταν ένας εύκολος πόλεμος για την Ρωσία.

Ωστόσο, η Ρωσία έχει αρχίσει να κινητοποιείται βήμα προς βήμα, αντλώντας εφέδρους και εξειδικευμένα [στελέχη], αποφεύγοντας παράλληλα τη μαζική επιστράτευση. Αυτές οι ενέργειες θα έχουν επίπτωση στον πόλεμο. Ο Πούτιν διατηρεί την επιλογή της μαζικής επιστράτευσης, κηρύσσοντας επίσημα έναν πλήρη πόλεμο και χρησιμοποιώντας την πλήρη στρατιωτική ισχύ της Ρωσίας. Όμως, η κινητοποίηση, η εκπαίδευση, και η μετακίνηση υλικού χρειάζονται χρόνο. Το κλειδί της στρατηγικής της Ουκρανίας θα πρέπει να είναι το να επιβάλει δεδομένα επί του πεδίου και να καταστήσει το κόστος της αλλαγής αυτών των δεδομένων υπερβολικά υψηλό για την Ρωσία. Αυτό θα προϋπέθετε μια μεγάλη ουκρανική επίθεση τους επόμενους δύο έως τρεις μήνες.

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ

Ο συνδυασμός των στρατιωτικών κωλυμάτων και των τιμωρητικών κυρώσεων ίσως τελικά προκαλέσει τη Μόσχα να μετριάσει τους στόχους της, και μια ουσιαστική κατάπαυση του πυρός ίσως καθίστατο εφικτή. Αλλά μια πιο εκτεταμένη διευθέτηση μέσω διαπραγματεύσεων μάλλον αποκλείεται από τον Πούτιν [7]. Η Ρωσία αντιμετωπίζει ήδη τις τοποθεσίες που έχει καταλάβει όχι ως διαπραγματευτικά χαρτιά για μια ενδεχόμενη διευθέτηση αλλά ως ρωσικό έδαφος. Και σύμφωνα με τους Ρώσους εμπειρογνώμονες στις υπηρεσίες πληροφοριών, Andrei Soldatov και Irina Borogan, οι σκληροπυρηνικοί του Κρεμλίνου θέλουν περισσότερο πόλεμο -όχι λιγότερο.

Η Ουκρανία και η Δύση θα πρέπει επομένως να υποθέσουν ότι η Ρωσία δεν θα αποδεχθεί οποιαδήποτε ήττα. Μια μικρή ουκρανική νίκη, ας πούμε, το φθινόπωρο αυτού του έτους, θα μπορούσε κάλλιστα να ακολουθηθεί από μια άλλη ρωσική εισβολή το 2023. Η Ρωσία θα χρειαστεί να ανασυντάξει τις δυνάμεις της, το οποίο θα ήταν δύσκολο υπό [το καθεστώς] των κυρώσεων. Ακόμη πιο σημαντική για τον Πούτιν από την αυτοκρατορική κατάκτηση, ωστόσο, είναι η διατήρηση [8] της δικής του εξουσίας, καθώς οι αυταρχικοί που χάνουν πολέμους συχνά καταλήγουν σε δεινή θέση. Ο Πούτιν ίσως υποχρεωθεί να δεχτεί προσωρινά να απωθηθεί στο σημείο εκκίνησης πριν από την εισβολή, αλλά δεν θα μπορούσε να ανεχτεί τη μόνιμη απώλεια της Ουκρανίας. Ίσως συνεχίσει τις μικρής κλίμακας μάχες, τα πυραυλικά χτυπήματα, και τους εναέριους βομβαρδισμούς έως ότου έφθαναν οι ενισχύσεις –που θα συγκεντρώνονταν μέσω της μερικής ή της πλήρους επιστράτευσης. Εναλλακτικά, ο Πούτιν θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει κυνικά μια κατάπαυση του πυρός ώστε να κερδίσει χρόνο για κακόπιστες διαπραγματεύσεις, όπως έκανε πριν από την εισβολή του Φεβρουαρίου.

Εν τω μεταξύ, για να αποτρέψει μελλοντικές ρωσικές επιθέσεις, η Ουκρανία πιθανώς θα ήταν υποχρεωμένη να ζητήσει περισσότερα όπλα από ποτέ. Η συγκατάθεση σε αυτό θα ήταν δύσκολη για τις Δυτικές δυνάμεις, καθώς η Ρωσία θα επιδίωκε την ελάφρυνση των κυρώσεων και θα ακολουθούσε την συνήθη προσέγγισή της του «διαίρει και βασίλευε» με την Ουάσιγκτον και τους συμμάχους της. Για τις Δυτικές δυνάμεις, μια θεωρητική λύση θα ήταν να προσφέρουν στην Ουκρανία εγγυήσεις ασφαλείας με αντάλλαγμα την ουκρανική ουδετερότητα. Αλλά η Ρωσία θα μπορούσε να δοκιμάσει αυτές τις υποσχέσεις με μια νέα επίθεση -και η ελάφρυνση των κυρώσεων, εάν συνέβαινε ποτέ, θα έπρεπε να είναι αργή. Με την Ρωσία του Πούτιν, η προσέγγιση πρέπει να είναι «μην εμπιστεύεστε και επαληθεύστε».

Ένας άλλος κίνδυνος είναι ότι ακόμη και μια μικρή ουκρανική νίκη ίσως προηγηθεί ή ακολουθηθεί από πυρηνικές απειλές του Πούτιν. Ο Πούτιν έχει παρεκκλίνει από το προηγούμενο του Ψυχρού Πολέμου, εργαλειοποιώντας τα πυρηνικά όπλα για πολιτικούς λόγους και όχι μόνο για [λόγους] που σχετίζονται με την εθνική ασφάλεια. Οι απειλητικές δηλώσεις του φαίνονται ως κομπασμοί. Αλλά ο Πούτιν θα μπορούσε να αυξήσει την ένταση. Για να τρομάξει τους αντιπάλους του, θα μπορούσε να διατάξει τεχνικές προετοιμασίες για την δυνητική χρήση πυρηνικών όπλων. Η Δύση θα έπρεπε να αντιδράσει αποτρεπτικά σε τέτοιες απειλές, σηματοδοτώντας σαφώς ότι ο Πούτιν δεν θα πετύχαινε τίποτα με την χρήση πυρηνικών όπλων. Εάν αυτό δεν λειτουργήσει και ο Πούτιν πραγματοποιήσει τις απειλές του, τότε το ΝΑΤΟ θα πρέπει να εξετάσει την διεξαγωγή μια περιορισμένης συμβατικής απάντησης, είτε εναντίον των ρωσικών δυνάμεων στην Ουκρανία είτε εντός της ίδιας της Ρωσίας. Εν τω μεταξύ, η Δύση πρέπει να οικοδομήσει έναν ευρύ συνασπισμό για να καταδικάσει και να αποτρέψει τους πυρηνικούς λεονταρισμούς, συνδέοντας τις κυρώσεις και τις απειλές για αντίποινα με την πυρηνική ακροσφαλή πολιτική του Πούτιν. Η Κίνα ίσως δεν θα συμμετείχε, αλλά λόγω του φόβου περί πυρηνικής αστάθειας, ίσως ενέκρινε την ιδέα.

Τέλος, ακόμη και αν η Ουκρανία επιτύχει μια μικρή νίκη, το Κίεβο και οι εταίροι του θα πρέπει να προετοιμαστούν για χρόνια συνεχιζόμενης σύγκρουσης. Ο Ζελένσκι το έχει υποδείξει αυτό, λέγοντας ότι η μεταπολεμική Ουκρανία θα μοιάζει με το Ισραήλ όσον αφορά τον πλήρη προσανατολισμό της προς την αυτοάμυνα. Ο Πούτιν, εν τω μεταξύ, θα συνέχιζε να δοκιμάζει τις Δυτικές ευαλωτότητες: με τον ίδιο τρόπο που απάντησε στις Δυτικές κυρώσεις το 2014, αναμειγνυόμενος στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ το 2016, πιθανώς θα συνδύαζε κυβερνοεπιθέσεις, παραπληροφόρηση, και «ενεργά μέτρα», όπως επιχειρήσεις που θα έβλαπταν τα πολιτικά κόμματα και τους ηγέτες που αντιπαθεί η Ρωσία, θα υπονόμευαν την εσωτερική σταθερότητα των «αντιρωσικών» χωρών, και θα υποβάθμιζαν την ακεραιότητα της διατλαντικής συμμαχίας και παρόμοιων τέτοιων συμμαχιών στον Ινδο-Ειρηνικό. Η Δύση θα υποχρεούτο να ανασχέσει την Ρωσία στο άμεσο μέλλον. Εξάλλου, η Δύση δεν μπορεί να κάνει πολλά για να επηρεάσει την Ρωσία εκ των έσω, εκτός από το να ελπίζει στην ανάδυση μιας λιγότερο φιλοπόλεμης ρωσικής ηγεσίας.

Η ΕΠΟΜΕΝΗ ΗΜΕΡΑ

Δεδομένων των δοκιμασιών της «μικρής νίκης», η «μεγάλη νίκη» της Ουκρανίας -η ανάκτηση της Κριμαίας και ολόκληρης της Ντονμπάς- ίσως μοιάζει με μια παράκαμψη προς ένα καλύτερο μέλλον. Μολονότι δεν είναι εντελώς αδύνατο, τα αστέρια θα έπρεπε πραγματικά να ευθυγραμμιστούν για [να επιτευχθεί] μια ευρεία ήττα της Ρωσίας: μια αστραπιαία νίκη της Ουκρανίας, η μια μάχη να χτίζει πάνω σε μια άλλη, ρωσικές γραμμές ανεφοδιασμού να διαλύονται, και το ουκρανικό ηθικό να οδηγεί τους στρατιώτες της ασταμάτητα προς τα εμπρός. Την ίδια στιγμή, ο ρωσικός στρατός θα έπρεπε να καταρρεύσει ενώ υποχωρεί. Η στρατηγική θα έδινε την θέση της στα συναισθήματα των μεμονωμένων στρατιωτών, καθώς θα επικρατούσε ο πανικός. Κανείς ποτέ δεν το έχει περιγράψει καλύτερα αυτό από τον Λέοντα Τολστόι στο «Πόλεμος και Ειρήνη», έναν στοχασμό για την αναρχία του πολέμου. «Μια μάχη κερδίζεται από την πλευρά που είναι απολύτως αποφασισμένη να νικήσει», έγραψε ο Τολστόι για την ήττα του ρωσικού στρατού από τον Ναπολέοντα το 1805. Οι ρωσικές απώλειες, έγραψε, «ήταν περίπου οι ίδιες με αυτές των Γάλλων, αλλά είπαμε νωρίς στον εαυτό μας ότι η μάχη ήταν χαμένη, άρα ήταν χαμένη».

Αλλά μια πλήρους κλίμακας στρατιωτική ήττα της Ρωσίας από την Ουκρανία, συμπεριλαμβανομένης της ανακατάληψης της Κριμαίας, αγγίζει τα όρια της φαντασίας. Θα ήταν υπερβολικά αισιόδοξο να βασιστεί είτε η ουκρανική είτε η Δυτική στρατηγική σε ένα τέτοιο αποτέλεσμα. Η επιδίωξή του θα έστελνε επίσης τον πόλεμο σε μια νέα φάση. Έχοντας ρίξει δισεκατομμύρια δολάρια στην ανάπτυξη της Κριμαίας, ένα σύμβολο της ρωσικής ανανέωσης, η Μόσχα θα ερμήνευε μια ουκρανική επίθεση στην Κριμαία ως επίθεση σε ρωσικό έδαφος, κάτι που η Μόσχα θα προσπαθούσε να αποτρέψει με όλα τα διαθέσιμα μέσα. Η υπόθεση ότι η πλήρους κλίμακας ήττα της Ρωσίας θα αφαιρούσε τον καρκίνο του ιμπεριαλισμού [9] από την ρωσική ηγεσία και το πολιτικό σώμα βασίζεται σε μια αδέξια αναλογία με την άνευ όρων παράδοση της Γερμανίας στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, και πηγάζει από την επιθυμία όχι απλώς να τερματιστεί αυτός ο πόλεμος αλλά να αποκλειστεί η πιθανότητα να ξεκινήσει η Ρωσία οποιονδήποτε μελλοντικό πόλεμο στην Ευρώπη. Είναι ένα μεθυστικό όραμα, αλλά [ένα όραμα που είναι] ασύνδετο με την πραγματικότητα.

Η μικρή νίκη της Ουκρανίας είναι ο πιο ρεαλιστικός και εφικτός στόχος. Το να στοχεύσει κάποιος σε αυτό το αποτέλεσμα είναι εξυπνότερο από το να ονειρεύεται μια ρωσική παράδοση -αλλά και εξυπνότερο από το να διακινεί αδιαμόρφωτες ιδέες για μια κατόπιν διαπραγματεύσεων διευθέτηση που ίσως άφηνε την Χερσώνα και τη Μαριούπολη υπό μόνιμο ρωσικό έλεγχο, επιβραβεύοντας τον Πούτιν για την επιθετικότητά του.

Ο στόχος της ουκρανικής και της Δυτικής στρατηγικής πρέπει να είναι η βιώσιμη ασφάλεια της Ουκρανίας. Οι εταίροι του Κιέβου δικαίως έχουν αρνηθεί να συμβιβαστούν για την ουκρανική κυριαρχία και ανεξαρτησία. Αλλά πρέπει επίσης να σκεφτούν καλά την «επόμενη ημέρα» της νίκης της Ουκρανίας. Αντί για δονκιχωτικές προσδοκίες ότι η Ρωσία θα υποκύψει σε μια ουκρανική νίκη ή απλώς θα εξέλθει από την διεθνή σκηνή, η βιώσιμη ασφάλεια της Ουκρανίας θα απαιτήσει επίπονη προσπάθεια και προσεκτικά βαθμονομημένες αυξήσεις στις πολιτικές, οικονομικές, και στρατιωτικές επενδύσεις. Αυτό ισχύει ακόμη και –ή ίσως ιδιαίτερα– εάν νικήσει η Ουκρανία. Όταν το 1947 ο Αμερικανός διπλωμάτης George Kennan, στοχαζόμενος τις πηγές της σοβιετικής συμπεριφοράς, κοίταξε στο μέλλον, δεν σκέφτηκε σε βάθος ετών. Σκέφτηκε σε βάθος δεκαετιών. Για να εμμείνουν και να επικρατήσουν στην Ουκρανία, το ίδιο πρέπει να το κάνουν και οι σημερινοί Δυτικοί ηγέτες. Όπως το έθεσε ο Τολστόι, «οι πιο ισχυροί από όλους τους πολεμιστές είναι αυτοί οι δύο –ο χρόνος και η υπομονή».

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.foreignaffairs.com/articles/ukraine/2022-05-09/can-ukraines-...
[2] https://www.foreignaffairs.com/articles/ukraine/2022-04-22/ukraine-can-win
[3] https://www.foreignaffairs.com/articles/ukraine/2022-05-04/war-over-ukra...
[4] https://www.foreignaffairs.com/articles/ukraine/2022-03-04/what-if-russi...
[5] https://www.foreignaffairs.com/articles/ukraine/2022-05-30/boots-ground-...
[6] https://www.foreignaffairs.com/articles/russian-federation/2022-05-18/ru...
[7] https://www.foreignaffairs.com/articles/russian-federation/2022-05-31/pu...
[8] https://www.foreignaffairs.com/articles/russian-federation/2022-03-02/be...
[9] https://www.foreignaffairs.com/articles/ukraine/2022-04-06/ukraine-russi...

Copyright © 2022 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/ukraine/2022-06-06/what-if-ukrai...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition