Έχασε η Κίνα την Ευρώπη; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Έχασε η Κίνα την Ευρώπη;

Πώς τα οικονομικά παραστρατήματα του Πεκίνου και η υποστήριξή του στην Ρωσία πίκραναν τους Ευρωπαίους ηγέτες
Περίληψη: 

Παρόλο που η οικονομία της Κίνας και η αυξανόμενη στρατιωτική δύναμη της εγγυώνται ισχύ και προσοχή, το αποτυχημένο ευρωπαϊκό της σχέδιο έχει υπογραμμίσει την αδυναμία της να κερδίσει σταθερούς εταίρους μεταξύ των προηγμένων δημοκρατιών - ένα μοτίβο που φαίνεται πιθανό να εμποδίσει τη μακροπρόθεσμη επιρροή της στον κόσμο.

Ο IAN JOHNSON είναι ανώτερος συνεργάτης στην έδρα Κινεζικών Σπουδών «Stephen A. Schwarzman» στο Council On Foreign Relations. Το πιο πρόσφατο βιβλίο του έχει τίτλο The Souls of China: the Return of Religion After Mao [1].

Τον Απρίλιο και τον Μάιο, καθώς ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία εισήλθε στον τρίτο του μήνα, η Κίνα έστειλε έναν ειδικό απεσταλμένο για να συναντηθεί με αξιωματούχους οκτώ χωρών της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης. Η χρονική στιγμή δεν ήταν τυχαία: στους δύο μήνες από τότε που η Ρωσία είχε εξαπολύσει την εισβολή της, η θέση της Κίνας στην Ευρώπη είχε βυθιστεί στα πλέον χαμηλά [επίπεδα]. Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ήταν απογοητευμένες με τους ενισχυμένους δεσμούς του Πεκίνου με τη Μόσχα και την σιωπηρή υποστήριξή του στην επιθετικότητα της Ρωσίας, και η κινεζική ηγεσία ήλπιζε να κάνει διαχείριση της ζημιάς σε ένα τμήμα της ηπείρου όπου πίστευε ότι είχε ιδιαίτερη επιρροή.

14062022-1.jpg

Ο Κινέζος ηγέτης, Li Kegiang, και ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Ντόναλντ Τουσκ στις Βρυξέλλες, τον Απρίλιο του 2019. Susana Vera / Reuters
-----------------------------------------

Εδώ και μια δεκαετία, η Κίνα έχει καταστήσει τις χώρες της κεντρικής και της ανατολικής Ευρώπης ως ένα από τα διπλωματικά σημεία εστίασης της. Προσφέροντας πρόσβαση σε ανώτατο επίπεδο στο Πεκίνο και δελεάζοντας με τεράστιες εμπορικές ευκαιρίες, οι Κινέζοι αξιωματούχοι πίστευαν ότι θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν αυτή την ζώνη των μικρότερων, μετακομμουνιστικών κυβερνήσεων ως αντίβαρο στις επικριτικές φωνές στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην επιρροή των ΗΠΑ στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Και με τον πόλεμο στην Ουκρανία να ψυχραίνει τις ευρωπαϊκές σχέσεις της Κίνας, το Πεκίνο υπέθεσε ότι μια σειρά από ταχύτατες συναντήσεις στην περιοχή -συμπεριλαμβανομένων [συναντήσεων] στην Βουδαπέστη, στην Πράγα, στην Ρίγα και στην Βαρσοβία- θα συνέβαλλαν στο να αντιστραφεί η κατάσταση υπέρ του. Όμως αυτές οι προσπάθειες δεν πήγαν πουθενά. Αντίθετα, η Κινέζα πρέσβυς και η υπόλοιπη αντιπροσωπεία της αποκρούστηκαν, με το τσεχικό Υπουργείο Εξωτερικών, για παράδειγμα, να λέει ότι χρησιμοποίησε την συνάντηση για να εκφράσει «τις επιφυλάξεις του για την τρέχουσα κινεζική συνεργασία με την Ρωσία».

Από τις πολλές σημαντικές αλυσιδωτές επιπτώσεις [2] του πολέμου στην Ουκρανία, η όλο και μεγαλύτερη ρήξη μεταξύ της Κίνας και της Ευρώπης είναι ίσως αυτή που υπολογίζεται λιγότερο. Τα προηγούμενα χρόνια, η κινεζική κυβέρνηση θεωρούσε την Ευρωπαϊκή Ένωση ως μια περιοχή του κόσμου όπου μπορούσε να επιδιώξει τα οικονομικά της συμφέροντα με λιγότερες από τις γεωπολιτικές εντάσεις που χαρακτηρίζουν τις σχέσεις της με την Ουάσιγκτον. Και ξεκίνησε να χρησιμοποιεί αυτούς που θεωρούσε ως ειδικούς δεσμούς της με μια μεγάλη ομάδα χωρών της κεντρικής και της ανατολικής Ευρώπης, συγκεκριμένα, για να ενισχύσει αυτήν την προσέγγιση του τύπου «οι business πάνω από την πολιτική». Για τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις που, όπως η Κίνα, είχαν μεταβεί στον καπιταλισμό τις τελευταίες δεκαετίες, η Κίνα ήταν ένας πανίσχυρος νέος εταίρος που έτρεφε την προοπτική για επενδύσεις μεγάλης κλίμακας στις οικονομίες τους. Ως αντάλλαγμα, το Πεκίνο ήλπιζε να βρει μια πίσω πόρτα για τις τεράστιες αγορές της Ευρώπης, καθώς και να αποκτήσει νέα πολιτική μόχλευση στην όλο και μεγαλύτερη αντιπαλότητα του με τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Σήμερα, ωστόσο, η Ευρώπη έχει γίνει ένας από τους μεγαλύτερους πονοκεφάλους της εξωτερικής πολιτικής της Κίνας. Εν μέρει, η σημερινή κατάσταση είναι αποτέλεσμα οικονομικών λανθασμένων υπολογισμών από αμφότερες τις πλευρές, οι οποίες υπερεκτίμησαν τα δυνητικά οφέλη του σχεδίου. Αλλά η ολοένα και πιο άκαμπτη θέση της Κίνας για την Ταϊβάν [3] έχει χειροτερέψει τα πράγματα. Η κινεζική κυβέρνηση έχει προβεί σε αντίποινα εναντίον της Λιθουανίας διότι έδωσε μια μικρή συμβολική αναγνώριση στην Ταϊβάν˙ και ολόκληρο τον περασμένο χρόνο, έχει απειλήσει θορυβωδώς άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις για το ίδιο ζήτημα. Εν μέσω αυτών των επιδεινούμενων σχέσεων, η υποστήριξη της Κίνας προς την Ρωσία έχει [κάνει] τα ευρωπαϊκά προβλήματα της να εξελιχθούν σε κρίση.

Το διακύβευμα δεν είναι μικρό. Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει αποκαλύψει πόσο λίγους συμμάχους έχει η Κίνα και πόσο πολύ η κινεζική ηγεσία έπεσε έξω στους υπολογισμούς της, με την επιδίωξη στενών δεσμών με την Ρωσία. Οι αδέξιες προσπάθειες του Πεκίνου να αποκτήσει μόχλευση στην Ευρώπη έχουν επίσης γυρίσει ως μπούμερανγκ. Παρόλο που η οικονομία της και η αυξανόμενη στρατιωτική δύναμη της εγγυώνται ισχύ και προσοχή, το αποτυχημένο ευρωπαϊκό της σχέδιο έχει υπογραμμίσει την αδυναμία της να κερδίσει σταθερούς εταίρους μεταξύ των προηγμένων δημοκρατιών - ένα μοτίβο που φαίνεται πιθανό να εμποδίσει τη μακροπρόθεσμη επιρροή της στον κόσμο.

ΤΟ ΚΙΝΕΖΙΚΟ «ΣΥΜΦΩΝΟ ΤΗΣ ΒΑΡΣΟΒΙΑΣ»

Η ευρύτερη ευρωπαϊκή στρατηγική του Πεκίνου διαμορφώθηκε πριν από μια δεκαετία, όταν η Κίνα ξεκίνησε τη συνεργασία της με την κεντρική και την ανατολική Ευρώπη. Η ομάδα, που ιδρύθηκε στην Βαρσοβία τον Απρίλιο του 2012, έγινε γρήγορα γνωστή ως 16+1, διότι αποτελείτο από την Κίνα και 16 ευρωπαϊκές χώρες: την Αλβανία, την Βοσνία-Ερζεγοβίνη, την Βουλγαρία, την Κροατία, την Δημοκρατία της Τσεχίας, την Εσθονία, την Ουγγαρία, την Λετονία, την Λιθουανία, την Βόρεια Μακεδονία, το Μαυροβούνιο, την Πολωνία, την Ρουμανία, την Σερβία, την Σλοβακία και την Σλοβενία. (Η ομάδα μεγάλωσε αργότερα στις 17, όταν μια χώρα που δεν αποτελούσε μέρος του παλιού ανατολικού μπλοκ, η Ελλάδα, προσχώρησε το 2019. Έπεσε ξανά στις 16, όταν η Λιθουανία εγκατέλειψε το σύμφωνο το 2021.)