Μια στρατηγική για τους αναποφάσιστους | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Μια στρατηγική για τους αναποφάσιστους

Μαθαίνοντας να ζούμε με χώρες που αρνούνται να διαλέξουν πλευρά στο Ουκρανικό

Με τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, να σχεδιάζει ένα ταξίδι στην περιοχή τον Ιούλιο, η Ουάσιγκτον φαίνεται ότι έχει αποφασίσει να ακολουθήσει την συμβουλή του Martin Indyk, του πρώην πρέσβυ των ΗΠΑ στο Ισραήλ, να δώσει κάποια ελαφρυντικά στους συμμάχους της στη Μέση Ανατολή. Εξάλλου, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν να κάνουν πολλά για να αλλάξουν τους γεωπολιτικούς υπολογισμούς των κρατών της περιοχής. Αυτό ίσως είναι συνετό βραχυπρόθεσμα, αλλά μακροπρόθεσμα η Ουάσιγκτον θα πρέπει να επαναξιολογήσει την στάση της, σε μια περιοχή όπου παρέχει εγγυήσεις ασφαλείας σε χώρες των οποίων ο κεντρικός ρόλος στην παγκόσμια οικονομία συνίσταται πλέον στην εξαγωγή πετρελαίου στον κύριο αντίπαλο των Ηνωμένων Πολιτειών.

Ο ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΜΕΝΟΣ ΝΟΤΟΣ

Πέρα από τους εταίρους της Ουάσιγκτον στη Μέση Ανατολή, δύο ντουζίνες αφρικανικές και λατινοαμερικανικές χώρες επέλεξαν επίσης να μην ευθυγραμμιστούν με την, υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, προσπάθεια υπεράσπισης της Ουκρανίας. Σίγουρα, ελάχιστες από αυτές τις χώρες θα μπορούσαν να συνεισφέρουν ουσιαστικά στις αντιρωσικές κυρώσεις, αλλά, παρόλα αυτά, η Ουάσιγκτον ήθελε τις ψήφους τους στον ΟΗΕ. Μολαταύτα, παρά τα επιχειρήματα των ΗΠΑ για την αναγκαιότητα της υπεράσπισης της «βασισμένης σε κανόνες τάξης πραγμάτων», πολλές [χώρες] επέλεξαν να απόσχουν.

Όπως συμβαίνει με κάποια κράτη της Μέσης Ανατολής, πολλές από αυτές τις χώρες, όπως το Μπαγκλαντές και η Νότιος Αφρική, ανησυχούσαν μήπως χάσουν ζωτικής σημασίας ρωσικές προμήθειες τροφίμων και καυσίμων. Καθώς επικράτησαν οι κυρώσεις, άλλες [χώρες], όπως η Κένυα, το Μεξικό και η Σρι Λάνκα— ανησυχούσαν επίσης για τις δευτερογενείς επιπτώσεις [3] στις τιμές των τροφίμων, οι οποίες θα μπορούσαν να αποσταθεροποιήσουν τις οικονομίες τους. Η προσεκτική ρωσική και κινεζική διπλωματία μεγέθυνε αυτή την ανησυχία, υπογραμμίζοντας το πώς οι κυρώσεις που στοχεύουν την Ρωσία, αντί η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, είχαν αυξήσει τις τιμές των τροφίμων. Οι Δυτικοί διπλωμάτες έχουν ακούσει επίσης πολλά από Αφρικανούς και Λατινοαμερικανούς διπλωμάτες στον ΟΗΕ σχετικά με την a la carte προσήλωση της Ουάσιγκτον στην αποκαλούμενη «βασισμένη σε κανόνες διεθνή τάξη πραγμάτων» όταν διακυβεύονταν τα συμφέροντα των ΗΠΑ.

Ωστόσο, οι Δυτικοί διπλωμάτες εξεπλάγησαν από τον αριθμό των χωρών σε όλο τον παγκόσμιο Νότο που αρνήθηκαν να καταδικάσουν την Ρωσία και από την αίσθηση απογοήτευσης που αντιμετώπισαν στις διαπραγματεύσεις˙ ένας αναλυτής χαρακτήρισε την Δυτική αντίδραση ως «απογοητευμένη και λίγο μπερδεμένη». Αυτό οφείλεται εν μέρει στο ότι πολλοί στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Ευρώπη, όντας ευλόγως απασχολημένοι με την πανδημία της COVID-19 [4] και το ανερχόμενο διεθνές προφίλ της Κίνας, δεν άκουγαν τις όλο και περισσότερο οργισμένες φωνές στις αναπτυσσόμενες χώρες, που κατευθύνονταν στις πολιτικές των ΗΠΑ και της Ευρώπης. Η επιφυλακτικότητα πολλών από αυτά τα κράτη δεν ήταν ένα μέτρο γεωπολιτικής εξισορρόπησης ή μιας σκόπιμης μη ευθυγράμμισης, αλλά το προϊόν βαθιάς δυσαρέσκειας προς τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Δύση.

Από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και μετά, τα κράτη σε όλο τον Παγκόσμιο Νότο έχουν επιδιώξει δύο βασικά πράγματα: την οικονομική ανάπτυξη και μια μεγαλύτερη φωνή στις διεθνείς υποθέσεις. Εξασφάλισαν εν μέρει το πρώτο, επωφελούμενα από την τεράστια έκρηξη των τιμών των εμπορευμάτων που ωθήθηκε από την κινεζική ανάπτυξη [5]. Αλλά δεν έχουν φτάσει πουθενά στο δεύτερο, καθώς συγκρούονται επανειλημμένα με έναν αποκαρδιωτικό συνδυασμό ευγενούς ρητορικής και ποταπής αντίστασης. Η Ουάσιγκτον και οι σύμμαχοί της τους υποσχέθηκαν συχνά μεγαλύτερη συμμετοχή στην διεθνή διαδικασία λήψης αποφάσεων, αλλά ποτέ δεν παραχώρησαν έδαφος για ηγετικούς ρόλους εντός των βασικών παγκόσμιων σωμάτων.

Ως αποτέλεσμα, οι Δυτικές πολιτικές έχουν κλειδώσει σταθερά τις αναπτυσσόμενες χώρες όλης της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής έξω από τις αποφάσεις που επηρεάζουν άμεσα τα συμφέροντά τους. Ένα πρώιμο επίμαχο σημείο ήταν η μη εκπλήρωση από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη μιας υπόσχεσης δεκαετιών για την συγκέντρωση 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων [6] ετησίως, για αρωγή για την κλιματική αλλαγή. Η Elizabeth Cousens, πρόεδρος του Ιδρύματος των Ηνωμένων Εθνών (UN Foundation), περιέγραψε μια διάθεση «αυξανόμενης ανυπομονησίας, ακόμη και θυμού», καθώς οι ισχυρές χώρες δεν εκπλήρωσαν τις υποσχέσεις τους, οδηγώντας πολλά κράτη στο να υποβάλλουν δύσκολα ερωτήματα σχετικά με το ποιων τα συμφέροντα εξυπηρετεί πραγματικά το διεθνές σύστημα.

Οι πολιτικές των ΗΠΑ και της Ευρώπης για την COVID-19 υπογράμμισαν εμφατικά αυτή την άποψη. Η εθνική συσσώρευση εμβολίων [7], το κλείσιμο των συνόρων και οι τεράστιες εγχώριες δαπάνες στις Ηνωμένες Πολιτείες και αλλού, αποκρυστάλλωσαν σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες μια αίσθηση βαθιάς δομικής ανισότητας. Σε αυτά τα κράτη μπορεί να μην αρέσουν οι ενέργειες της Ρωσίας στην Ουκρανία, και μπορεί να είναι επιφυλακτικά για την αυξανόμενη επιρροή της Κίνας, αλλά έχουν επίσης χάσει την εμπιστοσύνη τους στην ικανότητα των Δυτικών κρατών να διαχειριστούν την παγκόσμια τάξη πραγμάτων. Το ότι η Κίνα και η Ρωσία θα ήταν σίγουρα πολύ χειρότεροι ηγέτες του διεθνούς συστήματος είναι ένα επιχείρημα που έχει [μεγάλη] επιρροή στις Βρυξέλλες και στην Ουάσιγκτον, αλλά πολύ λίγη στον Παγκόσμιο Νότο.