Ένας κόσμος ισχύος και φόβου | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ένας κόσμος ισχύος και φόβου

Πού κάνουν λάθος οι επικριτές του ρεαλισμού
Περίληψη: 

Ο ρεαλισμός είναι τόσο μια αναλυτική σχολή σκέψης όσο και μια θέση πολιτικής. Τα σφάλματα της δεύτερης δεν ακυρώνουν την χρησιμότητα της πρώτης. Στην εξήγηση του πολέμου στην Ουκρανία, ο ρεαλισμός, όπως κάθε θεωρητικό πλαίσιο, δεν είναι ούτε καλός ούτε κακός. Ακόμη και όταν οι συνταγές του μπορεί να φαίνονται αβάσιμες, ο ρεαλισμός διατηρεί την αξία του ως πρίσμα μέσω του οποίου οι αναλυτές μπορούν να κατανοήσουν τα κίνητρα και τις ενέργειες των κρατών σε έναν αναπόφευκτα περίπλοκο κόσμο.

Ο PAUL POAST είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο University of Chicago και εξωτερικός συνεργάτης του Chicago Council On Global Affairs.

Ανάμεσα στις παράπλευρες απώλειες του πολέμου στην Ουκρανία βρίσκεται μια σχολή σκέψης: ο ρεαλισμός. Αυτή η πνευματική παράδοση επιμένει ότι η επιδίωξη των εθνικών συμφερόντων υπερισχύει των ανώτερων ιδανικών, όπως η δέσμευση για το ανοιχτό εμπόριο, η ιερότητα του διεθνούς δικαίου και οι αρετές της δημοκρατίας. Οι ρεαλιστές εστιάζουν στο πώς τα κράτη, ιδιαίτερα οι μεγάλες δυνάμεις, επιδιώκουν να επιβιώσουν και να διατηρήσουν την επιρροή τους στην παγκόσμια πολιτική. Ως εκ τούτου, ο ρεαλισμός φαινόταν κατάλληλος για να εξηγήσει τις επιταγές και τους υπολογισμούς πίσω από την ρωσική εισβολή. Αντίθετα, βρέθηκε εν μέσω διασταυρούμενων πυρών. Αφότου τα επιχειρήματα του ρεαλισμού φάνηκαν να αιτιολογούν τις ενέργειες του Κρεμλίνου, οι επικριτές στην Ευρώπη και στην Βόρειο Αμερική έχουν αποκαλέσει ποικιλοτρόπως εξέχοντα άτομα που σχετίζονται με τον ρεαλισμό -και τον ίδιο τον ρεαλισμό ως δόγμα- ξεπερασμένα, ανάλγητα, ακόμη και ηθικά αξιοκατάκριτα.

17062022-1.jpg

Ουκρανοί στρατιώτες στην περιοχή της Ζαπορίζια στην Ουκρανία, τον Απρίλιο του 2022. Ueslei Marcelino / Reuters
----------------------------------------------------------

Ο πολιτικός επιστήμονας John Mearsheimer δέχθηκε μεγάλο μέρος της αποδοκιμασίας για τους ισχυρισμούς του σχετικά με την προέλευση του πολέμου στην Ουκρανία. Ένας απροκάλυπτος υποστηρικτής του ρεαλισμού, ο Mearsheimer έχει επιμείνει [1] ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους είναι υπαίτιοι για την ενθάρρυνση της επέκτασης του ΝΑΤΟ και της ΕΕ σε αυτήν που το Κρεμλίνο θεωρεί ως σφαίρα επιρροής του, απειλώντας έτσι την Ρωσία και προκαλώντας την ρωσική επιθετικότητα. Οι επικρίσεις για τον Mearsheimer αυξήθηκαν όταν το ίδιο το ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών προώθησε τις ιδέες του στον απόηχο της εισβολής. Οι προτροπές ενός άλλου ρεαλιστή, του πρώην υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, Χένρι Κίσινγκερ, ο οποίος προτρέπει την Ουκρανία να παραχωρήσει εδάφη για να κατευνάσει τον Πούτιν, έχουν επίσης οδηγήσει σε ένα μπαράζ επιθέσεων εναντίον των αρχών του ρεαλισμού.

Αλλά οι επικριτές του ρεαλισμού δεν πρέπει να κάψουν τα χλωρά μαζί με τα ξερά. Από τις ύβρεις που κατευθύνεται στον ρεαλισμό λείπει μια σημαντική διάκριση: ο ρεαλισμός είναι τόσο μια αναλυτική σχολή σκέψης όσο και μια θέση πολιτικής. Τα σφάλματα της δεύτερης δεν ακυρώνουν την χρησιμότητα της πρώτης. Στην εξήγηση του πολέμου στην Ουκρανία, ο ρεαλισμός, όπως κάθε θεωρητικό πλαίσιο, δεν είναι ούτε καλός ούτε κακός. Αλλά ακόμη και όταν οι συνταγές του μπορεί να φαίνονται αβάσιμες, [ο ρεαλισμός] διατηρεί την αξία του ως πρίσμα μέσω του οποίου οι αναλυτές μπορούν να κατανοήσουν τα κίνητρα και τις ενέργειες των κρατών σε έναν αναπόφευκτα περίπλοκο κόσμο.

Ο ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΩΣ ΘΕΩΡΙΑ

Από την δεκαετία του 1960 έως την δεκαετία του 1990, το πεδίο των διεθνών σχέσεων σπαρασσόταν από τους αποκαλούμενους «πολέμους παραδειγμάτων» (paradigm wars). Οι μελετητές έριζαν για τον καλύτερο τρόπο να σκεφτούν -και το πώς να μελετήσουν- την διεθνή πολιτική [2]. Αυτές οι συζητήσεις είχαν μικρές διαφοροποιήσεις, αλλά ουσιαστικά κατέληξαν σε μια σύγκρουση μεταξύ εκείνων που είχαν μια ρεαλιστική θεώρηση για την διεθνή πολιτική και εκείνων που δεν είχαν.

Ο ρεαλισμός έχει πολλές αποχρώσεις. Κάποιες ρεαλιστικές προσεγγίσεις δίνουν έμφαση στην σημασία των μεμονωμένων ηγετών, άλλες τονίζουν τον ρόλο των εγχώριων θεσμών και άλλες εστιάζουν ακριβώς στην κατανομή της ισχύος μεταξύ των χωρών. Υπάρχει ο κλασικός ρεαλισμός (η ανθρώπινη φύση υποχρεώνει τα κράτη να επιδιώξουν την ασφάλεια), ο δομικός ρεαλισμός (η έλλειψη μιας παγκόσμιας κυβέρνησης υποχρεώνει τα κράτη να επιδιώξουν την ασφάλεια) και ο νεοκλασικός ρεαλισμός (ένας συνδυασμός εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων υποχρεώνει τα κράτη να επιδιώξουν την ασφάλεια). Αυτές οι προσεγγίσεις έχουν τις δικές τους υποπαραλλαγές. Για παράδειγμα, οι δομικοί ρεαλιστές χωρίζονται μεταξύ ενός αμυντικού στρατοπέδου (τα κράτη επιδιώκουν την ασφάλεια αποτρέποντας την ηγεμονία οποιασδήποτε μεμονωμένης δύναμης) και ενός επιθετικού στρατοπέδου (τα κράτη πρέπει να επιδιώξουν την ηγεμονία για να επιτύχουν την ασφάλεια). Κάποιοι ρεαλιστές θα αποκήρυτταν εντελώς αυτή την ταμπέλα: το έργο του Βρετανού ιστορικού E. H. Carr [3] είναι σαφώς ρεαλιστικό στις τάσεις του, αλλά ο ίδιος ποτέ δεν θα είχε αυτοπροσδιοριστεί ως τέτοιος.

Αντί να είναι μια αυστηρά συνεκτική θεωρία, ο ρεαλισμός [4] οριζόταν πάντα όχι από αυτό που υπαγορεύει, αλλά από αυτό που θεωρεί αδύνατο. Αυτή είναι η σχολή του «σε καμία περίπτωση», η «κακότροπη» [σχολή] της σκέψης των διεθνών σχέσεων. Το πρώτο έργο της σύγχρονης ρεαλιστικής σκέψης και ο πρόδρομος του έργου του ίδιου του Mearsheimer ήταν το The European Anarchy, ένα μικρό βιβλίο που γράφτηκε από τον Βρετανό πολιτικό επιστήμονα G. Lowes Dickinson, το 1916. Αυτό τόνιζε ότι, λόγω του φόβου τους, τα κράτη θα επιδιώξουν να κυριαρχήσουν και, όντως, να αποκτήσουν υπεροχή έναντι των άλλων. Κατά την διάρκεια των δεκαετιών του 1920 και του 1930, οι ρεαλιστές (μολονότι δεν αναφέρονται ακόμη ως τέτοιοι) επισήμαναν τη ματαιότητα των Συνθηκών για τον έλεγχο των εξοπλισμών και τον αφοπλισμό.