Το Πεκίνο ακόμη προετοιμάζεται για την Ταϊβάν | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το Πεκίνο ακόμη προετοιμάζεται για την Ταϊβάν

Γιατί η Κίνα δεν είναι έτοιμη να εισβάλει

Αλλά αυτές οι προσπάθειες αποδείχθηκαν ανεπαρκείς για να ανακόψουν το ρεύμα εναντίον της ενοποίησης στην ταϊβανέζικη κοινή γνώμη και πολιτική. Σύμφωνα με δημοσκοπήσεις, το ποσοστό των Ταϊβανέζων ψηφοφόρων που τάσσονται υπέρ της ενοποίησης μειώθηκε από 28% το 1999 σε λιγότερο από 2% το 2022. Η συντριπτική πλειοψηφία τάσσεται υπέρ της «διατήρησης του status quo», που στην γλώσσα της ταϊβανέζικης πολιτικής σημαίνει την διατήρηση της αυτονομίας, χωρίς επίσημη δήλωση ανεξαρτησίας. Από το 2016, το αντιενωτικό Δημοκρατικό Προοδευτικό Κόμμα ελέγχει τόσο την προεδρία όσο και το νομοθετικό σώμα και φαίνεται καλά τοποθετημένο για να κερδίσει την επόμενη σειρά εθνικών εκλογών, το 2024.

Αυτές οι τάσεις έχουν ενθαρρύνει την Κίνα [6] να υιοθετήσει μια πιο απειλητική στάση προς την Ταϊβάν. Το Πεκίνο έχει αυξήσει τα μέτρα για την διπλωματική απομόνωση του νησιού, έχει επιβραδύνει τις εισαγωγές και το τουριστικό εμπόριο, έχει εκπαιδεύσει τον κινεζικό στρατό ώστε να διεξάγει τις περίπλοκες κοινές επιχειρήσεις που είναι απαραίτητες για μια εισβολή στην άλλη πλευρά του Στενού και έχει διεξάγει συχνές δοκιμές της ζώνης αναγνώρισης αεράμυνας της Ταϊβάν. Η Κίνα έχει επίσης αναπτύξει αυτή που το Πεντάγωνο αποκαλεί «αντι-πρόσβαση/άρνηση περιοχής» (anti-access/area denial, A2/AD) -συμπεριλαμβανομένων πυραύλων ακριβείας μεγάλου βεληνεκούς, τορπιλών που εκτοξεύονται από υποβρύχια, αντιπλοϊκών βαλλιστικών πυραύλων, κυβερνο-εργαλείων, και διαστημικών ικανοτήτων –που είναι σχεδιασμένη για να κρατήσει μακριά τις ΗΠΑ από το να υπερασπιστούν την Ταϊβάν.

Αυτές οι κινήσεις έχουν τροφοδοτήσει τις εικασίες ότι η Κίνα αναπτύσσεται για μια επίθεση πλήρους κλίμακας. Εκτός από την επιθυμία του Σι να εξασφαλίσει την κληρονομιά του, η μεταβαλλόμενη ισορροπία δυνάμεων μεταξύ της Κίνας και των Ηνωμένων Πολιτειών αναφέρεται συχνά από Αμερικανούς αναλυτές ως πιθανό κίνητρο για τον Σι. Για παράδειγμα, οι μελετητές Michael Beckley και Hal Brands, έχουν προτείνει [7] ότι η Κίνα ίσως επιτεθεί στο εγγύς μέλλον διότι έχει φτάσει στο αποκορύφωμα της εθνικής της δύναμης —και οι ηγέτες της Κίνας το γνωρίζουν. Η Κίνα βλέπει προς μια περίοδο παρακμής που θα προκληθεί από έναν συνδυασμό μη βιώσιμου χρέους, αυξανόμενου κόστους εργασίας, γήρανσης του πληθυσμού, μείωσης της παραγωγικότητας, και κρίσιμης έλλειψης νερού. Εν τω μεταξύ, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ταϊβάν έχουν αρχίσει πρόσφατα να αναπροσαρμόζουν τις στρατιωτικές στάσεις τους για να αντιμετωπίσουν την ασύμμετρη απειλή που θέτει η Κίνα. Η κυβέρνηση Μπάιντεν ενώνει τις δυνάμεις της με την Ιαπωνία και τη Νότιο Κορέα γύρω από μια δέσμευση για «σταθερότητα στο Στενό της Ταϊβάν» και οι Δυτικές επιχειρήσεις σταδιακά μεταφέρουν τις εγκαταστάσεις παραγωγής τους εκτός Κίνας, λόγω του αυξανόμενου κόστους εργασίας, της έλλειψης ανταγωνισμού με ίσους όρους στην κινεζική αγορά, και των περιορισμών της COVID-19. Καθώς αυτός ο επαναπροσανατολισμός εντείνεται, τα οικονομικά κίνητρα της Δύσης για την αποφυγή του πολέμου με την Κίνα θα μειώνονται. Με αυτή την λογική, το Πεκίνο έχει λόγους να χτυπήσει πριν οι αντίπαλοί του να καταστούν έτοιμοι.

ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΗΣ ΑΝΑΜΟΝΗΣ

Τα γεγονότα στα οποία βασίζονται τέτοιες προβλέψεις δεν είναι λανθασμένα, αλλά είναι ελλιπή. Ένα πληρέστερο σύνολο γεγονότων υποδηλώνει ότι η Κίνα εξακολουθεί να επιδιώκει μια στρατηγική στρατηγικής υπομονής όταν πρόκειται για την Ταϊβάν. Πρώτον, οι Κινέζοι ηγέτες -δικαίως ή αδίκως- φαίνονται σίγουροι ότι μπορούν να χειριστούν τα προβλήματά τους καλύτερα από όσο μπορεί η Δύση να χειριστεί τα δικά της. Δεν αρνούνται τις προκλήσεις που επισημαίνουν οι Beckley και Brands, αλλά πιστεύουν ότι η Δύση βρίσκεται σε παρακμή, χωλαίνοντας από τις κακοδιαχειριζόμενες και αργά αναπτυσσόμενες οικονομίες της, τις κοινωνικές διαιρέσεις, και τους αδύναμους πολιτικούς ηγέτες. Ωστόσο, οι Κινέζοι στρατηγιστές δεν φαίνεται να πιστεύουν ότι η Κίνα έχει ακόμη φτάσει σε ευνοϊκή ισορροπία ισχύος με την Δύση. Όπως έχει υποστηρίξει [8] ο Yan Xuetong, κοσμήτορας του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων (Institute of International Relations) στο Πανεπιστήμιο Tsinghua, «η παγκόσμια εμβέλεια της Κίνας εξακολουθεί να έχει τα όριά της. Παρά το γεγονός ότι η Κίνα είναι μια μεγάλη δύναμη, η Κίνα θεωρεί επίσης τον εαυτό της ως αναπτυσσόμενη χώρα —και δικαίως, λαμβάνοντας υπόψη ότι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της παραμένει πολύ πίσω από εκείνο των προηγμένων οικονομιών».

Το Πεκίνο έχει την πολυτέλεια να περιμένει ώστε η ισχύς στον Δυτικό Ειρηνικό να στραφεί αποφασιστικά υπέρ του. Όταν η Ουάσιγκτον φτάσει να καταλάβει ότι το κόστος της υπεράσπισης της Ταϊβάν είναι πέρα από τις δυνατότητές της, και οι Ταϊβανέζοι αξιωματούχοι συνειδητοποιήσουν ότι η Ουάσιγκτον δεν έχει πλέον την διάθεση για σύγκρουση με την Κίνα, η Ταϊβάν θα διαπραγματευτεί ρεαλιστικά μια συμφωνία που θα μπορέσει να αποδεχθεί το Πεκίνο. Στο μεταξύ, η Κίνα χρειάζεται μόνο να αποτρέψει την Ταϊπέι και την Ουάσιγκτον από το να επιχειρήσουν να «κλειδώσουν» την επίσημη ανεξαρτησία της Ταϊβάν. Επομένως, οι επιδείξεις ισχύος του Πεκίνου δεν είναι πρόδρομοι μιας επικείμενης επίθεσης, αλλά μέτρα που προορίζονται για να κερδίσουν χρόνο ώστε η ιστορία να πάρει τον δρόμο της.