Το Πεκίνο ακόμη προετοιμάζεται για την Ταϊβάν | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το Πεκίνο ακόμη προετοιμάζεται για την Ταϊβάν

Γιατί η Κίνα δεν είναι έτοιμη να εισβάλει

Δεύτερον, σε αντίθεση με την συνηθισμένη απεικόνιση της Κίνας ως ότι «τρώγεται» για πόλεμο, το Πεκίνο έχει επιδείξει στρατηγική υπομονή στην επιδίωξη των άλλων στόχων του. Ένα καλό παράδειγμα είναι η συμπεριφορά του Πεκίνου στη Θάλασσα της Νοτίου Κίνας, όπου η Κίνα έχει κατασκευάσει και στρατιωτικοποιήσει επτά νησιά από άμμο, χωρίς να πυροδοτήσει πόλεμο με τις Ηνωμένες Πολιτείες ή με αντίπαλους εδαφικούς διεκδικητές. Το κατάφερε κατασκευάζοντας μόνο σε εδαφικούς σχηματισμούς που έλεγχε ήδη, ισχυριζόμενη εξαρχής ότι δεν έκανε αυτό που έκανε. Οι αντίπαλοι εδαφικοί διεκδικητές ήταν πολύ αδύναμοι για να αντιμετωπίσουν την Κίνα, ενώ από τις Ηνωμένες Πολιτείες έλειπε η αιτιολόγηση για να το κάνουν, διότι δεν έχουν εδαφικές διεκδικήσεις εκεί όπου έχτιζε η Κίνα. Το Πεκίνο περιόρισε την πρόσβαση [στα νησιά], αλλά απέφυγε να καταλάβει έναν εδαφικό σχηματισμό που διεκδικεί με τον μοναδικό σύμμαχο των ΗΠΑ που εμπλέκεται σε αυτές τις διαφορές -τις Φιλιππίνες- οι οποίες σε κάθε περίπτωση δεν είχαν διάθεση να επικαλεστούν την συμμαχία τους με την Ουάσιγκτον με το να κινηθούν στρατιωτικά για να αμυνθούν.

Ομοίως, η Κίνα άλλαξε το στρατηγικό status quo χωρίς να πυροδοτήσει ένοπλη σύγκρουση για τα αμφισβητούμενα νησιά Senkaku, γνωστά στην Κίνα ως νησιά Diaoyu, κλιμακώνοντας από την περιστασιακή θαλάσσια παρουσία στα ιαπωνικά ύδατα στη μόνιμη, συμπληρώνοντας τις ναυτικές δυνάμεις της με λιγότερο επιθετικά [σκάφη] της ακτοφυλακής, της θαλάσσιας πολιτοφυλακής, και αλιευτικά σκάφη. Το Πεκίνο ακολούθησε ένα παρόμοιο σχέδιο στην αμφισβητούμενη περιοχή Ladakh της Ινδίας, όπου τα κινεζικά στρατεύματα προώθησαν σταδιακά τις θέσεις τους και εγκαθίδρυσαν μια σειρά νέων γραμμών ελέγχου, με μόνο ένα επιβεβαιωμένο ξέσπασμα πυρών που περιορίστηκε γρήγορα.

Η Κίνα έχει επενδύσει σε φαινομενικά πολιτικά λιμενικά έργα [9] σε όλο τον Ινδικό Ωκεανό και πέρα από αυτόν, που θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως θεμέλια για μελλοντικές ναυτικές επιχειρήσεις, προκαλώντας κάποια ανησυχία, αλλά καμία αντίπραξη. Το Πεκίνο έχει χρησιμοποιήσει επίσης την οικονομική και διπλωματική επιρροή του στην Αφρική, στην Ευρώπη, στην Λατινική Αμερική, στη Μέση Ανατολή και στην Ωκεανία και την ισχύ του στην θέσπιση κανόνων στους διεθνείς θεσμούς, ώστε να δώσει κίνητρα σε κυβερνήσεις για να ευθυγραμμιστούν με τα συμφέροντα της Κίνας, προκαλώντας και πάλι κάποια ανησυχία αλλά όχι αποτελεσματική αντίσταση. Τέτοιες διπλωματικές, οικονομικές και στρατιωτικές τακτικές «γκρίζας ζώνης» αποτυπώνουν ότι η στρατηγική συμπεριφορά της Κίνας προσανατολίζεται προς το μακροπρόθεσμο αντί για το βραχυπρόθεσμο, μετακινούμενη από την «καμία παρουσία» στην «διαρκή παρουσία» σε μια σειρά από θέατρα, χωρίς να προκαλεί ουσιαστική απώθηση, πόσω μάλλον ένοπλη σύγκρουση (με εξαίρεση τη μάχη στην Ladakh). Αυτή η ίδια στρατηγική προσοχή ήταν μέχρι στιγμής εμφανής στην πολιτική της Κίνας έναντι της Ταϊβάν, όπου το Πεκίνο έχει αυξήσει την ένταση και έχει αποτρέψει την προσπάθεια της Ταϊβάν για ανεξαρτησία χωρίς να επισπεύσει μια κρίση.

Τέλος, το δίδαγμα που πιθανώς αντλεί ο Σι από τον πόλεμο του Πούτιν στην Ουκρανία δεν είναι ότι η εδαφική επιθετικότητα θα έμενε ατιμώρητη στρατιωτικά από την Δύση, αλλά ότι θα ήταν τόσο δύσκολη όσο και δαπανηρή. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να πιστεύουμε ότι ο Σι περιβάλλεται, όπως φαίνεται να κάνει ο Πούτιν [10], από κόλακες που θα του πουν ότι ένας πόλεμος για την Ταϊβάν μπορεί να κερδηθεί εύκολα. Ακόμα κι αν περιβάλλεται, ωστόσο, η εξουθενωτική σύγκρουση στην Ουκρανία τού υπενθυμίζει ότι ο πόλεμος είναι απρόβλεπτος και ότι η κυριαρχία σε έναν πληθυσμό που αντιστέκεται είναι δαπανηρή. Η αμφίβια επιχείρηση που θα χρειαζόταν να αναλάβει η Κίνα για να καταλάβει την Ταϊβάν θα ήταν πολύ πιο δύσκολη από την χερσαία εισβολή που έχει διεξάγει η Ρωσία στην Ουκρανία. Ο Σι έχει μεταρρυθμίσει την διοικητική δομή του κινεζικού στρατού και έχει εντείνει την εκπαίδευση για μια τέτοια επιχείρηση, αλλά οι κινεζικές δυνάμεις παραμένουν αδοκίμαστες σε πραγματικές πολεμικές επιχειρήσεις. Εν τω μεταξύ, οι πιθανότητες να επέμβουν οι Ηνωμένες Πολιτείες για να υπερασπιστούν την Ταϊβάν έχουν αυξηθεί, καθώς το αντικινεζικό αίσθημα έχει μεγαλώσει στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Ευρώπη -και αφότου ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, παρατήρησε τον περασμένο μήνα ότι η υπεράσπιση της Ταϊβάν είναι «η δέσμευση που κάναμε».

Ακόμα κι αν το Πεκίνο μπορούσε να κερδίσει έναν πόλεμο για την Ταϊβάν, είναι ασαφές το αν θα μπορούσε να κερδίσει αυτό που θα ακολουθούσε. Όσο επώδυνη κι αν είναι για τη Μόσχα η απομόνωση της Ρωσίας από τις Δυτικές οικονομίες, το μεταπολεμικό σενάριο για την κινεζική οικονομία θα ήταν ακόμη πιο επιζήμιο. Η Κίνα εισάγει το 70% του πετρελαίου της και το 31% του φυσικού αερίου της˙ είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός άνθρακα στον κόσμο, αλλά χρειάζεται ακόμη να εισάγει περισσότερο. Μολονότι μοχθεί για [να επιτύχει] επισιτιστική αυτάρκεια, η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος εισαγωγέας τροφίμων στον κόσμο, ιδιαίτερα καλαμποκιού, κρέατος, θαλασσινών, και σόγιας. Κάποιες από αυτές τις εισαγωγές ενέργειας και τροφίμων προέρχονται από την Ρωσία, αλλά πολλές προέρχονται από χώρες που θα επέβαλλαν κυρώσεις στην Κίνα εάν εισέβαλε στην Ταϊβάν. Και ακόμη κι αν δεν το έκαναν, το ναυτικό της Κίνας δεν έχει την παγκόσμια εμβέλεια για να υπερασπιστεί τους ναυτιλιακούς διαύλους μέσω των οποίων ρέουν αυτά και πολλά άλλα ζωτικής σημασίας εμπορεύματα. Οποιοσδήποτε πόλεμος για την Ταϊβάν, ακόμη και ένας επιτυχημένος [πόλεμος] για το Πεκίνο, θα επέφερε ένα καταστροφικό πλήγμα στην κινεζική οικονομία, δημιουργώντας συνθήκες που θα απειλούσαν την εσωτερική πολιτική σταθερότητα και θα οδηγούσαν στην αποτυχία, όχι στην πραγματοποίηση, του κινεζικού ονείρου.

ΠΟΛΕΜΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΥΠΟΜΟΝΗ ΜΕ ΥΠΟΜΟΝΗ