Μια ρεαλιστική αποτίμηση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Μια ρεαλιστική αποτίμηση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων

Tα όρια της ελληνοαμερικανικής στρατηγικής συνεργασίας*
Περίληψη: 

Η ελληνοαμερικανική στρατηγική σχέση μπορεί να αναπτυχθεί περιμετρικά του τουρκικού προβλήματος, ενισχύοντας την στρατηγική βαρύτητα της Ελλάδος στον αμερικανικό μηχανισμό λήψης αποφάσεων, χωρίς παράλληλα να καλλιεργούνται ψευδαισθήσεις περί αμερικανικών εγγυήσεων ασφαλείας προς την Ελλάδα σε περίπτωση ελληνοτουρκικής σύγκρουσης ή νέας διμερούς κρίσης.

Ο Δρ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΤΣΑΚΙΡΗΣ είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Γεωπολιτικής & Ενεργειακής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας.

Η απόφαση της κυβέρνησης Trump να επιβάλλει γενικευμένο εμπάργκο όπλων στην τουρκική «Προεδρία Αμυντικής Βιομηχανίας» (Savunma Sanayii Başkanlığı/SSB) στις 14 Δεκεμβρίου 2020, περίπου έναν μήνα πριν από την επεισοδιακή λήξη της θητείας της, αποτελεί σημαντικό ορόσημο για την εξέλιξη των αμερικανοτουρκικών σχέσεων, το οποίο μεταβάλλει την δυναμική στο γεωστρατηγικό παίγνιο Ελλάδας-Τουρκίας-ΗΠΑ-Ρωσίας. Η δυναμική αυτή αλλάζει τις μεταψυχροπολεμικές ισορροπίες που έως σήμερα ωφελούσαν σχεδόν μονομερώς την Τουρκία έναντι της Ελλάδος.

06072022-1.jpg

Ο Έλληνας πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, εκφωνεί ομιλία κατά την διάρκεια της τελετής άφιξης των πρώτων μαχητικών Rafale από την Γαλλία, στην Τανάγρα, στις 19 Ιανουαρίου 2022. REUTERS/Alkis Konstantinidis
-------------------------------------------------------------

Παρά το γεγονός ότι θα ήταν μεγάλη αυταπάτη να ομιλούμε για μετατόπιση της αμερικανικής πολιτικής υπέρ της Ελλάδος στα κρίσιμα ζητήματα εθνικής ασφαλείας που αντιμετωπίζουμε στο Αιγαίο, την Κύπρο, και την Ανατολική Μεσόγειο, η σημασία αυτών των κυρώσεων αλλά και η αυτόνομη δυναμική εμβάθυνσης των ελληνοαμερικανικών σχέσεων δεν πρέπει να υποτιμηθούν. Οι κυρώσεις αυτές προκαλούν έμπρακτη ζημία στην τουρκική αμυντική βιομηχανία και το νευραλγικό συντονιστικό της κέντρο, που από τον Δεκέμβριο του 2017 υπάγεται απευθείας στον πρόεδρο Erdogan [1], και σηματοδοτούν το δεύτερο -μετά τον εξοβελισμό της Τουρκικής Πολεμικής Αεροπορίας (ΤΠΑ) [2] από το πρόγραμμα των F-35- ουσιώδες ρήγμα στις σχέσεις Άγκυρας-Ουάσιγκτον. Το ρήγμα αυτό δεν επαρκεί για να οδηγήσει σε κατάρρευση το οικοδόμημα της αμερικανοτουρκικής συμμαχίας που θα μετέβαλλε ουσιαστικά την ουδετερόφιλη προσέγγιση των ΗΠΑ στα ελληνοτουρκικά, η οποία επιβεβαιώθηκε κατά την πρόσφατη ελληνοτουρκική κρίση του Αυγούστου-Δεκεμβρίου 2020.

Η παραδοσιακή γραφειοκρατία του αμερικανικού Υπουργείου Εξωτερικών και μέρους της υπηρεσιακής ηγεσίας του αμερικανικού Υπουργείου Άμυνας, ιδίως εκείνης που προέρχεται από την ευρωπαϊκή διοίκηση και το ΝΑΤΟ, εξακολουθεί να θεωρεί την Τουρκία υπερπολύτιμη για τις ΗΠΑ, ενώ κρίνει ως καταστρεπτική για τα αμερικανικά συμφέροντα την περαιτέρω εμβάθυνση της τουρκορωσικής συνεργασίας [3], την οποία και θεωρεί ότι μπορεί να ανατρέψει, ιδίως εάν το 2023 φύγει από τη μέση ο Ερντογάν.

Αυτό που είναι αξιοσημείωτο, ωστόσο, από ελληνικής πλευράς είναι ότι, πλέον, στο ανωτέρω κυρίαρχο αφήγημα υπάρχει σαφής και οργανωμένος αντίλογος. Η επικρατούσα αντίληψη για το πόσο γεωστρατηγικά «αναντικατάστατη» είναι η Τουρκία αμφισβητείται ευθέως από ένα συνασπισμό παραγόντων ο οποίος βλέπει ολοένα και περισσότερο την Τουρκία ως έναν επωαζόμενο ανταγωνιστή [4], ένα ισλαμο-εθνικιστικό αυταρχικό καθεστώς που βρίσκεται -στην καλύτερη περίπτωση- σε ψυχροπολεμικές σχέσεις με το Ισραήλ και την Αίγυπτο και συναλλάσσεται με επιτήδεια επιδεκτικότητα με την Ρωσία, την διαλυτική επιρροή της οποίας υποτίθεται ότι προτίθεται να ανασχέσει.

Ο αντίλογος αυτός καλλιεργείται συστηματικά από στελέχη της Κεντρικής Διοίκησης (CENTCOM) του αμερικανικού Πενταγώνου τα οποία έχουν αντιμετωπίσει την τουρκική αναθεωρητική πολιτική επί του πεδίου στα διάφορα μέτωπα της Μέσης Ανατολής [5], από σημαντική μερίδα, ως επί το πλείστων συντηρητικών, αμερικανικών δεξαμενών σκέψης, από μερίδα Τούρκων πολιτικών αυτοεξορίστων, αλλά και από στελέχη του άτακτου ελληνοαμερικανικού lobby που πρωταγωνίστησαν στην σύνταξη του East Mediterranean Act του 2019.

Ο αντίλογος αυτός φαίνεται να αποτελεί την κυρίαρχη άποψη μεταξύ κορυφαίων Γερουσιαστών και Βουλευτών, όπως οι Bob Menendez, Mark Rubio, Jim Risch, Mike McCaul, και Eliot Engel από αμφότερα τα πολιτικά κόμματα, οι οποίοι έχουν πρωταγωνιστήσει στην επιβολή των κυρώσεων CAATSA στην Τουρκία το 2020, και επέβαλαν ένα «σιωπηλό» εμπάργκο όπλων στην Άγκυρα ήδη από το 2018 [6] αρνούμενοι να απελευθερώσουν κονδύλια και εξαγωγικές άδειες για τη μεταφορά αμερικανικού πολεμικού υλικού στην Τουρκία μετά την απόφαση του Ερντογάν να αγοράσει τους S-400 το 2017.

Το κείμενο που ακολουθεί αναλύει την δυναμική των αμερικανοτουρκικών σχέσεων μετά τις κυρώσεις της 14ης Δεκεμβρίου 2020 ιχνηλατώντας τις επιπτώσεις τους στην διμερή ελληνοτουρκική ισορροπία δυνάμεων. Οι επιπτώσεις αυτές είναι πολύ περισσότερο αισθητές στο στρατιωτικό παρά στο διπλωματικό επίπεδο. Το κείμενο αναδεικνύει το χάσμα στρατηγικής αντίληψης αναφορικά με την αντιμετώπιση του τουρκικού «προβλήματος» μεταξύ της αμερικανικής κυβέρνησης και της αμερικανικής γερουσίας υποστηρίζοντας την άποψη ότι η πληγή που άνοιξε με τους S-400 θα συνεχίζει, με ή χωρίς τον Ερντογάν, να δηλητηριάζει τις αμερικανο-τουρκικές σχέσεις. Το ρήγμα που άνοιξε με τους S-400 ενισχύει τη δυναμική περαιτέρω απόκλισης που θα καταστήσει την Άγκυρα ανταγωνιστικό «φιλεχθρό» (Frenemy) [7] της Ουάσιγκτον και στρατηγικό συναλλακτικό σύμμαχο (transactional ally) της Μόσχας, χωρίς να θέτει φυσικά την Τουρκία εκτός ΝΑΤΟ.

Μια τέτοια επιλογή άλλωστε δεν ωφελεί ούτε την Τουρκία, σε περίπτωση επιδείνωσης των τουρκο-ρωσικών σχέσεων, ούτε άλλωστε και την Ρωσία που θέλει την Τουρκία εντός ΝΑΤΟ ως «δούρειο ίππο» της, όπως την έχει εύστοχα χαρακτηρίσει ο Michael Rubin του American Enterprise Institute [8]. Η Άγκυρα, με την σειρά της, δεν έχει άλλωστε κανένα ενδοιασμό να διαδραματίζει έναν τέτοιο ρόλο ως εξυπηρέτηση στη Μόσχα, κερδίζοντας ανταλλάγματα από την Ρωσία σε άλλα μέτωπα, ιδίως όπου είναι στρατηγικά απούσες οι ΗΠΑ όπως στην Συρία και στην Λιβύη [9].