Μια ρεαλιστική αποτίμηση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Μια ρεαλιστική αποτίμηση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων

Tα όρια της ελληνοαμερικανικής στρατηγικής συνεργασίας*

Μέσα σε αυτό το δυναμικό πλαίσιο θα αναλυθούν τα περιθώρια ελιγμών που δημιουργούνται για την ελληνική στρατηγική, τουλάχιστον έως τα τέλη του 2023, όταν υπάρχει η πιθανότητα, αλλά σίγουρα όχι η βεβαιότητα, όπως αφελώς καλλιεργείται από διάφορα ΜΜΕ, ήττας του προέδρου Ερντογάν μετά από 20 έτη αδιάλειπτης παραμονής του στην εξουσία. Ενδεχόμενη ανατροπή του Ερντογάν δεν συνεπάγεται απαραιτήτως ανατροπή του Ερντογανικού αναθεωρητισμού. Η «εναλλακτική» πρόταση που φαίνεται να συγκροτείται από την κεμαλική εθνικιστική αντιπολίτευση του CHP και την υπερεθνικιστική αντιπολίτευση του IYI Parti, εμφορείται από αντίστοιχα οράματα μεγαλοϊδεατισμού και αντισιωνιστικού αντιαμερικανισμού που, όπως έχει αναδείξει ο Svante Cornell του Hudson Institute, θεωρούνται πλέον κυρίαρχα ιδεολογικά ρεύματα για σχεδόν το σύνολο του τουρκικού πολιτικού κατεστημένου [10].

Μια συγκυβέρνηση CHP-IYI ουδεμία αλλαγή θα επιφέρει στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και το Κυπριακό ακόμη και εάν σε αυτήν την κυβέρνηση συμμετέχουν έκπτωτοι Ερντογανιστές όπως ο Ahmet Davutoglu ή ο Ali Babacan. Ωστόσο, ανάλογα με την ισχύ των παντουρκιστών της Aksener σε μια τέτοια κυβέρνηση, ένας συνασπισμός κεμαλιστών-υπερεθνικιστών είναι πιθανότερο να επικεντρωθεί σε έναν ανταγωνισμό με την ρωσική σφαίρα επιρροής στην ζώνη του «μαλακού υπογαστρίου» της Μόσχας μεταξύ Μαύρης Θάλασσας και Κεντρικής Ασίας, μειώνοντας την εμπλοκή της Άγκυρας στη Μέση Ανατολή και τερματίζοντας την ταύτισή της με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα.

Κάτι τέτοιο θα αφαιρέσει σε μεγάλο βαθμό την ψυχροπολεμική αντιπαράθεση της Τουρκίας με το Ισραήλ, την Αίγυπτο, και τα ΗΑΕ. Είναι αδύνατον να προβλεφθεί με ακρίβεια το κατά πόσο μια κυβέρνηση με κυρίαρχο πυρήνα της τους Κεμαλιστές θα απαγκιστρώσει την Τουρκία από την Συρία, την Λιβύη, και τα υπόλοιπα μέτωπα της Μέσης Ανατολής, αλλά μια τέτοια πολιτική, εάν ακολουθηθεί, θα αποδυναμώσει δραστικά τον πυρήνα εμβάθυνσης των ελληνο-αιγυπτιακών και ελληνο-ισραηλινών σχέσεων, όπως αναπτύχθηκαν μετά το 2011.

Αυτό είναι κάτι που πολύ πιθανόν θα επιδιώξει και η ίδια η αμερικανική διπλωματία εάν διαβλέψει ότι υπάρχει ουσιαστικό ενδεχόμενο εξομάλυνσης του τουρκο-ισραηλινών σχέσεων, όπως άλλωστε έκανε την περίοδο 2013-2016. Μια τέτοια αλλαγή θα ενδυναμώσει καταλυτικά την φιλοτουρκική πτέρυγα επιρροής στην Ουάσιγκτον, ακόμη και εάν η νέα τουρκική κυβέρνηση δεν επιστρέψει τους S400 στην Ρωσία, αντιστρέφοντας έτσι την δυναμική εμβάθυνσης των ελληνοαμερικανικών σχέσεων και την δυνητικά παραλυτική επίπτωση του εμπάργκο όπλων που επέβαλλε στην τουρκική πολεμική βιομηχανία το Κογκρέσο.

Ο ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΣ ΤΩΝ ΚΥΡΩΣΕΩΝ TRUMP ΚΑΙ Η ΔΙΕΛΚΥΣΤΙΝΔΑ ΤΩΝ S-400

Η απόφαση επιβολής των κυρώσεων κατά της SSB αποτέλεσε ιστορικό γεγονός για λόγους πέραν του ότι η Τουρκία έχει καταστεί η μοναδική χώρα μέλος του ΝΑΤΟ που υπέστη στρατιωτικές κυρώσεις από την Ουάσιγκτον σε δύο μάλιστα περιπτώσεις (1975-1978, 2020-…) μετά την ένταξήη της στην Ατλαντική Συμμαχία. Η επιβολή των κυρώσεων που απαγόρευσε την εξαγωγή και μεταφορά αμερικανικού πολεμικού υλικού αξίας άνω των $25 εκατομμυρίων στην SSB και την δανειοδότησή της (και των συνεργαζόμενων με αυτή εταιριών) με ποσά άνω των $10 εκατομμυρίων [11] δεν ελήφθη ελαφριά τη καρδία. Οι κυρώσεις ήταν σχεδιασμένες να επιβάλλουν κλιμακούμενο κόστος στο σύνολο της τουρκικής πολεμικής βιομηχανίας, τόσο στον εισαγωγικό όσο και στον εξαγωγικό της βραχίονα.

06072022-2.jpg

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, χαιρετά τον πρόεδρο της Τουρκίας, Ταγίπ Ερντογάν, κατά την διάρκεια μιας κοινής συνέντευξης Τύπου στον Λευκό Οίκο, στην Ουάσιγκτον, στις 13 Νοεμβρίου 2019. REUTERS/Joshua Roberts
-----------------------------------------------------------------

Παράλληλα οι ΗΠΑ ανέλαβαν την ευθύνη να μπλοκάρουν την έκδοση δανείων τα οποία θα αιτείται η SSB από διεθνείς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, κάτι που θα μπορούσε να μπλοκάρει θεωρητικά ακόμη και συμβόλαια της SSB ή αμυντικό υλικό που σχετίζεται με την SSB ακόμη και εάν αυτό δεν χρησιμοποιεί πατενταρισμένα αμερικανικά υλικά ή τεχνολογίες. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ίδιας της SSB περίπου το 35% του συνόλου των τουρκικών αμυντικών εξαγωγών περιλαμβάνουν αμερικανικά υποσυστήματα, εξαρτήματα, λογιστικές και λοιπές τεχνολογικές εφαρμογές και ως εκ τούτου μπορούν να στοχοποιηθούν από την αμερικανική κυβέρνηση ακόμη και εάν η εμπορική συναλλαγή δεν αφορά άμεσα τις ΗΠΑ [12]. Η κυβέρνηση Trump έδωσε πληθώρα ευκαιριών στην Άγκυρα για να αποφύγει τις κυρώσεις. Μεταξύ της επιβολής των κυρώσεων τον Δεκέμβριο του 2020, δυνάμει του νόμου CAATSA (Countering America’s Adversaries Through Sanctions Act) του 2017, και της απόφασης εξοβελισμού της Τουρκίας από το πρόγραμμα των F-35 τον Απρίλιο του 2019 πέρασαν σχεδόν είκοσι μήνες.

Ήταν τέτοια η διστακτικότητα του προέδρου Trump και της αμερικανικής γραφειοκρατίας να προχωρήσουν σε αυτό που η πλειοψηφία των Αμερικανών Βουλευτών/Γερουσιαστών θεωρούσε αυτονόητο, που το Κογκρέσο υποχρέωσε με μεγάλες διακομματικές πλειοψηφίες την αμερικανική κυβέρνηση να προχωρήσει στην ενεργοποίηση του CAATSA. Το επέβαλε στις 3 Δεκεμβρίου 2019 μετατρέποντας την επιβολή των κυρώσεων κατά της Τουρκίας σε υποχρεωτική εκτελεστική διάταξη του αμερικανικού αμυντικού προϋπολογισμού για το έτος 2020 [13].