Ο νέος ρεαλισμός της Αμερικής στη Μέση Ανατολή | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο νέος ρεαλισμός της Αμερικής στη Μέση Ανατολή

Το ταξίδι του Μπάιντεν στην Σαουδική Αραβία αντικατοπτρίζει την αποδοχή της περιοχής όπως είναι
Περίληψη: 

Μολονότι η επίσκεψη του Μπάιντεν ίσως να μην ταιριάζει με την προηγούμενη ρητορική και τις αξίες του, θα συνέβαλε στην διόρθωση μιας σχέσης που μπορεί, εάν παιχτεί σωστά, να βοηθήσει στην σταθεροποίηση των παγκόσμιων αγορών πετρελαίου, στην παράταση της εκεχειρίας στον εμφύλιο πόλεμο της Υεμένης και στον περιορισμό των ιρανικών φιλοδοξιών.

Ο F. GREGORY GAUSE III είναι καθηγητής διεθνών υποθέσεων στο Bush School of Government and Public Service του Texas A&M University και συνεργάτης του διδακτικού προσωπικού στο Bush School’s Albritton Center for Grand Strategy.

Η επερχόμενη επίσκεψη του προέδρου των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, στην Σαουδική Αραβία έχει εξαπολύσει μια υπερβολική φιλολογία στην αμερικανική κοινότητα της εξωτερικής πολιτικής. Κάποιες αντιδράσεις, συμπεριλαμβανομένων αυτών από επιδραστικούς πολιτικούς των Δημοκρατικών, ήταν ανεπιφύλακτα αρνητικές. Ο Δημοκρατικός βουλευτής Adam Schiff είπε [1], «μέχρι η Σαουδική Αραβία να κάνει μια ριζική αλλαγή όσον αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα, δεν θα ήθελα να έχω καμία σχέση μαζί του», αναφερόμενος στον Σαουδάραβα πρίγκιπα-διάδοχο Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, γνωστό ως MBS. Ωστόσο, οι υπερασπιστές της απόφασης του Μπάιντεν να επισκεφθεί [την Σαουδική Αραβία] υποστηρίζουν ότι τα συμφέροντα των ΗΠΑ και οι πραγματικότητες της ισχύος στη Μέση Ανατολή απαιτούν μια στρατηγική σχέση με τους Σαουδάραβες, παρά το κακό ιστορικό τους στα ανθρώπινα δικαιώματα και στην δημοκρατία.

07072022-1.jpg

Ο Τούρκος πρόεδρος, Ταγίπ Ερντογάν, καλωσορίζει τον Σαουδάραβα πρίγκιπα–διάδοχο Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν στην Άγκυρα, τον Ιούνιο του 2022. Umit Bektas / Reuters
------------------------------------------------------------

Αυτό το επίπεδο διαφωνίας και αντιπαράθεσης είναι εντυπωσιακό και ασυνήθιστο διότι οι Αμερικανοί πρόεδροι συναντώνται τακτικά με τους Σαουδάραβες ηγέτες από την δεκαετία του 1970 -και περιστασιακά πριν από αυτή. Αλλά η κυβέρνηση Μπάιντεν είχε σηματοδοτήσει, με απόλυτη σαφήνεια, ότι θα μεταχειριζόταν την Σαουδική Αραβία διαφορετικά από ό,τι οι προηγούμενες κυβερνήσεις. Κατά την διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του 2020, ο Μπάιντεν είπε ότι θα έκανε τους Σαουδάραβες «να πληρώσουν το τίμημα» για την δολοφονία του Σαουδάραβα δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι [2] το 2018, και για την συμμετοχή της Σαουδικής Αραβίας στον πόλεμο στην Υεμένη, και ότι θα τους αντιμετώπιζε ως «οι παρίες που είναι». Μόλις ανέλαβε τα καθήκοντά του, ο Μπάιντεν εξουσιοδότησε την δημοσιοποίηση μιας έκθεσης των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών που υποστήριζε ότι ο MBS ήταν υπεύθυνος για την δολοφονία του Κασόγκι από Σαουδάραβες πράκτορες στο προξενείο της Σαουδικής Αραβίας στην Κωνσταντινούπολη. Ο Μπάιντεν αρνήθηκε να ασχοληθεί άμεσα με τον πρίγκιπα-διάδοχο και έλαβε μέτρα πολιτικής που εκνεύρισαν τους Σαουδάραβες, συμπεριλαμβανομένων της άρσης του επίσημου χαρακτηρισμού των Χούθι (των αντιπάλων των Σαουδαράβων στην Υεμένη) ως τρομοκρατών, της απομάκρυνσης των πυροβολαρχιών αεράμυνας των ΗΠΑ από την Σαουδική Αραβία, και της επανέναρξης των πυρηνικών συνομιλιών με το Ιράν. Έτσι, η επερχόμενη επίσκεψη στο Ριάντ αντιπροσωπεύει μια ανατροπή -και μια υποχώρηση για έναν πρόεδρο που αντιμετωπίζει έναν αυξανόμενο αριθμό πολιτικών προβλημάτων στο εσωτερικό.

Νωρίτερα αυτό το έτος, έγραψα στο Foreign Affairs ότι η αμερικανική πολιτική στη Μέση Ανατολή θα πρέπει να ευνοήσει την τάξη [3] έναντι άλλων στόχων, και αυτό σήμαινε να ασχοληθεί με τα καθεστώτα και τους ηγέτες που έχουν αίμα στα χέρια τους, εάν αυτό εξυπηρετεί τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Η επανεμπλοκή με την Σαουδική Αραβία ταιριάζει σε αυτήν την ατζέντα. Μολονότι η επίσκεψη του Μπάιντεν ίσως να μην ταιριάζει με την προηγούμενη ρητορική και τις αξίες του, θα συνέβαλε στην διόρθωση μιας σχέσης που μπορεί, εάν παιχτεί σωστά, να βοηθήσει στην σταθεροποίηση των παγκόσμιων αγορών πετρελαίου, στην παράταση της εκεχειρίας στον εμφύλιο πόλεμο της Υεμένης, και στον περιορισμό των ιρανικών φιλοδοξιών.

ΧΩΡΙΣ ΤΑΞΗ

Από όταν ανέλαβε τα καθήκοντα του, ο Μπάιντεν ήταν τουλάχιστον εν μέρει ανοιχτός στο να δώσει προτεραιότητα στην τάξη στη Μέση Ανατολή έναντι άλλων στόχων, όπως η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και η προώθηση της δημοκρατίας. Άλλωστε, ο Μπάιντεν άνοιξε εκ νέου συνομιλίες με το Ιράν [4] (με τη μεσολάβηση των Ευρωπαίων) για την αποκατάσταση του Κοινού Συνολικού Σχεδίου Δράσης (Joint Comprehensive Plan of Action, JCPOA), το οποίο είχε καταφέρει κατά την διάρκεια της κυβέρνησης του προέδρου Μπαράκ Ομπάμα να ανατρέψει το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Όταν ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ απέσυρε τις Ηνωμένες Πολιτείες από το JCPOA, το Ιράν ανανέωσε το πυρηνικό του πρόγραμμα και έκτοτε έχει πλησιάσει περισσότερο στην δυνητική οπλοποίηση. Η κυβέρνηση Μπάιντεν είναι πρόθυμη να αφήσει κατά μέρος έναν μακρύ κατάλογο θεμάτων με την Τεχεράνη -συμπεριλαμβανομένων της υποστήριξής της σε τρομοκρατικές οργανώσεις και στο βάναυσο καθεστώς του Μπασάρ αλ Άσαντ στη Συρία, και του αυξανόμενου οπλοστασίου βαλλιστικών πυραύλων της- για να προσπαθήσει να σταματήσει ή να επιβραδύνει την πρόοδο του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν. Τίποτα δεν θα ήταν πιο πιθανό να οδηγήσει σε αυξημένη διαμάχη και αστάθεια στην περιοχή από την προοπτική μιας ιρανικής ικανότητας για πυρηνικά όπλα.

Η επίσκεψη του Μπάιντεν στη Σαουδική Αραβία αποτελεί άλλο ένα βήμα προς την τάξη και την σταθερότητα. Με την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία να διαταράσσει τις παγκόσμιες αγορές ενέργειας, ο ρόλος του Ριάντ ως ο μεγαλύτερος εξαγωγέας πετρελαίου αποκτά ανανεωμένη σημασία. Η τάξη στην αγορά πετρελαίου απαιτεί από τους Σαουδάραβες να χρησιμοποιήσουν την αδρανή παραγωγική τους ικανότητα για να αναπληρώσουν τουλάχιστον κάποια από την ρωσική προσφορά που χάθηκε λόγω των κυρώσεων. Ωθούμενη εν μέρει από τις Συμφωνίες του Αβραάμ (Abraham Accords) [5] της κυβέρνησης Τραμπ, οι οποίες μεσολάβησαν για την εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ του Ισραήλ και αρκετών αραβικών χωρών, η Σαουδική Αραβία έχει αρχίσει να προσεγγίζει διστακτικά το Ισραήλ, μια εξέλιξη που επίσης θα συμβάλει σε μια πιο ειρηνική και προβλέψιμη Μέση Ανατολή.