Μια ανθεκτική στους κραδασμούς οικονομία της ενέργειας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Μια ανθεκτική στους κραδασμούς οικονομία της ενέργειας

Η τιθάσευση των ασταθών αγορών πετρελαίου προϋποθέτει μια νέου είδους κυβερνητική παρέμβαση

Το πετρέλαιο είναι ένα ασταθές εμπόρευμα. Ακόμη και υπό ιδανικές συνθήκες, η τιμή του αργού αλλάζει ανά λεπτό, ωθούμενη από πολλές αιτίες, όπως οι μετατοπίσεις στα εθνικά αποθέματα πετρελαίου και τα στρατιωτικά πραξικοπήματα σε πετρελαιοπαραγωγά κράτη. Ωστόσο, από τους πετρελαϊκούς κραδασμούς της δεκαετίας του 1970 και μετά, η παγκόσμια οικονομία έχει γενικά διαχειριστεί αυτή την αστάθεια. Το πετρέλαιο είναι ένας κρίσιμος πόρος, και η παγκόσμια οικονομική αλληλεξάρτηση σημαίνει ότι οι παραγωγοί και οι καταναλωτές μοιράζονται συνήθως το κόστος των ξαφνικών αλλαγών των τιμών. Στα πρώτα χρόνια αυτού του αιώνα, καθώς η ζήτηση ανέβαινε σταθερά, η παραγωγή αυξήθηκε για να την καλύψει.

14072022-1.jpg

Εξοπλισμός αγωγού φυσικού αερίου στην [πόλη] Lubmin, στην Γερμανία, τον Μάρτιο του 2022. Hannibal Hanschke / Reuters
------------------------------------------

Ωστόσο, εντός της τελευταίας δεκαετίας, η αστάθεια της αγοράς πετρελαίου έχει γίνει μη βιώσιμη. Καθώς η πανδημία της COVID-19 διέρρηξε μια ήδη πληττόμενη βιομηχανία [1], οι κυβερνήσεις και οι εταιρείες αντιμετώπισαν ελλείψεις στην προσφορά και αβεβαιότητα σχετικά με τη μελλοντική ζήτηση. Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2022 ώθησε αυτή την αστάθεια σε απαράδεκτο επίπεδο. Εν μέσω μιας ριζικής διατάραξης των ρωσικών εξαγωγών ενέργειας, οι τιμές εκτοξεύτηκαν – τροφοδοτώντας την χειρότερη κρίση πληθωρισμού παγκοσμίως από την δεκαετία του 1970. Παράλληλα με τις προκλήσεις της μετάβασης στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και την μετά-COVID-19 οικονομική ανάκαμψη, οι αγορές ενέργειας βρίσκονται πλέον σε συνεχή ρευστότητα.

Αυτή η ασταθής κατάσταση θα πρέπει να ταρακουνήσει την Ουάσιγκτον από τον μακροχρόνιο εφησυχασμό της. Για πάρα πολύ καιρό, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν καταφέρει να ρυθμίσουν την εγχώρια βιομηχανία πετρελαίου τους ή να λάβουν αποτελεσματικά μέτρα για την διαχείριση της παγκόσμιας αγοράς. Για να χειριστούν τους μελλοντικούς κραδασμούς και να μετριάσουν την απειλή της κλιματικής αλλαγής, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στις Ηνωμένες Πολιτείες και στις συμμαχικές τους πρωτεύουσές πρέπει να κάνουν πολύ περισσότερα για να σταθεροποιήσουν τις τιμές και να διευκολύνουν μια μακροπρόθεσμη μετατόπιση από τα ορυκτά καύσιμα [2]. Το πετρέλαιο βρίσκεται εκτός ελέγχου για πάρα πολύ καιρό. Ήρθε η ώρα να τεθούν κάποιοι νέοι κανόνες.

ΧΑΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΕΛΕΓΧΟ

Από την Βιομηχανική Επανάσταση και μετά, η παγκόσμια οικονομία έχει εξαρτηθεί από την ροή των ενεργειακών εμπορευμάτων για να διατηρήσει την βιομηχανική δραστηριότητα και να διατηρήσει το βιοτικό επίπεδο. Τον δέκατο ένατο αιώνα, η οικονομική δραστηριότητα επικεντρώθηκε στον άνθρακα˙ αργότερα, περιστράφηκε γύρω από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο. Ελάχιστες χώρες διέθεταν τους ενεργειακούς πόρους που χρειάζονταν για να είναι πλήρως αυτάρκεις, και οι περισσότερες θεώρησαν υπερβολικά επιβαρυντικά τα βήματα για την επίτευξη και την διατήρηση αυτής της αυτάρκειας. Ως αποτέλεσμα, με την πάροδο του χρόνου, όλα τα κράτη εκτέθηκαν και βασίστηκαν όλο και περισσότερο στην ροή των ενεργειακών εμπορευμάτων μέσω μιας παγκόσμιας αγοράς.

Η σύγχρονη παγκόσμια αγορά ενέργειας διαμορφώθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο [3], καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες εγκαθίδρυσαν μια νέα οικονομική τάξη πραγμάτων και διευκόλυναν την ανοικοδόμηση της κατεστραμμένης από τον πόλεμο Δυτικής Ευρώπης και της Ιαπωνίας. Μεταξύ του 1949 και του 1970, η κατανάλωση πετρελαίου αυξήθηκε ταχέως παγκοσμίως, ανεβαίνοντας στις Ηνωμένες Πολιτείες, από 5,8 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα (bpd) στα 16,4 εκατομμύρια bpd και στην Δυτική Ευρώπη και την Ιαπωνία, από λιγότερο από ένα εκατομμύριο bpd στα 18 εκατομμύρια bpd. Παρά την εκτινασσόμενη ζήτηση, αυτή η αγορά ήταν σχετικά σταθερή και οι κραδασμοί των τιμών ήταν σπάνιοι - εν μέρει διότι οι Ηνωμένες Πολιτείες, ο μεγαλύτερος παραγωγός πετρελαίου στον κόσμο, διατήρησαν αρκετή πλεονάζουσα ικανότητα για να ανταποκριθούν στην ζήτηση κατά την διάρκεια μιας έκτακτης ανάγκης. Επιπλέον, ένας μικρός όμιλος μεγάλων Δυτικών πετρελαϊκών εταιρειών, συμπεριλαμβανομένων της Exxon, της BP, της Shell, της Chevron και της Mobil, έλεγχε την παγκόσμια αγορά πετρελαίου, συμπεριλαμβανομένων των παραγωγικών κοιτασμάτων πετρελαίου της Μέσης Ανατολής. Αυτή η κυριαρχία σήμαινε ότι οι μεγάλες εταιρείες μπορούσαν να λειτουργούν ως ολιγοπώλιο - διατηρώντας τις τιμές σχετικά σταθερές μέχρι την δεκαετία του 1960.

Ως αποτέλεσμα, οι διακοπές στην προμήθεια πετρελαίου [4] σπάνια προκάλεσαν σοβαρές οικονομικές βλάβες. Το 1951, για παράδειγμα, το Ιράν εθνικοποίησε την βρετανικής ιδιοκτησίας πετρελαϊκή βιομηχανία του. Σε αντίποινα, το Ηνωμένο Βασίλειο επέβαλλε εμπάργκο στο ιρανικό πετρέλαιο, αρνούμενο να δεχτεί εισαγωγές έως ότου η Τεχεράνη αντέστρεφε την πολιτική της. Αρχικά, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους ήταν ανήσυχοι ότι η κρίση θα δημιουργούσε ελλείψεις στην παγκόσμια οικονομία, καθώς το Ιράν προμήθευε το 7% του παγκόσμιου αργού πετρελαίου και το 5% των διυλισμένων προϊόντων του. Όμως λόγω του ότι οι μεγάλες Δυτικές εταιρείες έλεγχαν κοιτάσματα πετρελαίου εκτός του Ιράν, μπορούσαν να καλύψουν το έλλειμμα, αυξάνοντας απλώς την παραγωγή στο Ιράκ, στο Κουβέιτ και στην Σαουδική Αραβία. Μέσα σε δύο χρόνια, οι προσπάθειες του Ιράν να εθνικοποιήσει την παραγωγή πετρελαίου του είχαν αντιστραφεί από ένα στρατιωτικό πραξικόπημα, το οποίο βοηθήθηκε από τις κυβερνήσεις των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας.

Μέχρι την δεκαετία του 1970, ωστόσο, οι αλλαγές στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου και στην διεθνή πολιτική άρχισαν να υπονομεύουν αυτό το άλλοτε σταθερό σύστημα. Κατά την διάρκεια του αραβο-ισραηλινού πολέμου [5] του 1973, οι αραβικές χώρες, οι οποίες εκείνη την εποχή παρήγαγαν το ένα τέταρτο της παγκόσμιας προμήθειας πετρελαίου, επέβαλλαν εμπάργκο στις Ηνωμένες Πολιτείες για την υποστήριξη τους στο Ισραήλ. Αδράχνοντας τον έλεγχο των βιομηχανιών τους από τις ιδιωτικές Δυτικές εταιρείες, οι αραβικές κυβερνήσεις, υπό την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας, μείωσαν την παραγωγή κατά 20% μεταξύ Οκτωβρίου 1973 και Ιανουαρίου 1974, προκαλώντας την πτώση της παγκόσμιας προσφοράς πολύ κάτω από την ζήτηση. Σε αυτό το σημείο, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είχαν πλεονάζουσα ικανότητα να αντλήσουν, και οι Αμερικανοί αντιμετώπισαν σοβαρές ελλείψεις βενζίνης κατά την διάρκεια των χειμερινών μηνών του 1973–74. Η Ουάσιγκτον απάντησε με ένα πρόγραμμα δελτίου, προκαλώντας αρκετούς μήνες μεγάλων ουρών στα πρατήρια βενζίνης. Ταυτόχρονα, τα μέλη του ΟΠΕΚ [6] –του οργανισμού των πετρελαιοπαραγωγών που ελέγχει τις τιμές θέτοντας ποσοστώσεις παραγωγής μεταξύ των μελών του- αύξησαν την τιμή του δείκτη για τις εξαγωγές πετρελαίου τους, από 3 σε 12 δολάρια το βαρέλι, τετραπλασιάζοντας την τιμή της αγοράς μέσα σε μήνες.

Οι επακόλουθοι κραδασμοί των τιμών είχαν βαθύ οικονομικό αντίκτυπο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες υπέστησαν ύφεση μεταξύ του 1974 και του 1975, η Δυτική Ευρώπη και η Ιαπωνία υποχρεώθηκαν να περικόψουν την ενεργοβόρα βιομηχανική δραστηριότητα, και οι ταχείες αυξήσεις των τιμών του πετρελαίου συνέβαλαν στην δημιουργία παγκόσμιου «στασιμοπληθωρισμού» [7] - ένας συνδυασμός αργής ανάπτυξης και υψηλού πληθωρισμού που διατηρήθηκε για το υπόλοιπο της δεκαετίας. Ο αναπτυσσόμενος κόσμος επλήγη περισσότερο, καθώς από πολλά κράτη έλειπαν τόσο οι εγχώριες πηγές πετρελαίου όσο και οι οικονομικοί πόροι της βιομηχανοποιημένης Δύσης.

Μέχρι το τέλος της δεκαετίας, οι παγκόσμιες αγορές ενέργειας βρίσκονταν σε αναταραχή. Οι Δυτικές εταιρείες δεν ήταν πλέον σε θέση να επηρεάσουν την προσφορά, ούτε ο ΟΠΕΚ ήταν σε θέση να διαχειριστεί τις αυξανόμενες τιμές που είχαν δημιουργήσει οι πολιτικές του. Η γεωπολιτική έπαιξε επίσης ρόλο: στην Ιρανική Επανάσταση (Iranian Revolution) του 1979, το φιλοδυτικό καθεστώς ανατράπηκε και αντικαταστάθηκε από την αντιδυτική Ισλαμική Δημοκρατία. Ένα χρόνο αργότερα, το Ιράκ εισέβαλε [8] στο Ιράν. Αυτά τα γεγονότα προκάλεσαν άλλο ένα σοκ στις τιμές και η απειλή της βίας παραμόνευε στα κοιτάσματα πετρελαίου του Περσικού Κόλπου για τα επόμενα 40 χρόνια, προσθέτοντας περισσότερη αβεβαιότητα στην ροή του παγκόσμιου πετρελαίου.

ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΩΝ ΚΡΑΔΑΣΜΩΝ

Οι πετρελαϊκοί κραδασμοί της δεκαετίας του 1970 άλλαξαν θεμελιωδώς το παγκόσμιο ενεργειακό σύστημα, θέτοντας τις βάσεις για τη μελλοντική αστάθεια. Σε αντίθεση με τις προηγούμενες δεκαετίες, όταν οι ιδιωτικές εταιρείες μπορούσαν να συντονίσουν την τιμή του πετρελαίου, τώρα αυτό παρουσίαζε διακυμάνσεις σε μια παγκόσμια αγορά που δεν βρισκόταν πλέον υπό τον έλεγχο της Δύσης. Η ομάδα των χωρών που προμήθευαν την διεθνή αγορά έγινε επίσης πολύ πιο διαφοροποιημένη καθώς νεοεισερχόμενοι όπως η Αγκόλα, η Βραζιλία, η Κίνα, η Ισημερινή Γουινέα, το Καζακστάν, η Μαλαισία, η Νορβηγία και το Ηνωμένο Βασίλειο συμμετείχαν μαζί με τους ιστορικούς παραγωγούς του ΟΠΕΚ, της Ρωσίας και των Ηνωμένων Πολιτειών. Αυτές οι εξελίξεις διεύρυναν και περιέπλεξαν τις επιπτώσεις των κραδασμών, οι οποίοι έγιναν πολύ συχνότεροι και λιγότερο προβλέψιμοι.

Σε κάποιες περιπτώσεις, αυτοί οι κραδασμοί αντανακλούσαν ένα γεωπολιτικό γεγονός, όπως η εισβολή του Ιράκ στο Κουβέιτ [9] το 1990, το οποίο, όπως και το Ιράκ, ήταν μια μεγάλη πετρελαιοπαραγωγός χώρα. Ο πόλεμος αύξησε τον αποκαλούμενο συντελεστή γεωπολιτικού κινδύνου - την προστιθέμενη αξία του πετρελαίου όταν οι προμήθειες κινδυνεύουν από πιθανή βία – κάνοντας την τιμή του πετρελαίου να εκτιναχθεί από τα 15 δολάρια το βαρέλι στα 35 δολάρια το βαρέλι. Μολονότι οι προμήθειες πετρελαίου παρέμειναν σχετικά σταθερές χάρη στην αυξημένη παραγωγή της Σαουδικής Αραβίας και άλλων κρατών - μελών του ΟΠΕΚ, οι κραδασμοί συνέβαλαν στην επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας το 1990 και στην ύφεση το 1991, που προκλήθηκε από το αυξημένο κόστος της ενέργειας.

Στα τέλη του εικοστού αιώνα, ωστόσο, η αστάθεια κινήθηκε προς αμφότερες τις κατευθύνσεις. Αρνητικοί κραδασμοί – καταρρεύσεις της τιμής του αργού - προέκυψαν όποτε η ζήτηση συστελλόταν ή η προσφορά υπερέβαινε την ζήτηση, όπως [συνέβη] το 1985–86, όταν η τιμή του πετρελαίου έπεσε από τα 27 δολάρια στα 10 δολάρια το βαρέλι, λόγω της απόφασης της Σαουδικής Αραβίας να αυξήσει την παραγωγή και να αρπάξει το μερίδιο αγοράς από άλλους παραγωγούς. Η πτώση των τιμών του πετρελαίου αποδυνάμωσε την Σοβιετική Ένωση, η οποία είχε γίνει εξαρτημένη από τις εξαγωγές πετρελαίου, και ήταν ένας κρίσιμος παράγοντας για τον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, η ασιατική χρηματοοικονομική κρίση οδήγησε σε άλλη μια κατάρρευση των τιμών, καθώς μια σειρά από χρηματοοικονομικούς κραδασμούς εξαπλώθηκε στην περιοχή και επιβράδυνε την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη. Μολονότι το φθηνότερο πετρέλαιο ήταν ευλογία για τους καταναλωτές των Δυτικών χωρών, οι κραδασμοί επέφεραν οικονομική κρίση σε πετρελαιοπαραγωγές χώρες όπως η Βραζιλία και η Ρωσία.

Παρά αυτή την όλο και μεγαλύτερη αστάθεια, η ζήτηση για πετρέλαιο αυξήθηκε απότομα μεταξύ του 1990 και του 2008, ωθούμενη σε μεγάλο βαθμό από την διευρυνόμενη οικονομική ανάπτυξη στον αναπτυσσόμενο κόσμο, ιδίως στην Κίνα, όπου η ζήτηση αυξήθηκε από τα 4,1 εκατομμύρια bpd το 1999 στα 13,5 εκατομμύρια bpd το 2018. Ως αποτέλεσμα, οι επενδύσεις στις υποδομές πετρελαίου σημείωσαν άνθηση και το 2008, οι τιμές εκτινάχθηκαν πάνω από τα 100 δολάρια το βαρέλι για πρώτη φορά στην ιστορία. Μολονότι η χρηματοοικονομική κρίση και η ύφεση του 2008-9 προκάλεσαν πτώση των τιμών, αυτές ανέκαμψαν γρήγορα, και το 2011 αυξήθηκαν στα 110 δολάρια το βαρέλι. Οι τιμές παρέμειναν στα ή κοντά στα 100 δολάρια τα επόμενα τρία χρόνια.

ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΚΡΑΧ

Το 2014, η αγορά πετρελαίου βίωσε ακόμη ένα κραχ, καταρρέοντας από τα 140 δολάρια στα 50 δολάρια το βαρέλι σε περίπου ένα χρόνο. Οι λόγοι της πτώσης φαίνονταν ξεκάθαροι: καθώς η ζήτηση στην Κίνα [10] και αλλού επιβραδύνθηκε για πρώτη φορά σε μια δεκαετία, οι νέες προμήθειες από τις Ηνωμένες Πολιτείες, που διευκολύνθηκαν από τις τεχνολογικές εξελίξεις, όπως η υδραυλική ρωγμάτωση, ή «fracking», προκάλεσαν κορεσμό στην αγορά. Για τα επόμενα πέντε χρόνια, οι τιμές του πετρελαίου παρέμειναν χαμηλές, συμβάλλοντας στην τόνωση μιας παρατεταμένης περιόδου επέκτασης της παγκόσμιας οικονομίας, καθώς η φθηνή ενέργεια οδήγησε σε ταχεία ανάπτυξη και βοήθησε τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη να επιταχύνουν την ανάκαμψή τους από την οικονομική κρίση.

Ωστόσο, αυτή η πτώση των τιμών του πετρελαίου είχε αρκετές σοβαρές και μακροχρόνιες συνέπειες. Πρώτον, δημιούργησε ένα περιβάλλον αβεβαιότητας στην βιομηχανία πετρελαίου, η οποία έχασε δισεκατομμύρια όταν η άνθηση μετατράπηκε σε φιάσκο. Μολονότι τα αποθέματα πετρελαίου ανέκαμψαν, οι κεφαλαιουχικές δαπάνες των μεγάλων εταιρειών παρέμειναν υποτονικές. Αυτή η επιβράδυνση προήλθε από μια δεύτερη συνέπεια των κραδασμών: τους αυξανόμενους φόβους μεταξύ των στελεχών του [κλάδου του] πετρελαίου ότι η ζήτηση ήταν πιθανό να μειωθεί μακροπρόθεσμα. Μετά την Συμφωνία των Παρισίων για το Κλίμα (Paris Climate Accord) [11] του 2015, τα περισσότερα έθνη συμφώνησαν να μειώσουν τις εκπομπές άνθρακα. Η πίεση από τους επενδυτές και το κοινό υποχρέωσε τις περισσότερες εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου να αναλάβουν παρόμοιες δεσμεύσεις. Οι εταιρείες ενέργειας και οι σύμβουλοι άρχισαν να εικάζουν ότι η παγκόσμια οικονομία θα έφτανε την «κορύφωση της ζήτησης πετρελαίου» κάποια στιγμή την επόμενη δεκαετία, καθώς οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και τα ηλεκτρικά οχήματα θα μείωναν την ανάγκη για ορυκτά καύσιμα.

Τέλος, οι κραδασμοί του 2014 προκάλεσαν ή ήταν σύμφωνες με την συνολική μείωση της παγκόσμιας προσφοράς πετρελαίου. Η κατάρρευση των τιμών δημιούργησε πολιτικό και οικονομικό χάος στην Βενεζουέλα, και η παραγωγή της χώρας μειώθηκε από τα δύο εκατομμύρια bpd στα 400.000 bpd μεταξύ του 2016 και του 2020. Το 2018, οι Ηνωμένες Πολιτείες επέβαλαν εκ νέου κυρώσεις στις εξαγωγές πετρελαίου του Ιράν, σε μια προσπάθεια να περιορίσουν το πυρηνικό πρόγραμμα της χώρας , αφαιρώντας πάνω από ένα εκατομμύριο βαρέλια από την παγκόσμια αγορά πετρελαίου. Την ίδια περίοδο, η παραγωγή πετρελαίου του Ιράκ, της Λιβύης και της Νιγηρίας επίσης μειώθηκε ή παρέμεινε στάσιμη λόγω της έλλειψης επενδύσεων και των ασταθών γεωπολιτικών συνθηκών.

Εκείνη την εποχή, η απώλεια αυτών των προμηθειών και η υποεπένδυση στη νέα παραγωγή πετρελαίου δεν έλαβε προσοχή. Τέτοιες εξελίξεις φάνηκαν ακόμη λιγότερο σημαντικές όταν η πανδημία [12] της COVID-19 χτύπησε στις αρχές του 2020, μειώνοντας δραματικά την παγκόσμια κατανάλωση ορυκτών καυσίμων. Ωστόσο, οι πλήρεις επιπτώσεις των κραδασμών της περιόδου 2014–16 και ο απόηχος τους έγιναν εμφανείς όταν οι χώρες άρχισαν να ανακάμπτουν από την πανδημία και η παγκόσμια οικονομική δραστηριότητα ανέκαμψε ξανά το 2021, αποκαλύπτοντας ένα βαθιά ασταθές περιβάλλον που ήταν έτοιμο για άλλη μια μεγάλη περίοδο αστάθειας.

ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ

Σε αντίθεση με προηγούμενες κρίσεις, οι πετρελαϊκοί κραδασμοί του 2020 που προκλήθηκαν από την πανδημία ήταν αποτέλεσμα κυβερνητικών παρεμβάσεων. Καθώς οι μεγάλες οικονομίες μπήκαν σε lockdown για να μειώσουν την εξάπλωση [13] της COVID-19, οι τιμές του πετρελαίου έπεσαν από τα 70 στα 15 δολάρια το βαρέλι μεταξύ του Ιανουαρίου και του Απριλίου 2020. Όταν οι κυβερνήσεις ήραν στην συνέχεια τα μέτρα του lockdown το 2021, η ζήτηση ανέκαμψε γρήγορα και οι τιμές άρχισαν ξανά να αυξάνονται λίγο.

Τα οικονομικά προειδοποιητικά σημάδια αναδύθηκαν σχεδόν αμέσως. Κατά την διάρκεια του καλοκαιριού του 2021, τα αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου υστερούσαν πολύ από τους ιστορικούς μέσους όρους, καθώς η αυξανόμενη οικονομική δραστηριότητα προκάλεσε την υπέρβαση της προσφοράς από την ζήτηση. Αυτό το χάσμα είχε διαρθρωτικές ρίζες: αφού βίωσαν δύο κραδασμούς σε μόνο μια δεκαετία και φοβούμενες πλέον τη μειούμενη ζήτηση, οι ιδιωτικές εταιρείες πετρελαίου ήταν επιφυλακτικές στο να επενδύσουν σε νέα παραγωγή. Ξεχωριστά, πολλά πετρελαιοπαραγωγά κράτη ήταν περισσότερο αποφασισμένα να αυξήσουν τις τιμές παρά να αυξήσουν την παραγωγή, σε μια προσπάθεια να ανακτήσουν τις προκληθείσες από την πανδημία απώλειες, και πολλά κράτη μέλη του ΟΠΕΚ δυσκολεύτηκαν να επαναφέρουν τα επίπεδα παραγωγής μετά το κραχ της COVID-19. Τέλος, οι εταιρείες που ήταν πρόθυμες να αποβάλλουν μη κερδοφόρα περιουσιακά στοιχεία, απενεργοποίησαν πολλαπλά διυλιστήρια πετρελαίου όταν η ζήτηση έπεσε κατά την διάρκεια της πανδημίας της COVID-19, μειώνοντας την παγκόσμια ικανότητα διύλισης κατά τρία εκατομμύρια bpd. Το αποτέλεσμα ήταν μια αγορά έτοιμη για μια ακόμη παρατεταμένη περίοδο αστάθειας.

Στην συνέχεια, τον Φεβρουάριο του 2022, η εισβολή [14] της Ρωσίας στην Ουκρανία γκρέμισε με πάταγο αυτό το επισφαλές σύστημα. Όταν οι Δυτικές κυβερνήσεις επέβαλαν σαρωτικές κυρώσεις στην οικονομία της Ρωσίας, οι παγκόσμιες τιμές του πετρελαίου εκτινάχθηκαν από τα 90 δολάρια στα 120 δολάρια το βαρέλι, πυροδοτώντας την χειρότερη κρίση πληθωρισμού από την δεκαετία του 1970 και μετά. Κάνοντας την κατάσταση ακόμα χειρότερη, μια ήδη σφικτή αγορά έγινε πιο σφικτή, καθώς ο ΟΠΕΚ διατήρησε τα όρια παραγωγής και οι αμερικανικές εταιρείες αρνήθηκαν να επενδύσουν σε νέα παραγωγή ενώπιον του κατακόρυφα αυξανόμενου κόστους και της αβέβαιης ζήτησης. Η χωρητικότητα των διυλιστηρίων που χάθηκε κατά την διάρκεια των πρώτων χρόνων της πανδημίας της COVID-19 [15] προκάλεσε επίσης μια ιστορική κατακόρυφη αύξηση των εγχώριων τιμών της βενζίνης, η οποία ξεπέρασε τα 5 δολάρια ανά γαλόνι τον Ιούνιο του 2022. Εκτός των Ηνωμένων Πολιτειών, οι κραδασμοί παρήγαγαν μια σειρά από κρίσεις, συμπεριλαμβανομένων των υψηλών τιμών καταναλωτή στην Δυτική Ευρώπη και την οικονομική κατάρρευση στην Σρι Λάνκα, όπου το κόστος των εισαγωγών ενέργειας αποστράγγισε τα συναλλαγματικά αποθέματα. Άλλα στερούμενα την ενέργεια κράτη σε όλο τον αναπτυσσόμενο κόσμο επηρεάστηκαν με παρόμοιο τρόπο.

ΔΑΜΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΓΟΡΑ

Ωστόσο, ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει κάνει κάτι περισσότερο από το να ανακατέψει [16] την ήδη ασταθή αγορά ενέργειας. Έχει αποκαλύψει επίσης την σύγχυση μεταξύ των Δυτικών ηγετών και των μεγάλων πετρελαιοβόρων χωρών σχετικά με το πώς θα γίνεται η διαχείριση των ενεργειακών κραδασμών, ενόσω θα συνεχίσει να αντιμετωπίζεται η επικείμενη απειλή της κλιματικής αλλαγής. Το G-7, για παράδειγμα, έχει συζητήσει την εγκατάλειψη της δέσμευσής του, του 2021, να σταματήσει την χρηματοδότηση των έργων ορυκτών καυσίμων στο εξωτερικό, και πολλές ευρωπαϊκές χώρες έχουν επανεκκινήσει σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής από άνθρακα που είχαν κλείσει στο παρελθόν, λόγω των φόβων για διακοπή του ρωσικού φυσικού αερίου.

Με την σειρά τους, οι υπέρμαχοι του κλίματος έχουν ζητήσει μια ταχύτερη μετάβαση στην ανανεώσιμη ενέργεια, προωθώντας τα πλεονεκτήματα ασφαλείας της πράσινης ενέργειας. Αλλά οι φραγμοί στις νέες, φιλικές προς το κλίμα, επενδύσεις είναι σχεδόν τόσο απότομοι όσο εκείνοι που αντιμετωπίζουν το πετρέλαιο, δεδομένου του αυξανόμενου κόστους των πρώτων υλών που απαιτούνται για την κατασκευή νέων ανεμογεννητριών, ηλιακών συλλεκτών, ηλεκτρικών οχημάτων και μπαταριών λιθίου. Ως αποτέλεσμα, οι πολιτικές και οικονομικές δυνάμεις στις Ηνωμένες Πολιτείες τραβούν τώρα τον πρόεδρο, Τζο Μπάιντεν [17], προς δύο κατευθύνσεις —από τη μια πλευρά, πρέπει να παροτρύνει τις αμερικανικές εταιρείες να επενδύσουν σε περισσότερη παραγωγή πετρελαίου, και από την άλλη να διατηρήσει μια ρητορική δέσμευση για την ενεργειακή μετάβαση.

Παρά αυτές τις εντάσεις, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν στην διάθεσή τους μια σειρά από επιλογές πολιτικής. Για να ενισχύσει την ενεργειακή της ασφάλεια και να εξομαλύνει τη μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα [18], η Ουάσιγκτον θα πρέπει να υιοθετήσει μια πιο διεκδικητική προσέγγιση στην διαχείριση της αγοράς πετρελαίου. Για παράδειγμα, η αναστολή του Νόμου Jones (Jones Act) —ένας νόμος που εμποδίζει τα ξένα πλεούμενα να μεταφέρουν καύσιμα μεταξύ των λιμανιών των ΗΠΑ — θα μπορούσε να μειώσει τις τιμές της ενέργειας στις Ηνωμένες Πολιτείες, μειώνοντας το κόστος μεταφοράς. Ο Μπάιντεν θα μπορούσε επίσης να χρησιμοποιήσει πρόσθετες συγχρονισμένες αποδεσμεύσεις από το Στρατηγικό Απόθεμα Πετρελαίου (Strategic Petroleum Reserve) για να συμβάλει στην σταθεροποίηση των τιμών. Ταυτόχρονα, η Ουάσιγκτον θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τον Νόμο περί Αμυντικής Παραγωγής (Defence Production Act), έναν νόμο της εποχής του Ψυχρού Πολέμου που επιτρέπει στην κυβέρνηση να δώσει εντολή για βιομηχανική παραγωγή στο όνομα της εθνικής ασφάλειας, για να μειώσει τα σημεία συμφόρησης και τις ελλείψεις βασικών υλικών που απαιτούνται για την επέκταση της παραγωγής ενέργειας, όπως οι σωλήνες χάλυβα και η άμμος για το fracking. Ο Μπάιντεν θα μπορούσε επίσης να συνδυάσει αυτά τα μέτρα με ένα πρόγραμμα για την επιδότηση των εργασιών των διυλιστηρίων πετρελαίου. Μια τέτοια πολιτική θα διασφάλιζε την ύπαρξη επαρκούς χωρητικότητας για την κάλυψη των εγχώριων αναγκών, ακόμη και κατά την διάρκεια μιας κρίσης. Τέλος, για να ενθαρρύνει τις νέες επενδύσεις, η Ουάσιγκτον θα μπορούσε να προσφέρει ασφάλεια στους ιδιοκτήτες περιουσιακών στοιχείων πετρελαίου και φυσικού αερίου, υποστηρίζοντας τις επενδύσεις τους για να διασφαλίσει ότι θα παραμείνουν σε λειτουργία σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης.

Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση των ΗΠΑ θα πρέπει να υιοθετήσει μια μακροπρόθεσμη προσέγγιση για την αύξηση της παραγωγής ανανεώσιμων [19] πηγών ενέργειας και τη μείωση της εγχώριας κατανάλωσης ορυκτών καυσίμων. Και εδώ, η Ουάσιγκτον έχει μια ποικιλία διαθέσιμων εργαλείων. Πρώτον, ο Μπάιντεν θα μπορούσε να ενισχύσει τις εγχώριες επενδύσεις στην αιολική και την ηλιακή ενέργεια, μεταξύ άλλων με την αύξηση του αριθμού των υπεράκτιων μισθώσεων για ανεμογεννήτριες. Η υπεράκτια αιολική ενέργεια βρίσκεται στα πρώτα στάδια ανάπτυξης στην Ανατολική Ακτή των ΗΠΑ και οι πρώτες μισθώσεις για την Δυτική Ακτή προτάθηκαν τον Μάιο του 2022. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν επίσης να εργαστούν για να εφαρμόσουν έναν φόρο άνθρακα ή να προσφέρουν φορολογικά κίνητρα για επιχειρήσεις ηλεκτρισμού κοινής ωφέλειας με μη ορυκτά καύσιμα. Τέτοιες πολιτικές θα συνέβαλαν στο να κατευθύνουν τις ιδιωτικές επενδύσεις στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, σύμφωνα με το σχέδιο Build Back Better του Μπάιντεν για το 2021, καθιστώντας μακροπρόθεσμα την καθαρή ενέργεια πιο ανταγωνιστική και δημοφιλή. Επιπλέον, η Ουάσιγκτον θα μπορούσε να αυξήσει την υποστήριξή της για επενδύσεις στις πρώτες ύλες που απαιτούνται για την κατασκευή ηλεκτρικών οχημάτων, ανεμογεννητριών, ηλιακών συλλεκτών και μπαταριών. Αυτά τα μέτρα θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν την απλούστευση των κατευθυντήριων γραμμών για το άνοιγμα και την λειτουργία νέων ορυχείων, και την χρήση κεφαλαίων του Νόμου περί Αμυντικής Παραγωγής για την αντιστάθμιση του κόστους.

Αφότου οι κρίσεις της δεκαετίας του 1970 τερμάτισαν μια περίοδο σταθερότητας της αγοράς, οι κυβερνήσεις έκαναν ελάχιστα για να μετριάσουν τον κίνδυνο κραδασμών στις τιμές του πετρελαίου. Αντίθετα, παραδόθηκαν σε μια ασταθή αγορά που φαινόταν πέρα από τον έλεγχό τους. Όπως έχουν υποστηρίξει [20] οι Megan L. O'Sullivan και Jason Bordoff στο Foreign Affairs, αυτή η κατάσταση είναι πιθανό να αλλάξει˙ η μεγαλύτερη κρατική συμμετοχή στην ενεργειακή πολιτική θα είναι ένα σημαντικό αποτέλεσμα των σημερινών κραδασμών των τιμών. Για τις ενεργοβόρες Δυτικές χώρες, μια τέτοια μετατόπιση είναι απαραίτητη —τόσο ως τρόπος βελτίωσης της ενεργειακής ασφάλειας όσο και ως μέσο ανταπόκρισης στην επερχόμενη απειλή της κλιματικής αλλαγής.

Σίγουρα, η laissez-faire στάση προς τις αγορές ενέργειας έπαιξε σημαντικό ρόλο για τις τέσσερις δεκαετίες οικονομικής ανάπτυξης. Αλλά η νέα εποχή απαιτεί μια νέα προσέγγιση. Η αποφυγή μελλοντικών κραδασμών, της κλίμακας της κατάρρευσης των τιμών το 2014–16, της πανδημίας της COVID-19 και της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία, απαιτεί ενεργή διαχείριση. Για να αποφευχθούν νέες κρίσεις και να διευκολυνθεί η ομαλή μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους πρέπει να αναπτύξουν μια συντονισμένη και στρατηγική προσέγγιση, με γνώμονα την κρατική εξουσία, για να διαχειριστούν την ροή ενέργειας και να τιθασεύσουν την αστάθεια του πετρελαίου.

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.foreignaffairs.com/articles/2020-04-02/oil-collapse
[2] https://www.foreignaffairs.com/articles/world/2021-11-30/geopolitics-ene...
[3] https://www.foreignaffairs.com/tags/world-war-ii
[4] https://www.foreignaffairs.com/tags/oil-market
[5] https://www.foreignaffairs.com/articles/israel/1974-01-01/war-and-future...
[6] https://www.foreignaffairs.com/topics/opec
[7] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/1979-09-01/stagfla...
[8] https://www.foreignaffairs.com/articles/iran/1984-09-01/iran-iraq-war
[9] https://www.foreignaffairs.com/articles/iraq/1990-12-01/summer-arab-disc...
[10] https://www.foreignaffairs.com/regions/china
[11] https://www.foreignaffairs.com/articles/2015-12-13/geopolitics-paris-talks
[12] https://www.foreignaffairs.com/articles/world/2020-06-09/when-system-fails
[13] https://www.foreignaffairs.com/articles/world/2022-01-22/pandemic-unknowns
[14] https://www.foreignaffairs.com/articles/ukraine/2022-04-06/ukraine-russi...
[15] https://www.foreignaffairs.com/tags/coronavirus
[16] https://www.foreignaffairs.com/podcasts/worlds-first-energy-crisis
[17] https://www.foreignaffairs.com/topics/biden-administration
[18] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2020-04-10/climate...
[19] https://www.foreignaffairs.com/articles/2020-04-13/paths-net-zero
[20] https://www.foreignaffairs.com/articles/energy/2022-06-07/markets-new-en...

Copyright © 2022 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved. To request permission to distribute or reprint this article, please visit ForeignAffairs.com/Permissions.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2022-07-13/shock -proof-energy-economy

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition