Πώς η ανισότητα παρακωλύει την στρατιωτική ισχύ | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πώς η ανισότητα παρακωλύει την στρατιωτική ισχύ

Οι διαιρεμένοι στρατοί δυσκολεύονται να νικήσουν
Περίληψη: 

Οι στρατοί δεν είναι απλώς το άθροισμα του προσωπικού και του εξοπλισμού τους˙ μπορεί να διασπαστούν από εθνοτικές, φυλετικές, ταξικές και άλλες κοινωνικές διαιρέσεις που διαμορφώνουν απαρέγκλιτα την ικανότητά τους να πολεμούν.

O JASON LYALL είναι πρόεδρος στην έδρα διεθνικών σπουδών «James Wright» του Dartmouth College και ο συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο Divided Armies: Inequality and Battlefield Performance in Modern War [1].

Η πρόχειρα εκτελεσμένη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, μαζί με την απροσδόκητα πεισματική ουκρανική αντίσταση, έχουν πυροδοτήσει μια συζήτηση σχετικά με το εάν οι σημερινοί τρόποι μέτρησης των στρατιωτικών ικανοτήτων είναι ελαττωματικοί. Πράγματι, οι αναλυτές των υπηρεσιών πληροφοριών των ΗΠΑ έχουν συγκλονιστεί από την ταχεία αποσύνθεση του αφγανικού στρατού το 2021, την κατάρρευση των ιρακινών μονάδων ενώπιον του αποκαλούμενου Ισλαμικού Κράτους (ή ISIS) το 2014, και την χαοτική απόδοση της Αιθιοπίας εναντίον των ανταρτών του Τιγκρέι τα τελευταία δύο χρόνια. Οι Αμερικανοί αναλυτές προέβλεψαν σωστά ότι η Ρωσία θα εισέβαλε τον Φεβρουάριο, αλλά η υπόθεση τους ότι η Ουκρανία θα έπεφτε μέσα σε λίγες ημέρες έχει τροφοδοτήσει την αντίληψη ότι κάτι δεν πάει καλά στο πώς η κοινότητα των υπηρεσιών πληροφοριών σκέφτεται και μετρά την στρατιωτική ισχύ. Εξωθούμενη από θυμωμένους νομοθέτες, η κοινότητα των υπηρεσιών πληροφοριών των ΗΠΑ έχει ξεκινήσει μια σαρωτική εσωτερική αναθεώρηση του πώς αξιολογεί την ξένη στρατιωτική ισχύ, εν μέσω των παραστρατημάτων της στο Αφγανιστάν, στην Ουκρανία και αλλού.

25072022-1.jpg

Ένα σύνταγμα του στρατού των ΗΠΑ στη Νέα Υόρκη, τον Ιούνιο του 2022. Shannon Stapleton / Reuters
------------------------------------------------------

Αυτές οι αποτυχίες των υπηρεσιών πληροφοριών έχουν μια κοινή ρίζα: παραμελούν τις μη υλικές κινητήριες δυνάμεις της στρατιωτικής ισχύος. Το πιο σημαντικό [είναι ότι], παραβλέπουν το πώς οι κοινωνικές ανισότητες εντός των στρατών διαμορφώνουν την απόδοση στο πεδίο της μάχης. Τα σημερινά μοντέλα καθαρής αξιολόγησης, [δηλαδή] το πλαίσιο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της σχετικής ισχύος ενός στρατού, ευνοεί τους μετρήσιμους δείκτες, όπως ο αριθμός των αρμάτων μάχης και των στρατιωτών. Αυτές οι μέθοδοι μέτρησης έχουν αποδειχθεί κακοί δείκτες πρόβλεψης του πώς πολεμούν οι στρατοί και εάν κερδίζουν τους πολέμους. Οι αφγανικές δυνάμεις υπερτερούσαν αριθμητικά των μαχητών των Ταλιμπάν, αλλά δεν μπόρεσαν να μεταφράσουν τα υλικά πλεονεκτήματα τους σε νίκη. Ακόμη και οι μεγαλύτερες και καλύτερα εξοπλισμένες μαχητικές δυνάμεις μπορούν να αποτύχουν στο πεδίο της μάχης εάν τους λείπει η συνοχή και η αποφασιστικότητα των εχθρών τους. Οι στρατοί, τελικά, δεν είναι απλώς το άθροισμα του προσωπικού και του εξοπλισμού τους˙ μπορεί να διασπαστούν από εθνοτικές, φυλετικές, ταξικές και άλλες κοινωνικές διαιρέσεις που διαμορφώνουν απαρέγκλιτα την ικανότητά τους να πολεμούν. Η κοινότητα των υπηρεσιών πληροφοριών αγνοεί αυτές τις δυναμικές με δικό της ρίσκο.

ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ

Τα κράτη δαπανούν περιουσίες ζυγίζοντας το ένα το άλλο. Οι καλύτερες γνώσεις μπορούν να γείρουν την πλάστιγγα, αλλά η καθαρή αξιολόγηση είναι μια δύσκολη υπόθεση. Τα κράτη εφαρμόζουν περίπλοκα τεχνάσματα, επιδιώκοντας να κρύψουν την πραγματική στρατιωτική ισχύ τους από τα αδιάκριτα βλέμματα. Κάποιες ικανότητες μπορούν να αξιολογηθούν επαρκώς μόνο όταν ξεκινήσει η μάχη. Το γενικό πλαίσιο, επίσης, μπορεί να διαμορφώσει την δυναμική του πεδίου της μάχης με απρόβλεπτους τρόπους. Οι αναλυτές και οι οργανισμοί εξίσου μπορούν να κάνουν λάθη, όντες υποχρεωμένοι να κρίνουν με ελλιπείς πληροφορίες. Οι γνωστικές προκαταλήψεις και οι εσωτερικές πολιτικές μπορούν να διαστρεβλώσουν τις εκτιμήσεις. Ενώπιον αυτών των αλληλεπικαλυπτόμενων προβλημάτων, πολλοί αναλυτές επιλέγουν να είναι προσεκτικοί και να κλίνουν προς την πλευρά της υπερβολής των ικανοτήτων του εχθρού για να αποφύγουν εκπλήξεις στο πεδίο της μάχης.

Αυτή η συντηρητική προκατάληψη οδηγεί τους αναλυτές στο να ευνοούν τις ποσοτικές μετρήσεις των στρατιωτικών ικανοτήτων. Υπεραναλύουν τους αποκαλούμενους αντικειμενικούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων των ετοιμοπόλεμων στρατιωτών, των ετήσιων αμυντικών δαπανών, του κατά κεφαλήν εισοδήματος και της απόκτησης νέων τεχνολογιών, ώστε να εκτιμήσουν την σχετική στρατιωτική ισχύ. Πολλή προσπάθεια αφιερώνεται επίσης στην πρόβλεψη των ικανοτήτων των αντιπάλων από τα δημοσιευμένα δόγματα. Οι αναλυτές εκτιμούν τους ποσοτικούς δείκτες στρατιωτικής ισχύος χρησιμοποιώντας μια εκτεταμένη υποδομή δορυφόρων, συλλογής δεδομένων ανοιχτού κώδικα, κατασκόπων και ηλεκτρονικών υποκλοπών.

Τέτοιες προσπάθειες έχουν σημειώσει επιτυχίες - το σχέδιο της Ρωσίας να εισβάλει [2] στην Ουκρανία [3] δημοσιοποιήθηκε πριν ακόμη τα άρματα μάχης της διασχίσουν τα σύνορα. Αλλά οι αναλυτές που χρησιμοποιούν αντικειμενικές μετρήσεις βασίζονται σε τρεις υποθέσεις που δημιουργούν επικίνδυνα τυφλά σημεία.

Πρώτον, οι αναλυτές δεν πρέπει να υποθέτουν ότι η υλική ισχύς μεταφράζεται σε νίκες στο πεδίο της μάχης. Στο βιβλίο του, Military Power, του 2004, ο μελετητής των διεθνών σχέσεων Stephen Biddle [4] βρήκε ότι οι υλικοί παράγοντες όπως το ΑΕΠ, ο πληθυσμός και οι στρατιωτικές δαπάνες είχαν, στην καλύτερη περίπτωση, μια αδύναμη σύνδεση με τη νίκη στους πολέμους από το 1900 και μετά. Στο δικό μου έργο που εξέτασε 252 πολέμους από το 1800 και μετά, δεν βρήκα ουσιαστικά καμία στατιστική συσχέτιση μεταξύ του μεγέθους των αντίπαλων στρατών και των αποτελεσμάτων στο πεδίο της μάχης, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών απωλειών, της πιθανότητας λιποταξίας και αυτομόλησης ή του ποιος τελικά νίκησε. Δεδομένων αυτών των αποτελεσμάτων, δεν προκαλεί ίσως έκπληξη το ότι μεγάλο μέρος της τρέχουσας συζήτησης μεταξύ των μελετητών σχετικά με τις πηγές στρατιωτικής αποτελεσματικότητας εστιάζει στους μη υλικούς παράγοντες, όπως ο τύπος του καθεστώτος, η ιδεολογία και η κουλτούρα και όχι η σχετική υλική ισχύς. Ωστόσο, οι δημόσιες συζητήσεις εκτός του ακαδημαϊκού κύκλου, συμπεριλαμβανομένων αυτών για την έκβαση [5] του πολέμου στην Ουκρανία, εξακολουθούν να ευνοούν τους παραδοσιακούς δείκτες της σχετικής υλικής ισχύος.