Το πρόβλημα της Γερμανίας με την Ουκρανία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το πρόβλημα της Γερμανίας με την Ουκρανία

Η μεγαλύτερη χώρα της Ευρώπης χρειάζεται χρόνο για να προσαρμοστεί σε έναν επικίνδυνο νέο κόσμο
Περίληψη: 

Η Γερμανία αντιμετωπίζει πολλές προκλήσεις ταυτόχρονα. Αντιμετωπίζει την σοβαρότερη κρίση ευρωπαϊκής ασφάλειας των τελευταίων δεκαετιών. Αντιμετωπίζει μια κρίση αξιοπιστίας. Αντιμετωπίζει την κατάρρευση της παραδοσιακής οικονομικής διπλωματίας της. Και αντιμετωπίζει επίσης μια κρίση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο WOLFGANG ISCHINGER είναι πρόεδρος του Συμβουλίου του Ιδρύματος της Διάσκεψης Ασφαλείας του Μονάχου. Από το 2001 έως το 2006 υπηρέτησε ως πρεσβευτής της Γερμανίας στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Στα τέλη Ιουλίου 2022, προέκυψε ότι το σχέδιο της Γερμανίας να βοηθήσει τους Ανατολικοευρωπαίους συμμάχους της να εξοπλίσουν την Ουκρανία είχε σημειώσει μικρή πρόοδο. Σύμφωνα με το σχέδιο, χώρες όπως η Πολωνία, η Σλοβακία, και η Τσεχική Δημοκρατία θα προμήθευαν το Κίεβο με όπλα της σοβιετικής εποχής από τις ένοπλες δυνάμεις τους. Με την σειρά της, η Γερμανία θα μεταβίβαζε τον δικό της Δυτικό εξοπλισμό για να αναπληρώσει το απόθεμα αυτών των χωρών. Ωστόσο, παρά τις πολύμηνες συνομιλίες, δεν έχουν γίνει τέτοιες μεταβιβάσεις γερμανικών όπλων.

15082022-1.jpg

Ο Γερμανός Καγκελάριος, Όλαφ Σολτς, επιθεωρεί έναν αεριοστρόβιλο, στο Muelheim an der Ruhr, στην Γερμανία, τον Αύγουστο του 2022. Wolfgang Rattay / Reuters
---------------------------------------------------------------

Αυτό δεν ήταν το πρώτο παράδειγμα με το Βερολίνο να δυσκολεύεται να πραγματοποιήσει τις υποσχέσεις του για την Ουκρανία. Στις αρχές της άνοιξης, η Γερμανία δεσμεύτηκε να παράσχει βαρέα όπλα [1] απευθείας στο Κίεβο, αλλά μέχρι τον Ιούλιο, μόνο λίγα τέτοια όπλα είχαν παραδοθεί. Για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής στην Ουάσιγκτον και τις Βρυξέλλες, το μοτίβο έχει γίνει κάτι σαν βασικό θέμα στις συζητήσεις σχετικά με την γερμανική κυβέρνηση: υποσχέσεις που ακολουθούνται από βραδυπορία. Η καθυστερημένη δράση είναι ιδιαίτερα ανησυχητική δεδομένου ότι η Γερμανία υφίσταται ήδη έλλειμμα εμπιστοσύνης μεταξύ πολλών Ευρωπαίων συμμάχων για την στενή ενεργειακή της σχέση με τη Μόσχα, και ειδικότερα για την άρνησή της να αναστείλει το έργο του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2 μέχρι λίγες μέρες πριν από τότε που ξεκίνησε η ρωσική εισβολή [2]. Αντί να παράσχει γερά θεμέλια για ευρωπαϊκή δράση, ο Γερμανός καγκελάριος, Όλαφ Σολτς, φαινόταν συχνά να αγωνίζεται να προφτάσει τους πιο αποφασιστικούς ομολόγους του.

Δεν έπρεπε να είναι έτσι. Ακόμη περισσότερο από όσο για άλλες χώρες, είναι προς το συμφέρον της Γερμανίας να παρέχει ισχυρή υποστήριξη [3] στην Ουκρανία και να δει τον πόλεμο να τελειώνει γρήγορα και με όσο το δυνατόν ευνοϊκότερους όρους για την Ουκρανία. Επιπλέον, σε μια εποχή αβεβαιότητας [4] στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η Γερμανία βρίσκεται σε καλή θέση για να προσφέρει κρίσιμη ηγεσία, όχι μόνο στην Ουκρανία αλλά και στις ευρύτερες προκλήσεις ασφαλείας της ΕΕ. Εκτός από τη μεγάλη οικονομία της και τις βαθιές δεσμεύσεις της στο ΝΑΤΟ, τις Βρυξέλλες, και την διατλαντική συμμαχία, η Γερμανία είναι επίσης ο σημερινός ηγέτης των G-7, μια θέση που δίνει στο Βερολίνο την ευκαιρία να βοηθήσει στο γεφύρωμα του αυξανόμενου χάσματος με τον παγκόσμιο Νότο και στην αποκατάσταση την αξιοπιστία τής υπό την ηγεσία της Δύσης τάξης. Για να εκμεταλλευτεί αυτές τις ευκαιρίες, ωστόσο, η γερμανική κυβέρνηση θα πρέπει να ξεπεράσει την αποστροφή της χώρας για την χρήση στρατιωτικής βίας και την βαθιά αντίσταση στην αλλαγή. Μια αποτυχία να συμβεί αυτό θα μπορούσε μακροπρόθεσμα όχι μόνο να υπονομεύσει την θέση της Γερμανίας στην Ευρώπη, αλλά και να αποδυναμώσει την Δυτική συμμαχία σε μια εποχή πρωτόγνωρων παγκόσμιων προκλήσεων.

ΕΥΚΟΛΟΤΕΡΑ ΛΕΓΕΤΑΙ ΠΑΡΑ ΓΙΝΕΤΑΙ

Στην αρχική φάση του πολέμου της Ρωσίας στην Ουκρανία, η γερμανική απάντηση ήταν ιδιαίτερα ισχυρή. Λίγες μέρες μετά την έναρξη της εισβολής, ο Scholz εξέπληξε ακόμη και το δικό του κόμμα δηλώνοντας [5] ότι αυτός ο νέος πόλεμος στην Ευρώπη σηματοδότησε ένα Zeitenwende, το τέλος μιας εποχής. Όπως κατέστησε σαφές, δεν ήταν ένας οποιοσδήποτε πόλεμος, αλλά ένας πόλεμος που διεξήγαγε η Ρωσία, μια πυρηνικά εξοπλισμένη μεγάλη δύναμη που είχε στόχο να εξαλείψει [6] την Ουκρανία ως ανεξάρτητο έθνος. Ανακοίνωσε σημαντικές αλλαγές πολιτικής και πρωτοφανή νέα μέτρα, συμπεριλαμβανομένων των παραδόσεων όπλων στην Ουκρανία και 100 δισεκατομμυρίων ευρώ σε πρόσθετες αμυντικές δαπάνες.

Ωστόσο, η εφαρμογή αυτών των τολμηρών πολιτικών έχει αποδειχθεί πολύ πιο δύσκολη. Πρώτον, ο τριμερής συνασπισμός του Scholz εξαρτάται από την υποστήριξη των Πρασίνων και των Ελεύθερων Δημοκρατικών Κομμάτων, καθώς και από το δικό του Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, ιστορικά το κόμμα της Ostpolitik, του ανοίγματος προς τις συμμαχικές των σοβιετικών χώρες της ανατολικής Ευρώπης. Ο Σολτς όχι μόνο ζήτησε να αντιστραφεί η πορεία για την Ρωσία, από την συνεργασία στην αντιπαράθεση, σχεδόν εν μια νυκτί, αλλά επίσης ανέλαβε νέες αμυντικές δεσμεύσεις που θα μπορούσαν να έχουν αυξήσει την πιθανότητα γερμανικής κατασκευής τανκς να πυροβολούν Ρώσους στρατιώτες. Το εφιαλτικό σενάριο να έρθουν σε άμεση σύγκρουση οι δυο χώρες δημιούργησε σοβαρή εσωτερική αντίθεση στο πρόγραμμα Zeitenwende του Scholz: κάποιοι παραπονέθηκαν ότι επρόκειτο για υπερβολική αλλαγή δια μιάς˙ άλλοι το χαρακτήρισαν πολύ μιλιταριστικό.

Πίσω από τις αμφιβολίες των Γερμανών για μεγαλύτερη ανάμειξη στην Ουκρανία κρύβονται μια σειρά από ανησυχίες ασφαλείας. Ο πιο προφανής είναι ο κίνδυνος στρατιωτικής κλιμάκωσης [7] από την Ρωσία, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης πυρηνικών και χημικών όπλων [8]. Το «Καμία εμπλοκή του ΝΑΤΟ» έχει γίνει ένα δημοφιλές σύνθημα στο Βερολίνο καθώς και μεταξύ άλλων Δυτικών χωρών που υποστηρίζουν την Ουκρανία. Όπως είναι λογικό, το τελευταίο πράγμα που επιθυμεί ο Scholz είναι να τον θυμόμαστε ως τον καγκελάριο μετά τον Ψυχρό Πόλεμο που οδήγησε την Γερμανία σε μια άμεση στρατιωτική αντιπαράθεση με την Ρωσία. Αλλά ακόμα κι αν το ΝΑΤΟ [9] δεν παίξει άμεσο ρόλο στην σύγκρουση, θα εξακολουθούν να υπάρχουν κίνδυνοι για την Γερμανία: μέσω των παραδόσεων όπλων στο Κίεβο, η Γερμανία και άλλες χώρες θα μπορούσαν να γίνουν προφανείς στόχοι για πιθανή ρωσική κλιμάκωση.