Η πραγματική κρίση της παγκόσμιας τάξης | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η πραγματική κρίση της παγκόσμιας τάξης

Ο αντιφιλελευθερισμός σε άνοδο*

Οι επικριτές της αντίληψης ενός νέου ψυχρού πολέμου [3] μεταξύ της Κίνας και των Ηνωμένων Πολιτειών υπογραμμίζουν τις θεμελιώδεις διαφορές μεταξύ του σημερινού κόσμου και εκείνου των πρώτων δεκαετιών του Ψυχρού Πολέμου. Η Σοβιετική Ένωση και οι Ηνωμένες Πολιτείες σχημάτισαν τα κέντρα διακριτών γεωπολιτικών μπλοκ. Αντίθετα, το Πεκίνο και η Ουάσιγκτον λειτουργούν σε αλληλοκαλυπτόμενους και διασυνδεδεμένους γεωπολιτικούς χώρους. Για χρόνια, πολιτικοί στην Ουάσιγκτον συζητούν πόσους περιορισμούς [πρέπει] να θέσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες στις κινεζικές επενδύσεις. Δεν υπήρχε τέτοιο άγχος, ούτε ανάγκη γι' αυτό, όταν επρόκειτο για την Σοβιετική Ένωση. Οι εταιρείες των ΗΠΑ δεν ανέθεταν παραγωγή σε σοβιετικά εργοστάσια˙ η Σοβιετική Ένωση δεν ήταν ποτέ σημαντικός προμηθευτής τελικών αγαθών στις Ηνωμένες Πολιτείες ή στους βασικούς, μέσω Συνθηκών, συμμάχους τους.

Ένα ευρύ φάσμα εξελίξεων –που όλες επιταχύνθηκαν τις τελευταίες τρεις δεκαετίες- έχουν κάνει τον κόσμο πιο πυκνό σε ροές γνώσης και εμπορίου, συμπεριλαμβανομένων της επέκτασης των αγορών, της οικονομικής απορρύθμισης, της εύκολης κινητικότητας του κεφαλαίου, των δορυφορικών επικοινωνιών, και των ψηφιακών media. Οι άνθρωποι έχουν μεγαλύτερη επίγνωση του τι συμβαίνει σε διαφορετικά μέρη του κόσμου. Τα επίσημα και άτυπα διεθνικά πολιτικά δίκτυα —[τα οποία ήταν] περιορισμένα κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου από σκληρά γεωπολιτικά σύνορα και λιγότερες και ακριβότερες μορφές υπεραστικών επικοινωνιών— έχουν αυξηθεί τόσο σε σημασία όσο και σε εμβέλεια.

Αυτές οι εξελισσόμενες αλλαγές μπέρδεψαν το γεωπολιτικό τοπίο που αναδύθηκε μετά την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Καμία ενιαία, ομοιόμορφη διεθνής τάξη δεν αντικατέστησε την πιο διχοτομημένη διεθνή τάξη του Ψυχρού Πολέμου˙ ο κόσμος, παρά τις ελπίδες των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, δεν έγινε ποτέ «επίπεδος». Αντίθετα, η διεθνής τάξη πραγμάτων που διαμορφώθηκε στις αρχές του αιώνα ήταν πολύ ποικιλόμορφη. Πολλά από τα νέα δημοκρατικά καθεστώτα που εμφανίστηκαν την δεκαετία του 1990 ήταν οριακά δημοκρατικά˙ οι αισιόδοξοι απέρριψαν λανθασμένα τις πρώτες ενδείξεις για τους αδύναμους φιλελεύθερους δημοκρατικούς θεσμούς μόνο ως μικρά εμπόδια στον δρόμο προς τον πλήρη εκδημοκρατισμό. Προς τα ανατολικά κατά μήκος της Ευρασίας, η φιλελεύθερη τάξη γινόταν όλο και περισσότερο [ένα] συνονθύλευμα. Ορισμένα κράτη, όπως η Κίνα, κατάφεραν να έχουν ουσιαστική πρόσβαση στα οφέλη της φιλελεύθερης οικονομικής τάξης χωρίς να αποδεχτούν τις απαιτήσεις του πολιτικού φιλελευθερισμού.

Πολλοί αναλυτές εκείνα τα χρόνια υποσχέθηκαν ότι η επέκταση της αγοράς θα παρήγαγε στιβαρές μεσαίες τάξεις που με την σειρά τους θα απαιτούσαν την πολιτική φιλελευθεροποίηση. Υποστήριξαν ότι η ανάπτυξη μιας παγκόσμιας κοινωνίας των πολιτών —που θα στηρίζεται στα ανθρώπινα δικαιώματα, στο κράτος δικαίου, και στις περιβαλλοντικές μη κυβερνητικές οργανώσεις (ΜΚΟ)— θα βοηθούσε στην καλλιέργεια και στην κινητοποίηση των φιλοδημοκρατικών δυνάμεων, ειδικά στον μετασοβιετικό χώρο. Το Διαδίκτυο, που φάνταζε ευρέως ως μια ασταμάτητη δύναμη για την ελευθερία, θα έπαιζε τον ρόλο του στην διάδοση της ακαταμάχητης απήχησης τόσο των φιλελεύθερων οικονομικών αρχών όσο και των φιλελεύθερων πολιτικών ελευθεριών.

Θα μπορούσε κάποιος να επιχειρηματολογήσει υπέρ της αισιοδοξίας, ακόμη και μετά το 2005, το τελευταίο έτος που είχε καθαρή αύξηση της παγκόσμιας δημοκρατίας, σύμφωνα με την φιλοδημοκρατική ομάδα προάσπισης Freedom House. Αλλά εκ των υστέρων, αυτό φαίνεται απελπιστικά αφελές.

Το 2001, λίγους μόνο μήνες πριν από την επίσημη ένταξη της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (World Trade Organization, ΠΟΕ) [4], οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου [2001] ώθησαν τις Ηνωμένες Πολιτείες να ξεκινήσουν τον παγκόσμιο πόλεμο κατά της τρομοκρατίας. Η κυβέρνηση Μπους [του νεότερου] υιοθέτησε ή επέκτεινε μια πληθώρα αντιφιλελεύθερων πρακτικών, όπως ο βασανισμός «παράνομων μαχητών» μέσω τεχνικών «ενισχυμένης ανάκρισης» και μέσω «εξαιρετικών παραδόσεων [κρατουμένων]» σε κυβερνήσεις τρίτων [χωρών], και ενστερνίστηκε μια στρατιωτικοποιημένη εκδοχή προώθησης της δημοκρατίας. Η εισβολή στο Ιράκ το 2003 και το συνοδευτικό «δόγμα της πρόληψης» επιδείνωσε περαιτέρω τις σχέσεις μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και Ευρωπαίων συμμάχων όπως η Γαλλία και η Γερμανία. Οι αναταραχές των «έγχρωμων επαναστάσεων» -των φιλελεύθερων εξεγέρσεων στις μετασοβιετικές χώρες (στην Γεωργία το 2003 και στην Ουκρανία το 2004)- και η Αραβική Άνοιξη, που ξέσπασε το 2010, υπογράμμισαν περαιτέρω την απειλή που έθεταν οι παράγοντες της φιλελεύθερης τάξης, όπως οι διεθνείς θεσμοί, οι Δυτικές ΜΚΟ, και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Τα αυταρχικά και αντιφιλελεύθερα καθεστώτα επιδίωξαν ολοένα και περισσότερες στρατηγικές για να μονωθούν από αυτές τις διεθνικές φιλελεύθερες απειλές.

Το σωρευτικό αποτέλεσμα των τεχνολογικών καινοτομιών, των επιλογών πολιτικής που έγιναν από φιλελεύθερες δυνάμεις, και των εξελισσόμενων αυταρχικών πρακτικών ήταν η «ασύμμετρη ανοικτότητα» —η παράξενη πραγματικότητα ότι η σύγχρονη φιλελεύθερη τάξη λειτουργεί καλύτερα για τα αυταρχικά καθεστώτα από όσο για τις φιλελεύθερες δημοκρατίες. Τα αυταρχικά κράτη μπορούν να περιορίσουν τις επιδράσεις της διεθνούς κοινωνίας των πολιτών, των πολυεθνικών εταιρειών, των οικονομικών ροών, ακόμη και του Διαδικτύου στους πληθυσμούς τους πολύ πιο αποτελεσματικά από όσο οι φιλελεύθερες δημοκρατίες. Οι αυταρχικοί μπορούν να χρησιμοποιήσουν την ελευθερία των παγκόσμιων ροών —όπως προσφέρεται από τις φιλελεύθερες πολιτικές, είτε οικονομικές είτε πολιτικές— για να προωθήσουν την δική τους αντιφιλελεύθερη επιρροή. Την χρησιμοποιούν, ενώ με διάφορους τρόπους απαγορεύουν, αποκλείουν και ελέγχουν τις διεθνικές ροές ιδεών, οργανισμών, πληροφοριών, και χρημάτων που θα μπορούσαν να απειλήσουν την εξουσία τους.

ΤΟ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑ ΤΟΥ ΑΥΤΑΡΧΙΣΜΟΥ