Η εκπαιδευτική κρίση της Αμερικής αποτελεί απειλή εθνικής ασφαλείας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η εκπαιδευτική κρίση της Αμερικής αποτελεί απειλή εθνικής ασφαλείας

Πώς ένας εξυπνότερος κόσμος αλλάζει την ισορροπία ισχύος

Από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και μετά, ο παγκόσμιος πληθυσμός δεν έχει γίνει μόνο πολύ μεγαλύτερος· έχει γίνει επίσης πολύ πιο μορφωμένος. Σχεδόν σε κάθε χώρα της γης, ο συνολικός αριθμός των ετών που οι πολίτες έχουν πάει σχολείο έχει αυξηθεί γρηγορότερα από τον ίδιο τον πληθυσμό και ο αριθμός των πτυχίων πανεπιστημίου που απονέμονται έχει αυξηθεί ακόμη πιο γρήγορα. Μολονότι η αύξηση του πληθυσμού επιβραδύνεται πλέον σχεδόν παντού (και η πληθυσμιακή μείωση είναι μια αναδυόμενη πραγματικότητα για κάποιες χώρες), ο συνολικός ρυθμός της εκπαιδευτικής επέκτασης θα παραμείνει πολύ ταχύτερος από την φυσική αύξηση του πληθυσμού όσο μπορούν να δουν στο μέλλον τα μάτια των δημογράφων.

21092022-1.jpg

Η ημέρα της αποφοίτησης στο Liberty University στην [πόλη] Lynnchburg, στην Βιρτζίνια, τον Μάιο του 2019. Jonathan Drake / Reuters
----------------------------------------

Η εκπαίδευση [1] αποτελεί ένα κρίσιμο συστατικό του ανθρώπινου κεφαλαίου και, κατ' επέκταση, της εθνικής ισχύος. Ένα καλύτερα μορφωμένο σύνολο πολιτών σημαίνει μια πιο παραγωγική οικονομία και επομένως μεγαλύτερη στρατιωτική δυναμική. Αλλά λόγω του ότι η εκπαιδευτική έκρηξη των τελευταίων 70 ετών έχει υπάρξει άνιση -κάποιες χώρες έχουν κάνει μεγαλύτερα βήματα από άλλες και ο ρυθμός της προόδου ποικίλλει με την πάροδο του χρόνου- αυτός ο δραματικός μετασχηματισμός δεν έχει απλώς αυξήσει το συνολικό μέγεθος της παγκόσμιας οικονομίας. Έχει επίσης μετατοπίσει την κατανομή της οικονομικής δυναμικής μεταξύ των χωρών, συμπεριλαμβανομένων των μεγάλων δυνάμεων.

Μιλώντας συγκριτικά, τα Δυτικά έθνη, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών, έχουν υπάρξει οι μεγαλύτεροι χαμένοι σε αυτόν τον σπουδαίο ανασχηματισμό του εκπαιδευτικού και οικονομικού όγκου, όπως αναφέρουμε λεπτομερώς σε μια πρόσφατη έκθεση [2] για το American Enterprise Institute. Κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν η αδιαμφισβήτητη εκπαιδευτική υπερδύναμη· οι Αμερικανοί απολάμβαναν το υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο του κόσμου και αντιπροσώπευαν πολύ μεγαλύτερο [μέρος] του παγκόσμιου εργατικού δυναμικού με υψηλή μόρφωση από οποιαδήποτε άλλη χώρα. Αλλά αυτή η εποχή είναι πλέον παρελθόν. Ένας όλο και μεγαλύτερος αριθμός χωρών ξεπερνά τις Ηνωμένες Πολιτείες στο μορφωτικό επίπεδο, όταν αυτό μετράται με τα μέσα χρόνια σχολικής εκπαίδευσης, και σύντομα [οι ΗΠΑ] θα παραχωρήσουν στην Κίνα την πρώτη θέση σε εργαζομένους με πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Κάποια στιγμή τις επόμενες δύο δεκαετίες, η Ινδία ίσως επίσης να ξεπεράσει τις Ηνωμένες Πολιτείες στον συνολικό αριθμό ανδρών και γυναικών σε ηλικία εργασίας με τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Τέτοιες αλλαγές αντανακλούν τις μεγάλες μετατοπίσεις που έχουν προκύψει κατά την τελευταία γενιά στο διεθνές περιβάλλον και προοιωνίζουν άλλες που θα διαμορφώσουν την παγκόσμια τάξη πραγμάτων τις επόμενες δεκαετίες. Το εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορέσουν να αντέξουν αυτές τις αλλαγές χωρίς να στερηθούν την θέση τους στην οικονομική και στρατιωτική υπεροχή θα εξαρτηθεί εν μέρει από την ικανότητά τους να αναγνωρίζουν και να αντιμετωπίζουν την δυσοίωνη στασιμότητα στις σχολικές αίθουσες και στα αμφιθέατρά τους. Αυτό θα απαιτήσει να σκεφτούμε δημιουργικά σχετικά με τις συνεργασίες και τις συμμαχίες με τα κέντρα εκπαιδευτικής αριστείας του αύριο —είτε στην Ασία είτε στην γειτονιά των Ηνωμένων Πολιτειών— και να σοβαρευτούμε όσον αφορά την αντιστροφή των ανεπιθύμητων τάσεων στην εκπαίδευση των ΗΠΑ που οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής έχουν παραβλέψει για περισσότερο από μια γενιά.

ΕΞΥΠΝΟΤΕΡΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

Οι μελετητές και οι στρατηγιστές έχουν από καιρό κατανοήσει ότι τα έθνη αντλούν δύναμη από τους πληθυσμούς τους. Μέχρι πρόσφατα, ωστόσο, οι περισσότεροι έχουν εστιάσει στην καταγραφή του αριθμού των ατόμων: ο αριθμός των ανθρώπων, κατανεμημένων ανά ηλικία και φύλο, που κατοικούν σε διαφορετικές χώρες ή συμμαχίες. Αλλά αυτή η απλή προσέγγιση δεν έχει νόημα σε έναν κόσμο όπου οι άνθρωποι σε κάποιες χώρες έχουν πολύ μεγαλύτερη οικονομική δυναμική από τους ανθρώπους σε άλλες. Η Ελβετία έχει λιγότερους κατοίκους από το Μπουρούντι, για παράδειγμα, αλλά το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της είναι πάνω από 90 φορές μεγαλύτερο.

Σε μια εποχή που η παραγωγικότητα ενός μόνο ατόμου σε μια χώρα μπορεί να είναι μεγαλύτερη από εκείνη 90 ατόμων σε μια άλλη, η ανθρώπινη παραγωγικότητα θα επηρεάζει όλο και περισσότερο την παγκόσμια ισορροπία ισχύος. Η παραγωγικότητα, με την σειρά της, ωθείται κυρίως από βελτιώσεις στο ανθρώπινο κεφάλαιο —στην υγεία, στην γνώση, στις δεξιότητες και σε άλλους εγγενείς ανθρώπινους παράγοντες. Οι ταχείες αλλά απότομα διαφοροποιημένες αυξήσεις του ανθρώπινου κεφαλαίου μπορούν να ανοίξουν ευρέα χάσματα στην παραγωγικότητα μεταξύ των χωρών, συμπεριλαμβανομένων μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, μέσα σε μόνο λίγες δεκαετίες. Ένα από τα πιο σημαντικά συστατικά του ανθρώπινου κεφαλαίου είναι η εκπαίδευση: πιο συγκεκριμένα, η καθαρή ποσότητα εκπαίδευσης που λαμβάνουν οι εθνικοί πληθυσμοί. Συντριπτικά στοιχεία δείχνουν ότι περισσότερη εκπαίδευση σημαίνει περισσότερη παραγωγική δυναμική σε εθνικό επίπεδο, ανεξάρτητα από το πόσο υψηλό ή χαμηλό είναι το βασικό μορφωτικό επίπεδο ενός έθνους.

Δύο σχέδια έχουν επιδιώξει να χαρτογραφήσουν την μεταπολεμική εκπαιδευτική έκρηξη σε όλο τον κόσμο και τα ευρήματά τους προσφέρουν ενδείξεις για την επίδρασή της στην διεθνή ισορροπία ισχύος: ο Εξερευνητής Δεδομένων Ανθρωπίνου Κεφαλαίου (Human Capital Data Explorer), που δημοσιεύτηκε από το Κέντρο Δημογραφίας και Ανθρώπινου Κεφαλαίου Wittgenstein (Wittgenstein Centre for Demography and Human Capital) με έδρα την Βιέννη, και το Σύνολο Δεδομένων Μορφωτικού Επιπέδου Barro-Lee (Barro-Lee Educational Attainment Dataset), που διευθύνεται από τον Robert Barro του Harvard University και τον Jong-Wha Lee του Korea University. Η έρευνα του Wittgenstein παρέχει εκτιμήσεις για το συνολικό δημογραφικό και εκπαιδευτικό προφίλ του κόσμου από το 1950 έως το 2020, με προβολές έως το 2100, ενώ το έργο των Barro και Lee προσφέρει εκτιμήσεις για το μορφωτικό επίπεδο 146 χωρών από το 1950 έως το 2040. Οι αξιολογήσεις αυτών των δύο έργων είναι παρεμφερείς, αλλά δεν είναι πανομοιότυπες και βασιζόμαστε σε δεδομένα από αμφότερα.

Η εκπαιδευτική πρόοδος τα τελευταία 70 χρόνια έχει υπάρξει βαθιά. Το παγκόσμιο ποσοστό των ενηλίκων που δεν έχουν λάβει εκπαίδευση μειώθηκε από περίπου 45% το 1950 σε περίπου 13% το 2020, και το Κέντρο Wittgenstein προβλέπει ότι αυτό το νούμερο θα μπορούσε να μειωθεί στο 8% μέχρι το 2040. Μεταξύ του 1950 και του 2020, τα μέσα χρόνια εκπαίδευσης για τα άτομα ηλικίας 15 ετών και άνω σε όλο τον κόσμο αυξήθηκαν σταθερά από 3,7 έτη σε 8,8 έτη —μια αύξηση σχεδόν κατά δυόμισι φορές. Σε όλο τον κόσμο, τα μέσα επίπεδα εκπαίδευσης των ενηλίκων το 2020 ήταν σχεδόν πεντέμισι έτη πάνω από αυτά που ήταν το 1950. Αυτό ισοδυναμεί με μακροπρόθεσμο ρυθμό βελτίωσης άνω των 0,7 ετών ανά δεκαετία, ένας ρυθμός που προβλέπεται να συνεχιστεί με λίγο πιο αργό τέμπο τα επόμενα 20 χρόνια.

Αυτές οι πρόοδοι έχουν προκύψει παρά τις σημαντικές αντιστάσεις που δημιουργήθηκαν από την μεταβαλλόμενη σύνθεση του παγκόσμιου πληθυσμού. Το 1950, οι λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές του κόσμου -όπου το μορφωτικό επίπεδο παραμένει το χαμηλότερο- αντιπροσώπευαν τα δύο τρίτα του παγκόσμιου πληθυσμού· σήμερα αντιπροσωπεύουν τα πέντε έκτα του παγκόσμιου πληθυσμού και σχεδόν όλη την αύξηση του πληθυσμού που προβλέπεται για τις επόμενες δύο δεκαετίες. Οι χώρες με τους ταχύτερα αυξανόμενους πληθυσμούς τείνουν να είναι εκείνες με τα χαμηλότερα βασικά επίπεδα εκπαίδευσης, κάτι που σημαίνει ότι το βάρος τους στην συνολική παγκόσμια σύνθεση αυξάνεται σταθερά και κατεβάζει τον παγκόσμιο μέσο όρο για την εκπαίδευση.

Παγκοσμίως, το μέσο επίπεδο του μορφωτικού επιπέδου είναι τώρα ελαφρώς υψηλότερο από μια ολοκληρωμένη πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Εάν αυτό ακούγεται χαμηλό, είναι διότι οι προσδοκίες και οι νόρμες στον ανεπτυγμένο κόσμο είναι πολύ διαφορετικές σήμερα από εκείνες που ήταν μόλις πριν από λίγες δεκαετίες. Ο σημερινός μέσος όρος ετών εκπαίδευσης για τους ενήλικες παγκοσμίως είναι σχεδόν ο ίδιος με τον μέσο όρο των ΗΠΑ την δεκαετία του 1950 -μια εποχή όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες ηγούνταν του κόσμου στο μορφωτικό επίπεδο. Αυτό το γεγονός αντανακλά έναν αξιοσημείωτο βαθμό σύγκλισης μεταξύ των εθνών: τα μέσα επίπεδα εκπαίδευσης έχουν αυξηθεί πολύ ταχύτερα σε περιοχές με χαμηλή εκπαίδευση (κυρίως στην Αφρική, στην Ασία, και στην Λατινική Αμερική) από όσο σε περιοχές με υψηλή εκπαίδευση της Ευρώπης και της Βορείου Αμερικής. Με άλλα λόγια, καθώς το παγκόσμιο μορφωτικό επίπεδο έχει αυξηθεί, η εκπαιδευτική ανισότητα μεταξύ των εθνών έχει μειωθεί —και προβλέπεται να συνεχίσει να μειώνεται. Σύμφωνα με τους Barro και Lee, η ανισότητα στον μέσο όρο των ετών εκπαίδευσης για τον παγκόσμιο ενήλικο πληθυσμό έχει μειωθεί έως και 60% τα τελευταία 70 χρόνια και θα μπορούσε να πέσει κατά άλλο ένα τρίτο από τώρα έως το 2040.

Η δραματική αύξηση του μορφωτικού επιπέδου έχει συνοδευθεί από μια παρόμοια δραματική αύξηση της παραγωγικότητας. Αν όλα τα άλλα είναι ίσα, κάθε επιπλέον έτος εκπαίδευσης κατά μέσο όρο για μια χώρα ακολουθείται από μια αύξηση περίπου 10% στο επίπεδο της κατά κεφαλήν παραγωγής, ακόμη και εκεί που τα επίπεδα εκπαίδευσης είναι ήδη σχετικά υψηλά. Αυτή η ισχυρή σχέση είναι ίσως ακόμη πιο εντυπωσιακή δεδομένης της ατελούς φύσης αυτού του κριτηρίου του μορφωτικού επιπέδου, το οποίο δεν λαμβάνει υπόψη τις διαφορές στην ποιότητα της εκπαίδευσης σε όλες τις χωρών ή στον χρόνο. Σε όλο τον κόσμο, η εκπαιδευτική πρόοδος έχει συμβάλει στο να οδηγηθεί σε τεράστια κέρδη το εισόδημα και το βιοτικό επίπεδο. Μεταξύ του 1950 και του 2018, το παγκόσμιο κατά κεφαλήν ΑΕΠ υπερ-τετραπλασιάστηκε, αυξανόμενο κατά περίπου 2,2% ετησίως. Η ανάλυσή μας υποδηλώνει ότι η αυξημένη εκπαίδευση αντιπροσώπευε σχεδόν το ένα τρίτο αυτής της βελτίωσης της παραγωγικότητας -με τα κέρδη στην υγεία, στην αστικοποίηση, και στο επιχειρηματικό κλίμα να αντιστοιχούν στο μεγαλύτερο μέρος της υπόλοιπης [αύξησης].

Αλλά αν το αυξανόμενο μορφωτικό επίπεδο έχει ευνοϊκές επιπτώσεις για την ανθρώπινη ευημερία και την ατομική ευτυχία, έχει πολύ διαφορετικές επιπτώσεις για την γεωπολιτική και την διεθνή ασφάλεια. Η ίδια εκπαιδευτική σύγκλιση που έχει μειώσει την παγκόσμια ανισότητα και έχει βγάλει εκατομμύρια από την φτώχεια έχει διαβρώσει σταθερά τα πλεονεκτήματα που κάποτε απολάμβαναν οι παγκόσμιοι ηγέτες στο εκπαιδευτικό επίπεδο —κυρίως οι Ηνωμένες Πολιτείες.

Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΩΝ ΥΠΟΛΟΙΠΩΝ

Μετά τον μέσο όρο των ετών της εκπαίδευσης, ο επόμενος πιο σημαντικός ποσοτικός δείκτης του μορφωτικού επιπέδου είναι η προχωρημένη εκπαίδευση: η μετα-δευτεροβάθμια, το πανεπιστήμιο, η μεταπτυχιακή εκπαίδευση, και άλλα παρόμοια. Ο αριθμός και το ποσοστό των ατόμων με τριτοβάθμια εκπαίδευση έχει σημασία τόσο για την εθνική οικονομική όσο και για την γεωπολιτική δυναμική, καθώς το εργατικό δυναμικό υψηλής εξειδίκευσης είναι σημαντικό σε μια βιομηχανική οικονομία και απαραίτητο σε μια μεταβιομηχανική οικονομία ενδελεχούς γνώσης.

Παγκοσμίως, η μεταπολεμική ανάπτυξη στην τριτοβάθμια εκπαίδευση ήταν εξαιρετική. Το 1950, σύμφωνα με το Κέντρο Wittgenstein, περίπου 30 εκατομμύρια άνθρωποι ηλικίας 15 ετών και άνω σε όλο τον κόσμο είχαν ολοκληρώσει κάποια τριτοβάθμια εκπαίδευση· μέχρι το 2020, ο αριθμός αυτός είχε ξεπεράσει τα 930 εκατομμύρια και προβλέπεται να ξεπεράσει το 1,5 δισεκατομμύριο έως το 2040. Εν τω μεταξύ, το ποσοστό του παγκόσμιου ενήλικου πληθυσμού με τουλάχιστον κάποια μεταπτυχιακή εκπαίδευση εκτινάχθηκε από λιγότερο από 2% το 1950 σε περίπου 16% σήμερα και θα πλησιάσει το 22% έως το 2040. Η τριτοβάθμια εκπαίδευση δεν είναι ακόμη ο παγκόσμιος κανόνας, ούτε θα είναι σε 20 χρόνια—αλλά γίνεται πιο συνηθισμένη κάθε χρόνο.

Από την άποψη των εθνικών οικονομικών επιδόσεων, το μορφωτικό επίπεδο ανδρών και των γυναικών ηλικίας από 25 έως 64 ετών είναι καθοριστικό· αυτή η ομάδα αντιπροσωπεύει το μεγαλύτερο μέρος του εργατικού δυναμικού και την συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων υψηλής εξειδίκευσης σε όλες τις σύγχρονες κοινωνίες. Τόσο τα σύνολα δεδομένων του Wittgenstein όσο και τα δεδομένα των Barro-Lee αποκαλύπτουν την ταχεία παγκόσμια ανάπτυξη αυτής της ουσιώδους ομάδας: το 1950, ο κόσμος είχε μόλις 25 εκατομμύρια ανθρώπους ηλικίας μεταξύ 25 και 64 ετών με τουλάχιστον κάποια ανώτερη εκπαίδευση. Μέχρι το 1990, ο αριθμός αυτός είχε σχεδόν δεκαπλασιαστεί, σε περίπου 230 εκατομμύρια. Έκτοτε, φαίνεται να έχει τριπλασιαστεί ξανά· σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Κέντρου Wittgenstein, το σημερινό σύνολο προσεγγίζει τα 750 εκατομμύρια και μέχρι το 2040 θα είναι σχεδόν 1,2 δισεκατομμύρια.

Ακόμη και σε χώρες όπου μειώνεται ο πληθυσμός [που βρίσκεται] σε ηλικία εργασίας, η δεξαμενή των ανδρών και των γυναικών υψηλής εξειδίκευσης [που βρίσκονται] σε ηλικία εργασίας πρόκειται να αυξηθεί τις επόμενες δεκαετίες —αλλά όχι τόσο γρήγορα όσο σε άλλα μέρη. Η έκρηξη της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αναδιανέμει το ποσοστό των εργαζομένων με υψηλή εκπαίδευση σε όλο τον κόσμο, επηρεάζοντας δυνητικά την ισορροπία ισχύος μεταξύ των εθνών.

Αυτές οι μεταπολεμικές τάσεις έχουν στείλει τις Δυτικές χώρες σε σοβαρή και συνεχή σχετική παρακμή όσον αφορά το ποσοστό τους στο εργατικό δυναμικό υψηλής εξειδίκευσης του πλανήτη, βγάζοντας από την δεκάδα του κόσμου τους πρώην Δυτικούς ισχυρούς τον έναν μετά τον άλλον. Το 1950, οκτώ από τα δέκα μεγαλύτερα εργατικά δυναμικά υψηλής εκπαίδευσης βρίσκονταν σε πιο ανεπτυγμένες χώρες –με την Ινδία και την Κίνα να είναι οι δύο εξαιρέσεις. Έως το 2020, μόνο πέντε ανεπτυγμένες χώρες βρίσκονταν ακόμη στην πρώτη δεκάδα, με τις οποίες ενώθηκαν οι νεοεισερχόμενες Βραζιλία, Ινδονησία, και Νότιος Κορέα. Μέχρι το 2040, μόνο τρεις πολύ ανεπτυγμένες χώρες προβλέπεται να μπουν στην λίστα: η Ιαπωνία, η Ρωσία, και οι Ηνωμένες Πολιτείες.

Οι αναδυόμενες οικονομίες που θα αμφισβητήσουν ή θα ξεπεράσουν τα Δυτικά έθνη τις επόμενες δεκαετίες, επιτυγχάνουν τώρα υψηλότερα μορφωτικά επίπεδα από ό,τι [επιτύγχαναν] οι περισσότερες προηγμένες Δυτικές οικονομίες στην πρώιμη μεταπολεμική εποχή. Για παράδειγμα, το 16% των ατόμων ηλικίας 24 έως 64 ετών στο Μεξικό έχουν πανεπιστημιακή εκπαίδευση —περίπου διπλάσιοι από το ποσοστό των ΗΠΑ το 1950— και στην Τουρκία, το ποσοστό αυτής της ηλικιακής ομάδας με κάποια τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι 22%, κοντά στο ποσοστό της Γερμανίας κατά την ενοποίηση το 1990. Το εργατικό δυναμικό της Νοτίου Κορέας είναι ακόμη πιο εξειδικευμένο και η μεταμόρφωσή του τον τελευταίο μισό αιώνα ήταν πραγματικά εκπληκτική. Το 1970, μόλις το 5% του πληθυσμού της [που βρισκόταν] σε ηλικία εργασίας είχε πτυχίο πανεπιστημίου. Μισό αιώνα αργότερα, η χώρα έχει πιθανώς ξεπεράσει το όριο του 50% —ξεπερνώντας τις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλους πάλαι ποτέ επικεφαλής στο μορφωτικό επίπεδο. Μέχρι το 2040, σχεδόν τα δύο τρίτα των Νοτιοκορεατών εργαζομένων θα μπορούσαν να έχουν πτυχίο κολεγίου και τα τρία τέταρτα θα μπορούσαν να έχουν τουλάχιστον κάποια τριτοβάθμια εκπαίδευση. Είναι μια τροχιά που άλλες επίδοξες δυνάμεις επιδιώκουν να αντιγράψουν. Εάν τα καταφέρουν, θα μεταβάλλουν δραματικά την παγκόσμια κατανομή του ανθρώπινου κεφαλαίου.

ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΜΕΓΑΛΕΣ

Όσον αφορά τους πληθυσμούς με υψηλή εκπαίδευση, πέντε χώρες έχουν κυριαρχήσει στον υπόλοιπο κόσμο τα τελευταία 70 χρόνια: η Κίνα, η Ινδία, η Ιαπωνία, η Ρωσία, και οι Ηνωμένες Πολιτείες. Η κλίμακα είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την συμμετοχή σε αυτό το κλαμπ· είναι κάθε άλλο παρά συμπτωματικό ότι τα μεγαλύτερα εργατικά δυναμικά υψηλής ειδίκευσης του κόσμου –σήμερα, και πιθανώς για τα καλά στο μέλλον- είναι τόσο πολυπληθή. Το παγκόσμιο ποσοστό των ατόμων με υψηλή εκπαίδευση [τα οποία βρίσκονται] σε ηλικία εργασίας που κατοικούν σε αυτές τις πέντε χώρες έχει παραμείνει ως επί το πλείστον σταθερό με την πάροδο του χρόνου, αντιπροσωπεύοντας περίπου το ήμισυ του συνόλου του κόσμου από το 1950 έως σήμερα. Αλλά οι εκπαιδευτικές τροχιές των πέντε μεγάλων ποικίλλουν τρομερά και η μετατοπιζόμενη βαρύτητά τους εντός του εργατικού δυναμικού υψηλής εξειδίκευσης του κόσμου προμηνύει μνημειώδεις γεωπολιτικές αλλαγές.

Καθ' όλη την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου [3], οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν ανώτερες από όλους. Από το 1950 έως το 1990, μόνο το μέγεθος του εργατικού δυναμικού της με υψηλή εκπαίδευση σήμαινε ότι δεν είχε κοντινούς ανταγωνιστές. Η Κίνα, η Ινδία, η Ιαπωνία, και η Ρωσία ήταν όλες σχεδόν συγκρίσιμες με αυτό το μέτρο και απείχαν πολύ από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Φυσικά, κατά την διάρκεια αυτών των ετών, το Κρεμλίνο διοικούσε την Σοβιετική Ένωση, όχι μόνο το τμήμα της που θα γινόταν η σημερινή Ρωσία. Όμως, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας, η Σοβιετική Ένωση δεν κατάφερε ποτέ σε κανένα σημείο της ύπαρξής της να συγκεντρώσει ούτε το ένα τρίτο του εργατικού δυναμικού υψηλής εξειδίκευσης των Ηνωμένων Πολιτειών.

Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου είδε μια αναδιάταξη των πέντε μεγάλων, καθώς η Ινδία και η Κίνα εκτοξεύθηκαν μπροστά από την Ιαπωνία και την Ρωσία όσον αφορά το μέγεθος του εργατικού δυναμικού με υψηλή μόρφωση, που τροφοδοτείται εν μέρει από τους πολύ μεγαλύτερους πληθυσμούς τους. Αλλά οι Ηνωμένες Πολιτείες κράτησαν γερά ως το μεγαλύτερο αποθετήριο εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού, παρά τον πολύ μικρότερο πληθυσμό τους.

Σήμερα, ωστόσο, οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται στο μεταίχμιο του να χάσουν την εξέχουσα θέση τους σε εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό. Η Κίνα σύντομα θα τις ξεπεράσει (αν δεν το έχει ήδη κάνει) όπως πιθανώς θα κάνει η Ινδία κάποια στιγμή πριν από το 2040. Η Ινδία άρχισε να κλείνει ταχέως το χάσμα της εργασίας υψηλής μόρφωσης με τις Ηνωμένες Πολιτείες στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Τότε, η δεξαμενή αποφοίτων πανεπιστημίου του εργατικού δυναμικού της Ινδίας ήταν το ένα τρίτο του μεγέθους εκείνης των Ηνωμένων Πολιτειών. Πλέον, είναι σχεδόν τα δύο τρίτα του μεγέθους της.

Η μεταμόρφωση της Κίνας [4] από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και μετά δεν ήταν λιγότερο εντυπωσιακή. Το 1990, η δεξαμενή του εργατικού δυναμικού της χώρας με πανεπιστημιακή εκπαίδευση ίσως ήταν η μικρότερη από τις πέντε μεγάλες. Έκτοτε, ωστόσο, αυτό το τμήμα του εργατικού δυναμικού της έχει απογειωθεί —ως συνέπεια, όπως και στην Ινδία, των δημογραφικών και αναπτυξιακών τάσεων που ήδη διαμορφώνονται. Σήμερα, ο πληθυσμός των αποφοίτων πανεπιστημίου στην Κίνα ηλικίας 25 έως 64 ετών είναι μεταξύ 80% και 90% του [αντίστοιχου] πληθυσμού των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο Barro και ο Lee έχουν προβλέψει ότι η Κίνα θα μπορούσε να έχει περισσότερους αποφοίτους πανεπιστημίου σε ηλικία εργασίας από τις Ηνωμένες Πολιτείες μέχρι το 2025 και ότι η εργατική δεξαμενή της με υψηλή μόρφωση θα μπορούσε να είναι υπερδιπλάσια από εκείνη των Ηνωμένων Πολιτειών έως το 2040. Εκείνο το έτος, οι Barro και Lee έχουν προβλέψει ότι η Ινδία θα μπορούσε να ξεπεράσει τις Ηνωμένες Πολιτείες όσον αφορά τον συνολικό αριθμό των 25χρονων έως 64χρονων με πανεπιστημιακή εκπαίδευση (βλ. διάγραμμα 1).

21092022-2.jpg

Ένας άλλος τρόπος για να δούμε τις μεταβαλλόμενες μοίρες των πέντε μεγάλων είναι να εντοπίσουμε το παρελθόν τους και τα προβλεπόμενα ποσοστά των εργαζομένων με υψηλή μόρφωση στον κόσμο μεταξύ του 1950 και του 2040. Μια τέτοια σύγκριση υπογραμμίζει καθαρά την σχετική παρακμή των Ηνωμένων Πολιτειών (βλ. διάγραμμα 2). Το 1950, οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιπροσώπευαν πάνω από το 40% των εργαζομένων με πανεπιστημιακή εκπαίδευση στον κόσμο· έως το 1990, το ποσοστό τους είχε μειωθεί σε περίπου 27%. Σήμερα, το ποσοστό των ΗΠΑ βρίσκεται σε περίπου 16% -και προβλέπεται να πέσει έως και στο 10% έως το 2040, έναντι 11% για την Ινδία και 13% για την Κίνα, σύμφωνα με το Κέντρο Wittgenstein. Σχεδόν παρόμοιες τάσεις είναι εμφανείς για τους εργαζόμενους με μόνο κάποια τριτοβάθμια εκπαίδευση.

21092022-3.jpg

Είναι ενδιαφέρον ότι, μολονότι τα σύνολα των ΗΠΑ για τους εργαζομένους με υψηλή εκπαίδευση υπολείπονται κατά πολύ των κινεζικών συνόλων σε αυτές τις προβλέψεις, τα συνδυασμένα σύνολα των εργαζομένων με υψηλή εκπαίδευση του Καναδά, του Μεξικό, και των Ηνωμένων Πολιτειών δεν υπολείπονται. Όντως, είναι πιθανό ότι αυτή η ζώνη της Βορείου Αμερικής που καλύπτεται από την Βορειοαμερικανική Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου (North American Free Trade Agreement) και την διάδοχή της, την Συμφωνία ΗΠΑ-Μεξικού-Καναδά (US-Mexico-Canada Agreement), θα διατηρήσει ένα εργατικό δυναμικό με υψηλή μόρφωση περίπου στο ίδιο μέγεθος με εκείνο της Κίνας τουλάχιστον έως το 2040. Τα εύσημα εδώ πηγαίνουν σε μεγάλο βαθμό στα εκπαιδευτικά κέρδη στο Μεξικό.

Η ΜΕΓΑΛΗ ΣΤΑΣΙΜΟΤΗΤΑ

Η μακροπρόθεσμη εκπαιδευτική άνοδος και η τελική επικράτηση της Κίνας και της Ινδίας στον σύνολο των ατόμων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση δεν πρέπει να αποτελεί έκπληξη. Ούτε πρέπει [να αποτελεί έκπληξη] η μακροπρόθεσμη σχετική παρακμή των Ηνωμένων Πολιτειών. Όντως, ο μόνος τρόπος με τον οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να είχαν διατηρήσει το πρώιμο μεταπολεμικό εκπαιδευτικό τους πλεονέκτημα στον εικοστό πρώτο αιώνα θα ήταν ως μια συνέπεια καταστροφής: μιας παγκόσμιας αποτυχίας για ανάπτυξη, οπισθοδρομήσεων στην παγκόσμια θνησιμότητα, ή αμφοτέρων.

Αυτό που θα πρέπει να εκπλήσσει -και να απογοητεύει- τους Αμερικανούς παρατηρητές είναι η αξιοσημείωτα κακή εκπαιδευτική επίδοση που επίσπευσε την σχετική επιδείνωση των Ηνωμένων Πολιτειών. Η ανάπτυξη στον μέσο όρο των ετών της εκπαίδευσης των Αμερικανών που βρίσκονται λίγο πριν τα 30 είναι μόλις το ένα τρίτο εκείνης που ήταν στην πρώιμη μεταπολεμική εποχή και η ανάπτυξη της ομάδας των αποφοίτων πανεπιστημίου που βρίσκονται σε ηλικία εργασίας έχει επιβραδυνθεί απότομα σε σύγκριση με την πρώιμη μεταπολεμική περίοδο. Παραδόξως, τα ποσοστά αποφοίτησης από το πανεπιστήμιο των Αμερικανών ανδρών που βρίσκονται λίγο πριν τα 30 έμειναν στάσιμα από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 έως τα πρώτα χρόνια του εικοστού πρώτου αιώνα -μια ανησυχητική επίδοση σε καιρό ειρήνης που κατά κάποιο τρόπο παραβλέπεται εξίσου τόσο από τους ακαδημαϊκούς όσο και από τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής (βλ. διάγραμμα 3).

21092022-4.jpg

Αυτή η ευρεία εκπαιδευτική επιβράδυνση δεν έχει προκύψει διότι οι Αμερικανοί είναι τόσο υπερ-εκπαιδευμένοι που έχουν φτάσει στο ταβάνι του επιπέδου εκπαίδευσης. Αντίθετα, μια όλο και μεγαλύτερη σύνθεση ανατολικοασιατικών και ευρωπαϊκών κοινωνιών έχει ξεπεράσει τις Ηνωμένες Πολιτείες είτε στον μέσο όρο των ετών εκπαίδευσης είτε στα ποσοστά της μετα-δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης για τους εργαζόμενους ηλικίας 25 έως 34 ετών. Η Αυστραλία, η Ιρλανδία, η Νότιος Κορέα, και η Ελβετία, μεταξύ άλλων, το έχουν κάνει αυτό, αλλά το μικρό πληθυσμιακό μέγεθός τους τις έχει εμποδίσει να αμφισβητήσουν την απόλυτη εκπαιδευτική κυριαρχία των πέντε μεγάλων. Με άλλα λόγια, οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να τα καταφέρουν καλύτερα. Και μολονότι ίσως να μην μπορέσουν να αποτρέψουν την Κίνα και την Ινδία από το να ξεπεράσουν το εργατικό δυναμικό τους με υψηλή εκπαίδευση, μπορούν να αναβάλουν την ημερομηνία κατά την οποία θα συμβεί αυτό -πιθανώς κατά δεκαετίες.

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΑΠΟ ΤΟ ΧΕΙΛΟΣ ΤΟΥ ΓΚΡΕΜΟΥ

Ακριβώς όπως μεταμόρφωσε την παγκόσμια οικονομία τον περασμένο αιώνα, η παγκόσμια έκρηξη στην εκπαίδευση είναι σε θέση να μεταμορφώσει την γεωπολιτική σε αυτόν [τον αιώνα]. Τις επόμενες δύο δεκαετίες, περισσότεροι άνθρωποι είναι πιθανό να εισέλθουν στην παγκόσμια δεξαμενή του εργατικού δυναμικού με υψηλή μόρφωση από όσους εισήλθαν τις προηγούμενες δύο δεκαετίες —ή όσο ποτέ άλλοτε. Μέχρι το 2040, θα μπορούσαν να υπάρχουν 250 εκατομμύρια περισσότεροι απόφοιτοι πανεπιστημίου σε ηλικία εργασίας στο παγκόσμιο εργατικό δυναμικό από όσοι υπάρχουν σήμερα -ένα άλμα 70%- και σχεδόν μισό δισεκατομμύριο περισσότεροι άνθρωποι με τουλάχιστον κάποια τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Από την σκοπιά της παγκόσμιας ευημερίας, η μεταπολεμική εκπαιδευτική έκρηξη υπήρξε ένα απόλυτο θείο δώρο, που συνέβαλε στο να τροφοδοτηθεί ο σχεδόν πενταπλασιασμός του παγκόσμιου κατά κεφαλήν ΑΕΠ από το 1950 και μετά. Μολονότι αυτά τα κέρδη σε εισόδημα και πλούτο δεν έχουν με κανέναν τρόπο μοιραστεί ισότιμα, σχεδόν όλη η ανθρωπότητα έχει εντούτοις επωφεληθεί από αυτά: η μείωση της φτώχειας, η αύξηση του προσδόκιμου ζωής, και η βελτίωση της ευημερίας οφείλονται εν μέρει στην εκπαιδευτική πρόοδο.

Από την σκοπιά της γεωπολιτικής, ωστόσο, οι συνέπειες της εκπαιδευτικής έκρηξης είναι λιγότερο ευνοϊκές, τουλάχιστον για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η απότομη αύξηση των ανθρώπων με υψηλή εκπαίδευση στο παγκόσμιο εργατικό δυναμικό έχει μετατοπίσει την ισορροπία της οικονομικής ισχύος και, κατ' επέκταση, την στρατιωτική ισχύ μεταξύ των χωρών, υπονομεύοντας την πρωτοκαθεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών. Για τις τρεις πρώτες μεταπολεμικές γενιές, το εργατικό δυναμικό των Ηνωμένων Πολιτειών με πανεπιστημιακή εκπαίδευση ήταν ασυναγώνιστο ως προς το μέγεθος, δίνοντας στην χώρα ένα πανίσχυρο οικονομικό πλεονέκτημα που συνέβαλε στην διατήρησή του κατά την διάρκεια και αμέσως μετά τον Ψυχρό Πόλεμο. Σήμερα, [η χώρα] βρίσκεται στήθος με στήθος με την Κίνα στο σύνολο των υψηλά καταρτισμένων εργαζομένων, με την Ινδία να πλησιάζει. Μέχρι το 2040, η Κίνα και η Ινδία θα ανταγωνίζονται για το προβάδισμα στο συνολικό εργατικό δυναμικό υψηλής κατάρτισης, με τις Ηνωμένες Πολιτείες να είναι μακρινές τρίτες.

Για να είμαστε σαφείς, δεν υπάρχει λόγος να υποθέτουμε ότι η κινεζική ή η ινδική τριτοβάθμια εκπαίδευση θα είναι της ίδιας ποιότητας με αυτή των Ηνωμένων Πολιτειών. Και οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούν ακόμη να βασίζονται σε πολλά άλλα στοιχεία που ενισχύουν το παγκόσμιο πλεονέκτημά τους: μεταξύ άλλων, στην ικανότητά τους στην έρευνα και την τεχνολογική ανάπτυξη, στον δυναμικό επιχειρηματικό τομέα τους, στο εξελιγμένο χρηματοοικονομικό σύστημά τους, και στο κυρίαρχο νόμισμά τους. Αλλά αυτές οι πραγματικότητες θα πρέπει να παρέχουν μόνο μια περιορισμένη δόση παρηγοριάς ενώπιον των κατά τα άλλα ανησυχητικών εκπαιδευτικών τάσεων.

Η διάβρωση του εκπαιδευτικού πλεονεκτήματος των Ηνωμένων Πολιτειών θα αποδυναμώσει τελικά την παγκόσμια εμβέλεια της χώρας. Με λιγότερο εργατικό δυναμικό με υψηλή μόρφωση από εκείνο που θα μπορούσαν ή θα έπρεπε να έχουν, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα έχουν λιγότερο οικονομικό, πολιτικό και στρατιωτικό βάρος για να υπερασπιστούν τα συμφέροντά τους και να διατηρήσουν την οικονομική [αρχιτεκτονική] και την αρχιτεκτονική ασφάλειας που έχει καθορίσει την μεταπολεμική τάξη πραγμάτων. Τελικά, η Pax Americana θα βρεθεί υπό πίεση. Δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε ένα σταδιακά λιγότερο ειρηνικό και πιο οικονομικά ανασφαλές διεθνές περιβάλλον στο οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες θα έχουν πολύ λιγότερη επιρροή ως αποτέλεσμα της στάσιμης δεξαμενής εργατικού δυναμικού με υψηλή εξειδίκευση.

Ευτυχώς, οι Ηνωμένες Πολιτείες [5] έχουν ακόμη καλές επιλογές για να διαχειριστούν την απώλεια της εκπαιδευτικής ηγεμονίας. Αλλά όλες απαιτούν από την Ουάσινγκτον να αναλάβει την πρωτοβουλία -κάτι για το οποίο δεν φαίνεται συνηθισμένη τον τελευταίο καιρό. Διαμέσου μιας πιο ενεργής και ευφάνταστης διπλωματίας, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να επιδιώξουν να σφυρηλατήσουν νέους συνασπισμούς ή συμμαχίες που θα πρόσθεταν στηρίγματα ανθρώπινου δυναμικού στην φιλελεύθερη τάξη πραγμάτων. Αυτό μπορεί να συνεπάγεται την υπομονετική καλλιέργεια των νέων συνεργασιών ασφαλείας με κάποια από τα μεγάλα κέντρα του εργατικού δυναμικού με υψηλή εκπαίδευση του αύριο: την Ινδία, την Ινδονησία, το Βιετνάμ -ίσως ακόμη και το Ιράν. Άλλες ενδιαφέρουσες δυνατότητες περιλαμβάνουν μια στενότερη εναρμόνιση του Καναδά, του Μεξικό, και των Ηνωμένων Πολιτειών, η οποία ίσως θα έφερνε την στρατηγική δυναμική της Βορείου Αμερικής στο να συμβαδίσει περισσότερο με την τεράστια δημογραφική και οικονομική δυναμική της.

Εν τω μεταξύ, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να επιχειρήσουν να αντιστρέψουν την δυσοίωνη εκπαιδευτική επιβράδυνση. Η στασιμότητα στο μορφωτικό επίπεδο εμποδίζει την οικονομική ανάπτυξη και πιθανώς στερεί από τις Ηνωμένες Πολιτείες τρισεκατομμύρια δολάρια σε παραγωγή κάθε χρόνο – ένα τίμημα που απλώς θα αυξηθεί εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν αλλάξουν πορεία. Μέρος του προβλήματος είναι ότι οι Αμερικανοί δεν θέλουν να αγοράσουν πολλά από αυτά που θέλουν να πουλήσουν οι εκπαιδευτικοί των ΗΠΑ και είναι δύσκολο να τους κατηγορήσουμε. Η ποιότητα της δημόσιας πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης είναι θλιβερά άνιση και ένα απολυτήριο λυκείου δεν συνοδεύεται πάντα από αξιοποιήσιμες δεξιότητες. Η τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι όλο και πιο γραφειοκρατική, ιδεολογική, και δαπανηρή. Εάν οι Αμερικανοί αντιμετώπιζαν την εκπαίδευση σαν να εξαρτάτο το μέλλον τους από αυτήν, θα αναζητούσαν εκτεταμένες αναθεωρήσεις, όχι οριακές αλλαγές, και θα έψαχναν πέρα από τα συνδικάτα των εκπαιδευτικών και τους διοικητές των πανεπιστημίων για καλύτερες ιδέες. Η αναζωογόνηση των ανθρώπινων πόρων της χώρας —όχι μόνο το μορφωτικό επίπεδο, αλλά η υγεία, η συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό, ακόμη και η οικογένεια— θα είναι ολοένα και περισσότερο στρατηγικές επιταγές για τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Οι επερχόμενες δημογραφικές και εκπαιδευτικές αλλαγές είναι προβλέψιμες. Αλλά δεν είναι εντελώς αναπόφευκτες και ξεδιπλώνονται αργά. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν χρόνο για να προσαρμοστούν και να αντιμετωπίσουν τις εκπαιδευτικές ελλείψεις τους πριν να είναι πολύ αργά. Ωστόσο, για να αποφύγει την σπατάλη του εκπαιδευτικού πλεονεκτήματός της και να μην θέσει σε κίνδυνο την θέση της παγκόσμιας πρωτοκαθεδρίας της, η Ουάσιγκτον πρέπει να αναγνωρίσει ότι η εκπαίδευση δεν αποτελεί πλέον μόνο ένα ζήτημα εσωτερικής πολιτικής αλλά ένα ζήτημα εθνικής ασφάλειας από το οποίο εξαρτάται το ίδιο το μέλλον των Ηνωμένων Πολιτειών.

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.foreignaffairs.com/topics/education
[2] https://www.aei.org/research-products/report/the-changing-global-distrib...
[3] https://www.foreignaffairs.com/tags/cold-war
[4] https://www.foreignaffairs.com/regions/china
[5] https://www.foreignaffairs.com/regions/united-states

Copyright © 2022 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/world/america-education-crisis-national-s...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition