Πώς αυτοπαγιδεύτηκε η Κίνα | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πώς αυτοπαγιδεύτηκε η Κίνα

Το οικονομικό μοντέλο του ΚΚΚ τού έχει αφήσει μόνο κακές επιλογές

Καθώς η Κίνα θα αναδύεται αυτόν τον μήνα από το κρίσιμο 20ο Εθνικό Συνέδριο (20th National Congress) του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος (Chinese Communist Party, ΚΚΚ), η ηγεσία της θα είναι υποχρεωμένη να αντιμετωπίσει το πιο δύσκολο σύνολο οικονομικών επιλογών που έχει αντιμετωπίσει εδώ και δεκαετίες. Μπορεί να μετατοπιστεί από ένα μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης που έχει δημιουργήσει μεγάλο πλούτο, αν και με το κόστος της όλο και μεγαλύτερης ανισότητας, του εκτοξευόμενου χρέους και μιας αυξανόμενης ποσότητας χαμένων επενδύσεων την τελευταία δεκαετία. Ή το Πεκίνο μπορεί να επιλέξει να συνεχίσει με το τρέχον οικονομικό μοντέλο του για μερικά ακόμη χρόνια μέχρι να υποχρεωθεί από αυτό το αυξανόμενο κόστος σε μια ακόμη πιο οδυνηρή μετάβαση.

06102022-1.jpg

Συντρίμμια μπροστά σε ένα συγκρότημα διαμερισμάτων στην [πόλη] Zhuozhou, στην Κίνα, τον Μάρτιο του 2021. Lusha Zhang / Reuters
------------------------------------------------------

Το πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Κίνα [2] είναι αυτό που περιέγραψε ο Γερμανο-αμερικανός οικονομολόγος Albert Hirschman πριν από πολλές δεκαετίες. Κάθε ταχεία ανάπτυξη είναι μη ισορροπημένη ανάπτυξη, σημείωσε ο Hirschman, και ένα επιτυχημένο αναπτυξιακό μοντέλο είναι ένα [μοντέλο] στο οποίο η μη ισορροπημένη ανάπτυξη αντιμετωπίζει και αναστρέφει τις υφιστάμενες ανισορροπίες στην οικονομία. Αλλά καθώς αυτές αναστρέφονται και η οικονομία αναπτύσσεται, το μοντέλο γίνεται όλο και πιο άσχετο με το αρχικό σύνολο των ανισορροπιών και τελικά αρχίζει να δημιουργεί ένα πολύ διαφορετικό σύνολο προβλημάτων.

Δυστυχώς, σημείωσε ο Hirschman, είναι δύσκολο να εγκαταλείψουμε ένα επιτυχημένο αναπτυξιακό μοντέλο. Η ίδια η επιτυχία του τείνει να δημιουργεί ένα σύνολο βαθιά ενσωματωμένων πολιτικών, επιχειρηματικών, οικονομικών και πολιτισμικών θεσμών που βασίζονται στην συνέχεια του μοντέλου και είναι πιθανό να υπάρξει ισχυρή θεσμική και πολιτική αντίθεση σε οποιαδήποτε ουσιαστική αναστροφή.

Εκεί βρίσκεται σήμερα η Κίνα. Το αναπτυξιακό της μοντέλο, των μεγάλων επενδύσεων σχεδιάστηκε για να επιλύσει την εξαιρετική επενδυτική ανεπάρκεια της Κίνας, αλλά σχεδόν τέσσερις δεκαετίες αργότερα, έχει αφήσει την Κίνα με υπερβολικά υψηλό επενδυτικό ποσοστό. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα (World Bank), οι επενδύσεις συνήθως αποτελούν περίπου το 25% του παγκόσμιου ΑΕΠ, που κυμαίνεται από 17% - 23% για τις πιο ώριμες οικονομίες έως 28% - 32% για τις αναπτυσσόμενες οικονομίες στα στάδια της υψηλής ανάπτυξής τους. Επί μια δεκαετία, ωστόσο, η Κίνα έχει επενδύσει ένα ποσό ίσο με το 40% έως 50% του ετήσιου ΑΕΠ της κάθε χρόνο. Πρέπει να μειώσει κατά πολύ αυτό το ασυνήθιστα υψηλό επίπεδο, αλλά με την ανάπτυξη να είναι τόσο εξαρτημένη από τις επενδύσεις, πιθανότατα δεν μπορεί να το κάνει χωρίς απότομη επιβράδυνση της συνολικής οικονομικής δραστηριότητας.

ΒΑΘΥΤΕΡΑ ΣΤΟ ΧΡΕΟΣ

Τα υψηλά επενδυτικά επιτόκια δεν ήταν πάντα κάτι κακό για την Κίνα. Όταν ξεκίνησε η εποχή της «μεταρρύθμισης και του ανοίγματος» στα τέλη της δεκαετίας του 1970, μετά από πέντε δεκαετίες που περιελάμβαναν τον πόλεμο με την Ιαπωνία, τον εμφύλιο πόλεμο και τον μαοϊσμό, η χώρα είχε υπερβολικά ελλιπείς επενδύσεις σε υποδομές, επιμελητεία και παραγωγική ικανότητα. Αυτό που χρειαζόταν πάνω από όλα ήταν ένα αναπτυξιακό μοντέλο ανάπτυξης που προτεραιοποιούσε τις ταχείες επενδύσεις.

Η προσέγγιση που ανέλαβε τα ηνία τα επόμενα χρόνια έκανε ακριβώς αυτό. Αρχικά, το Πεκίνο αύξησε το ποσοστό των εγχώριων αποταμιεύσεων στο ΑΕΠ, που απαιτείται για την χρηματοδότηση επενδύσεων. Σε κάθε οικονομία, ό,τι παράγεται και δεν καταναλώνεται εξ’ ορισμού αποταμιεύεται, επομένως η αύξηση του ποσοστού των αποταμιεύσεων στο ΑΕΠ σημαίνει απλώς μείωση του ποσοστού κατανάλωσης.

Το Πεκίνο το έκανε αυτό περιορίζοντας συστημικά την αύξηση του ποσοστού των νοικοκυριών στο ΑΕΠ. Το συνολικό εισόδημα μιας χώρας κατανέμεται μεταξύ των νοικοκυριών, των επιχειρήσεων και της κυβέρνησης, και τα νοικοκυριά, σε αντίθεση με τις επιχειρήσεις και την κυβέρνηση, καταναλώνουν το μεγαλύτερο μέρος όσων κερδίζουν. Στην πράξη, η μείωση του ποσοστού κατανάλωσης σήμαινε πως διασφαλιζόταν ότι οι επιχειρήσεις και η κυβέρνηση θα διατηρούσαν δυσανάλογο ποσοστό της παραγωγής και τα νοικοκυριά ένα μειούμενο ποσοστό. Όσο μικρότερο είναι το ποσοστό που ΑΕΠ που διατηρούν τα νοικοκυριά, τόσο χαμηλότερο είναι το ποσοστό της κατανάλωσης και τόσο υψηλότερο το ποσοστό της αποταμίευσης.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, το ποσοστό των εγχώριων αποταμιεύσεων στο ΑΕΠ έφτασε το 50%, το υψηλότερο επίπεδο που καταγράφηκε ποτέ από οποιαδήποτε χώρα. Το τραπεζικό σύστημα, το οποίο ήταν ο κύριος μεσάζων της Κίνας για τις αποταμιεύσεις, έκανε αυτές τις τεράστιες αποταμιεύσεις διαθέσιμες στις κινεζικές επιχειρήσεις, στους κατασκευαστές ακινήτων και στις τοπικές κυβερνήσεις με τεχνητά χαμηλά και καθορισμένα από την κυβέρνηση επιτόκια. Η συνέπεια ήταν η ταχεία ανάπτυξη που ωθήθηκε από τα υψηλά επίπεδα επενδύσεων. Αυτή η δυναμική επέτρεψε στην Κίνα να κλείσει το χάσμα της υποεπένδυσης της με εκπληκτικό ρυθμό.

Όμως, όπως κάθε άλλη χώρα που έχει ακολουθήσει ένα παρόμοιο μοντέλο, συμπεριλαμβανομένης της Σοβιετικής Ένωσης και της Βραζιλίας στις δεκαετίες του 1950 και του 1960 και της Ιαπωνίας στις δεκαετίες του 1970 και του 1980, η Κίνα αντιμετώπισε μια κρυφή παγίδα: όταν η Κίνα θα έκλεινε το χάσμα μεταξύ του επιπέδου του κεφαλαίου της και του επιπέδου που θα μπορούσαν να απορροφήσουν παραγωγικά οι εργαζόμενοι και οι επιχειρήσεις της, θα χρειαζόταν να μετατοπιστεί σε μια διαφορετική αναπτυξιακή στρατηγική που θα υποβάθμιζε τις επενδύσεις υπέρ της κατανάλωσης. Αυτό το χάσμα μάλλον έκλεισε τουλάχιστον πριν από 15 χρόνια, όταν το χρέος της Κίνας άρχισε να αυξάνεται ταχέως.

Αυτό δεν αποτελούσε σύμπτωση. Κανονικά, όταν μια οικονομία διοχετεύει μεγάλα ποσά χρέους σε παραγωγικές επενδύσεις, η προκύπτουσα αύξηση του ΑΕΠ της είναι πιθανό να υπερβεί την αύξηση του χρέους, και το χρέος της χώρας παραμένει χαμηλό. Αλλά όταν το χρέος χρησιμοποιείται για την χρηματοδότηση επενδύσεων των οποίων τα οικονομικά οφέλη είναι μικρότερα από το κόστος της εργασίας και των πόρων που χρησιμοποιούνται (γνωστές ως «μη παραγωγικές επενδύσεις»), το χρέος αρχίζει να αυξάνεται γρηγορότερα από το ΑΕΠ. Το χρέος της Κίνας άρχισε να εκτοξεύεται από το 2006 έως το 2008.

Από τότε, η επίσημη αναλογία χρέους της Κίνας έχει αυξηθεί από περίπου 150% του ΑΕΠ σε σχεδόν 280% του ΑΕΠ – μία από τις ταχύτερες αυξήσεις που έχει βιώσει ποτέ μια χώρα. Οι κύριες πηγές αυτού του αυξανόμενου χρέους ήταν οι ιδιωτικές επενδύσεις στον τομέα των ακινήτων της Κίνας, συμπεριλαμβανομένων των κτιρίων που είναι γεμάτα με άδεια διαμερίσματα που είχαν αγοραστεί για κερδοσκοπικούς λόγους, και τις επενδύσεις από τις τοπικές κυβερνήσεις σε πλεονάζουσα υποδομή, όπως τα υπερβολικά φιλόδοξα σιδηροδρομικά συστήματα, οι αναξιοποίητοι δρόμοι και αυτοκινητόδρομοι , και τα στάδια-τρόπαιο και τα συνεδριακά κέντρα.

Ενώ αμφότεροι οι τομείς των ακινήτων και των υποδομών είχαν συμβάλει τόσο πολύ στην οικονομική δραστηριότητα της Κίνας ώστε να έχουν γίνει πολιτικά σημαντικοί για τις τοπικές ελίτ, οι υπεύθυνοι χάραξης της οικονομικής πολιτικής γίνονταν όλο και πιο ανήσυχοι ότι ο μόνος τρόπος για να ανακτήσουν τον έλεγχο του χρέους ήταν ο περιορισμός των μη παραγωγικών επενδύσεων σε αυτούς τους δύο τομείς. Όμως, με αυτούς [τους τομείς] να αντιπροσωπεύουν πάνω από το ήμισυ της συνολικής αύξησης του κινεζικού ΑΕΠ τα τελευταία χρόνια –και πολύ περισσότερο από το ήμισυ κατά την διάρκεια ιδιαίτερα δύσκολων περιόδων για την οικονομία– ήταν σχεδόν αδύνατο να τους περιορίσουν χωρίς να προκαλέσουν απότομη πτώση της οικονομικής δραστηριότητας.

ΣΠΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΦΟΥΣΚΑ

Οι ρυθμιστικές αρχές έκαναν τελικά πέρυσι ένα σημαντικό πρώτο βήμα για την αντιμετώπιση της εκτόξευσης του χρέους, όταν αποφάσισαν να γίνουν πιο αυστηροί με την μόχλευση, καθιστώντας δυσκολότερο για τους πιο χρεωμένους κατασκευαστές ακινήτων να δανειστούν. Επί χρόνια, αυτοί οι κατασκευαστές βρίσκονταν σε μια κούρσα για να δανειστούν όσο περισσότερα μπορούσαν, όχι μόνο από τις τράπεζες αλλά και από τους πελάτες, τους προμηθευτές και τους εργολάβους. Είχαν χρησιμοποιήσει αυτά τα κεφάλαια για να αποκτήσουν όσο περισσότερη περιουσία μπορούσαν, και εφόσον θεωρείτο δεδομένο ότι οι τιμές των ακινήτων θα αυξάνονταν για πάντα, αναλάμβαναν μικρό πιστωτικό κίνδυνο και μπορούσαν πάντα να πουλήσουν με κέρδος.

Αλλά με τον τομέα των ακινήτων να αντιπροσωπεύει το 20% έως 30% όλης της οικονομικής δραστηριότητας, ήταν αναπόφευκτο ότι οποιαδήποτε απότομη συστολή στα ακίνητα θα γινόταν γρήγορα αυτοτροφοδοτούμενη και θα οδηγούσε σε σημαντική –και πολύ ανεπιθύμητη– επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας. Αυτό που ήταν ίσως απροσδόκητο μετά την περσινή αυστηροποίηση του δανεισμού στον τομέα των ακινήτων ήταν ο βαθμός στον οποίο η οικονομική δυσπραγία εξαπλώθηκε σε άλλα τμήματα της οικονομίας. Αυτό ίσχυσε ιδιαίτερα για τις τοπικές κυβερνήσεις, για τις οποίες οι πωλήσεις γης αποτελούσαν την μεγαλύτερη πηγή εσόδων· τα νοικοκυριά, τα οποία ξαφνικά άρχισαν να ανησυχούν ότι οι τιμές δεν θα αυξάνονταν επ' αόριστον· και τις επιχειρήσεις που επηρεάστηκαν άμεσα και έμμεσα από την αφερεγγυότητα στον τομέα των ακινήτων.

Με τις όλο και μεγαλύτερες ανησυχίες για τον ρυθμό της οικονομικής επιβράδυνσης [3] της Κίνας, το Πεκίνο μπορεί να απαντήσει μόνο με περιορισμένους τρόπους. Μια επιλογή είναι να επιστρέψει στην εποχή της ταχείας, τροφοδοτούμενης από το χρέος, ανάπτυξης, είτε επιχειρώντας να αναζωογονήσει τον τομέα των ακινήτων είτε αντισταθμίζοντας την πτώση του αυξάνοντας σημαντικά τις δαπάνες για υποδομές. Οι τοπικές κυβερνήσεις είναι ανυπόμονες, σχεδόν απεγνωσμένες, να αναζωογονήσουν την αγορά των ακινήτων, αλλά ίσως είναι πολύ αργά για αυτό, εάν έχουν αποθαρρυνθεί μόνιμα οι προσδοκίες των αγοραστών κατοικιών ότι οι τιμές των κατοικιών στην Κίνα μπορούν να συνεχίσουν να αυξάνονται.

Επιπλέον, οι αξιωματούχοι στο Πεκίνο φαίνονται πολύ απρόθυμοι να επιστρέψουν στους παλαιούς τρόπους επιχειρηματικής δραστηριότητας με τους οποίους οι κατασκευαστές αναλάμβαναν τεράστια ποσά χρέους για να χρηματοδοτήσουν νέα κερδοσκοπικά έργα. Με τα κινεζικά αστικά ακίνητα να κοστολογούνται σχεδόν τρεις φορές [πάνω] από το συγκρίσιμο επίπεδο στις Ηνωμένες Πολιτείες [4] και με τον τομέα των ακινήτων να αντιπροσωπεύει ένα τόσο εξαιρετικά υψηλό ποσοστό της συνολικής οικονομικής δραστηριότητας, οι περισσότεροι υπεύθυνοι χάραξης οικονομικής πολιτικής θέλουν εδώ και καιρό να δουν την αγορά να ηρεμεί.

Το πιο πιθανό είναι ότι η κινεζική κυβέρνηση θα αντισταθμίσει τις αρνητικές επιπτώσεις μιας πιο αργής και μικρότερης αγοράς ακινήτων, τουλάχιστον εν μέρει, αυξάνοντας τις δαπάνες στις υποδομές. Το Πεκίνο φαίνεται ήδη διατεθειμένο να ακολουθήσει αυτή την οδό και έχει πει στις τοπικές κυβερνήσεις ότι πρέπει να επιταχύνουν ή να αυξήσουν τα σχέδιά τους για δαπάνες στις υποδομές ή αμφότερα.

Ωστόσο, η κατασκευή περισσότερων γεφυρών και σιδηροδρομικών συστημάτων υψηλής ταχύτητας εξακολουθεί να σημαίνει ότι η ανάπτυξη θα αφεθεί να ωθηθεί κυρίως από μη παραγωγικές επενδύσεις, όπως έχει [αφεθεί] κατά την διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας. Αυτό θα προκαλέσει την συνέχιση της αύξησης του χρέους [5] της Κίνας και την λανθασμένη κατανομή των πόρων έως ότου η οικονομία να μην μπορεί πλέον να συγκρατήσει τις συνέπειες. Όταν αυτό έχει συμβεί σε προηγούμενες περιπτώσεις, το αποτέλεσμα έχει υπάρξει συνήθως μια πολύ ταραγμένη προσαρμογή, συχνά με τη μορφή μιας οικονομικής κρίσης παρόμοιας με εκείνη της Βραζιλίας στις αρχές της δεκαετίας του 1980.

Η δεύτερη επιλογή για το Πεκίνο είναι να διατηρήσει την υψηλή ανάπτυξη επανισορροπώντας την οικονομία όλο και περισσότερο προς την κατανάλωση. Το Πεκίνο προσπαθεί να το κάνει αυτό τουλάχιστον από το 2007, αλλά η αύξηση των καταναλωτικών δαπανών απαιτεί αύξηση του ποσοστού που διατηρούν τα νοικοκυριά στο ΑΕΠ. Οι καθημερινοί άνθρωποι, με άλλα λόγια, θα έπρεπε να λάβουν μεγαλύτερο μερίδιο από αυτό που παράγει η οικονομία με την μορφή υψηλότερων μισθών, μεγαλύτερων συντάξεων, περισσότερων επιδομάτων πρόνοιας και πάει λέγοντας, και αυτό θα έπρεπε να πληρωθεί από το Πεκίνο και τις τοπικές κυβερνήσεις με την εγκατάλειψη κάποιου από το ποσοστό τους στο ΑΕΠ.

Μια τέτοια προσαρμογή είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθεί πολιτικά. Η κατανομή της πολιτικής εξουσίας στην Κίνα, όπως και σε κάθε χώρα, είναι εν μέρει η συνέπεια της κατανομής της οικονομικής ισχύος, και μια σημαντική μετατόπιση στην δεύτερη σχεδόν σίγουρα θα ενεργοποιούσε μια αντίστοιχη μετατόπιση στην πρώτη. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να συμβεί, αλλά μέχρι στιγμής δεν υπάρχουν στοιχεία ότι η Κίνα θα διαχειριστεί μια επανισορρόπηση της κατανομής του εισοδήματος που άλλες χώρες με παρόμοια προβλήματα δεν έχουν μπορέσει να επιτύχουν.

Τέλος, εάν το Πεκίνο [6] είναι αποφασισμένο να ενεργήσει τώρα για να ελέγξει τη μη βιώσιμη αύξηση του χρέους και δεν μπορέσει να επανισορροπήσει την οικονομία, η τρίτη επιλογή είναι απλώς το Πεκίνο να αφήσει να πέσουν απότομα τα ποσοστά αύξησης του ΑΕΠ, πιθανότατα κάτω από το 3% (ή και το 2%). Εάν αντιμετωπιστεί σωστά, το περισσότερο από το κόστος αυτής της μείωσης θα πέσει στον κρατικό τομέα και όχι στα νοικοκυριά, επομένως αυτό δεν θα έχει μεγάλη σημασία για τους καθημερινούς ανθρώπους, αλλά σημαίνει πιο αργή ανάπτυξη για την κινεζική οικονομία συνολικά και ειδικά στον κρατικό μηχανισμό.

Μετά από σχεδόν τρεις δεκαετίες με το υψηλότερο ποσοστό επενδύσεων στο ΑΕΠ στην ιστορία, υπερβολικά μεγάλο μέρος των επενδύσεων της Κίνας κατευθύνεται, αναγκαστικά, σε έργα που δημιουργούν οικονομική δραστηριότητα (και χρέος), αλλά δεν δημιουργούν πραγματική οικονομική αξία. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο είναι απίθανο η Κίνα να συνεχίσει παραγωγικά να επενδύει κάπου κοντά σε αυτό το ποσό κάθε χρόνο.

Σε αυτή την περίπτωση, οι μόνες επιλογές της Κίνας είναι να μειώσει ταχέως τις επενδύσεις και να αποδεχθεί τις συνέπειες μιας πολύ χαμηλότερης ανάπτυξης ή να διατηρήσει υψηλά επίπεδα ανάπτυξης επιβάλλοντας συνεχή υψηλά ποσοστά επενδύσεων έως ότου η επακόλουθη εκτόξευση του χρέους της καταστήσει δύσκολο ή αδύνατο να μείνει σε αυτή την οδό. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, με άλλα λόγια, η κινεζική ανάπτυξη θα επιβραδυνθεί απότομα και ο τρόπος με τον οποίο θα το κάνει θα έχει βαθιές συνέπειες για την χώρα, το ΚΚΚ και την παγκόσμια οικονομία.

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.amazon.com/Trade-Wars-Are-Class-International/dp/0300244177
[2] https://www.foreignaffairs.com/regions/china
[3] https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2021-06-22/chinas-economic...
[4] https://www.foreignaffairs.com/regions/united-states
[5] https://www.foreignaffairs.com/china/beijing-debts-come-due-china-economy
[6] https://www.foreignaffairs.com/articles/china/2020-04-08/dont-count-chin...

Copyright © 2022 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/china/how-china-trapped-itself

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition