Το πρόταγμα της επανένωσης της Κύπρου | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το πρόταγμα της επανένωσης της Κύπρου

Μια ιστορική και γεωπολιτική ανάλυση*

Το Κυπριακό επανέρχεται στο προσκήνιο μετά την απόφαση των ηγετών των δύο κοινοτήτων της Κύπρου, Αναστασιάδη και Ακιντζί να προχωρήσουν σε διεθνή διάσκεψη στις 8-12 Ιανουαρίου 2017 στη Γενεύη για επίλυση των διεθνών και όλων των εναπομεινάντων πτυχών του κυπριακού, παρά την αποτυχία στο Mont Pelerin IΙ [1]. Η Διάσκεψη στην Γενεύη που ακολούθησε είναι «ανοικτού τέλους» με άγνωστη φυσικά την τελική έκβαση. Πάντως, η Διάσκεψη που υπόσχεται νέες εξελίξεις συνέχισε σε τεχνοκρατικό επίπεδο με σκοπό να προετοιμάσει το έδαφος για να επανέλθουν αμέσως μετά οι πολιτικοί για διαπραγμάτευση με σκοπό την εξεύρεση λύσης. Στα διεθνή, δηλαδή στην ασφάλεια και τις εγγυήσεις, η διαπραγμάτευση άρχισε τώρα -οι τεχνοκράτες που επέστρεψαν στο Mont Pelerin απλώς κατέγραψαν τα ζητήματα προς συζήτηση για να ρίξουν τη μπάλα πίσω στους πολιτικούς. Στην εσωτερική πτυχή επιτεύχθηκε πρόοδος στο ζήτημα της διακυβέρνησης, ωστόσο υπάρχουν ακόμα διαφορές ουσιαστικά σε τρία σημεία: (α) στο ποσοστό εδάφους για το τουρκοκυπριακό συνιστών κράτος της μέλλουσας επανενωμένης ομοσπονδιακής δημοκρατίας, (β) στο περιουσιακό και το ποιος θα αναλάβει το κόστος, (γ) ενώ ο κ. Αναστασιάδης κρατά ακόμα ανοικτό το θέμα της εκ περιτροπής προεδρίας για διαπραγματευτικούς λόγους. Το παιγνίδι είναι ακόμα ανοικτό.

08112022-2.jpg

Ένας συνδυασμός τεσσάρων φωτογραφιών δείχνουν τον [πλέον πρώην] Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ, Ban Ki-moon (κέντρο) με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Μουσταφά Ακιντζί (αριστερά) και τον πρόεδρο της Κύπρου Νίκο Αναστασιάδη κατά την διάρκεια των συνομιλιών επανένωσης της Κύπρου στο ελβετικό ορεινό θέρετρο Mont Pelerin, στην Ελβετία, στις 7 Νοεμβρίου 2016. REUTERS/Fabrice Coffrini/
----------------------------------------------------

Η πιθανότητα να υπάρξει λύση στο Κυπριακό έχει προκαλέσει πανικό σε κόμματα και κινήσεις του εθνικιστικού/ απορριπτικού χώρου σε Κύπρο, Ελλάδα, και Τουρκία που αντιτίθενται στην λύση. Κυκλοφορούν διάφορες συνωμοσιολογίες και φαντασιώσεις (εθνικιστικές, γεωπολιτικές, «αντι-ιμπεριαλιστικές») που συσκοτίζουν. Γι’ αυτό και επιβάλλεται όπως εντάξουμε την επίλυση του Κυπριακού εντός των πραγματικών δεδομένων της συγκυρίας, πρωτίστως στην βάση των αναγκών και συμφερόντων των Κυπρίων στο σύνολό τους. Η επίλυση του κυπριακού απαιτεί συνθέσεις, συμμαχίες και συναρθρώσεις που ξεπερνούν το δίπολο Αριστερά-Δεξιά, χωρίς ασφαλώς να καταργούνται αυτές, εφόσον οι ιδεολογίες και πολιτικές διαπερνούν και διαποτίζουν όλο το ερμηνευτικό και αναλυτικό πλαίσιο όσο το πλαίσιο της πολιτικής δράσης, ως πρόταγμα για την κυπριακή κοινωνία στην σημερινή εποχή.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΟΙΚΙΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΗΝ ΕΞΑΡΘΡΩΜΕΝΗ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ ΗΓΕΜΟΝΙΑ

Η γεωπολιτική και στρατηγική σημασία μιας χώρας, κι ας είναι μικρή και αδύναμη, όπως η Κύπρος, δε μένει ποτέ στάσιμη. Αυτό είναι ολοφάνερο σήμερα λόγω των ραγδαίων εξελίξεων στη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου (πολιτικές συγκρούσεις, αναπτύξεις, ανακάλυψη υδρογονανθράκων κτλ.). Ωστόσο, ακόμα και πριν από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, η σημασία της χώρας είχε ήδη αναβαθμιστεί λόγω των τεραστίων αλλαγών που συντελούνταν στην περιοχή και στο παγκόσμιο χάρτη. Η Κύπρος, αρχικά μια «ασήμαντη κατάκτηση» [2], απέκτησε γεωπολιτική αξία λόγω και της διώρυγας του Σουέζ και του πετρελαίου, και ακολούθως λόγω του Ψυχρού Πολέμου και των εξελίξεων στην Μέση Ανατολή. Ακόμα και σήμερα, ενόσω παρατείνεται η εκκρεμότητα στο Κυπριακό, επαναλαμβάνονται τα περί «αβύθιστου γιγαντιαίου αεροπλανοφόρου», όπως διατυπώθηκαν από το 1950 [3], καθώς το Κυπριακό όχι μόνο παραμένει μια μόνιμη εστία αντιπαράθεσης ανάμεσα στις διεθνείς και τοπικές δυνάμεις στην ανατολική Μεσόγειο, αλλά ίσως το σκηνικό να γίνεται ακόμα πιο απειλητικό. Αυτό συμβαίνει λόγω πιθανών αντιπαραθέσεων γύρω από τους υδρογονάνθρακες, ενώ απειλείται περαιτέρω όξυνση όσο διασυνδέεται, ως αποτέλεσμα πολιτικών επιλογών της χώρας ή αναπόφευκτων γεωπολιτικών δεδομένων με τις μεγάλες συγκρούσεις και μεταμορφώσεις της Μέσης Ανατολής [4].

Το 1878, όταν οι Βρετανοί αποικιοκράτες κατέλαβαν την Κύπρο ως αντάλλαγμα από τον Σουλτάνο για «προστασία» της Υψηλής Πύλης από την Ρωσία, το νέο αυτό «απόκτημα» δεν ήταν παρά ακόμα ένα κόσμημα στο περιδέραιο της βασίλισσας Βικτώριας [5]: Θεωρήθηκε από ορισμένους μια ασήμαντη κατοχή, ένα ακόμα άχρηστο στολίδι σε μια αυτοκρατορία σε παρακμή που μάζευε αχόρταγα κοσμήματα, απλώς για να μην τα πάρουν οι αντίπαλοί της, εφόσον η νήσος δεν ήταν πάρα ακόμα ένα αμφιβόλου σημασίας «πιόνι» στα ιμπεριαλιστικά παιγνίδια της εποχής [6]. Ωστόσο, τα δεδομένα της εποχής για τους αποικιοκρατικούς σχεδιαστές που έβλεπαν με διορατικότητα τον χάρτη της ανατολικής Μεσογείου, ιδίως με το άνοιγμα του Σουέζ το 1870, ο έλεγχος της κατάστασης στην περιοχή κατέστη αυτοκρατορική ανάγκη - εξ ου και η γεωπολιτική αξία της Κύπρου ως διάδρομου προς τις Ινδίες.

Στην πορεία ουδείς πλέον αμφέβαλλε για το πόσο σημαντική ήταν η κατάκτηση αυτής της προνομιακής στρατηγικής θέσης στο γεωπολιτικό χάρτη της κραταιής αυτοκρατορίας. Ήταν ένα σημαντικό ορμητήριο, a place d’arms, στην εγγύς ανατολή, στο νευραλγικό πέρασμα για την Ινδία και την ανατολή [7]. Τόσο κυνικά, αλλά απολύτως ειλικρινά ο Roland Storrs, ένας αποικιοκρατικός κυβερνήτης θα το παραδεχθεί στα απομνημονεύματα του: «Η Βρετανία κατέκτησε την Κύπρο για στρατηγικούς και οικονομικούς λόγους» [8]. Η γεωστρατηγική σημασία της την κάθε ιστορική στιγμή παραμένει ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα αντιπαράθεσης ανάμεσα σε ιστορικούς [9]. Η γεωστρατηγική «αξία» πρέπει να γίνει κατανοητή μέσα από μια ιστορική διαδικασία της επέκτασης του καπιταλισμού και των αντιπαραθέσεων διαφόρων αυτοκρατοριών, όπου οι ιστορικές συγκρούσεις αλλάζουν ανάλογα με την εποχή, τα συμφέροντα, την τεχνολογία και τους γεωπολιτικούς χάρτες στις διάφορες περιοχές του πλανήτη. Κι όμως, το παράδοξο της ιστορίας είναι ότι στην εποχή του χάους όπου τα κράτη, κυρίως τα μικρά, χάνουν την σημαντικότητά τους ή διαλύονται, στην περίπτωση της Κύπρου παρουσιάζεται ευκαιρία τώρα, για δεύτερη φορά σε μια δεκαπενταετία να φτάσει στην λύση του Κυπριακού. Το επίμαχο ζήτημα είναι φυσικά οι όροι της λύσης αυτής. Η γεωγραφική θέση της νήσου την καθιστά πολύτιμη για τα διάφορα γεωστρατηγικά συμφέροντα και γεωπολιτικά παιγνίδια στη περιοχή μας. Αν δούμε τις φάσεις μέσα από τις οποίες πέρασε η Κύπρος, ίσως αντιληφθούμε καλύτερα την κατάσταση πραγμάτων σήμερα [10].

Βλέπουμε λοιπόν ένα «πιόνι»/άγονη νήσος στην κραταιά αυτοκρατορία να μετατρέπεται σε ορμητήριο και στην συνέχεια με τη τεχνολογική ανάπτυξη αλλά και την αλλαγή των γεωπολιτικών ισορροπιών με το αντιαποικιακό κίνημα την εποχή του ψυχρού πολέμου σε εν δυνάμει «αβύθιστο αεροπλανοφόρο». Ακόμα και μετά την ανεξαρτησία, στο κόσμο της «αυτοκρατορίας των βάσεων» [11], η Βρετανία διατηρεί δύο βάσεις δίπλα στις πετρελαιοπαραγωγές χώρες. Παραμένει αμφιλεγόμενο αν έγινε ποτέ πραγματικά κατορθωτό να καταστήσουν την Κύπρο ως τέτοια, παρά τους τρεις Νατοϊκούς στρατούς που ήταν σταθμευμένοι εδώ, τις βάσεις, τις διευκολύνσεις και τους σχεδιασμούς των ιθυνόντων των Βορειοατλαντικών συμμάχων. Η κατάσταση στην χώρα ήταν πάντοτε πολύπλοκη και διαπλεκόμενη, καθώς δεν κατάφεραν ποτέ να θέσουν την Κύπρο πλήρως κάτω από την «Δυτική σφαίρα επιρροής» [12].

Κατά τις δεκαετίες του 1970-1990 μέχρι το 2000, οι διάφορες Δυτικές μυστικές υπηρεσίες, από την δική τους οπτική, θεωρούσαν την Κύπρο ως περίπτωση που απαιτούσε «στενή παρακολούθηση» γιατί ήταν μεν χώρα υπό «επιτήρηση» τριών Νατοϊκών εγγυητριών δυνάμεων, με βρετανικές βάσεις, κατοχή εδάφους από την Τουρκία κτλ., ωστόσο διατηρούσε μια ισχυρή παράδοση ενός αδέσμευτου προσανατολισμού που εμπέδωσε ο Μακάριος, διατηρούσε δεσμούς με τις Αραβικές χώρες και τις χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας, και ασφαλώς υπήρχε ισχυρή παρουσία του ΑΚΕΛ κ.ά. [13]. Αν δεν έπαιζε το παιγνίδι της σχοινοβασίας και εξισορρόπησης ανάμεσα στα διάφορα συμφέροντα, θα είχε καταβροχθιστεί εδώ και χρόνια, ανάμεσα στις δύο «μητέρες-πατρίδες» που απλώς ήθελαν έδαφος σε βάρος της κυπριακής ανεξαρτησίας [14]. Αυτό προνοούσαν τα διάφορα σχέδια επίλυσης στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Από την οπτική των υπηρεσιών πληροφοριών και ασφάλειας ωστόσο, η Κύπρος ήταν ύποπτη – ας μην ξεχνούμε τη δολοφονία του Αμερικανού πρέσβη το 1974. Το βασικό είναι ότι τόσο οι Δυτικές χώρες (και η Ισραηλινή Μοσσάντ) θεωρούσαν ότι η Κύπρος αποτελεί ένα «τρομοκρατικό διαμετακομιστικό σταθμό» [15], τον οποίο παρακολουθούσαν στενά. Η ψυχροπολεμική παράνοια τις δεκαετίες 1970 και 1980 θεωρεί την Κύπρο «παράδεισο για τρομοκράτες»:

«Η Κύπρος για χρόνια υπήρξε παράδεισος για θιασώτες, ακτιβιστές και ενεργές τρομοκρατικές ομάδες (operatives). Στρατηγικά τοποθετημένη στην ανατολική Μεσόγειο, κακώς διαιρεμένη ανάμεσα στον ελληνικό και τουρκικό πληθυσμό και κυβερνήσεις, ανοικτή στους ταξιδευτές, επιχειρηματίες και άλλους που παρουσιάζονται ως τέτοιοι, οικία για αμέτρητους διπλωμάτες με προνομιακά αποθέματα, μαγνήτης για ναυτιλία, παραθεριστές και αεροπορικά ταξίδια για τους τόπους της Μεσογείου που θέλουν να πάνε οι τρομοκράτες. Η τρομοκρατία απλώς δεν έχει θεσμοποιήσει εαυτήν στο νησί» [16].

Η εικόνα αυτή αλλάζει βέβαια από το τέλος της δεκαετίας του 1990 μέχρι σήμερα [17]. Ωστόσο, ακόμα και μετά την ένταξη στην ΕΕ, η Κύπρος παραμένει ένας γεωπολιτικός χώρος που δε μπορεί έτσι απλά να μεταβληθεί σε ένα «κανονικό» χώρο της «Δυτικής σφαίρας επιρροής». Είναι λόγω ιστορίας, πολιτικής και γεωγραφίας μια κατεξοχήν μεθοριακή χώρα στην ανατολική Μεσόγειο, μια «χώρα-σύνορο» στο μεταίχμιο ή όριο της Ευρώπης, Ασίας και Αφρικής [18]. Χαρακτηριστικό της κυπριακότητας είναι ο αστάθμητος παράγοντας, αυτό που προσδίδεται με τον όρο «Liminality», δηλαδή η στιγμή/χώρος στον ενδιάμεσο χώρο [19]. Στην ανθρωπολογία, ό όρος liminality που έρχεται από το λατινικό līmen (λιμένας), που σημαίνει «ένα κατώφλι» περιέχει το στοιχείo της ασάφειας ή αποπροσανατολισμού που εμφανίζεται στο ενδιάμεσο στάδιο μιας τελετουργίας, όταν οι συμμετέχοντες κατέχουν ακόμα την προ-τελετουργική τους κατάσταση και δεν έχουν ακόμη αρχίσει την μετάβαση με την ιδιότητα που θα κρατήσει όταν η τελετουργία είναι πλήρης. Εξ ου και θεωρείται συχνά φάση/περίοδος δυσφορίας λόγω της αναμονής του μετασχηματισμού. Σε αυτό το πλαίσιο οι παλιές συνήθειες, οι πεποιθήσεις, χαρακτήρες και προσωπική ταυτότητα αποσυντίθεται. Η Κυπριακή Δημοκρατία (ΚΔ) λοιπόν, ενώ υποχρεούται να εφαρμόσει το κεκτημένο και να υιοθετήσει την γενικότερη κατεύθυνση της εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ, τα δεδομένα στην περιοχή και η ανάγκη να διασφαλιστούν τα συμφέροντα της χώρας ωθούν σε έναν ανάλογο προσανατολισμό την ΚΔ. Με αυτή την έννοια, η σκιά των Αδεσμεύτων λόγω ιστορίας και γεωγραφίας επιβάλλουν μια τάση αυτονόμησης με την εξεύρεση λογικών εξαιρέσεων από τους Δυτικούς σχεδιασμούς.

Στην ελληνική και ελληνοκυπριακή εθνικιστική αφήγηση, η Κύπρος υπήρξε το αλύτρωτο κομμάτι που «καρτερούσε» την «Ένωση», δηλαδή προσάρτηση στην Ελληνική Δημοκρατία. Η ανεξαρτησία όπως προέβλεπαν οι συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου το 1959, απαγόρευε την προσάρτηση και την διχοτόμηση και δημιούργησε μια δικοινοτική συναινετική δημοκρατία που απαιτούσε χωριστές πλειοψηφίες. Ωστόσο, η μονομερής απόπειρα του Μακαρίου να τροποποιήσει το Σύνταγμα, αφαιρώντας τις τουρκοκυπριακές εξασφαλίσεις και χωριστές πλειοψηφίες οδήγησε στις διακοινοτικές συγκρούσεις του 1963-67. Οι Τουρκοκύπριοι που αντέδρασαν βίαια εκτοπίστηκαν, κι έτσι η ελεγχόμενη από την ΚΔ περιοχή μετατράπηκε σε μεγάλο βαθμό σε «μικρά Ελλάδα» μέχρι το 1974. Ωστόσο, αυτή ήταν μια ασταθής «λύση» χωρίς νομιμοποίηση, νομική ή πολιτική. Ούτε καν εντός της Εθνικής Δεξιάς δεν μπορούσε να σταθεί. Η μικρή ελληνοκυπριακή ακροδεξιά εθνικοφροσύνη (με την στήριξη της ελληνικής χούντας) με την τρομοκρατική βία που ασκούσε ήθελε προσάρτηση στο κράτος των Αθηνών και ήταν έτοιμη να παραχωρήσει τμήμα της Κύπρου στην Τουρκία. Από την άλλη μεριά, η ελληνοκυπριακή πλειοψηφία, παρά την από κοινού στήριξη του Μακαρίου ως συμβόλου ανεξαρτησίας, ήταν διχασμένη. Η μεν Αριστερά (ΑΚΕΛ), παρά τις αδυναμίες και αμφιταλαντεύσεις, ιστορικά εξέφραζε την κυπριακή ανεξαρτησία και δικοινοτικότητα [20], ενώ η Μακαριακή κεντρο-δεξιά που ασκούσε την εξουσία ενός ανεξάρτητου κράτους, παρά την αδήριτη ανάγκη της εποχής, υπέφερε από μια εγγενή αδυναμία να κόψει τον ομφάλιο λώρο με την Αθήνα, η οποία υπόσκαπτε συνεχώς την εύθραυστη ανεξαρτησία [21]. Η ισχυρή προσωπικότητα του Μακαρίου που συνδύαζε αριστοτεχνικά την πολιτειακή με την εκκλησιαστική ηγεσία [22], κυριολεκτικά ηγεμόνευε, που σήμαινε ότι επισκίαζε τα βαθιά διαιρετικά ρήγματα που κρύβονταν πίσω από την ηγεμονία αυτή [23]. Ωστόσο, σε ιδεολογικό επίπεδο, στον δημόσιο λόγο και στην παιδεία, ο μύθος της Ένωσης διατηρήθηκε μέχρι τη καταστροφή του 1974. Ασφαλώς από το 1968, μετά την άνοδο τη Χούντας στην Αθήνα, όταν ο Μακάριος δημοσίως διακήρυξε ότι περνά πλέον από την «πολιτική του ευκταίου» (ένωση) στην «πολιτική του εφικτού» (ανεξαρτησία), η ρήξη εντός των Ελληνοκυπρίων που ήλεγχαν το κράτος πήρε πλέον καθαρό χαρακτήρα εμφύλιας σύρραξης, αρχικά περιορισμένης, και το 1974 ολομέτωπης [24]. Η διατήρηση της «ενωσιολογίας» συνέχιζε για εξυπηρέτηση ιδεολογικών λόγων και περιορισμό/εξοβελισμό των Τουρκοκυπρίων από την εξουσία της συνεταιρικής δημοκρατίας της Ζυρίχης [25]. Η έννοια της μικρής Ελλάδας λειτουργούσε ως υποκατάστατο της ένωσης, η οποία στην πράξη θα σήμαινε διπλή ένωση.

Απαιτείται η κατανόηση των πραγματικών δυναμικών στο πολιτικό γίγνεσθαι της χώρας, χωρίς να παραβλέπουμε ούτε τις βρετανικές (και ευρύτερα βορειοατλαντικές και ευρωπαϊκές), τουρκικές και ελληνικές επιβουλές, ούτε και τα επεκτατικά-ιμπεριαλιστικά ιδεολογήματα των «μητέρων πατρίδων» [26]. Για την Άγκυρα αντιθέτως μια «μικρά Ελλάς» ήταν «λόγχη στο μαλακό υπογάστριο της Τουρκίας που ποτέ δεν πρέπει να πέσει σε εχθρικά χέρια» [27]. Σχεδόν οι μισοί Τουρκοκύπριοι ήταν περιορισμένοι σε θύλακες κάτω από καθεστώς στρατιωτικού νόμου, ενώ οι άλλοι μισοί χωρίς πολιτικά δικαιώματα υπό τον έλεγχο των Ελληνοκυπρίων σε άλλο καθεστώς εξαίρεσης με βάση το «δόγμα της ανάγκης» [28]. Γενικά, για την Άγκυρα, το Κυπριακό υπήρξε «εθνικό θέμα» που υπερέβαινε το Κεμαλικό σχήμα και ωθούσε προς επεμβατικές λογικές εκτός συνόρων [29].

Ένας σημαντικός παράγοντας που συνήθως παραγνωρίζεται ή υποτιμάται είναι οι Τουρκοκύπριοι. Η άποψη ότι οι Τουρκοκύπριοι ουσιαστικά «δεν υφίστανται ως κοινότητα», κι ότι αποτελούν απλά «προέκταση ή υποχείριο της Άγκυρας», είτε οι ίδιοι το θέλουν είτε όχι, είναι ασφαλώς ευρέως διαδομένη. Η θέση ότι είναι δήθεν άσκοπο να μιλούμε με τους Τουρκοκύπριους εφόσον η Άγκυρα αποφασίζει είναι ενδεικτική της αντίληψης αυτής. Παρόμοια στάση τηρούν και τα «γεράκια της ελληνοκυπριακής πολιτικής» [30]. Παρεμπιπτόντως, οι απόψεις αυτές ταυτίζονται πλήρως με τις θέσεις Denktaş και των Τουρκοκύπριων ακροδεξιών που επιμένουν ότι οι Τουρκοκύπριοι είναι και πρέπει να παραμείνουν προέκταση της Άγκυρας. Τέτοιες απόψεις φαίνεται να επιβεβαιώνουν την παρατήρηση του Landau ότι μια εξτρεμιστική εθνικιστική ιδεολογία έχει σαν αναγκαίο στήριγμα κι ενισχύεται από το επιχείρημα ότι στην «άλλη πλευρά» υπάρχει το αντίστοιχο μοχθηρό της κάτοπτρο [31]. Επομένως, η προσέγγιση που αγνοεί τους Τουρκοκύπριους ως διακριτό πολιτικό και κοινωνικό υποκείμενο, ένα δομικό κομμάτι του ελληνοκυπριακού εθνικισμού [32], είναι όχι μόνο ελλιπής αλλά διαστρεβλώνει την ουσία του Κυπριακού, στερώντας το τμήμα αυτό του κυπριακού λαού τον αυτόνομο ρόλου και λόγο [33]. Αγνοεί την βία που είχαν υποστεί οι Τουρκοκύπριοι από την δεκαετία του 1950, η οποία ήταν τόσο διακοινοτική, όσο και ενδοκοινοτική [34], όπως και στην περίπτωση των Ελληνοκυπρίων [35]. Μια ισχυρή τάση Τουρκοκύπριων με μπροστάρη την Αριστερά, πάρα την βία που εξασκείτο και τις αντιφάσεις [36], αντιστεκόταν σθεναρά, ακόμα και την περίοδο κατά την οποία τόσο για την Τουρκία όσο και για την τουρκοκυπριακή ηγεσία επικρατούσε η πολιτική «Μη λύση είναι λύση», στην οποία το κυριαρχούσε το Ντενκτασικό δόγμα για την μόνιμη διχοτόμηση της Κύπρου [37]. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό γιατί είναι πάνω σε αυτή την αντίσταση που οικοδομήθηκε, όλο το κίνημα αντίστασης [3] και ενάντια στην πολιτική που ήθελε τους Τουρκοκύπριους να αρνούνται την Κύπρο ως πατρίδα στο σύνολό της επιδιώκοντας την ενσωμάτωσή τους στον «κόσμο του τουρκικού έθνους». Ασφαλώς ένα ισχυρό τμήμα των Τουρκοκυπρίων παραμένουν οχυρωμένοι πίσω από τον δικό τους εθνικισμό, το «Taksim», δηλαδή την διχοτόμηση της χώρας.

Το 1974 ήταν μια ριζική ανατροπή, μια ρήξη με το παρελθόν που κατέστρεψε τον ελληνοκυπριακό κόσμο. Πρώτα η «εισβολή της χούντας», όπως κατήγγειλε ο πρόεδρος Μακάριος στην Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ το πραξικόπημα, και στην συνέχεια η εισβολή και η συνεχιζόμενη κατοχή του βορείου τμήματος της χώρας δημιουργεί πολλαπλά «καθεστώτα εξαίρεσης» [39], ενώ στο βόρειο τμήμα της χώρας εγκαθιδρύεται ένα παράνομο καθεστώς εξαίρεσης και εξάρτησης, με σχετική αυτονομία που όλο και εναρμονίζεται με την Τουρκία, αν δεν υπάρξει λύση σύντομα [40].

Μετά το 1990 είχαμε τεράστιες αλλαγές με την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και τον αναπροσανατολισμό της Κυπριακής Δημοκρατίας από αδέσμευτη χώρα σε κράτος-μέλος της ΕΕ. Άλλαξε το γεωπολιτικό πλαίσιο που διαμορφώθηκε με την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, αν και οι συζητήσεις για την πολλαπλότητα και την ανάγκη για μια πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική ως συνέχεια της αδέσμευτης πολιτικής συνεχίστηκαν ακόμα και μετά την ένταξη στη ΕΕ. Σε πολιτικό επίπεδο βλέπουμε ότι παρά την κριτική που δέχτηκε επί προεδρίας του ο Δ. Χριστόφιας και σε κάποιο βαθμό ο Τάσσος Παπαδόπουλος από την Δεξιά, τελικά και ο Ν. Αναστασιάδης αναγκάζεται εκ των πραγμάτων να κινείται πιο αυτόνομα από την Δυτική σφαίρα: Στην πορεία της προεδρίας του ο Ν. Αναστασιάδης, ενώ ξεκινά ως ο εντελώς «φιλοδυτικός», κατανοεί και σταθερά κάνει στροφή [41] προς την κατεύθυνση μιας πιο σύνθετης και αυτόνομης εξωτερικής πολιτικής, κρατώντας αποστάσεις από την στάση της ΕΕ και του ΝΑΤΟ στο Ουκρανικό, ενώ στο Κυπριακό, έχοντας ανάγκη στήριξης από το ΑΚΕΛ, έχει εγκαταλείψει τα περί ΝΑΤΟϊκών εγγυήσεων και αναζητά την όσο το δυνατό πιο ενεργή εμπλοκή του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Εξάλλου, αυτή είναι και η ρεαλιστική πολιτική που δείχνει ότι μπορεί να χαλιναγωγήσει την Άγκυρα.

Το 2004, η απόρριψη του Σχεδίου Ανάν και η ένταξη στην ΕΕ δημιούργησε νέα κατάσταση. Ενώ η ανακάλυψη υδρογονανθράκων πάλι δημιουργεί δεδομένα: Ο παράγοντας αυτός από τη μια μεριά μπορεί να μετατραπεί σε κίνδυνο να βρεθεί η χώρα στο κέντρο του κυκλώνα μιας πολύπλοκης ενεργειακής διαπάλης, και από την άλλη μπορεί, αν βρεθεί κοινή συνισταμένη, να συμβάλει αποφασιστικά στην λύση του Κυπριακού [42]. Ο καταλυτικός ρόλος του φυσικού αερίου διαφάνηκε από το 2011 [43], παρά το ότι δεν γνωρίζουμε ακόμα τις πραγματικές ποσότητες του κοιτάσματος [44]. Αν θα τύχουν εκμετάλλευσης τα κοιτάσματα αυτά, απαιτείται συνεργασία και αυτό ωθεί τις κυρίαρχες δυνάμεις στην περιοχή, συμπεριλαμβανομένης και της Άγκυρας, σε νέες δυνατότητες συνεργασίας. Αντιθέτως, τόσο η συνέχιση της διαίρεσης και αντιπαλότητας με την απειλή σύγκρουσης, δεν ευνοούν επενδύσεις δισεκατομμυρίων που καθίστανται αδύνατες χωρίς πολιτική σταθερότητα. Από την άλλη μεριά η Τουρκία διεκδικεί δικαιώματα κι αυτό περιπλέκει τα πράγματα, ιδίως στα δυτικά της Κύπρου χωρίς την οριοθέτηση της ΑΟΖ με συμφωνία ανάμεσα στην Ελλάδα, Κύπρο και Τουρκία [45].

ΤΟ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟ ΚΑΙ Ο ΜΕΤΑΒΑΛΛΟΜΕΝΟΣ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ

Μια αφελής άποψη που επαναλαμβάνεται συνεχώς είναι ότι μπαίνοντας «στον ενεργειακό χάρτη» αυτό «αλλάζει την γεωστρατηγική και γεωπολιτική θέση της Κύπρου» [46], ενώ αναπτύσσεται η «ενεργειακή» γεωπολιτική φιλολογία [47] η οποία τροφοδοτεί τα μέσα μαζικής ενημέρωσης με τα διάφορα γεωπολιτικά ιδεολογήματα της εποχής μας που επιτρέπουν την ανάπτυξη νέων μεγαλοϊδεατισμών και άλλων παρομοίων φαντασιώσεων. Παρουσιάζονται και «αντι-ιμπεριαλιστικές» παραλλαγές, ωστόσο στην πραγματικότητα πρόκειται περί των ιδίων ιδεολογημάτων με ρητορικές προσαρμογές. Εύλογα λοιπόν τίθεται το ερώτημα του πώς αλλάζουν τα γεωπολιτικά δεδομένα στην χώρα [48]. Ενώ λοιπόν στα ΜΜΕ είχαμε μια θριαμβολογία περί άρδην αλλαγής των δεδομένων, στην πορεία έγινε κατανοητό ότι χωρίς την λύση του Κυπριακού, η κατάσταση θα είναι εξαιρετικά δύσκολη σε όποια απόπειρα εξόρυξης.

Από το 2013, όταν ανέλαβε την εξουσία η Δεξιά υπό τον Νίκο Αναστασιάδη, μια κυβέρνηση με σαφή δυτικόστροφο και Νατοϊκό προσανατολισμό, επιχείρησε ένα ενεργειακό παιγνίδι αντιμετώπισης της Τουρκίας μέσα από «το τετράγωνο Κύπρος-Ελλάδα-Ισραήλ-Αίγυπτος». Λιγότερη σημασία δόθηκε στις συμφωνίες με το Λίβανο, την Ιορδανία και την Συρία διότι περιπλεκόταν η κατάσταση λόγω των σχέσεων με το Ισραήλ κυρίως [49]. Το παιγνίδι αυτό υπήρξε ευθύς εξαρχής ριψοκίνδυνο και αβέβαιο˙ μόλις η Άγκυρα κλιμάκωσε τις αντιδράσεις στην προετοιμασία των προϋποθέσεων εξόρυξης με το πλοίο της «Μπαρμπαρός», τα όποια θετικά αποτελέσματα αυτής της απόπειρας από την κυβέρνηση Αναστασιάδη φάνηκε να μην αποδίδουν. Έτσι το εγχείρημα έχει κατ’ ουσία μπει στο ψυγείο, πράγμα που διευκολύνθηκε με την εκλογή Ακιντζί στην ηγεσία των Τουρκοκυπρίων που άνοιξε τις προοπτικές για λύση. Ασφαλώς, συνεχίζεται ένα θέαμα με συμφωνίες με γειτονικές χώρες, μάλλον για πολιτικό-ιδεολογικούς λόγους. Αν δεν υπάρξει λύση, το Ισραήλ οπωσδήποτε θα τα βρει με την Άγκυρα για το μείζον θέμα της μεταφοράς αερίου μέσω αγωγού στην Τουρκία, ωστόσο, χωρίς λύση τα πράγματα δυσκολεύουν από οικονομική και γεωπολιτική άποψη. Η Αίγυπτος συμμετέχει μεν σε τριμερείς συνεργασίες με την Ελλάδα και την Κύπρο, ωστόσο στα δυτικά της Κύπρου, καμιά από τις τρεις χώρες δε μπορεί να προχωρήσει σε εξόρυξη χωρίς την οριοθέτηση των ΑΟΖ τους με την Τουρκία [50]. Σήμερα ωστόσο το παιγνίδι σήμερα εστιάζεται ανατολικά της Κύπρου. Από την Συρία θα μπορούσαν οι χώρες των Εμιράτων του Περσικού Κόλπου να εξαγάγουν φυσικό αέριο στην Μεσόγειο. Το Κατάρ φαίνεται τουλάχιστον να «επενδύει» επικοινωνιακά στους ισλαμιστές μέσα από τους επικοινωνιακούς του «δορυφόρους» (όπως τα διάφορα «παρατηρητήρια», τον Αλ Τζαζίρα κοκ). Πιο σημαντικός για τώρα είναι ο αγωγός από την Τουρκία στο Ισραήλ ή /και στο Σουέζ που μπορεί να μεταφέρει επίσης ρωσικό φυσικό αέριο για την Άπω Ανατολή. Αυτός σχεδιάζεται να εντάξει το φυσικό αέριο του Ισραήλ στους τουρκικούς αγωγούς. Ωστόσο, ενώ δεν απαιτείται άδεια για υποθαλάσσιους αγωγούς από το κράτος που δυνητικά διεκδικεί ΑΟΖ, απαιτείται τουλάχιστον σταθεροποίηση και συνεννόηση διότι θα περνούν από την ΑΟΖ της Συρίας και της (τώρα) κατεχόμενης Κύπρου στα ανατολικά στης Καρπασίας (στα ανοικτά του Αποστόλου Αντρέα και της Αμμοχώστου).

Η ρευστότητα των καιρών διαφαίνεται και από την εκλογή του λαϊκιστή Ντόναλντ Τραμπ [51], η οποία σηματοδοτεί μια νέα φάση στην εποχή του αστάθμητου παράγοντα [52]. Πέραν των τοπικών ιδιαιτεροτήτων της αμερικανικής κοινωνίας και πολιτικής, η εκλογή αυτή προφανώς αποτελεί ακόμα μια έκφανση μιας ηγεμονίας σε διαδικασία φθοράς, ή αλλιώς έκφανση της «παρακμής της αμερικανικής ισχύος» [53], η οποία συνοδεύεται από μια μακρά διαδικασία επώδυνων μεταβολών με απρόβλεπτες καταλήξεις. Υπό αυτό το ρευστό περιβάλλον αλλάζουν και τα δεδομένα στο Κυπριακό, στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και στην Μέση Ανατολή. Παραμένει άγνωστη ακόμα η κατεύθυνση της αμερικανικής πολιτικής και πώς αυτή πραγματικά αλλάζει τα δεδομένα επί του εδάφους με την εκλογή του Τράμπ. Κατά την προεκλογική του εκστρατεία υποσχέθηκε να τα βρει με την Μόσχα για την Συρία και την Μέση Ανατολή, ενώ παράλληλα υποσχέθηκε να «ξανακάνει την Αμερική μεγάλη» και φαίνεται να διορίζει «γεράκια» στα διάφορα πόστα. Από την άλλη, η Χίλαρι Κλίντον ήταν τόσο μπλεγμένη στην αιματοβαμμένη πολιτική των ΗΠΑ στην περιοχή της Μέσης Ανατολής που μάλλον θα οδηγούσε τα πράγματα σε περαιτέρω όξυνση.

Η αμερικανική εξωτερική πολιτική της υπό αμφισβήτηση υπερδύναμης ασφαλώς δεν μπορεί να αλλάξει ριζικά από τη μια μέρα στην άλλη. Υπάρχουν μακροπρόθεσμοι σχεδιασμοί που καθορίζονται από θεσμούς ενσωματωμένους σε ένα σύστημα εξουσίας που έχει σαφείς γεωπολιτικούς προσανατολισμούς κι εξυπηρετεί μεγάλα συμφέροντα. Ο Τραμπ μάλλον θα συνεχίσει κι αυτός τα ίδια αδιέξοδα στην διαχείριση μιας οξυνόμενης κρίσης που οδήγησε τελικά στην ήττα των όποιων προοπτικών για εκδημοκρατισμό των αραβικών καθεστώτων μετά την «Αραβική Άνοιξη». Συνεπώς, αναδύονται νέα αυταρχικά κράτη και φαινόμενα διάλυσης και καταστροφικής διασποράς τους. Παρατηρούμε επίσης μακρούς πολέμους και κρίσεις, όπως στην Συρία (βία, καταστροφές και προσφυγικό), διαλυμένα και κατατεμαχισμένα κράτη (π.χ. Ιράκ, Αφγανιστάν, Υεμένη), επικίνδυνα κρατίδια φυλάρχων και φονταμενταλιστών (π.χ. η Λιβύη μετά τον Καντάφι), μεταβολές κοσμικών αυταρχικών καθεστώτων σε δικτατορίες τύπου αλ-Σίσι στην Αίγυπτο, ή σε νεο-θρησκευτικά και αυταρχικά καθεστώτα, όπως η Τουρκία του Ερντογάν [54]. Παρά το ότι ο Ερντογάν ξεκίνησε σαν «καλό παιδί» των Δυτικών, τώρα αυτονομείται και όπως μετρά την ήττα των ισλαμιστών στην Συρία, ο Ερντογάν φαίνεται να διευρύνει τις τάσεις αυτονόμησης από την Δύση και να εστιάζει στην Ασία [55]. Αυτή είναι μια μετατόπιση του πεδίου της πολιτικής που αντικατοπτρίζει μια γενικότερη τάση των διαφόρων παικτών στη περιοχή: Η Ρωσία σε αυτό το πλαίσιο εμφανίζεται σαν βασικός παίκτης πια αλλά είναι φανερό ότι ηγεμονία δεν υπάρχει όσο το ανοιχτό ηφαίστειο της Παλαιστίνης είναι εκεί. Εξ ου και η ανοησία στους διάφορους στην ελληνοκυπριακή Δεξιά και το απορριπτικό μέτωπο που εμμένουν σε συμμαχίες με το Ισραήλ και που μας συνδέουν με την ωρολογιακή βόμβα που εκπροσωπεί το Ισραήλ του Νετανιάχου. Περίεργη στάση λοιπόν τηρούν οι εξ Αθηνών «αντιιμπεριαλιστές» γιατί ενώ δεν φαίνεται να εκτιμούν τον νέο «αντιιμπεριαλισμό» του Ερτογάν ξαφνικά τώρα υιοθετούν την Δυτική στάση; Όπως και με το Ισραήλ που ξαφνικά ξεχνούν τον εποικισμό και θέλουν συμμαχίες.

Οι ευρύτερες αλλαγές με επίκεντρο την αμφισβήτηση της αμερικανικής ηγεμονίας, είχαν δραστικές συνέπειες μεταξύ των οποίων και η εντεινόμενη επιδίωξη της Άγκυρας να αυτονομηθεί από την Δύση. Ιδιαίτερα κατά την διάρκεια της διακυβέρνησης του «Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης», το γεωπολιτικό όραμα της Τουρκίας περιλαμβάνει μια διαφορετική ανάγνωση του κόσμου και της περιφέρειας. Σε αυτή τη νέα γεωπολιτική φαντασίωση, ο Ερντογάν θεωρεί ότι η Τουρκία όχι μόνο θα πρέπει να κερδίσει επιρροή σε ό,τι συμβαίνει στη «γειτονιά», αλλά να μετασχηματιστεί σε παράγοντα οικοδόμησης μιας νέας περιφερειακής τάξης πραγμάτων [56]. Ο γεωπολιτικός χάρτης της περιοχής αλλάζει ριζικά και επικίνδυνα.

Με την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και του «υπαρκτού σοσιαλισμού», ζήσαμε την σκλήρυνση και όξυνση των διαφόρων ιμπεριαλιστικών επιθέσεων, όπως φάνηκε με την εισβολή στο Ιράκ το 2003 και τις επιδρομές στην περιοχή μας Λιβύη, Αφγανιστάν κ.λπ. Ως ευκαιρία και «λύση» στο κενό εξουσίας, επιχειρήθηκε η επιβολή νέων καθεστώτων στην Μέση Ανατολή. Το μοντέλο «φιλελεύθερης ειρήνευσης» είχε ως κύριο μέσο της την «καθεστωτική μεταβολή» (regime change) με σκοπό τον έλεγχο των πετρελαίων στην περιοχή [57]. Παρά τις κατά καιρούς εξάρσεις και διακηρύξεις, παρατηρείται μια σταδιακή απόσυρση των ΗΠΑ και των συμμάχων τους και αντιστοίχως ενίσχυση των περιφερειακών δυνάμεων στην περιοχή που ανταγωνίζονται για ρόλο ηγεμόνα της περιοχής. Το Ιράκ που υπήρξε ένας ισχυρός παραδοσιακός αντι-σιιτικός κοσμικός πόλος έχει τριχοτομηθεί: Το πιο μεγάλο τμήμα του Ιράκ μετατρέπεται σε δορυφόρο του Ιράν, το κουρδικό τμήμα έχει ντε φάκτο κράτος στον βορρά (με στήριξη των ΗΠΑ), ενώ το σουνιτικό τμήμα έχει ριζοσπαστικοποιηθεί κι έχει καταστεί ο πιο απειλητικός φονταμενταλιστικός πόλος. Θρυμματίζεται πλέον ο γεωπολιτικός χάρτης που διαλύει και μεταβάλλει πλέον τα σύνορα. Αναβαθμίζεται ο ρόλος του Ιράν και της Τουρκίας, ενώ μπαίνουν σε ανταγωνισμό και σε «πολέμους μέσω τρίτων» (proxy wars) με τους συμμάχους των ΗΠΑ, δηλαδή της Σ. Αραβίας και του Ισραήλ. Πάνω απ’ όλα επανέρχεται δυναμικά η Ρωσία που μεσολαβεί για το Ιράν, και στηρίζοντας το καθεστώς Άσαντ στην Συρία εκτοπίζει τους Τζιχαντιστές, εκεί που η συμμαχία υπό τις ΗΠΑ είχε εμφανώς αποτύχει.

Η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ βρίσκεται σε κρίση. Από την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και του στρατοπέδου του «υπαρκτού σοσιαλισμού» μέχρι σήμερα, η απουσία αντίπαλου δέους οδήγησε στην άκρατη χρήση στρατιωτικών επεμβάσεων που αν κριθούν βραχυπρόθεσμα θεωρούνται «επιτυχείς», πλην όμως οδήγησαν μεσοπρόθεσμα σε μακρόσυρτες συγκρούσεις, αστάθεια και άνοδο κινημάτων και καθεστώτων βαθύτατα αντιδημοκρατικά ή/και εχθρικά προς τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους. Η θεώρηση περί παρακμής ή συρρίκνωσης της αμερικανικής ισχύος δεν είναι πλέον μια άποψη που υιοθετείται μόνο από ριζοσπάστες μελετητές [58]. Φαίνεται να υπάρχει αποδοχή ακόμα και από τα γεράκια της Αμερικανικής πολιτικής ότι δεν είναι εφικτή και βιώσιμη η παρούσα χρηματοδότηση των επεμβάσεων των ΗΠΑ. Τίθεται επιτακτικά η ανάγκη για «αυτοσυγκράτηση» (restraint) για να αντιμετωπίσουν πολλαπλές προκλήσεις στις οποίες αδυνατούν να ανταποκριθούν [59]. Η δε «συρρίκνωση στο ορθό επίπεδο παρέμβασης» (rightsizing) δεν γίνεται πουθενά πιο αισθητή ως μια ήδη εφαρμοσμένη πολιτική από τον Ομπάμα στο μεσανατολικό [60]. Ο δήθεν «αμερικανικός αιώνας» δεν φαίνεται να υλοποιείται ούτε και στον οικονομικό τομέα: Η άνοδος των «νέων» δυνάμεων του Νότου και της Ανατολής, η Ιαπωνία και οι BRICS (Κίνα, Ινδία, Ρωσία, Βραζιλία Ν. Αφρική) δημιούργησε μια νέα πραγματικότητα – δεν υπάρχει μονοκρατορία, παρά ένας ρευστός αλλά αναδυόμενος πολυπολικός κόσμος [61]. Αυτό, επίσης, δημιουργεί νέα γεωπολιτικά δεδομένα. Ωστόσο, η πολιτική επέκτασης της ΕΕ και του ΝΑΤΟ μέσα από την συρρίκνωση της επιρροής της Ρωσίας που θα έχανε την επιρροή ακόμα στην επικράτεια των χωρών της πρώην ΕΣΣΔ, έχει αποτύχει. Η «νέα αμερικανική ηγεμονία» όχι μόνο διάρκεσε μια δεκαετία, αλλά επιταχύνεται η παρακμή όπως γίνεται ολοφάνερη στην ανατολική Μεσόγειο. Αυτό έγινε απλώς αισθητό ακόμα και από την εποχή του πολέμου της Γιουγκοσλαβίας. Η δε άμεση κατοχή του Ιράκ στόχευε να «ξαναπαίξει» το παιγνίδι της κατοχής της Γερμανίας και της Ιαπωνίας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, κι έτσι να «ξαναφτιάξουν» την χώρα και να την εντάξουν στην αμερικανική αυτοκρατορία [62]. Η σύγκρουση στο Ιράκ αντικατοπτρίζει την μορφή της συσχέτισης της πολιτικής εξουσίας και των οικονομικών συμφερόντων ανάμεσα στις ΗΠΑ και τις ιρακινές κυβερνώσες τάξεις που αντιμετωπίζουν μια βαθιά κρίση εξουσίας/νομιμοποίησης, εξ ου και οι διάφορες εθνοτικές και ισλαμικές μορφές αντίστασης [63]. Το ίδιο ισχύει για τις συγκρούσεις στην Συρία, την Υεμένη, την Λιβύη και την Αίγυπτο. Ούτε οι ισλαμικές δυνάμεις που αντιμάχονται, αλλά ούτε και ασφαλώς το Ιράν, η Τουρκία, η Σ. Αραβία, το Ισραήλ ή η Ρωσία αποτελούν προοδευτικές, δημοκρατικές ή αντι-ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Απλώς αντιμάχονται για ισχύ και επιρροή στην περιοχή, εξυπηρετώντας τα δικά τους γεωπολιτικά και οικονομικά συμφέροντα. Τα απλοϊκά σχήματα του παρελθόντος δεν μας βοηθούν να κατανοήσουμε την συγκυρία σήμερα.

Η περιοχή της Εγγύς και Μέσης Ανατολής αντιμετωπίζει μια βαθιά και πολύπλευρη κρίση (οικονομική, γεωπολιτική, κοινωνική και κρίση ηγεμονίας, κ.λπ.). Καθώς εντείνονται οι μάχες στην περιοχή, μάζες προσφύγων εγκαταλείπουν τις εμπόλεμες ζώνες, ενώ φονταμενταλιστές κτυπούν στόχους εντός της Ευρώπης˙ αυτό πλέον αναγνωρίζεται και από συντηρητικές και ευρωκεντρικές προσεγγίσεις που προσανατολίζονται προς δυσμάς. Βιώνουμε τις καταστροφικές συνέπειες των διάφορων «πακέτων επίλυσης διενέξεων» που προσφέρονται στην Μέση Ανατολή και την Βόρειο Αφρική. Δυστυχώς, οδηγούμαστε σε λογικές στρατιωτικοποίησης και ασφαλειοποίησης, καθώς αποτυγχάνει όλο και περισσότερο η αστυνόμευση της κρίσης, ενώ διάφοροι πρώην ή περιέργως δηλώνοντες «αριστεροί» μπήκαν στον χορό του αντιμεταναστευτικού λόγου [64].

Ασφαλώς κανένας σοβαρός μελετητής δεν αμφισβητεί ούτε την αυξανόμενη πολυπλοκότητα, ούτε τις νέες μορφές και την συχνότητα των ενόπλων και μη, κοινωνικών και πολιτικών συγκρούσεων σήμερα. Ωστόσο, εξακολουθεί να απουσιάζει η ανάλογη έρευνα που να διασυνδέει τα γεωπολιτικά ζητήματα με το ρόλο των κοινωνικών θεμάτων που άπτονται της σύγκρουσης και της επίλυσης διενέξεων. Αυτό δεν είναι άσχετο με την επικράτηση μιας ορθοδοξίας «φιλελεύθερης ειρήνης» όπου κυριαρχεί η «βιομηχανία της ειρήνευσης» (peace industry). Η Θατσερική ρήση ότι «δεν υπάρχει κοινωνία» που είναι και η ουσία της πολιτικής της αυταρχικής λιτότητας δεν αφήνει και πολλά περιθώρια για κοινωνική δράση στους κοινωνικούς λειτουργούς ή άλλους, πέραν του ρόλου του «φροντιστή» στην υπηρεσία της αγοράς, στο πρότζεκτ της νεοφιλελεύθερης προσαρμογής. Οι επικριτικές και εναλλακτικές απόψεις λογοκρίνονται και απομακρύνονται από την «βιομηχανία της ειρήνευσης» ενώ όχι μόνο παράγουν εργαλεία και μηχανικές στα πανεπιστήμια και στα εργαστήρια αλλά έχουν την δυνατότητα για «εφαρμοσμένη πολιτική» που προτείνουν ως εμπειρογνώμονες. Ενώ μέχρι πρόσφατα τα κυρίαρχα μοντέλα έβλεπαν μηχανιστικά την σχέση μετάβασης από την «ειρήνη» στη «σύγκρουση» και αντίστροφα και όχι με κοινωνικούς όρους, σήμερα αρχίσαν να αντλούν ιδέες όλο και περισσότερο από ριζοσπαστικούς στοχαστές προκειμένου να πετύχουν τους στόχους τους. Ωστόσο, οι κριτικές εξ αριστερών μένουν απόμακρες, σχηματικές και χωρίς ουσιαστική και συγκεκριμένη πρόταση διαχείρισης για υπέρβαση της σύγκρουσης.

08112022-3.jpg

Ένας άνδρας αφήνει ελληνικές και κυπριακές σημαίες σε φέρετρα Ελλήνων στρατιωτών, τα λείψανα των οποίων ανακαλύφθηκαν πρόσφατα στα συντρίμμια ενός ελληνικού στρατιωτικού αεροσκάφους που καταρρίφθηκε από φίλια πυρά το 1974, στο στρατιωτικό κοιμητήριο Τύμβος Μακεδονίτισσας στην Λευκωσία, στις 4 Οκτωβρίου 2016. REUTERS/Yiannis Kourtoglou
--------------------------------------------------------------

Βιώνουμε τα αποτελέσματα της ρευστοποίησης, αν όχι τη κατάρρευσης της «Φιλελεύθερης Ειρήνευσης» μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, που προκαλεί πολλαπλές και πολύμορφες αντιφάσεις, εκρήξεις και συγκρούσεις. Σε ένα επίπεδο παράγονται θανατηφόροι φονταμενταλισμοί, ρατσισμοί και εθνικισμοί, διάφορες μορφές βίας και συγκρουσιακές ζώνες, οι οποίες εξαπλώνονται και απειλούν με διαφορετικούς τρόπους τις λεγόμενες «σταθερές και ασφαλείς ζώνες». Αυτά τα φαινόμενα ωστόσο με την σειρά τους δημιουργούν νέες στρατηγικές και πρακτικές καθημερινής επιβίωσης, ιδιαίτερα στην υπό κατάρρευση τάξη πραγμάτων με την καταβαράθρωση του κράτος πρόνοιας και των άλλων κρατικών δομών κοινωνικής πρόνοιας και στήριξης και αλληλεγγύης. Αναδύονται επίσης τοπικές παραλλαγές των παγκόσμιων φαινομένων, συνυφασμένες και αλληλένδετες με ευρύτερες διεθνικές μετακινήσεις και παραδείγματα. Αναδύονται (ευτυχώς) και εναλλακτικές διαδικασίες και υποδείγματα ειρήνευσης. Ωστόσο, οι εναλλακτικές αυτές ειρηνευτικές διαδικασίες δεν έχουν μελετηθεί συστηματικά, έτσι ώστε να διασυνδεθούν οι προοπτικές τους ως βιώσιμες εναλλακτικές λύσεις.

Μέχρι πρόσφατα η όλη διαδικασία ειρήνευσης επένδυε τα μέγιστα στον ευρωπαϊσμό ως μεθοδολογία και σχετική φιλολογία σε ερευνητικούς κύκλους με άτυπες μεν, στενές δε σχέσεις με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με τον προσφιλή όρο «Ευρωπαϊσμός ως διαδικασία επίλυσης συγκρούσεων» [65]. Πολιτικοί μιλούσαν για την ένταξη στην ΕΕ ως μέθοδο για επίλυση διενέξεων ή συγκρούσεων και σε άλλες περιπτώσεις. Το «κυπριακό υπόδειγμα», για τις διάφορες χώρες στην τροχιά της ΕΕ που έχουν εσωτερικές ή διασυνοριακές συγκρούσεις, βασιζόταν στις γνωστές μεθόδους στην διαδικασία σύνδεσης και τελικά ένταξης στην ΕΕ με ένα σύστημα «καρότου» και «μαστίγιου». Το παράδειγμα της Κύπρου ενδιάφερε όσους ασχολούνται με τον ευρωπαϊσμό ως διαδικασία επίλυσης συγκρούσεων [66]. Ωστόσο, σήμερα με την βαθιά κρίση στην ΕΕ, ελάχιστα πλέον συζητείται η επίλυση διενέξεων με αυτούς τους όρους [67].

Στην σημερινή εποχή της λιτότητας-και-κρίσης, η έννοια της «κριτικής ειρήνης» οφείλει να συνδεθεί με τους οραματισμούς και την πολιτική πράξη της οικοδόμησης της ειρήνης με τα νέα κοινωνικά ζητήματα. Η δραματική κατάρρευση του κράτους πρόνοιας, η οποία από τα τέλη του 1970 και στις αρχές της δεκαετίας του 1980 τελούσε σε κατάσταση μακράς κρίσης και καταβαράθρωσης, πρέπει να μας απασχολήσει επιστημονικά, αλλά και σε επίπεδο παραγωγής πολιτικών. Θεωρούμε ότι αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του «νέου κοινωνικού ζητήματος» αλλά και μέρος του «παλιού κοινωνικού ζητήματος» που προβάλλει στην επιφάνεια ασφαλώς εκ νέου, με τρόπο βίαιο και με νέους όρους στις χώρες της «περιφέρειας» της ΕΕ, π.χ. την Ισπανία, την Πορτογαλία, την Ιταλία και την Ελλάδα, για να μην πούμε για τους «εργαζόμενους φτωχούς» και τα καθεστώτα επισφαλούς εργασίας στο κέντρο της Ευρώπης (Γερμανία, Γαλλία, Βρετανία κτλ.). Τα παλιά προγράμματα διαρθρωτικής προσαρμογής (ΠΔΠ) του ΔΝΤ, τώρα επιβάλλονται στις χώρες της περιφέρειας, που είναι τα καταχρεωμένα κράτη της Ευρωζώνης, με αποτέλεσμα την δραστική κατάρρευση του παραδοσιακού ευρωπαϊκού κρατικού παρεμβατισμού, προκαλώντας φτώχεια, αύξηση των άστεγων, μαζική ανεργία, διάλυση των μεσαίων τάξεων, κλείσιμο των μικρών επιχειρήσεων και την καταστροφή του ιστού της κοινωνικής ασφάλισης. Μια ειρήνη που δεν είναι μια αφελής «απουσία απλώς της βίας», δεν μπορεί να αγνοήσει αυτά τα θέματα. Απαιτείται όσο ποτέ άλλοτε μια κριτική πολιτική κοινωνιολογία της «ειρήνης» που να μην αφήνει στο απυρόβλητο τις κοινωνικές και ταξικές διαστάσεις των διαδικασιών και αποτελεσμάτων της επίλυσης διενέξεων [68].

Η επίγνωση της θέσης της Κύπρου ως αναπόσπαστο κομμάτι της Εγγύς Ανατολής, επιβάλλει η Κύπρος να μην χρησιμοποιείται ως ορμητήριο και όργανο κανενός. Ο μόνος προσανατολισμός της χώρας δεν είναι άλλος από το να καταστεί ειρηνική κι αποστρατιωτικοποιημένη γέφυρα συνεργασίας ως ουδέτερη ζώνη. Ωστόσο οι «ουδέτερες ζώνες», αν θα επιβιώσουν στα διάφορα γεωπολιτικά παιγνίδια της σημερινής εποχής απαιτούν εξασφαλίσεις και ισορροπίες. Οι εξισορροπήσεις μπορούν να λειτουργήσουν ως μορφές πολιτικής-στρατιωτικής ασφάλειας, εφόσον υπάρχουν τα ανάλογα συμφέροντα στην ανατολική Μεσόγειο. Εξ ου και η σημασία της Ρωσίας, χωρίς καμία αυταπάτη ασφαλώς, διότι το κάνει καθαρά για δικά της γεωπολιτικά και οικονομικά συμφέροντα.

Αν δούμε την γειτονική Συρία, η καταστροφική πολιτική των ΗΠΑ, χωρίς την ρωσική επέμβαση που στηρίζει το (δικτατορικό) καθεστώς Άσαντ, εκτός από έρημος καταστροφής και θανάτου όπως είναι σήμερα, η χώρα αυτή θα ήταν ακόμα πιο επικίνδυνη ως εστία Ισλαμιστών φονταμενταλιστών και άλλων που χρηματοδοτούνται από την Σαουδική Αραβία, τα Εμιράτα και την Δύση. Η Κύπρος δεν είναι Συρία βέβαια. Ενώ είναι το [νοτιο]ανατολικότερο σύνορο της ΕΕ, παράλληλα ανήκει στον ίδιο γεωπολιτικό χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Όσο για την εξόρυξη των κοιτασμάτων φυσικού αερίου, το ζήτημα είναι με ποιους όρους και πώς η διευθέτηση και εξυπηρέτηση με τρόπο περιβαλλοντικά βιώσιμο θα ευνοεί πρωτίστως τα συμφέροντα του κυπριακού λαού.

ΕΠΙΛΥΣΗ ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΕΞΑΡΘΡΩΜΕΝΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Δεν γνωρίζουμε τις λεπτομέρειες της προτεινομένης λύσης, και αν φυσικά θα καταλήξει σε συμφωνία. Γνωρίζουμε όμως τόσο το γενικότερο πλαίσιο και αρχιτεκτονική μιας ομοσπονδιακής λύσης, όσο και τις ισορροπίες που θα πρέπει να τηρηθούν για να έχουμε μια λύση αποδεκτή και από τις δύο κοινότητες. Η σημερινή λύση έχει οικοδομηθεί στην βάση των συγκλίσεων στις συνομιλίες Χριστόφια-Ταλάτ [69]. Το 2008 για πρώτη φορά βρίσκονταν στο πηδάλιο οι δυνάμεις της Αριστεράς, με τον Δημήτρη Χριστόφια και τον Mehmet Ali Talat. Αυτό είχε δημιουργήσει μια ολότελα νέα κατάσταση πάρα την μακρά ντε φάκτο διχοτόμηση της χώρας και έθεσε την βάση για την λύση σήμερα [70]. Σήμερα, σχεδόν όλα τα εσωτερικά ζητήματα έχουν κλείσει – κρατούν ακόμα κάποια διαδικαστικά και κάποια σημεία της διακυβέρνησης, του εδαφικού και περιουσιακού. Κάποια είναι πολιτικές διαφορές ουσίας, άλλα τα κρατούν ανοικτά μάλλον για διαπραγματευτικούς λόγους για το τελευταίο λεπτό. Μένει ουσιαστικά το ζήτημα των εγγυήσεων και των διεθνών συμφωνιών που συζητούνται σήμερα, όπου δοκιμάζονται όλοι. Και σε αυτό όμως το θέμα υπάρχει υπερβολή και σκοπιμότητα, διότι η «ασφαλειοποίηση» του Κυπριακού στο τέλος μπορεί να είναι μέρος του προβλήματος που υπονομεύει τις προοπτικές λύσης.

Δεν πρέπει να υπάρξει περιθωριοποίηση των κοινωνικών θεμάτων όπως η κοινωνική πολιτική, οι κοινωνικές υπηρεσίες, το σχήμα του κράτους πρόνοιας αλλά και η συμβολή των κοινωνικών επιστημών στα της κοινωνίας. Παρά το ότι έχει μια μακρά ιστορία, το ζήτημα αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία την εποχή της κρίσης-και-λιτότητας. Πρέπει να ξεφύγουμε από τις εξής παγίδες: Πρώτον, πρέπει να εγκαταλειφθεί η στρεβλή, ατελής και μινιμαλιστική έννοια της «κρατικής πρόνοιας». Δεύτερον, πρέπει να εγκαταλειφθούν πολιτικές που επέβαλε η αυταρχική λιτότητα και η κρίση της κοινωνικής πολιτικής που υπονομεύουν περαιτέρω και συμπιέζουν τις κοινωνικές υπηρεσίες και κράτος πρόνοιας. Και τρίτο, πρέπει να εγκαταλειφθούν λογικές που επικαλούνται την ντε φάκτο διαίρεση της χώρας που δημιούργησαν τα πολλαπλά καθεστώτα εξαίρεσης [71], ακόμα και στα οικονομικά και στην πρόνοια. Όλα αυτά μαζί δημιουργούν κοινωνικές πολώσεις, κενά και νέες ανασφάλειες και ανεπιθύμητες συνέπειες. Απαιτείται όπως τα θέματα αυτά διασυνδεθούν και συναρθρωθούν τόσο επιστημονικά, όσο σε επίπεδο παραγωγής πολιτικής και ακτιβισμού [72]. Καθίσταται πλέον επιτακτικό όπως τεθεί στην πολιτική ατζέντα το καθεστώς της ευημερίας και του κοινωνικού κράτους μετά την λύση, το οποίο πρέπει να συνδεθεί με τη προοπτική του τέλους της λιτότητας. Δεν ξεκινάμε από το μηδέν, εφόσον η συζήτηση και η επιστημονική έρευνα έχει ήδη αρχίσει. Το συνδικαλιστικό κίνημα, ξεπερνώντας τους περιορισμούς του συρματοπλέγματος, έχει ενώσει τις δυνάμεις των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων συνδικαλιστών παράγοντας το πλαίσιο πολιτικών και διεκδικήσεων σε ζωτικά ζητήματα των κοινωνικών πτυχών της επανένωσης. Μέσα από επτά υπομνήματα που κατέθεσαν στους δύο ηγέτες, έχουν θέσει το πλαίσιο λύσης σε θέματα συσχετικά με την εργασία, συμπεριλαμβανομένων των μισθών, της υγείας και της παιδείας, της κοινωνικής ασφάλισης, της ισότητας των φύλων κ.λπ. [73] Επίσης, σημαντική είναι η πρόσφατη έρευνα σχετικά με το οικονομικό μοντέλο της επανενωμένης Κύπρου [74], ενώ άλλες έρευνες εξέτασαν κοινωνικά και οικονομικά θέματα, τις αντιφάσεις και τις αποκλίσεις που πρέπει να αντιμετωπιστούν, αν θέλουμε να προχωρήσουμε πέρα από μια διαιρεμένη Κύπρο [75].

Ας έρθουμε, όμως, στα διεθνή ζητήματα που άπτονται της γεωπολιτικής. Μαξιμαλιστικές θέσεις στην διεθνή όπως και στην εσωτερική πτυχή του Κυπριακού (πχ. οι αρνητές της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας, ΔΔΟ), οδηγούν στο ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα. Κι αυτό γιατί αντικειμενικά εδραιώνουν το διχοτομικό στάτους κβο στερώντας από τον κυπριακό λαό την δυνατότητα βούλησης. Υπάρχουν δεξιές-πατριωτικές εκδοχές που παραλλάσσονται με δήθεν «αντι-ιμπεριαλιστικές» /αριστερο-πατριωτικές ρητορικές που όχι μόνο αποκρύβουν τις πραγματικές εθνικιστικές και απορριπτικές προθέσεις αλλά, ηθελημένα ή άθελά τους, συμβάλλουν στην αναπαραγωγή της διχοτόμησης. Σήμερα ακόμα και οι πιο ακραιφνείς εθνικιστές, όπως οι νεοναζί της Χρυσής Αυγής/ΕΛΑΜ, στηρίζουν τα επιχειρήματά τους στην βάση δήθεν της «κυπριακής ανεξαρτησίας».

Ας εξετάσουμε συγκεκριμένα ένα μείζον θέμα που θα απασχολήσει τους ηγέτες μας και την διεθνή κοινότητα στην ελβετική πρωτεύουσα: Το πάγιο ελληνοκυπριακό αίτημα για απαλλαγή από στρατούς, βάσεις και εγγυήσεις. Το ζήτημα είναι ακριβώς πώς θα φτάσουμε εκεί. Δυστυχώς, δεν ξεκινούμε από μηδενικό σημείο, ούτε ζούμε σε ιστορικό κενό. Δεν υπάρχει επιστροφή στο προ-1974 στάτους κβο γιατί ο κόσμος αυτός απλά δεν υπάρχει. Το κύριο είναι να απαλλαγούμε από την κατοχή και την διχοτόμηση. Για να επιτύχουμε το αίτημα της ανεξαρτησίας ωστόσο πρέπει να ξεκινήσουμε από τα πραγματικά δεδομένα και ιστορικά προηγούμενα.

-Πρώτον, ακόμα και σήμερα, το σημείο αφετηρίας δεν είναι άλλο από την «δεσμευμένη», ή καλύτερα, δέσμια ανεξαρτησία και ελλειμματική κυριαρχία που προέκυψε από την Ζυρίχη. Παρά τις παραβιάσεις που έχουν γίνει, εξακολουθούν να ισχύουν.

-Δεύτερον, λόγω απουσίας καλής θέλησης από τις πολιτικές ηγεσίες και λόγω εξωτερικών επεμβάσεων έχουμε το ιστορικό προηγούμενο μιας μακράς διακοινοτικής βίας. Η τ/κ ελίτ ήθελε διχοτόμηση, αλλά από το 1964 μέχρι το 1974 κυριάρχησε η ελληνοκυρπιακή ελίτ. Έτσι η Κυπριακή Δημοκρατία υπό τον έλεγχο των Ελληνοκυπρίων, παραβιάζοντας τις συνθήκες και το συνταγματικό δίκαιο, αποστέρησε τα πολιτικά δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων ως κοινότητα. Αυτό δημιουργεί φόβο στους Τουρκοκυπρίους. Το 1974 η εισβολή της αθηναϊκής χούντας σε συνεργασία με την ΕΟΚΑ Β’ και την κήρυξη της «ένωσης», έδωσε την τέλεια αφορμή στην Άγκυρα: Επικαλούμενη την Συνθήκη Εγγύησης εισέβαλε στην χώρα με πρόσχημα την προστασία των Τουρκοκυπρίων. Η ντε φάκτο διχοτόμηση συνεχίζεται.

-Τρίτον, για το μέλλον θέλουμε μια διαιρεμένη χώρα που δεν είναι μια «μικρά Ελλάς» όπως την θέλουν οι Έλληνες και Ελληνοκύπριοι εθνικιστές, ούτε «προέκταση της Τουρκίας» όπως θέλουν οι Τούρκοι και Τουρκοκύπριοι εθνικιστές, να μην είναι υποχείρια των «μητέρων πατρίδων» και άλλων ξένων δυνάμεων.

Ας έρθουμε τώρα στο δια ταύτα. Αν η Αθήνα, αποποιούμενη τον «εγγυητικό» της ρόλο αρνηθεί να συμμετάσχει δημιουργικά με πρακτικές λύσεις στην Διεθνή Διάσκεψη και καλέσει την Άγκυρα να πράξει το ίδιο, τι θα γίνει; Απλώς όχι μόνο αυτοπαγιδεύεται, αλλά παγιδεύει και τον κυπριακό λαό πετυχαίνοντας ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα. Το ίδιο θα γίνει αν αυτό πράξει ο πρόεδρος Αναστασιάδης. Γνωρίζοντας εκ προοιμίου ότι δεν γίνεται αποδεκτό ούτε καν από την πλειοψηφία των Τουρκοκυπρίων, οι οποίοι παρά την αποικιοκρατική συμπεριφορά και πράξη απέναντι τους από την Άγκυρα εξακολουθούν να μην αισθάνονται ασφαλείς με τους Ελληνοκύπριους, ποιο είναι το αποτέλεσμα; Αντί, έστω σταδιακά, να δημιουργείται προοπτική απεμπλοκής από τις εγγυήσεις μαζί με τον τερματισμό της ντε φάκτο διχοτόμησης, στην πράξη οι εκ του ασφαλούς «πύρινοι» λόγοι για ατόφια ανεξαρτησία, οδηγούν στην διαιώνιση της διχοτόμησης. Όταν ήδη γνωρίζεις ότι όχι μόνο είναι αδύνατο να πραγματοποιηθεί αυτό που δηλώνεις, αλλά ότι η Κύπρος θα οδηγηθεί σε περαιτέρω επιδείνωση της δυσμενούς θέσης της χώρας, τότε ο μαξιμαλισμός αυτός συντάσσεται και εξυπηρετεί αυτούς που θέλουν την διχοτόμηση.

0811202-4.jpg

Έλληνες και Τουρκοκύπριοι σε συλλαλητήριο ειρήνης στο εσωτερικό της ελεγχόμενης από τον ΟΗΕ νεκρής ζώνης στην Λευκωσία, στις 10 Ιανουαρίου 2017. REUTERS/Yiannis Kourtoglou
----------------------------------------------------------

Οι διάφοροι «γεωπολιτικοί» αναλυτές που σήμερα παριστάνουν μια διακριτή «σχολή» με ιδιαίτερη προβολή και στήριξη από διαφορά λόμπι στα ΜΜΕ και «κέντρα μελετών», φαίνονται να θέλουν αναβολή και παραπομπή της επίλυσης του Κυπριακού στο μέλλον, ελπίζοντας ότι ο Τραμπ θα τα βρει με τον Πούτιν στην ανατολική Μεσόγειο κι αυτό θα είναι σε βάρος της Τουρκίας. Εν πάση περιπτώσει ρίχνουν την ευθύνη για την μη λύση στον Ερντογάν που «δεν είναι έτοιμος» γιατί θεωρούν ότι έχει ανοικτά πολλά μέτωπα και έτσι μας λένε ότι θα είναι σε θέση μόνο μετά το δημοψήφισμα στην Τουρκία όπου επιχειρεί να συγκεντρώσει εκτελεστικές εξουσίες [76]. Αυτά όμως όχι μόνο δεν δικαιολογούν την συνεχή αναβλητικότητα, αλλά στην πραγματικότητα διευκολύνουν την διχοτομική εδραίωση, χωρίς καν να δοκιμάζεται στη πράξη αν υπάρχει δυνατότητα για λύση. Πράγματι ο Ερντογάν έχει πολλαπλά και περίπλοκα μέτωπα που δεν θα κλείσουν εύκολα: Η Τουρκία του Ερντογάν έχει στρατό στο Ιράκ, στην Συρία, έχει ανοικτούς εμφύλιους όπως το θρησκευτικό-πολιτικό με το κίνημα Γκιουλέν, τους Κούρδους και τώρα με το ISIS, έχει να διαχειριστεί ένα σοβαρότατο προσφυγικό ζήτημα, ενώ βρίσκεται σε σχεδόν ψυχροπολεμική κατάσταση με την ΕΕ και τις ΗΠΑ μετά το πραξικόπημα, με την οικονομία της να βουλιάζει. Αποφάσισε να κάνει εκκαθαρίσεις των αντιπάλων του και να προβεί σε συνταγματικές αλλαγές για να μαζέψει τις εξουσίες στα χέρια του. Με αυτές τις συνθήκες γιατί να μη δοκιμαστεί να λυθεί το Κυπριακό τώρα, αντί να περιμένουμε «καλύτερες μέρες»; Η Τουρκία βρίσκεται σε μια μακρά και αντιφατική διαδικασία όπου συντελείται ένας «Ισλαμικός νεοφιλελεύθερος μετασχηματισμός», το μέλλον του οποίου παραμένει αβέβαιο [77].

Υπό τις παρούσες συνθήκες, λοιπόν, ο μόνος τρόπος να αντιμετωπιστούν δυσμενείς και άδικες Διεθνείς Συμβάσεις, κατάλοιπα της αποικιοκρατίας, είναι με σταδιακή υπερφαλάγγισή τους, όχι μονομερώς, αλλά από κοινού με τους Τουρκοκυπρίους, όταν δημιουργηθεί το αμοιβαίο κλίμα εμπιστοσύνης. Το ζητούμενο για τώρα είναι να ξεκαθαριστεί ότι απαγορεύεται η χρήση βίας και το επικαλούμενο (ελέω Ζυρίχης) «μονομερές δικαίωμα επέμβασης», και η ένταξη του νέου συστήματος διασφαλίσεων σε ένα ευρύτερο αξιόπιστο σύστημα ασφάλειας (π.χ. Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ). Από κει και πέρα, ακόμα και με το πιο ξεκάθαρο σύστημα, αυτό που πραγματικά εξασφαλίζει το μέλλον μας είναι στην πραγματικότητα οι πολιτικές διασφαλίσεις μέσα από μια βιώσιμη λύση με την οικοδόμηση σχέσεων εμπιστοσύνης με τους Τουρκοκύπριους στην επανενωμένη ομόσπονδη Κυπριακή Δημοκρατία.

Η προοπτική επίλυσης του Κυπριακού πρέπει να γίνει κατανοητή σε ένα ευρύτερο πλαίσιο που να κατανοεί και συσχετίζει το τοπικό με τα περιφερειακά και τα παγκόσμια δεδομένα. Η ανάγκη να στοχαστούμε το Κυπριακό και τις διαδικασίες επίλυσης στο ευρύτερο πλαίσιο γίνεται όλο και πιο επιτακτική. Αυτό όμως μπορεί να γίνει μόνο μέσα από την κατανόηση των δεδομένων της Κύπρου στην ευρύτερη περιοχή. Οι όποιες εξωγενείς ρητορικές απλώς εξυπηρετούν πολιτικές σκοπιμότητες ή και κάποιες φαντασιώσεις που θέλουν απλώς το Κυπριακό ως σφήνα σε μια δήθεν «αντι-ιμπεριαλιστική» (ή/και αντι-τουρκική) πολιτική είναι επικίνδυνες.

Πέραν από την συγκυρία των τρεχουσών διαπραγματεύσεων για μια συνολική διευθέτηση, η περίπτωση της Κύπρου έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ανάπτυξη μιας εναλλακτικής τεχνογνωσίας και γνώσης με βάση την διεθνή εμπειρία. Αν τελικά τελεσφορήσει, παρά τα δύσκολα εμπόδια που έχει στην πορεία, θα είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Εν πάση περιπτώσει, η παρούσα διαδικασία επίλυσης του Κυπριακού διαφέρει ουσιωδώς από τις άλλες ,αλλά και από την διαδικασία που προβλεπόταν στο Σχέδιο Ανάν: Μια ριζική διαφορά σε σχέση με τις διάφορες άλλες περιπτώσεις επίλυσης διενέξεων είναι ότι η κυπριακή διαδικασία δεν είναι επιβεβλημένη από τα έξω, αλλά στο πηδάλιο βρίσκονται ηγέτες που ωθούν προς την λύση αντιλαμβανόμενοι την ανάγκη για λύση. Ασφαλώς, θα ήταν αφελές να ισχυριστεί οποιοσδήποτε ότι δεν υπάρχει εξωτερική ώθηση κι ότι δεν υπάρχει καμία πίεση για λύση: Πενήντα χρόνια διένεξης δεν είναι λίγα. Οι γεωπολιτικοί συσχετισμοί με την υπεροχή της Τουρκίας και το γεγονός της συνεχιζόμενης κατοχής είναι τα δεδομένα από τα οποία ξεκινούμε. Το ζήτημα είναι αν η παρούσα συγκυρία προσφέρει την ευκαιρία για επίλυση του Κυπριακού προς όφελος των Κυπρίων.

*Το δοκίμιο αυτό έχει δημοσιευθεί στο τεύχος αριθ. 44 (Φεβρουάριος-Μάρτιος 2017) του Foreign Affairs The Hellenic Edition.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
[1] «Η Αλήθεια για το Μοντ Πελλεράν: Μια απροσδόκητη έκρηξη που πρέπει να ελεγχθεί», The Trim, 23.11.2016, http://thetrim1.blogspot.com.cy/2016/11/blog-post_23.html
[2] Βλ. Varnava 2009α και 2009β.
[3] Mehmet Ali Birand 1998. Παρόμοια επιχειρήματα αναπτύσσονται και σήμερα από διάφορους στη Τουρκία.
[4] Trimikliniotis and Bozkurt 2012, Trimikliniotis, 2012a, Τριμικλινιώτης 2017α
[5] Varnava 2009α και 2009β,
[6] Varnava, 2009α.
[7] Η Βρετανική Αυτοκρατορία είχε ήδη ταρακουνηθεί από την από την Ινδική «ανταρσία» του 1857, Saul, 2002.
[8] The British “occupied Cyprus for strategic and imperial purposes”, Storrs 1972, σελ. 488.
[9] Κατσιαούνης 1996, 2004, 2008, Μιχαήλ, 2011.
[10] Μιχαήλ, 2011.
[11] Τζόνσον [Johnson], 2004.
[12] Μιχαήλ, 2011.
[13] Οι αναλύσεις περί Κύπρου της εποχής έχουν αυτό το χαρακτηριστικό: Ο ψυχροπολεμικός φακός βάζει την Κύπρο στο στόχαστρο, Adams and Cottrell 1968, Adams, 1971 και Trimikliniotis 2012.
[14] Worsley και Kitromilides, 1979, Τριμικλινιώτης, 2010, 2012.
[15] Στην πρώτη έκδοση του βιβλίου του Terrorism Today (2000), ο Αμερικανός εμπειρογνώμονας, Christopher C. Harmon, ονομάζει την Κύπρο “terrorist transit point”, επικαλούμενος το Foreign Report (21.5.1980) του περιοδικού Economist, το οποίο θεωρεί εγκυρότατη πηγή. Το βιογραφικό του συγγραφέα του βιβλίου είναι ενδεικτικό διότι αυτά που γράφει αντανακλούν τις εκτιμήσεις των υπηρεσιών πληροφοριών και ασφάλειας για την Κύπρο. Σήμερα ο Δρ. Harmon είναι συγγραφέας, συντάκτης και διευθύνει το μάθημα αντιτρομοκρατίας (the counter-terrorism course) στο Daniel K Inouye Asia Pacific Center for Security Studies, το οποίο αποτελεί επίσημο Ινστιτούτο του υπουργείου Άμυνας των ΗΠΑ στην Χονολουλού (U.S. Department of Defense) που άνοιξε το 1995. Το Ινστιτούτο αυτό ασχολείται με περιφερειακά και διεθνή ζητήματα ασφάλειας με σκοπό να εκπαιδεύει αντιπροσώπους από στρατιωτικούς και πολίτες από τις ΗΠΑ και την περιοχή Ασίας-Ειρηνικού, βλ. http://apcss.org/college/faculty/harmon/
[16] Έτσι περιγράφει την Κύπρο ο Δρ. Harmon, ένας τυπικός εμπειρογνώμονας στην υπηρεσία των Αμερικανικών σπουδών ασφάλειας και πληροφοριών. Στο ίδιο κείμενο του ασχολείται, με πομπώδη και αισθησιακό τρόπο με διάφορους «τρομοκράτες» [και μη] που πέρασαν από την Κύπρο κι έκαναν «κακό» στο Ισραήλ και στην Δύση, βλ. Terrorism Today, 2000, σελ. 118.
[17] Χαρακτηριστικό της στροφής τούτης είναι το γεγονός ότι ο ίδιος εμπειρογνώμων, ο Δρ. Harmon, από την πρώτη έκδοση (2000) μέχρι την δεύτερη αναθεωρημένη έκδοση του βιβλίου (2007) με τον ίδιο τίτλο, εξαφανίζει πλήρως οποιαδήποτε αναφορά του στην Κύπρο.
[18] Παπαδόπουλλος, 1993, Παναγιώτου 2005, Τριμικλινιώτης 2003, 2010.
[19] Τριμικλινιώτης 2010.
[20] Ανθία και Ayres, 1978, 1983, Τριμικλινιώτης 2010, 2012.
[21] Αυτό ισχύει για όλες τις Ελληνικές κυβερνήσεις μετά τον Καραμανλή μέχρι το 1974. Ασφαλώς η άνοδος της χούντας εκτράχυνε τα πράγματα ακόμα περισσότερο.
[22] Αναγνωστοπούλου, 2008.
[23] Ο Μακάριος, πρώτος και για 17 συνεχή χρόνια πρόεδρος της ΚΔ, διεκδίκησε την προεδρία μόλις τρεις φορές. Μόνο κατά την πρώτη εκλογική αναμέτρηση το 1959 είχε αμφισβήτηση με σοβαρό λαϊκό έρεισμα, όταν το ΑΚΕΛ είχε ως υποψήφιο του τον Ιωάννη Κληρίδη, ο οποίος έλαβε 33.15% των ψήφων, αλλά πάλι επικράτησε άνετα ο Μακάριος με 66.85%. Οι Τουρκοκύπριοι διενήργησαν βάσει του Συντάγματος χωριστές εκλογές για την ανάδειξη Αντιπροέδρου της χώρας, όπου ο κ. Φαζίλ Κουτσιούκ εξελέγη αντιπρόεδρος χωρίς ανθυποψήφιο. Οι επόμενες προεδρικές εκλογές που έπρεπε να γίνουν τον Αύγουστο του 1965, αναβλήθηκαν λόγω της «έκρυθμης κατάστασης». Οι επόμενες έγιναν το 1968, όπου ο Μακάριος με την στήριξη της Αριστεράς έλαβε 96,26%, ενώ ο ενωτικός Τάκης Ευδόκας πήρε μόλις 3,74%. Στις προεδρικές εκλογές του Φεβρουαρίου 1973, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος επανεξελέγη ως Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας χωρίς ανθυποψήφιο ανακηρύχθηκε πρόεδρος χωρίς ψηφοφορία. Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος πέθανε στις 3 Αυγούστου, 1977. Βλ. Πρωτοπαπάς, 2012.
[24] Ατταλίδης, 1979, Κιτρομηλίδης, 1979, 1977, 1982.
[25] Μηλιός και Κυπριανίδης, 1988α, 1988β,1988γ και Μηλιός και Κυπριανίδης 2012.
[26] Για την περίπτωση της Κύπρου υπάρχει πλούσια βιβλιογραφία: Loizos, 1972/2001, Ανθία και Ayres 1978 και 1983 Ατταλίδης, 1979, Κιτρομηλίδης, 1977, 1979 και 1982, Μιχαήλ, 2011, Λοϊζίδης, 2015.
[27] Milliet in November 1983 και Μπιράντ 1998.
[28] Βλ. Κωνσταντίνου, 2008, Τριμικλινιώτης, 2010, Κόμπος, 2015, Παπαστυλιανός, 2016. Υπάρχουν και θιασώτες του δόγματος της ανάγκης, π.χ. Αιμιλιανίδης, 2006, 2016.
[29] Βλ. Αναγνωστοπούλου 2005, Μούδουρος, 2012, Τζιάρας και Μούδουρος 2016.
[30] Π.χ. γνωστά στελέχη των κομμάτων ΕΔΕΚ, ΔΗΚΟ και ΕΥΡΩΚΟ.
[31] Βλ. Παπαδάκης, 1998, σελ. 69-86.
[32] Loizos, 1972/2001.
[33] Loizos, 1972/ 2001, Τριμικλινιώτης, 2010, Κτωρής, 2013, Κιζιλγιουρέκ, 2015.
[34] Κιζιλγιουρέκ, 2015, Κτωρής, 2013.
[35] Μιχαήλ, 2016, Ουλουτάγ και Παύλου Σολομή Πατσιά, 2016
[36] Για μια κριτική και τις αντιφάσεις της δύσκολης σχέσης του ΑΚΕΛ με τους τ/κ, βλ. Κτωρής, 2013.
[37] Κιζιλγιουρέκ, 2009.
[38] Αναγνωστοπούλου, 2005, Δημητρίου και Βλάχος, 2006.
[39] Αγκάμπεν 2005, Κωνσταντίνου, 2008, Τριμικλινιώτης, 2010.
[40] Τριμικλινιώτης, 2010, 2011, Τζιάρρας και Μούδουρος, 2016.
[41] Γνωρίζει καλά τα ευρύτερα πολιτικό-οικονομικά συμφέροντα των τραπεζών και άλλων στη Κύπρο μέσα από δικηγορικό του γραφείο.
[42] Τριμικλινιώτης, 2012
[43] Η Noble λειτουργεί στη γεώτρηση κατέχοντας το 70% των μετοχών. Δύο άλλες εταιρίες η Delek Drilling και η Avner Oil Exploration θα έχουν 15% η κάθε μία, νοουμένου ότι θα δοθεί και η τελική έγκριση της κυπριακής κυβέρνησης.
[44] Έδειξαν ενδιαφέρον εταιρείες-γίγαντες από όλο τον κόσμο (η ρωσική Gazprom, η αμερικανικές Exxon Mobil και Chevron κτλ.) για τα θαλάσσια 13 τεμάχια της Κυπριακής ΑΟΖ.
[45] Ροζάκης 2013, Παμπορίδης, 2012, Κωνσταντίνου, 2017 .
[46] Βλ. «Χρυσοπράσινο φύλλο πνιγμένο στο αέριο», http://www.sigmalive.com/simerini/politics/reportaz/451643
[47] Υπάρχουν ασφαλώς σημαντικά τεχνικά, στρατηγικά και πολιτικά ζητήματα από τα ενεργειακά και τις συγκρούσεις. Ωστόσο, η «ασφαλειοποίηση» (securitisation) των πάντων οδηγεί σε στρεβλώσεις και διαφορών ειδών και επιπέδων αναλύσεις. Βλ. Μάζης 2012, 2014, χ. Η, Τσακίρης 2014, 2016, Κικίλιας 2011.
[48] Λοϊζίδης, 2015.
[49] Τριμικλινιώτης, 2012.
[50] Κωνσταντίνου, 2017
[51] Kazin, 2016.
[52] Όπως επιμένει ο Βαλλερστέιν παραφράζοντας τον Άμλετ, Wallerstein, 2015.
[53] Wallerstein, 2005.
[54] Τζιάρρας και Μούδουρος, 2016.
[55] Tuğal,2016a, 2016β.
[56] Τζιάρρας και Μούδουρος 2016, σελ. 49-53.
[57] The New Imperial Challenge, Socialist Register 2004, ‘The New Imperial Order’, Socialist Register 2005, Reactions to Imperialism and Neoliberalism Socialist Register 2008.
[58] Βαλλερστέιν 2005.
[59] Mathews, 2015
[60] Λιντς 2015.
[61] Dabo κ.ά. 2016.
[62] Panitch, Leys, 2007, σελ. ΧΙ.
[63] Bayat, 2007, σελ. 38-54.
[64] Ζίζεκ 2016, Λυγερός, 2016.
[65] Βλ. κεφ. 2, Τριμικλινιώτης 2010. Αναφέρομαι για παράδειγμα το ευρωπαϊκό project Europeanisation and Conflict Resolution των ερευνητικών ιδρυμάτων Centre for European Policy Studies (CEPS) και Free University of Brussels (VUP). Ασφαλώς η έννοια Europeanisation δεν είναι καινούρια, ενώ για το ζήτημα αυτό έχουν γραφτεί προηγουμένως άλλα κείμενα. Είναι όμως σημαντικό ότι ευρωπαϊκοί θεσμοί δείχνουν τόσο ενδιαφέρον για το θέμα και η Κύπρος αποτελεί το πρώτο και πιο απτό παράδειγμα για «άντληση μαθημάτων». Μεταξύ σοβαρού και αστείου λοιπόν οι Κύπριοι αποτελούν και τα πρώτα «πειραματόζωα» για ένα ευρωπαϊκό πείραμα.
[66] Βλ. Emenson and Tocci, 2003, Tocci, 2004.
[67] Από τις λίγες εξαιρετικά ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις που ερευνά σοβαρά τον σχεδιασμό της ειρήνης στη Κύπρο είναι το βιβλίο του Λοϊζίδη (2015).
[68] Βλ. Trimikliniotis 2013, 2014.
[69] Το έγγραφο Ντάουνερ, του απερχόμενου ειδικού αντιπροσώπου του ΓΓ του ΟΗΕ περιέχει καταγεγραμμένες τις συγκλήσεις, Convergences 2008-2012, http://www.sigmalive.com/news/politics/45703/apokalyptiko-diavaste-to-77.... Επίσης βλ. I Kypros (2016) «Υπάρχει πρόοδος στις συνομιλίες λόγω συγκλίσεων Χριστόφια-Ταλάτ, Δηλώνει ο ΓΓ του ΑΚΕΛ», http://ikypros.com/?p=210775 και Τσιελεπής, 2014. Ο Τουμάζος Τσιελεπής είναι διεθνολόγος, επικεφαλής διαπραγματευτικής ομάδας επί Χριστόφια και μέλος του Π.Γ του ΑΚΕΛ, https://poulantzas.gr/%CF%84%CE%BF%CF%85%CE%BC%CE%AC%CE%B6%CE%BF%CF%82-%...
[70] Τσιελεπής, 2010.
[71] Κωνσταντίνου, 2008, Τριμικλινιώτης, 2010, Κόμπος, 2015, Παπαστυλιανός, 2016, Αιμιλιανίδης, 2006, 2016
[72] Τριμικλινιώτης, Ιωακειμίδης 2016, Ioakimides, Trimikliniotis, 2017,
[73] ΙΝΕΚ-ΠΕΟ 2016β .
[74] ΙΝΕΚ-ΠΕΟ 2016γ.
[75] Τριμικλινιώτης, Ιωακείμογλου και Παντελίδης 2012.
[76] Τέτοια λένε στα πάνελ συζητήσεων διάφοροι αυτής της σχολής.
[77] Tuğal, 2009, 2016a, 2016b, Μούδουρος, 2012.

Copyright © 2022 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition