Πώς η δημοκρατία μπορεί να κερδίσει | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πώς η δημοκρατία μπορεί να κερδίσει

Η Ευρώπη, η Αμερική και η εξημέρωση της ακροδεξιάς

Μεταξύ των πολλών συμπερασμάτων από τις ενδιάμεσες εκλογές στις ΗΠΑ, ένα από τα πιο εντυπωσιακά είναι ο ανησυχητικός αριθμός των αρνητών των εκλογών που συμμετείχαν στα ψηφοδέλτια, συχνά σε περιφέρειες που δεν είχαν αμφισβητηθεί. Σε ολόκληρη την χώρα, εκλέχθηκαν δεκάδες υποψήφιοι στην Βουλή των Αντιπροσώπων, την Γερουσία, και σε θέσεις σε πολιτειακό επίπεδο που αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν τα αποτελέσματα των εκλογών του 2020. Ως εκ τούτου, αποτελούν τα πιο πρόσφατα σημάδια σε αυτό που ορισμένοι παρατηρητές θεωρούν ως επικίνδυνη δημοκρατική παρακμή σε ολόκληρη την Δύση. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, αυτό που συνέβη στις Ηνωμένες Πολιτείες μετά την επίθεση στο Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου του 2021 βρήκε απήχηση στην Δυτική Ευρώπη, όπου τα ακροδεξιά κόμματα πέτυχαν πρόσφατα εκπληκτική επιτυχία στην Ιταλία και την Σουηδία και έδειξαν νέα δύναμη στην Γαλλία.

14112022-1.jpg

Σε συγκέντρωση του πρώην προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, στη Mesa της Αριζόνα, τον Οκτώβριο του 2022. Brian Snyder / File Photo / Reuter
----------------------------------------------------------------

Παρακολουθώντας αυτήν την τάση, σχολιαστές καταλαμβάνονται από φόβους ότι, όπως αναφέρει η μη κερδοσκοπική οργάνωση Freedom House στην τελευταία παγκόσμια έρευνά της, «σε όλο τον κόσμο, οι εχθροί της φιλελεύθερης δημοκρατίας ... επιταχύνουν τις επιθέσεις τους». Ακριβώς όπως πολλοί βλέπουν τον μεγάλο αριθμό των αρνητών των εκλογών, των συνωμοσιολόγων και των ευτελιστών της εξέγερσης στο Ρεπουμπλικανικό κόμμα ως απόδειξη της διάβρωσης μακροχρόνιων δημοκρατικών προτύπων, βλέπουν τις νίκες, αυτό το φθινόπωρο, των Αδελφών της Ιταλίας και των Σουηδών Δημοκρατών, κομμάτων με ακροδεξιές ρίζες, ως σημάδι ότι ο φασισμός επιστρέφει και η δημοκρατία κινδυνεύει -ακόμη και στην Δυτική Ευρώπη, όπου εδώ και καιρό θεωρείται δεδομένη.

Όμως αυτή η εσχατολογική άποψη παραβλέπει τα ποικίλα πολιτικά πλαίσια στα οποία διαδραματίζονται αυτές οι εξελίξεις. Υπάρχουν, φυσικά, πολλοί λόγοι για να ανησυχούμε για τα ακροδεξιά κινήματα, ιδίως όταν αρνούνται τα εκλογικά αποτελέσματα ή επιδιώκουν με άλλο τρόπο να υπονομεύσουν τους δημοκρατικούς θεσμούς. Αλλά υπάρχουν κρίσιμες διαφορές μεταξύ αυτού που συνέβη σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες, όπου τα κάποτε ακροδεξιά κόμματα μετριάστηκαν με την πάροδο του χρόνου, και των Ηνωμένων Πολιτειών, όπου ένα από τα κυρίαρχα κόμματα έχει υιοθετήσει ακροδεξιές, αντιδημοκρατικές ιδέες. Πράγματι, αντί να δείχνει ότι η ευρωπαϊκή δημοκρατία κινδυνεύει, η εξέλιξη των Αδελφών της Ιταλίας και των Σουηδών Δημοκρατών προσφέρει λόγους για συγκρατημένη αισιοδοξία. Όπως και πολλά άλλα δεξιά κόμματα στην Δυτική Ευρώπη, τα κόμματα αυτά έχουν εξτρεμιστικές ρίζες, αλλά έχουν αναγνωρίσει ότι για να κερδίσουν ψήφους και πολιτική δύναμη απαιτείται να απομακρυνθούν από αυτές τις ρίζες, να κάνουν πιο μετριοπαθή τα αιτήματά τους και τις πολιτικές τους πλατφόρμες, και να δεσμευτούν ότι θα τηρήσουν τους δημοκρατικούς κανόνες.

Η εξέλιξη των Αδελφών της Ιταλίας, των Δημοκρατών της Σουηδίας, και άλλων δυτικοευρωπαϊκών δεξιών λαϊκιστικών κομμάτων αντανακλά κάτι κρίσιμο αλλά αντιφατικό σχετικά με την σχέση μεταξύ εξτρεμισμού και δημοκρατίας: το αν οι εξτρεμιστικές ομάδες θα γίνουν σημαντικές απειλές για την δημοκρατία εξαρτάται λιγότερο από τις ίδιες τις ομάδες και περισσότερο από την φύση των δημοκρατιών στις οποίες εμφανίζονται. Όταν οι δημοκρατικοί κανόνες και θεσμοί είναι αδύναμοι, οι εξτρεμιστές μπορεί να έχουν ελάχιστα κίνητρα για μετριοπάθεια, καθώς θα μπορούν να κερδίζουν υποστηρικτές και ακόμη και πραγματική εξουσία χωρίς να παίζουν με τους κανόνες. Όπου, όμως, οι δημοκρατικοί κανόνες και οι θεσμοί είναι ισχυροί, οι εξτρεμιστές θα αναγκαστούν να μετριάσουν επειδή θα υπάρχει μικρή εκλογική βάση για ρητά αντιδημοκρατικά ή ριζοσπαστικά αιτήματα και επειδή αν δεν το κάνουν, άλλοι πολιτικοί παράγοντες και θεσμοί θα είναι σε θέση να τους κρατήσουν ούτως ή άλλως μακριά από την εξουσία.

Αυτή η δυναμική επηρεάζει άμεσα τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να αντιμετωπιστούν οι απειλές για την δημοκρατία, μεταξύ άλλων και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Επιπλέον, ενώ τα εξελισσόμενα πολιτικά γεγονότα μπορεί να είναι δύσκολο να κριθούν αμερόληπτα, ριζοσπαστικά ή εξτρεμιστικά πολιτικά κινήματα έχουν αμφισβητήσει την δημοκρατία σε πολλές περιπτώσεις στο παρελθόν, και αυτά μπορούν να αξιολογηθούν εκ των υστέρων. Μια ιδιαίτερα ενδεικτική περίπτωση είναι η τύχη των κομμουνιστικών κομμάτων στην Δυτική Ευρώπη κατά την διάρκεια του μεσοπολέμου και μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Κατά την διάρκεια εκείνων των δεκαετιών, τα πολιτικά συστήματα των ευρωπαϊκών χωρών αντιμετώπισαν μεγάλης κλίμακας αλλαγές -είτε προς την δημοκρατία είτε μακριά από αυτήν- και η εξέταση της πορείας εκείνων των γεγονότων προσφέρει πληροφορίες για τους παράγοντες που διαμόρφωσαν την συμπεριφορά αυτών των κομμάτων.

ΔΥΣΑΡΕΣΤΟ ΚΑΙ ΒΑΝΑΥΣΟ

Αν και η Ευρώπη του Μεσοπολέμου μνημονεύεται κυρίως για την άνοδο του φασισμού και του ναζισμού, η δημοκρατία κατά την διάρκεια εκείνης της περιόδου αμφισβητήθηκε και από την αριστερά. Μετά το 1917, η Ρωσική Επανάσταση προκάλεσε την δημιουργία επαναστατικών, εξεγερτικών, αντιδημοκρατικών κομμουνιστικών κομμάτων σε σχεδόν όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Στην Ιταλία, το κόμμα που αρχικά είχε τη μεγαλύτερη δύναμη, το Ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για την δημοκρατία και επικροτούσε τις ατελείωτες ταραχές, απεργίες, και εξεγέρσεις που μάστιζαν την χώρα. Υιοθετώντας μια ακόμη πιο σκληρή γραμμή, ορισμένοι σοσιαλιστές αποσχίστηκαν και σχημάτισαν το 1921 το ανοιχτά επαναστατικό Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα (PCI), το οποίο σύντομα αύξησε την δική του εξεγερτική δραστηριότητα και συνέβαλε στην κατάλυση της ιταλικής δημοκρατίας. Πράγματι, στο συνέδριο του PCI το 1922, ο ηγέτης του κόμματος, Αμαντέο Μπορντίγκα, επικεντρώθηκε στην ανάγκη να καταπολεμηθεί η σοσιαλδημοκρατία και όχι ο φασισμός, παρόλο που το φασιστικό κόμμα απείχε μόλις λίγους μήνες από την ανάληψη της εξουσίας.

Ομοίως, στην Δημοκρατία της Βαϊμάρης στην Γερμανία, το Κομμουνιστικό Κόμμα (KPD) συγκέντρωνε σταθερά περίπου το 10%-15% των ψήφων και διατηρούσε μια ένοπλη πολιτοφυλακή που συμμετείχε σε καβγάδες και εξεγέρσεις στους δρόμους. Όταν η Μεγάλη Ύφεση προκάλεσε χάος στην Γερμανία στις αρχές της δεκαετίας του 1930, το ποσοστό ψήφων του KPD αυξήθηκε, όπως και η βίαιη και αντιδημοκρατική του δραστηριότητα. Πράγματι, το KPD ήταν τόσο πρόθυμο να επισπεύσει την πτώση της δημοκρατίας, ώστε ενώθηκε με τους Ναζί τον Σεπτέμβριο του 1932 σε μια ψήφο δυσπιστίας, ανατρέποντας την υπάρχουσα κυβέρνηση και προετοιμάζοντας τις εκλογές του Νοεμβρίου που θα έφερναν τον Χίτλερ στην εξουσία.

Καθοριστικό ρόλο στις εξελίξεις αυτές έπαιξε η αδυναμία της ευρωπαϊκής δημοκρατίας κατά την περίοδο εκείνη: εκτός του ότι δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στα αιτήματα των πολιτών τους, πολλές κυβερνήσεις δεν ήταν σε θέση να εμποδίσουν τους κομμουνιστές και άλλους εξτρεμιστές από το να συγκροτήσουν ιδιωτικές πολιτοφυλακές και να εμπλακούν σε εξωκοινοβουλευτική δραστηριότητα. Ταυτόχρονα, σε πολλές χώρες τα φιλελεύθερα κόμματα κατέρρευσαν, και οι άλλες κύριες δυνάμεις που ήταν ικανές να υπερασπιστούν τους δημοκρατικούς θεσμούς -τα σοσιαλδημοκρατικά και τα σοσιαλιστικά κόμματα- αποδείχθηκαν ανίκανες ή απρόθυμες να το πράξουν. Χωρίς κυβερνήσεις ικανές να επιβάλουν τους δημοκρατικούς κανόνες του παιχνιδιού και άλλα κόμματα ικανά να κάνουν τους εξτρεμιστές να πληρώσουν το τίμημα της αντιδημοκρατικής συμπεριφοράς, οι κομμουνιστές και οι δεξιοί ομόλογοί τους είχαν ελάχιστα κίνητρα για να μετριάσουν την συμπεριφορά τους.

ΛΙΓΟΤΕΡΟ ΛΕΝΙΝ, ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ

Όταν ξεκαθάρισαν τα πράγματα στο τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, τα κομμουνιστικά κόμματα επανεμφανίστηκαν σε πολλές χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Σε πολλές περιπτώσεις, τα κόμματα αυτά έλαβαν ακόμη μεγαλύτερη υποστήριξη από όση είχαν πριν από τον πόλεμο, λόγω της ηρωικής πολεμικής αντίστασης των κομμουνιστών και του κύρους που απολάμβανε η Σοβιετική Ένωση για τον ρόλο της στην ήττα του Χίτλερ. Η αρχική μεταπολεμική ισχύς των κομμουνιστικών κομμάτων -σε συνδυασμό με τον καταστροφικό τους ρόλο κατά την διάρκεια του μεσοπολέμου και τους στενούς δεσμούς τους με την Σοβιετική Ένωση- οδήγησε πολλούς να τα θεωρούν απειλή για τις εύθραυστες δημοκρατίες. (Για παράδειγμα, στην περίφημη ομιλία του για το Σιδηρούν Παραπέτασμα το 1946, ο πρώην πρωθυπουργός της Βρετανίας, Ουίνστον Τσώρτσιλ, αναφέρθηκε σε αυτά τα κόμματα ως «πέμπτη φάλαγγα»). Ωστόσο κατά τις επόμενες δεκαετίες όλα τα δυτικοευρωπαϊκά κομμουνιστικά κόμματα έγιναν δραματικά πιο μετριοπαθή, εγκαταλείποντας την υποστήριξή τους στην βία, δεσμευόμενα στην δημοκρατία, και αποστασιοποιούμενα από την Σοβιετική Ένωση.

Πάρτε το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα (PCF) [σαν παράδειγμα]. Ξεκίνησε τη μεταπολεμική του σταδιοδρομία ως ένα ιδιαίτερα άκαμπτο και Σοβιετοκεντρικό κόμμα, όπως ήταν και κατά την διάρκεια του μεσοπολέμου. Στις πρώτες μεταπολεμικές εκλογές της Γαλλίας έλαβε το 26% των ψήφων, με αποτέλεσμα να του ζητηθεί να συμμετάσχει στην κυβέρνηση. Ωστόσο, μέχρι το 1947 είχε εκδιωχθεί από την εξουσία λόγω των ακραίων και ανυποχώρητων θέσεών του. Το κόμμα αρχικά αντέδρασε στην εκδίωξή του επιστρέφοντας στον ριζοσπαστισμό, διακηρύσσοντας την προσήλωσή του στην επανάσταση, και διατυμπανίζοντας τους ισχυρούς δεσμούς του με την Σοβιετική Ένωση. Όμως, καθώς το περιβάλλον που αντιμετώπιζε το PCF άλλαξε, άλλαξε και το κόμμα. Η ισχυρή μεταπολεμική οικονομική ανάπτυξη και ο σχηματισμός της Πέμπτης Δημοκρατίας το 1958 σταθεροποίησαν την γαλλική δημοκρατία, μειώνοντας την εκλογική βάση για τον ριζοσπαστισμό και την επανάσταση. Το 1969 εμφανίστηκε ένα νέο (δημοκρατικό) σοσιαλιστικό κόμμα, το Parti Socialiste (PS), το οποίο γρήγορα συγκέντρωσε σημαντική υποστήριξη. Ως αποτέλεσμα, οι κομμουνιστές συμφώνησαν να ενωθούν με το PS και τους αριστερούς Ριζοσπάστες, ένα κεντροαριστερό σοσιαλφιλελεύθερο κόμμα, σε μια εκλογική συμμαχία, εγκαταλείποντας ένα πλήθος κομμουνιστικών συμβόλων και αρχών, συμπεριλαμβανομένων των διακριτικών με το σφυροδρέπανο και την έννοια της δικτατορίας του προλεταριάτου. Το PCF υιοθέτησε επίσης μια πιο επικριτική στάση απέναντι στην Σοβιετική Ένωση. Στο συνέδριό του το 1976, το κόμμα πρότεινε την ιδέα του «σοσιαλισμού με γαλλικά χρώματα», αντανακλώντας την δέσμευσή του στην Γαλλία, σε αντιδιαστολή με τη Μόσχα, καθώς και την πλήρη αποδοχή της δημοκρατίας. Οι μέρες του ως μια αντιδημοκρατική επαναστατική δύναμη είχαν φθάσει στο τέλος τους.

Το μεταπολεμικό Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα (PCI) ακολούθησε παρόμοια πορεία. Κέρδισε το 19% των ψήφων στις πρώτες μεταπολεμικές εκλογές της Ιταλίας και συμπεριλήφθηκε στην κυβέρνηση αλλά αποπέμφθηκε το 1947. Τα επόμενα χρόνια, η ιταλική οικονομία άνθισε και η ιταλική δημοκρατία σταθεροποιήθηκε, και ένα ισχυρό, ενιαίο, δημοκρατικό κεντροδεξιό χριστιανοδημοκρατικό κόμμα κράτησε το PCI μακριά από την εξουσία σε εθνικό επίπεδο. Αν και μια σειρά τρομοκρατικών περιστατικών που διαπράχθηκαν από ακροαριστερές και ακροδεξιές περιθωριακές ομάδες συγκλόνισαν την Ιταλία κατά την διάρκεια των δεκαετιών 1960 και 1970, σε αντίθεση με τα χρόνια του μεσοπολέμου, τα περιστατικά αυτά καταδικάστηκαν ευρέως και το PCI υπέκυψε στην πίεση να καταδικάσει ρητά την βία. Επιπλέον, το κόμμα κατέστησε σαφή την δέσμευσή του να παίζει με τους δημοκρατικούς κανόνες του παιχνιδιού, αποστασιοποιήθηκε από την Σοβιετική Ένωση, και κινήθηκε στην πρώτη γραμμή ενός αναδυόμενου ευρωκομμουνιστικού κινήματος που είχε δεσμευτεί σε έναν Τρίτο Δρόμο μεταξύ του κομμουνισμού σοβιετικού τύπου και της σοσιαλδημοκρατίας. Το κόμμα αναζήτησε επίσης συμμαχίες με άλλα κόμματα της αριστεράς, και ξεκαθάρισε μάλιστα την προθυμία του να συνεργαστεί με τους Χριστιανοδημοκράτες και να αποδεχτεί τις Δυτικές συμμαχίες και την ένταξη στο ΝΑΤΟ, κάτι που η άκρα αριστερά προηγουμένως απέφευγε. Εν ολίγοις, όπως και οι Γάλλοι κομμουνιστές, το PCI έπαψε να αποτελεί απειλή για την δημοκρατία πολύ πριν καταρρεύσει η Σοβιετική Ένωση στις αρχές της δεκαετίας του 1990.

Στην πραγματικότητα, η σταθερή κίνηση προς την μετριοπάθεια των μεταπολεμικών κομμουνιστικών κομμάτων της Ευρώπης ήταν κυρίως μια απάντηση στην αυξανόμενη δύναμη της δημοκρατίας. Καθώς οι κυβερνήσεις παρείχαν πρωτοφανή οικονομική ανάπτυξη και έχτιζαν ισχυρά κράτη πρόνοιας, η λαϊκή υποστήριξη για τον ριζοσπαστισμό μειώθηκε. Με την σειρά της, η αυξανόμενη νομιμοποίηση των δημοκρατικών θεσμών επέτρεψε στις κυβερνήσεις αυτές να περιορίσουν και, αν ήταν απαραίτητο, να τιμωρήσουν τους αντιδημοκρατικούς παράγοντες. Η δημοκρατία ενισχύθηκε επίσης από την ανάπτυξη ισχυρών κεντροδεξιών και κεντροαριστερών κομμάτων που ήταν πλήρως προσηλωμένα στην τήρηση των δημοκρατικών θεσμών και κατά συνέπεια απρόθυμα να συμμαχήσουν με εξτρεμιστικές δυνάμεις. Αυτοί οι παράγοντες οδήγησαν τους Ευρωπαίους κομμουνιστές να αναγνωρίσουν ότι αν ήθελαν να κερδίσουν υποστήριξη και επιρροή, το εγχειρίδιο παιχνιδιού του μεσοπολέμου έπρεπε να παραμεριστεί. Με την πάροδο του χρόνου, η τάση αυτή παγιώθηκε με την εμφάνιση μιας νέας γενιάς κομμουνιστών ηγετών και υποστηρικτών που κατανοούσαν και ήταν έτοιμοι να παίξουν με τους δημοκρατικούς κανόνες του παιχνιδιού.

ΓΑΤΑΚΙΑ, ΟΧΙ ΦΑΣΙΣΤΕΣ

Αλλά δεν ήταν μόνο τα κομμουνιστικά κόμματα της Ευρώπης που αναγκάστηκαν να γίνουν πιο μετριοπαθή κατά την διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου. Στην δεκαετία του '60 και του '70, εξτρεμιστικά, νεοφασιστικά κόμματα όπως το κόμμα του Γερμανικού Ράιχ, η Ολλανδική Λαϊκή Ένωση, και το Βρετανικό Εθνικό Μέτωπο εμφανίστηκαν στην Δυτική Ευρώπη. Ωστόσο οι περισσότερες από αυτές τις ομάδες προσέλκυσαν ελάχιστη υποστήριξη και έσβησαν στην λήθη. Οι ελάχιστες που επιβίωσαν είναι οι πρόγονοι των κομμάτων που φοβούνται σήμερα οι σχολιαστές, όπως οι Αδελφοί της Ιταλίας και οι Σουηδοί Δημοκράτες. Παρόλο που είναι σημαντικό να μην εξωραΐζουμε την προέλευση αυτών των κομμάτων, ο λόγος που επιβίωσαν είναι επειδή αναγνώρισαν, όπως και οι κομμουνιστές, ότι αν δεν μετρίαζαν τις απόψεις τους θα οδηγούνταν στην ασημαντότητα: η υποστήριξή τους θα παρέμενε περιορισμένη και θα αποκλείονταν από την πολιτική εξουσία από το κράτος και άλλους πολιτικούς δρώντες.

Σκεφτείτε το Γαλλικό Εθνικό Μέτωπο, ένα από τα παλαιότερα και ίσως με την πιο μεγάλη επιρροή δεξιό λαϊκιστικό κόμμα της Δυτικής Ευρώπης. Το Εθνικό Μέτωπο αναδύθηκε από την ακροδεξιά σκηνή της Γαλλίας την δεκαετία του 1970. Κατά τα πρώτα του χρόνια, συγκέντρωσε λίγες ψήφους, αλλά το ποσοστό των ψήφων του διευρύνθηκε κατά τις δεκαετίες του 1990 και του 2000, εν μέρει ως αποτέλεσμα των αυξανόμενων ανησυχιών για την μετανάστευση, τον ισλαμικό φονταμενταλισμό, και την εθνική ταυτότητα, προτού υποχωρήσει στο 4,3% στις προεδρικές εκλογές του 2007. Με την πάροδο του χρόνου, τα μέλη του κόμματος αναγνώρισαν ότι η επιτυχία του περιοριζόταν από τον αντιληπτό ριζοσπαστισμό του, και ιδίως από τον ρατσισμό και την άρνηση του Ολοκαυτώματος από τον ηγέτη του, τον Ζαν-Μαρί Λεπέν. Το αποτέλεσμα ήταν ένα παλατιανό πραξικόπημα από την κόρη του Λεπέν, Μαρίν, η οποία ανάγκασε τον πατέρα της να αποχωρήσει από το κόμμα και ξεκίνησε μια συντονισμένη προσπάθεια να αποδαιμονοποιήσει το Εθνικό Μέτωπο. Η Λεπέν άλλαξε την ρητορική του κόμματος στο χαρακτηριστικό του θέμα, την μετανάστευση, παίρνοντας αποστάσεις από τον ρατσισμό (και τον αντισημιτισμό), υποστηρίζοντας αντ' αυτού ότι το κόμμα αποσκοπούσε στην υπεράσπιση του ρεπουμπλικανισμού, της κοσμικότητας, και των γαλλικών αξιών από όσους τις απέρριπταν. Η Λεπέν άλλαξε επίσης το πολιτικό προφίλ του Εθνικού Μετώπου, κυρίως επανατοποθετώντας το κόμμα ως υπέρμαχο των πολιτών της Γαλλίας «που είχαν αφεθεί να μείνουν πίσω». Για να ενισχύσει το κύρος της, η Λεπέν περιβάλλεται από (συχνά νέους) τεχνοκράτες, πολλοί από τους οποίους αυτομόλησαν από συντηρητικά ή κεντροδεξιά κόμματα. Και ενόψει των εκλογών της Γαλλίας του 2022, η Λεπέν προσπάθησε να κάνει ακόμη περισσότερο μετριοπαθή την εικόνα του κόμματός της, αλλάζοντας το όνομά του σε Εθνικό Συναγερμό, εγκαταλείποντας την απόρριψη της Ευρωπαϊκής Ένωσης [2] και παρουσιάζοντας τον εαυτό της ως μια καλόψυχη «μαμά γατών» [3]. Παρόλο που δεν έφερε το κόμμα της στην εξουσία, αύξησε το μερίδιο ψήφων του κόμματός της σε κάθε προεδρική αναμέτρηση στην οποία έβαλε υποψηφιότητα, με πιο πρόσφατο αποτέλεσμα να κερδίσει το 41% των ψήφων έναντι του εν ενεργεία Γάλλου προέδρου, Εμμανουέλ Μακρόν, τον Απρίλιο του 2022.

Οι Σουηδοί Δημοκράτες και οι Αδελφοί της Ιταλίας ακολούθησαν παρόμοια πορεία. Οι Δημοκράτες της Σουηδίας σχηματίστηκαν το 1988 από εκπροσώπους ακραίων εθνικιστικών και νεοναζιστικών [4] οργανώσεων. Όπως και οι προκάτοχοί του, το κόμμα έλαβε αρχικά λίγες ψήφους και αποφεύχθηκε από άλλα κόμματα. Για να αλλάξει αυτήν την κατάσταση, ο πολιτικά έξυπνος ηγέτης του, ο Jimmie Akesson, ο οποίος ανέλαβε το κόμμα το 2005, όταν ήταν 25 ετών, άρχισε να απομακρύνει το κόμμα από τις εξτρεμιστικές, νεοναζιστικές ρίζες του, αποκλείοντας μέλη με εμφανείς δεσμούς με τέτοιες ομάδες, αλλάζοντας το σύμβολό του από μια κάπως απειλητική φλόγα σε ένα όμορφο μπλε λουλούδι, καθιστώντας σαφή την δέσμευσή του στην δημοκρατία, και διευρύνοντας το πολιτικό του προφίλ για να προσελκύσει τους δυσαρεστημένους Σουηδούς ψηφοφόρους, ιδίως εκείνους που προέρχονται από την εργατική τάξη. Το κόμμα συνέχισε να τονίζει τους κινδύνους των φιλελεύθερων μεταναστευτικών πολιτικών, αλλά απομακρύνθηκε από τις πιο ανοιχτά ρατσιστικές εκκλήσεις και την εθνοτική αντίληψη της εθνικής ταυτότητας για την οποία ήταν προηγουμένως γνωστό, υποστηρίζοντας αντ' αυτού ότι αντιτίθεται στους μετανάστες που αρνούνται να αφομοιωθούν με το να μιλούν σουηδικά και με το να αποδεχτούν τις «σουηδικές αξίες», και ότι αντιτίθεται σε επίπεδα μετανάστευσης που επιβαρύνουν τους κρατικούς πόρους. Κάνοντας αυτήν την στροφή, οι Σουηδοί Δημοκράτες προσέλκυσαν αυξανόμενη λαϊκή υποστήριξη και τελικά επέτρεψαν σε άλλα συντηρητικά και κεντροδεξιά κόμματα να σχηματίσουν συμμαχίες μαζί τους, συμπεριλαμβανομένης της σημερινής συντηρητικής κυβέρνησης μειοψηφίας της χώρας.

Ομοίως, οι Αδελφοί της Ιταλίας έχουν μεταξύ των προγόνων τους το Ιταλικό Κοινωνικό Κίνημα, που ιδρύθηκε από φασίστες μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Αλλά η ηγέτις του, Giorgia Meloni, έχει πάρει αποστάσεις από τον φασισμό [5] και έχει αποβάλει μέλη που επαινούσαν ανοιχτά ή είχαν δεσμούς με εξτρεμιστικές ομάδες. Η Meloni αποκαλεί τον εαυτό της συντηρητική [6] και ισχυρίζεται ότι το κόμμα της υποστηρίζει «παραδοσιακές συντηρητικές αξίες και πολιτικές», όπως οι χαμηλοί φόροι, τα ισχυρά σύνορα, η περιορισμένη μετανάστευση, η κεντρική θέση της οικογένειας, και η σημασία του χριστιανισμού για την Δυτική και ιταλική ταυτότητα. Η Meloni τονίζει επίσης τώρα την υποστήριξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στις Δυτικές συμμαχίες της Ιταλίας, αφού προηγουμένως είχε επικρίνει την πρώτη και είχε εκφράσει ανησυχίες για την δέσμευσή της στη δεύτερη. Υιοθετώντας αυτές τις θέσεις, η Meloni διευκόλυνε την εκλογική επιτυχία των Αδελφών της Ιταλίας τον Σεπτέμβριο του 2022, η οποία την κατέστησε την πρώτη γυναίκα πρωθυπουργό.

ΑΠΟ ΤΟ ΚΥΡΙΑΡΧΟ ΡΕΥΜΑ ΣΤΟ ΧΑΟΣ

Η σημασία και η ιδιαιτερότητα της εξέλιξης του δυτικοευρωπαϊκού δεξιού λαϊκισμού γίνεται ιδιαίτερα σαφής όταν συγκρίνεται με ανάλογες εξελίξεις στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000, όταν πολλά δυτικοευρωπαϊκά δεξιά λαϊκιστικά κόμματα αναγνώριζαν ότι αν ήθελαν να κερδίσουν ψήφους και εξουσία θα έπρεπε να μετριάσουν την ρητορική και την συμπεριφορά τους, ένα από τα δύο κυρίαρχα κόμματα των ΗΠΑ, το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, άρχισε να κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση. Όπως καταδεικνύεται από το «Συμβόλαιο με την Αμερική» του Newt Gingrich το 1994, η ρητορική [7] του κόμματος έγινε όλο και πιο [8] διχαστική και αρνητική, το πολιτικό του προφίλ μετατοπίστηκε από μετριοπαθές σε συντηρητικό, και η συμπεριφορά του στο Κογκρέσο έγινε όλο και πιο παρεμποδιστική. Η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, το 2016, επιτάχυνε αυτές τις τάσεις. Ο Τραμπ δεν έδινε ιδιαίτερη σημασία στους δημοκρατικούς κανόνες και θεσμούς, και αντί να ελέγξουν τις παρορμήσεις του, οι Ρεπουμπλικάνοι τις επέτρεψαν ή ακόμη και τις επιδοκίμασαν.

Μετά την ήττα του Τραμπ, το 2020, το κόμμα ριζοσπαστικοποιήθηκε ακόμη περισσότερο, αρνούμενο να καταδικάσει ευθέως τον εκλογικό αρνητισμό του Τραμπ ή ακόμη και μια βίαιη εξέγερση κατά του Κογκρέσου που είχε σκοπό να αποτρέψει μια νόμιμη μετάβαση της εξουσίας. Αποκήρυξε επίσης εκείνους τους ηγέτες εντός του κόμματος, όπως η εκπρόσωπος Liz Cheney από το Γουαϊόμινγκ και ο γερουσιαστής Mitt Romney από την Γιούτα, οι οποίοι ήταν πρόθυμοι να υπερασπιστούν τους δημοκρατικούς θεσμούς και να παρεκκλίνουν από την ολοένα και πιο αντιδημοκρατική πορεία του κόμματος. Το ότι η τάση αυτή συνεχίστηκε φάνηκε στις ενδιάμεσες εκλογές, στις οποίες το κόμμα «κατέβασε» σχεδόν 300 αρνητές των εκλογών, σε [εκλογικούς] αγώνες σε 48 από τις 50 πολιτείες. Και ενώ ορισμένοι από τους πιο ακραίους υποψηφίους έχασαν -συμπεριλαμβανομένου του υποψήφιου κυβερνήτη της Πενσυλβάνια, Doug Mastriano, ο οποίος συμμετείχε στην συγκέντρωση υπέρ του Τραμπ στο Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου-, ριζοσπαστικές, συνωμοσιολογικές φιγούρες όπως η Marjorie Taylor Greene και ο Matt Gaetz έχουν πλέον εδραιωθεί στο κόμμα.

ΠΕΡΙΟΡΙΣΤΕ ΤΟΝ ΕΞΤΡΕΜΙΣΜΟ ΣΑΣ

Τα τελευταία χρόνια, πολλοί παρατηρητές γίνονται όλο και πιο απαισιόδοξοι για το μέλλον της δημοκρατίας. Επικαλούμενοι την εξάπλωση του αυταρχισμού σε πολλά μέρη του κόσμου, άρχισαν να βλέπουν τις σύγχρονες εξελίξεις μέσα από έναν αδιαφοροποίητο δυστοπικό φακό. Όμως, δεν υπήρξε επιστροφή στον φασισμό και δεν υπάρχει άμεση απειλή για την δημοκρατία στην Δυτική Ευρώπη. Αντιθέτως, οι δεξιοί λαϊκιστές της Ευρώπης έχουν αναγκαστεί να μετριάσουν σημαντικά τον ριζοσπαστισμό τους. Το γεγονός ότι αυτή η μετριοπαθής διαδικασία έλαβε χώρα ακόμη και στην Ιταλία [9] -μια χώρα που δεν αντιμετώπισε ποτέ πλήρως το φασιστικό της παρελθόν και που μαστίζεται από πολιτική αστάθεια και οικονομική στασιμότητα εδώ και δεκαετίες- αντανακλά την δύναμη της δημοκρατίας σε έναν τέτοιο τόπο, καθώς και ότι οι υγιείς δημοκρατίες γενικά είναι σε θέση να αντιστέκονται σε καταστροφικές δυνάμεις.

Με το να αποτυγχάνουν να κατανοήσουν αυτήν την διαδικασία, μελετητές και σχολιαστές κινδυνεύουν απλώς να ενισχύσουν τα κινήματα για τα οποία ανησυχούν. Πρώτον, η κινδυνολογική συζήτηση για την λαϊκιστική ακροδεξιά μπορεί να ενισχύσει τον φόβο και την πόλωση. Το να αποκαλείται ένα κόμμα «φασιστικό» δημιουργεί πανικό μεταξύ εκείνων που δεν υποστηρίζουν το εν λόγω κόμμα και δυσαρέσκεια μεταξύ εκείνων που το υποστηρίζουν -είναι επίσης πιθανό να έχει πολύ μικρή επίδραση στο ποσοστό ψήφων του κόμματος. Δεύτερον, ο χαρακτηρισμός ενός κόμματος ως «αντιδημοκρατικού» συμβάλλει σε παρανοήσεις σχετικά με το τι συμβαίνει με την δημοκρατία σήμερα. Παρά την διάχυτη απαισιοδοξία, οι περισσότερες από τις πλούσιες, μακροχρόνιες δημοκρατίες της Δύσης παραμένουν εύρωστες και ακμάζουσες. Πράγματι, οι Ηνωμένες Πολιτείες αποτελούν λιγότερο το παράδειγμα μιας γενικής τάσης παρά εξαίρεση, καθώς είναι μια από τις μοναδικές χώρες αυτής της κατηγορίας στην οποία η δημοκρατία βρίσκεται σε σημαντικό κίνδυνο. (Αξίζει να σημειωθεί ότι το Freedom House [10] και άλλες ομάδες που παρακολουθούν την δημοκρατική ανάπτυξη, όπως η V-Dem [11], έχουν σημειώσει μια σημαντική μείωση της ισχύος της αμερικανικής δημοκρατίας, αλλά δεν έχουν διαπιστώσει παρόμοια μείωση στην Δυτική Ευρώπη).

Είναι πιθανό, βέβαια, οι προσπάθειες της Λεπέν, της Meloni, του Akesson, και άλλων δεξιών λαϊκιστών να φέρουν τα κόμματά τους στο κυρίαρχο ρεύμα να είναι καθαρά τακτικές˙ στην καρδιά τους, ίσως, όντως να τρέφουν εξτρεμιστικά, αντιδημοκρατικά αισθήματα. Αλλά αυτό συνέβαινε σίγουρα και με πολλούς πρώιμους μεταπολεμικούς κομμουνιστές. Παρ' όλα αυτά, επειδή οι κομμουνιστές αναγνώρισαν ότι οι ριζοσπαστικές και αντιδημοκρατικές θέσεις περιόριζαν τις ψήφους τους και τους απέκλειαν από την εξουσία, σταδιακά έπαψαν να τις υποστηρίζουν. Με την πάροδο του χρόνου η προσέγγιση αυτή θεσμοθετήθηκε στα αιτήματα και τις πολιτικές των κομμάτων, εγκλιματίζοντας έτσι μια νέα γενιά κομμουνιστών ηγετών και υποστηρικτών τους στους κανόνες της δημοκρατικής πολιτικής. Όποιος ενδιαφέρεται για την ενίσχυση της δημοκρατίας σήμερα θα πρέπει να ευνοήσει την ώθηση των δεξιών λαϊκιστών σε μια παρόμοια πορεία -αλλά αυτό δεν θα είναι εφικτό αν η μετριοπάθειά τους χλευάζεται αντί να επιβραβεύεται.

Οι απειλές για την αμερικανική δημοκρατία ειδικότερα δεν θα πρέπει να υποτιμηθούν, παρόλο που τα δικαστήρια και άλλοι αξιωματούχοι κατάφεραν να εμποδίσουν τις προσπάθειες ανατροπής των αποτελεσμάτων των προεδρικών εκλογών του 2020. Αλλά για να κατανοήσουμε σωστά την φύση της απειλής που συνιστούν τα λαϊκιστικά ακροδεξιά κόμματα, θα πρέπει να αφιερώσουμε λιγότερο χρόνο προσπαθώντας να κρυφοκοιτάξουμε στις καρδιές των ηγετών τους και περισσότερο χρόνο εστιάζοντας στα κίνητρα και τους περιορισμούς που αντιμετωπίζουν αυτά τα κόμματα. Εάν η δημοκρατία είναι αποτελεσματική και ανταποκρίνεται, θα υπάρχει μικρό εκλογικό σώμα για ξεκάθαρα αντιδημοκρατικά ή ριζοσπαστικά αιτήματα, και οι κυβερνήσεις και άλλοι πολιτικοί παράγοντες θα είναι σε θέση να επιβάλλουν τους δημοκρατικούς κανόνες του παιχνιδιού. Σε τέτοια πλαίσια οι ριζοσπάστες έχουν μόνο δύο επιλογές: περιθωριοποίηση ή μετριοπάθεια.

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.amazon.com/Democracy-Dictatorship-Europe-Ancien-Present/dp/0...
[2] https://www.reuters.com/article/us-france-election-fn-euro/frances-le-pe...
[3] https://www.reuters.com/article/us-france-election-fn-euro/frances-le-pe...
[4] https://www.nytimes.com/2022/09/20/opinion/sweden-democrats-elections.html
[5] https://www.theatlantic.com/ideas/archive/2022/09/italy-election-far-rig...
[6] https://www.washingtonpost.com/world/2022/09/13/giorgia-meloni-italy-int...
[7] https://www.theatlantic.com/magazine/archive/2018/11/newt-gingrich-says-...
[8] https://journals.openedition.org/ejas/12212
[9] https://www.theatlantic.com/ideas/archive/2022/09/italy-election-far-rig...
[10] https://freedomhouse.org/
[11] https://www.v-dem.net/

Copyright © 2022 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/europe/how-democracy-can-win

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition