Αντιμετωπίζοντας την Κίνα και την Ρωσία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Αντιμετωπίζοντας την Κίνα και την Ρωσία

Για να ανταγωνιστούν, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να διαλέξουν τις μάχες τους
Περίληψη: 

Παρόλο που ο πόλεμος στην Ουκρανία εξαντλεί ήδη την συμβατική στρατιωτική ισχύ της Ρωσίας, η Μόσχα διατηρεί το μεγαλύτερο πυρηνικό οπλοστάσιο στον κόσμο και μια σειρά από μη συμβατικές δυνατότητες που, μαζί με τα υπόλοιπα στρατιωτικά και πληροφοριακά εργαλεία που έχει στην διάθεσή της, θα της επιτρέψουν να απειλεί τους γείτονες, να παρεμβαίνει στις δημοκρατίες, και να παραβιάζει τους διεθνείς κανόνες.

Ο RICHARD FONTAINE είναι Διευθύνων Σύμβουλος του Κέντρου για μια Νέα Αμερικανική Ασφάλεια. Έχει εργαστεί στο Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ, στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας, και ως σύμβουλος εξωτερικής πολιτικής του γερουσιαστή Τζον Μακέιν.

Κατά την σύνοδο κορυφής της Μαδρίτης τον Ιούνιο, οι ηγέτες του ΝΑΤΟ εξέδωσαν την πρώτη τους νέα «στρατηγική ιδέα» [1] εδώ και μια δεκαετία. Όπως αναμενόταν, η Ρωσία βρέθηκε στο επίκεντρο του εγγράφου, και οι αρχηγοί των κρατών δήλωσαν ότι η Μόσχα αποτελεί έκδηλη απειλή για την διατλαντική συμμαχία. Σε μια κοινή δήλωση, «υποσχέθηκαν» την δέσμευσή τους στην Ουκρανία «για όσο καιρό χρειαστεί» και δεσμεύτηκαν να δαπανήσουν περισσότερα για την άμυνα.

21112022-1.jpg

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, στην σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη, τον Ιούνιο του 2022. Violeta Santos Moura / Reuters
--------------------------------------------------

Η Ρωσία, ωστόσο, δεν ήταν η μόνη σημαντική απειλή που εντοπίζεται στη νέα στρατηγική. Για πρώτη φορά, οι σύμμαχοι δήλωσαν ότι η Κίνα θέτει «συστημικές προκλήσεις» για την «ευρωατλαντική ασφάλεια», και ότι οι φιλοδοξίες και οι πολιτικές της αμφισβητούν τα «συμφέροντα, την ασφάλεια και τις αξίες» της συμμαχίας. Για να δώσουν έμφαση στο θέμα, ηγέτες από την Αυστραλία, την Ιαπωνία, τη Νέα Ζηλανδία, και τη Νότια Κορέα ήταν παρόντες για να επιδείξουν ενότητα και αποφασιστικότητα.

Η νέα εστίαση του ΝΑΤΟ [2] είναι μόνο μια από τις πολλές ενδείξεις ότι έχει ξεκινήσει μια νέα στρατηγική εποχή. Η στρατηγική εθνικής ασφάλειας της κυβέρνησης Μπάιντεν [3], για παράδειγμα, αναφέρει ότι «η πιο πιεστική στρατηγική πρόκληση» προέρχεται από «δυνάμεις που επιστρώνουν την αυταρχική διακυβέρνηση με αναθεωρητική εξωτερική πολιτική». Η νέα στρατηγική των ΗΠΑ, η οποία δημοσιεύθηκε τον Οκτώβριο, χαρακτηρίζει την Ρωσία ως «άμεση απειλή για το ελεύθερο και ανοικτό διεθνές σύστημα» και την Κίνα [4] ως τον μοναδικό ανταγωνιστή με την πρόθεση και την δύναμη να αναδιαμορφώσει αυτό το σύστημα. Σήμερα η Ουάσινγκτον έχει επιλέξει, ίσως εξ ορισμού, να ανταγωνίζεται -και αν χρειαστεί, να αντιπαρατίθεται- τόσο με την Ρωσία όσο και με την Κίνα ταυτόχρονα και επ' αόριστον.

Αυτή η νέα γεωπολιτική πραγματικότητα έχει μόλις αρχίσει να γίνεται αντιληπτή από τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής και τους ειδικούς. Όπως παρατήρησε ο στρατηγιστής Andrew Krepinevich, ποτέ τα τελευταία 100 χρόνια οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν αντιμετώπισαν ως ανταγωνιστή μια μόνο μεγάλη δύναμη με ΑΕΠ ίσο ή μεγαλύτερο από το 40% του ΑΕΠ των ΗΠΑ. Ωστόσο, σήμερα, η κινεζική οικονομία ανέρχεται σε τουλάχιστον 70% του αμερικανικού ΑΕΠ, ποσοστό που είναι πιθανό να αυξηθεί. Η κάθε μια είναι πυρηνικά εξοπλισμένη χώρα ικανή να προβάλλει πολιτική, οικονομική, και στρατιωτική ισχύ σε παγκόσμια κλίμακα. Η Κίνα και η Ρωσία επίσης συνεργάζονται. Αν και υπάρχουν σαφώς όρια στην οιονεί «χωρίς όρια» συμμαχία της Ρωσίας και της Κίνας, η καθεμία φαίνεται αποφασισμένη να αναθεωρήσει αυτό που θεωρεί ως την κυριαρχία της Δύσης στην παγκόσμια τάξη.

Το 1880, ο Πρώσος ηγέτης, Ότο φον Μπίσμαρκ, υποστήριξε ότι «όσο ο κόσμος κυβερνάται από την ασταθή ισορροπία πέντε μεγάλων δυνάμεων», η Γερμανία θα πρέπει να «προσπαθήσει να είναι μια από τις τρεις». Μεταξύ των τριών σημερινών μεγάλων δυνάμεων, οι δύο είναι πολύ πιο κοντά η μια στην άλλη από όσο στις Ηνωμένες Πολιτείες. Υπάρχει μικρή προοπτική για οποιαδήποτε βραχυπρόθεσμη αλλαγή σε αυτήν την βασική στρατηγική εξίσωση. Κατά συνέπεια, το πώς θα πρέπει να λειτουργήσει η Ουάσινγκτον σε έναν κόσμο με δύο μεγάλες δυνάμεις ως αντιπάλους είναι το κεντρικό ερώτημα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Ο ανταγωνισμός με την Κίνα και την Ρωσία σε κάθε ζήτημα και σε κάθε μέρος όπου δραστηριοποιούνται είναι συνταγή αποτυχίας. Είναι επίσης περιττός. Μια εξωτερική πολιτική που διαχειρίζεται αυτές τις δίδυμες προκλήσεις απαιτεί τον καθορισμό προτεραιοτήτων και την πραγματοποίηση δύσκολων συμβιβασμών σε διάφορες περιοχές και ζητήματα. Αυτό θα είναι πολύ πιο εύκολο να ειπωθεί παρά να γίνει.

Ο ΦΙΛΟΣ ΤΟΥ ΕΧΘΡΟΥ ΜΟΥ

Αυτή δεν ήταν η κατάσταση που πίστευε ότι θα συναντούσε ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν [5], όταν ανέλαβε τα καθήκοντά του. Κατά την διάρκεια των πρώτων μηνών του ως πρόεδρος, αξιωματούχοι της κυβέρνησης επανειλημμένα έκαναν έκκληση για μια «σταθερή και προβλέψιμη» σχέση με την Ρωσία, μια σχέση στην οποία η Μόσχα θα απέφευγε την κακή διεθνή συμπεριφορά και θα επέτρεπε στην Ουάσινγκτον να επικεντρωθεί περισσότερο στην πρόκληση της Κίνας. Άλλοι είχαν πιο φιλόδοξα οράματα. Μόλις τον Φεβρουάριο, πριν από την εισβολή της Ρωσίας, ένας αριθμός ειδικών της εξωτερικής πολιτικής συμβούλευε [6] μια δραματική κίνηση στην στρατηγική σκακιέρα. Ακριβώς όπως στις αρχές της δεκαετίας του 1970, όταν η κυβέρνηση Νίξον έκανε άνοιγμα στην Κίνα για να αναπροσαρμόσει την ισορροπία δυνάμεων με την Σοβιετική Ένωση, το σκεπτικό τους ήταν πως, τώρα οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να ευθυγραμμιστούν με την Ρωσία για να αντισταθμίσουν την Κίνα. Ένας τέτοιος «αντίστροφος Κίσινγκερ» θα εκμεταλλευόταν τις παραδοσιακές αντιπαλότητες μεταξύ Κίνας και Ρωσίας και την προφανή επιθυμία της Μόσχας να συνεργαστεί με την Ουάσιγκτον ως ισότιμη χώρα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα παραμέριζαν τις μακροχρόνιες ανησυχίες τους για την εσωτερική και διεθνή συμπεριφορά της Ρωσίας για να αντιμετωπίσουν από κοινού την μεγαλύτερη πρόκληση στην Ασία.