Όχι απλά άλλη μια ύφεση | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Όχι απλά άλλη μια ύφεση

Γιατί η παγκόσμια οικονομία μπορεί να μην είναι ποτέ ξανά η ίδια

Όμως, εν αγνοία πολλών, η παγκόσμια οικονομία βρισκόταν σε μια σημαντική διαρθρωτική αλλαγή που καθιστούσε την προσφορά και όχι την ζήτηση το πραγματικό πρόβλημα. Αρχικά, η αλλαγή αυτή οφειλόταν στις επιπτώσεις της COVID-19 [6]. Δεν είναι εύκολο να δοθεί νέα ώθηση σε μια παγκόσμια οικονομία που έχει αναγκαστεί να σταματήσει ξαφνικά. Τα εμπορευματοκιβώτια ναυτιλίας βρίσκονται στο λάθος μέρος, όπως και τα ίδια τα πλοία. Δεν επανέρχεται όλη η παραγωγή σε λειτουργία με συντονισμένο τρόπο. Οι αλυσίδες εφοδιασμού διαταράσσονται. Και χάρη στις τεράστιες χρηματικές ενισχύσεις από τις κυβερνήσεις και την άφθονη ρευστότητα των κεντρικών τραπεζών, η ζήτηση ξεπερνά κατά πολύ την προσφορά.

Με την πάροδο του χρόνου, ωστόσο, κατέστη σαφές ότι οι περιορισμοί στον εφοδιασμό δεν οφείλονταν μόνο στην πανδημία. Ορισμένα τμήματα του πληθυσμού αποχώρησαν από το εργατικό δυναμικό με ασυνήθιστα υψηλά ποσοστά, είτε από επιλογή είτε από ανάγκη, δυσκολεύοντας τις επιχειρήσεις να βρουν εργαζόμενους. Το πρόβλημα επιδεινώθηκε από τις διαταραχές στις παγκόσμιες ροές εργασίας, καθώς λιγότεροι ξένοι εργαζόμενοι λάμβαναν βίζα ή ήταν πρόθυμοι να μεταναστεύσουν. Αντιμέτωπες με αυτούς και άλλους περιορισμούς, οι εταιρείες άρχισαν να δίνουν προτεραιότητα στο να κάνουν τις δραστηριότητές τους πιο ανθεκτικές και όχι απλώς πιο αποτελεσματικές. Εν τω μεταξύ, οι κυβερνήσεις ενέτειναν την οπλοποίηση των κυρώσεων για το εμπόριο, τις επενδύσεις, και τις πληρωμές -μια απάντηση στην εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία [7] και στην επιδείνωση των εντάσεων μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας. Τέτοιες αλλαγές επιτάχυναν την μεταπανδημική επαναδιασύνδεση των παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού με στόχο περισσότερο [βιομηχανικό] επαναπατρισμό σε φιλικές χώρες («friend-shoring») και σε κοντινές χώρες («near-shoring»).

Αυτή δεν είναι η μόνη επαναδιασύνδεση που βρίσκεται σε εξέλιξη. Η κλιματική αλλαγή αναγκάζει τελικά τις εταιρείες, τα νοικοκυριά, και τις κυβερνήσεις να αλλάξουν την συμπεριφορά τους. Δεδομένων των κινδύνων που αντιμετωπίζει ο πλανήτης, δεν υπάρχει άλλη επιλογή από το να εξελιχθούν μακριά από καταστροφικές πρακτικές. Η μη βιωσιμότητα της σημερινής πορείας είναι σαφής, όπως και η επιθυμία για μια πράσινη οικονομία. Όμως η μετάβαση θα είναι περίπλοκη [8], κυρίως επειδή τα συμφέροντα των χωρών και των επιχειρήσεων δεν έχουν ακόμη ευθυγραμμιστεί επαρκώς σε αυτό το ζήτημα και επειδή δεν υπάρχει η απαραίτητη διεθνής συνεργασία [9].

Το συμπέρασμα είναι ότι οι αλλαγές στην φύση της παγκοσμιοποίησης, οι εκτεταμένες ελλείψεις εργατικού δυναμικού, και οι επιταγές της κλιματικής αλλαγής [10] έχουν δημιουργήσει δυσκολίες στον εφοδιασμό και έχουν θέσει τα ήδη δοκιμαζόμενα μοντέλα ανάπτυξης υπό ακόμη μεγαλύτερη πίεση.

ΠΑΡΑΠΑΙΟΥΣΕΣ ΚΕΝΤΡΙΚΕΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ

Το χειρότερο είναι ότι αυτές οι αλλαγές στο παγκόσμιο οικονομικό τοπίο συμβαίνουν την ίδια στιγμή που οι κεντρικές τράπεζες αλλάζουν ριζικά την προσέγγισή τους. Για χρόνια, οι κεντρικές τράπεζες των μεγάλων οικονομιών ανταποκρίνονταν σχεδόν σε κάθε ένδειξη οικονομικής αδυναμίας ή αστάθειας της αγοράς ρίχνοντας περισσότερα χρήματα στο πρόβλημα. Εξάλλου, περισσότερο από ανάγκη παρά από επιλογή, είχαν αναγκαστεί να χρησιμοποιήσουν τα ομολογουμένως ατελή εργαλεία τους για να διατηρήσουν την οικονομική σταθερότητα μέχρι οι κυβερνήσεις να μπορέσουν να ξεπεράσουν την πολιτική πόλωση και να παρέμβουν για να κάνουν την δουλειά τους.

Όσο περισσότερο όμως οι κεντρικές τράπεζες παρέτειναν αυτό που προοριζόταν να είναι μια χρονικά περιορισμένη παρέμβαση -αγορά ομολόγων έναντι μετρητών και διατήρηση των επιτοκίων σε τεχνητά χαμηλά επίπεδα- τόσο μεγαλύτερη παράπλευρη ζημιά προκαλούσαν. Οι χρηματοπιστωτικές αγορές που φορτίστηκαν με ρευστότητα αποσυνδέθηκαν από την πραγματική οικονομία, η οποία αποκόμισε μόνο περιορισμένα οφέλη από αυτές τις πολιτικές. Οι πλούσιοι, οι οποίοι κατέχουν την συντριπτική πλειοψηφία των περιουσιακών στοιχείων, έγιναν πλουσιότεροι, και οι αγορές εκπαιδεύτηκαν να θεωρούν τις κεντρικές τράπεζες ως τους καλύτερους φίλους τους, που είναι πάντα εκεί για να περιορίσουν τη μεταβλητότητα της αγοράς. Τελικά, οι αγορές άρχισαν να αντιδρούν αρνητικά ακόμη και σε νύξεις για μείωση της στήριξης των κεντρικών τραπεζών, κρατώντας ουσιαστικά τις κεντρικές τράπεζες σε ομηρία και εμποδίζοντάς τες να διασφαλίσουν την υγεία της οικονομίας στο σύνολό της.

Όλα αυτά άλλαξαν με την έξαρση του πληθωρισμού που ξεκίνησε το πρώτο εξάμηνο του 2021. Διαγιγνώσκοντας αρχικά λανθασμένα το πρόβλημα ως παροδικό, η Fed έκανε το λάθος να επιτρέψει κυρίως στις αυξήσεις των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων να εκραγούν σε ένα ευρείας κλίμακας φαινόμενο επί του κόστους ζωής. Παρά τις αυξανόμενες ενδείξεις ότι ο πληθωρισμός δεν θα εξαφανιζόταν από μόνος του, η Fed συνέχισε να διοχετεύει ρευστότητα στην οικονομία μέχρι τον Μάρτιο του 2022, όταν τελικά άρχισε να αυξάνει τα επιτόκια -και μόνο συγκρατημένα στην αρχή.

Αλλά μέχρι τότε ο πληθωρισμός είχε ξεπεράσει το 7% και η Fed είχε στριμωχτεί στην γωνία. Ως αποτέλεσμα, αναγκάστηκε να στραφεί σε μια σειρά πολύ πιο απότομων αυξήσεων των επιτοκίων, συμπεριλαμβανομένων τεσσάρων διαδοχικών αυξήσεων-ρεκόρ κατά 0,75 ποσοστιαίες μονάδες μεταξύ Ιουνίου και Νοεμβρίου. Οι αγορές αναγνώρισαν ότι η Fed προσπαθούσε να καλύψει τον χαμένο χρόνο και άρχισαν να ανησυχούν ότι θα διατηρούσε τα επιτόκια υψηλότερα για περισσότερο χρόνο από όσο θα ήταν καλό για την οικονομία. Το αποτέλεσμα ήταν η αστάθεια των χρηματοπιστωτικών αγορών που, αν συνεχιστεί, θα μπορούσε να απειλήσει την λειτουργία των παγκόσμιων χρηματοπιστωτικών αγορών και να βλάψει περαιτέρω την οικονομία.

ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ ΔΟΥΛΕΙΑ