Τρομερές αλλά όχι ανίκητες | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Τρομερές αλλά όχι ανίκητες

Γιατί οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν πρέπει να αντιδράσουν υπερβολικά στην Κίνα και την Ρωσία

Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν πρέπει να εφησυχάσουν ως απάντηση στα ανταγωνιστικά λάθη της Ρωσίας και της Κίνας, αλλά πρέπει τώρα να προσέξουν να μην αντιδράσουν υπερβολικά και να μην αμφισβητήσουν παντοιοτρόπως τις δύο αυτές χώρες. Με μια πρώτη ματιά, η πρόσφατη ιστορία φαίνεται να παρέχει μια προφανή απάντηση σε μια τέτοια προσεκτική προσέγγιση: οι Ηνωμένες Πολιτείες διεξήγαγαν και κέρδισαν έναν παγκόσμιο αγώνα κατά της Σοβιετικής Ένωσης που διήρκεσε σχεδόν μισό αιώνα. Καθώς προχωρούσε ο Ψυχρός Πόλεμος, ψυχολογικοί παράγοντες αντικατέστησαν όλο και περισσότερο τις υλικές πραγματικότητες στην καθοδήγηση της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ: φοβούμενη ότι οποιαδήποτε σοβιετική επέλαση που θα έμενε αναπάντητη θα μπορούσε να προμηνύει μια συστηματική διάβρωση της ανταγωνιστικής θέσης των Ηνωμένων Πολιτειών, η Ουάσινγκτον αμφισβήτησε τη Μόσχα σε χώρες τόσο ανόμοιες όσο η Αγκόλα, ο Λίβανος, και η Νικαράγουα. Αλλά οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετώπιζαν έναν οικονομικά υποδεέστερο ανταγωνιστή κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου: η οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης ήταν πάντα λιγότερη από το μισό του μεγέθους της δικής τους.

Σήμερα, αντίθετα, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν η πρώτη δύναμη στον κόσμο, βρίσκονται σε σχετική παρακμή. Το μερίδιό τους στο παγκόσμιο ΑΕΠ μειώθηκε από περίπου 30% το 2000 σε λίγο κάτω από 25% το 2020. Επιπλέον, το μερίδιό τους στις παγκόσμιες εξαγωγές αγαθών μειώθηκε από περίπου 12% σε λίγο πάνω από 8% κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου. Και το μερίδιο των παγκόσμιων συναλλαγματικών αποθεμάτων που εκφράζονται σε δολάρια των ΗΠΑ μειώθηκε [7] στο χαμηλότερο επίπεδο του τελευταίου τετάρτου του αιώνα το 2020. Εν τω μεταξύ, η οικονομία της Κίνας είναι ήδη περίπου στα τρία τέταρτα του μεγέθους εκείνης των Ηνωμένων Πολιτειών, οι εξαγωγές της έφθασαν στο υψηλό ρεκόρ των 3,36 τρισεκατομμυρίων δολαρίων πέρυσι, και τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν [8] ότι η ρητορική γύρω από την αποσύνδεση της Κίνας από την παγκόσμια οικονομία υπερβαίνει την πραγματικότητα. Κατά συνέπεια, το σημερινό γεωπολιτικό περιβάλλον θα ήταν λιγότερο επιεικές για την απειθαρχία που επέδειξε κάποτε η Ουάσινγκτον. Αν και η Ρωσία και η Κίνα είναι διαχειρίσιμες λόγω του ότι αυτοπεριορίζονται, έχουν συλλογικά άφθονη ικανότητα να προκαλούν τις Ηνωμένες Πολιτείες και να τις εγκλωβίζουν σε μια αντιδραστική και αυτοκαταστροφική εξωτερική πολιτική.

Υπάρχουν και άλλοι λόγοι για τους οποίους οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να διαλέξουν τον επιλεκτικό ανταγωνισμό έναντι του καθολικού αγώνα. Δεν είναι κάθε απόφαση που παίρνει η Ρωσία ή η Κίνα εγγενώς εχθρική προς τα ζωτικά εθνικά συμφέροντα των ΗΠΑ -ή που λαμβάνεται απαραίτητα με τις Ηνωμένες Πολιτείες στο μυαλό. Παρά τα αφηγήματα που εξακολουθούν να διαπνέουν μεγάλο μέρος των αμερικανικών σχολίων -που παρουσιάζουν την Ρωσία ως τον ύπουλο και πανταχού παρόντα καιροσκόπο και την Κίνα ως τον υπομονετικό και διορατικό στρατηγιστή- καμία από τις δύο δεν έχει ανοσία στην ύβρη και την υπερβολή. Και παρόλο που μια αμείλικτα στενή συμμαχία Κίνας-Ρωσίας ίσως να μοιάζει με τετελεσμένο γεγονός, η αμερικανική εξωτερική πολιτική θα πρέπει να λάβει υπόψιν την πιθανότητα ότι θα μπορούσαν τελικά να προκύψουν εντάσεις μεταξύ των δύο χωρών. Επιπλέον, οι προσπάθειες της Ουάσινγκτον για την διαχείριση των διακρατικών προκλήσεων, όπως η κλιματική αλλαγή και οι μελλοντικές πανδημίες, θα είναι περιορισμένες εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες παρακάμψουν την Ρωσία και την Κίνα και εμπλακούν αποκλειστικά με ομοϊδεάτισσες χώρες.

Τέλος, πέρα από το γεγονός ότι δεν θα επιτύχει μεγάλη απήχηση στον αναπτυσσόμενο κόσμο, μια εξωτερική πολιτική που θα οργανωθεί πολύ σφιχτά γύρω από την αμφισβήτηση της Ρωσίας και της Κίνας θα προκαλέσει σημαντική ανησυχία ακόμη και μεταξύ των συμμάχων και των εταίρων των ΗΠΑ, λίγοι από τους οποίους θα έβλεπαν με καλό μάτι την χρήση τους ως όργανα ενός νέου Ψυχρού Πολέμου -ένα αποτέλεσμα, όπως έχει τονίσει συχνά και σωστά ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν, που δεν είναι απαραίτητο να είναι αναπόφευκτο. Ίσως η πιο κρίσιμη παρατήρηση στην στρατηγική εθνικής ασφάλειας της κυβέρνησης αντικατοπτρίζει αυτήν την εκτίμηση: «Θα αποφύγουμε τον πειρασμό να δούμε τον κόσμο αποκλειστικά μέσα από το πρίσμα του στρατηγικού ανταγωνισμού και θα συνεχίσουμε να εμπλέκουμε τις χώρες με τους δικούς τους όρους».

ΜΙΑ ΠΕΙΘΑΡΧΗΜΕΝΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

Η διατήρηση της ανταγωνιστικής ψυχραιμίας είναι δύσκολη για κάθε δύναμη, αλλά είναι πιο δύσκολη για την μοναδική υπερδύναμη του κόσμου -ειδικά επειδή οι κύριοι αμφισβητίες των Ηνωμένων Πολιτειών ανταγωνίζονται το όραμα της διεθνούς τάξης που πολλοί Αμερικανοί αξιωματούχοι και μελετητές θεωρούσαν ως ότι θριάμβευσε μόλις τρεις δεκαετίες νωρίτερα. Η δημοφιλία που έχει αποκτήσει ο «ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων» στην κοινότητα χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ αντανακλά αυτό το άγχος.