Πώς να τερματιστεί ο αέναος πόλεμος της Υεμένης | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πώς να τερματιστεί ο αέναος πόλεμος της Υεμένης

Η Ουάσινγκτον μπορεί να βοηθήσει στην διαμεσολάβηση για μια διαρκή ειρήνη

Τον Απρίλιο του 2022, οι αντιμαχόμενες πλευρές στον καταστροφικό εμφύλιο πόλεμο της Υεμένης πέτυχαν μια σπάνια σημαντική πρόοδο. Μετά από οκτώ βάναυσα χρόνια συγκρούσεων, υπέγραψαν μια εκεχειρία με την μεσολάβηση του ΟΗΕ, η οποία περιόρισε σημαντικά τις μάχες που είχαν οδηγήσει μια ήδη εξαθλιωμένη χώρα σε μια τεράστια ανθρωπιστική κρίση. Αν και δεν ήταν σαφές το εάν η δίμηνη εκεχειρία θα διαρκούσε τόσο πολύ, ορισμένοι παρατηρητές επέτρεψαν στον εαυτό τους να ελπίζουν ότι θα μπορούσε να αποτελέσει ένα πρώτο βήμα προς μια ευρύτερη ειρηνευτική διαδικασία. Στην καλύτερη περίπτωση, πίστευαν, θα μπορούσε ακόμη και να οδηγήσει σε μια πολιτική διευθέτηση μιας σύγκρουσης που έχει φέρει αντιμέτωπους τους αντάρτες Χούτι, οι οποίοι ελέγχουν μεγάλα τμήματα της χώρας και υποστηρίζονται από το Ιράν, με την διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση της Υεμένης και έναν συμμαχικό συνασπισμό υπό την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας, ο οποίος, για μεγάλο μέρος του πολέμου, λάμβανε υλικοτεχνική υποστήριξη, πληροφορίες, και όπλα από την Ουάσινγκτον. Όμως, η συμφωνία εκεχειρίας που παρατάθηκε δύο φορές έληξε στις 2 Οκτωβρίου και οι Χούτι επανέλαβαν τις κατά διαστήματα επιθέσεις τους κατά των υποδομών εξαγωγής πετρελαίου της Υεμένης. Δεν είναι πλέον σαφές αν η εύθραυστη ανάπαυλα της Υεμένης από την πλήρη έκρηξη της σύγκρουσης θα διαρκέσει.

06122022-1.jpg

Στρατιωτικές δυνάμεις των Χούτι παρελαύνουν στην Χοντέιντα, στην Υεμένη, τον Σεπτέμβριο του 2022. Houthi Military Media / Handout / Reuters
-----------------------------------------------------

Για τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν [1], ο πόλεμος στην Υεμένη είναι ταυτόχρονα μια τραγική κληρονομιά και μια άβολη εκκρεμότητα. Όταν ο Μπάιντεν ανέλαβε τα καθήκοντά του, δεν έκρυψε την επιθυμία του να απεμπλακούν γρήγορα οι Ηνωμένες Πολιτείες στρατιωτικά από την σύγκρουση, που τότε πλησίαζε στον έβδομο χρόνο της, αλλά δεσμεύτηκε επίσης ότι η κυβέρνησή του θα εργαστεί για την επίλυση του πολέμου. Αυτή η στρατηγική προήλθε εν μέρει από τύψεις. Πολλοί από εκείνους που ασχολούνται με την εξωτερική πολιτική, συμπεριλαμβανομένου του υπουργού Εξωτερικών, Άντονι Μπλίνκεν, και του συμβούλου εθνικής ασφάλειας, Τζέικ Σάλιβαν, υπηρετούσαν υπό τον πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα [2] όταν, τον Μάρτιο του 2015, η κυβέρνησή του συμφώνησε να υποστηρίξει την Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα στον πόλεμό τους κατά της εξέγερσης των Χούτι. Ήδη το 2018, πολλοί από αυτούς τους ίδιους Αμερικανούς αξιωματούχους -συμπεριλαμβανομένου ενός από εμάς- εξέδωσαν δημόσια δήλωση με την οποία αναγνώριζαν το τρομερό κόστος του πολέμου για τον λαό της Υεμένης και σημείωναν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είχαν ποτέ την πρόθεση να δώσουν στον υπό την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας συνασπισμό μια «λευκή επιταγή». Τον Μάρτιο του 2021, δύο πρώην αξιωματούχοι του Ομπάμα -και πάλι ένας από εμάς, μαζί με τον Robert Malley (ο οποίος τώρα υπηρετεί στην κυβέρνηση Μπάιντεν ως ειδικός απεσταλμένος των ΗΠΑ στο Ιράν)- έγραψαν ένα άρθρο [3] στο Foreign Affairs προβλέποντας τον τρόπο που θα προσπαθούσε να ακολουθήσει η κυβέρνηση για τον τερματισμό του πολέμου.

Αλλά είναι πιο εύκολο να βοηθήσεις να ξεκινήσει ένας πόλεμος παρά να βοηθήσεις να τελειώσει. Αν και η κυβέρνηση κινήθηκε γρήγορα για να αποσύρει την υποστήριξή της στην πολεμική προσπάθεια της Σαουδικής Αραβίας και να υποστηρίξει μια ειρήνη με μεσολάβηση, η λήξη της εκεχειρίας δείχνει τις εκτεταμένες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι επίδοξοι ειρηνοποιοί στην Υεμένη [4]. Το κατά πόσον το σημερινό αδιέξοδο θα οδηγήσει σε μια νέα δραματική κλιμάκωση από οποιαδήποτε πλευρά είναι ασαφές, αλλά αν συμβεί αυτό, δεν υπάρχει προφανής δρόμος προς την ειρήνη και η Ουάσινγκτον μπορεί να κάνει ελάχιστα για να τον δημιουργήσει. Για τον όποιον θετικό αντίκτυπο είχαν οι προσπάθειες της κυβέρνησης Μπάιντεν -και είχαν- οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν πλησιάσει στο τέλος των δυνατοτήτων που μπορεί να επιτύχει η φθίνουσα επιρροή τους επί των Σαουδαράβων και των Εμιράτων, και δεν έχουν την απαιτούμενη μόχλευση που απαιτείται για να φέρουν τους Χούτι στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.

Ωστόσο, υπάρχουν επιτακτικοί ηθικοί και πρακτικοί λόγοι για την Ουάσιγκτον ώστε να μην αλλάξει πορεία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες [5] μπορεί από μόνες τους να μην διαθέτουν τα μέσα για να τερματίσουν αυτόν τον φρικτό και πολύπλευρο πόλεμο, αλλά η διπλωματική τους δέσμευση εξακολουθεί να έχει σημασία. Η αμερικανική διπλωματία ανοίγει πόρτες στον Κόλπο για διαμεσολαβητές που διαφορετικά δεν θα μπορούσαν να έχουν πρόσβαση στις κυβερνήσεις της περιοχής, και κινεί τους τροχούς της σύναψης συμφωνιών. Εάν και όταν έρθει η ώρα, η Ουάσινγκτον μπορεί επίσης να προωθήσει ένα σχήμα για τις συζητήσεις διευθέτησης που θα περιλαμβάνει όχι μόνο τους κύριους ανταγωνιστές αλλά και τις μικρότερες φατρίες της Υεμένης, οι οποίες έχουν τα δικά τους συμφέροντα και διαφωνίες και θα έχουν πολλά να πουν για το εάν επιφυλάσσεται ένα ειρηνικό μέλλον για αυτό το κατεστραμμένο από τον πόλεμο κράτος.

Ταυτόχρονα, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να μάθουν ό,τι μπορούν από την περιπέτειά τους στην Υεμένη. Και αυτό σημαίνει ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής τους θα πρέπει να αναπτύξουν εσωτερικές δικλείδες ασφαλείας που μπορούν να βοηθήσουν στο να αποτρέψουν την χώρα από το να γίνει μέρος τέτοιων καταστροφών στο μέλλον.

ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΠΡΟΟΔΟ

Όταν η κυβέρνηση Μπάιντεν ανέλαβε τα καθήκοντά της, στήριξε ένα ειρηνευτικό σχέδιο τεσσάρων σημείων για την Υεμένη το οποίο προωθούσε από το 2020 ο τότε απεσταλμένος του ΟΗΕ, Martin Griffiths. Σύμφωνα με την πρόταση του Γκρίφιθς, τα αντιμαχόμενα μέρη θα συμφωνούσαν πρώτα να ανοίξει το αεροδρόμιο της Σαναά και να αρθούν οι ναυτιλιακοί περιορισμοί στα λιμάνια της Χοντέιντα, στην συνέχεια να συμφωνήσουν σε μια εθνική κατάπαυση πυρός, και έπειτα να συμφωνήσουν σε ανανεωμένο πολιτικό διάλογο. Αυτές οι ενέργειες, τόσο τα Ηνωμένα Έθνη όσο και οι Ηνωμένες Πολιτείες ήλπιζαν, ότι θα μετρίαζαν την ανθρωπιστική κρίση και θα ηρεμούσαν τις μάχες ώστε να μπορέσουν να διεξαχθούν ουσιαστικές ειρηνευτικές συνομιλίες.

Για την ολοένα και πιο κουρασμένη από τον πόλεμο Σαουδική Αραβία και τα ΗΑΕ, που έβλεπαν τους Χούτι να κερδίζουν έδαφος στην σύγκρουση και τις Ηνωμένες Πολιτείες να υποχωρούν (μεταξύ άλλων με την απόφαση της κυβέρνησης Μπάιντεν να σταματήσει την πώληση ορισμένων βασικών όπλων που χρησιμοποιούνται σε επιθετικές επιχειρήσεις), το σχέδιο Γκρίφιθς είχε νόημα. Η διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση της Υεμένης του Abd-Rabbu Mansour Hadi ίσως να ήταν λιγότερο ενθουσιασμένη, αλλά δεδομένης της θέσης του σαουδαραβικού συνασπισμού, ο Hadi δεν είχε άλλη επιλογή από το να το υποστηρίξει. Οι Χούτι, ωστόσο, ήταν πολύ πιο ανθεκτικοί. Οι αντάρτες βρίσκονταν στα πρόθυρα της εκδίωξης των δυνάμεων του Hadi από την επαρχία Μαρίμπ: το τελευταίο προπύργιο της κυβέρνησης στο βόρειο τμήμα της Υεμένης και την τοποθεσία σημαντικών εγκαταστάσεων πετρελαίου και φυσικού αερίου. Έβλεπαν ότι θα κέρδιζαν περισσότερα από το να πιέσουν για το πλεονεκτήμά τους στο πεδίο της μάχης παρά από το να δοκιμάσουν τις δυνάμεις τους στις διαπραγματεύσεις.

Οι Χούτι άλλαξαν τελικά γνώμη, αλλά μόνο αφού το υποτιθέμενο στρατιωτικό τους πλεονέκτημα είχε διαβρωθεί. Καθώς προέλαυναν στη Μαρίμπ κατά την διάρκεια του 2021, οι αντάρτες κινήθηκαν επίσης προς την επαρχία Shebwa στα νοτιοανατολικά της Υεμένης. Η κίνηση αυτή πέρασε μια κόκκινη γραμμή για τα ΗΑΕ, που έχουν βαθείς δεσμούς με τις πολιτοφυλακές κατά των Χούτι στην περιοχή, και τα οποία στην συνέχεια συσπείρωσαν τους αντιπροσώπους τους για να απωθήσουν τους Χούτι. (Τα ΗΑΕ αρνούνται ότι διαδραμάτισαν άμεσο ρόλο). Οι Χούτι απάντησαν με κλιμακούμενες διασυνοριακές επιθέσεις με πυραύλους και μη επανδρωμένα αεροσκάφη σε εδάφη της Σαουδικής Αραβίας και των ΗΑΕ, προκαλώντας με την σειρά τους περισσότερες αεροπορικές επιδρομές από το Ριάντ σε εδάφη που ελέγχονται από τους Χούτι, οι οποίες έπληξαν στόχους αμάχων, προκαλώντας διεθνή καταδίκη. Το αδιέξοδο που προέκυψε ήταν αρκετά οδυνηρό και για τις δύο πλευρές ώστε ο αντικαταστάτης του Γκρίφιθς, ο Σουηδός διπλωμάτης, Hans Grundberg, κατάφερε να τις φέρει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Σε αυτό το πλαίσιο, τον Απρίλιο του 2022, τα κύρια μέρη του πολέμου συμφώνησαν σε δίμηνη εκεχειρία.

Ορισμένοι παρατηρητές ανησυχούσαν ότι η παύση των μαχών θα έδινε απλώς την ευκαιρία και στις δύο πλευρές να ανασυνταχθούν πριν από την επανάληψη των εχθροπραξιών. Στην πράξη, όμως, η εκεχειρία προσέφερε ανακούφιση στους πολιορκημένους αμάχους της χώρας, ιδίως αφού τα [αντιμαχόμενα] μέρη την επέκτειναν δύο φορές. Η εκεχειρία σταμάτησε επίσης τις διασυνοριακές επιθέσεις στην Σαουδική Αραβία και τα ΗΑΕ. Πράγματι, ακόμη και τώρα που έχει λήξει, τα αντιμαχόμενα μέρη δεν έχουν επιστρέψει σε μάχες πλήρους κλίμακας.

Η ανακοίνωση της εκεχειρίας συνοδεύτηκε και από άλλες ελπιδοφόρες εξελίξεις. Ο ΟΗΕ [6] πρότεινε τρία μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης που θα λειτουργούσαν ως γέφυρα για την επόμενη φάση των διαπραγματεύσεων. Από την πλευρά της, η κυβέρνηση Hadi επρόκειτο να χαλαρώσει τους περιορισμούς στη ναυσιπλοΐα προς την Χοντέινα και στα εμπορικά αεροπορικά ταξίδια προς και από την Σαναά. Για τους Χούτι, ο στόχος ήταν να χαλαρώσουν την πενταετή μερική πολιορκία τους στην πόλη Ταΐζ -την τρίτη μεγαλύτερη πόλη της Υεμένης και εμπορικό κόμβο που συνδέει τον βορρά και τον νότο της χώρας. Και λίγο μετά την ανακοίνωση της εκεχειρίας, ο Hadi, ο οποίος θεωρήθηκε ευρέως ως εμπόδιο στις προσπάθειες διευθέτησης, δήλωσε ότι θα παραχωρούσε την εξουσία σε ένα οκταμελές Συμβούλιο Προεδρικής Ηγεσίας. (Πιθανότατα συμφώνησε σε αυτό κατόπιν εντολής του Ριάντ). Αυτά τα μέτρα, λοιπόν, προχώρησαν την διαδικασία για να τεθούν τα θεμέλια προς αυτό που θα μπορούσε να γίνει μια ουσιαστική ειρηνευτική διαδικασία.

Η αμερικανική πολιτική δεν ήταν σαφώς ο πρωταρχικός μοχλός πίσω από την εκεχειρία του Απριλίου και τις επακόλουθες εξελίξεις• η πρόοδος οφειλόταν κυρίως στα ίδια τα μέρη, τα οποία μέχρι τότε είχαν πολεμήσει και είχαν φτάσει σε αδιέξοδο και ήταν έτοιμα για μια ανάπαυλα. Ωστόσο, οι ενέργειες της Ουάσινγκτον σαφώς βοήθησαν. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, για παράδειγμα, πέρασαν αρκετά χρόνια σηματοδοτώντας μια αυξανόμενη αποστασιοποίηση από τους εταίρους τους στον Κόλπο σχετικά με το θέμα της Υεμένης, γεγονός που διαμόρφωσε τις αντιλήψεις για τον πόλεμο (αν και επιβάρυνε τις σχέσεις με τα κράτη αυτά). Το 2018, για παράδειγμα, η Ουάσινγκτον πίεσε το Ριάντ και το Άμπου Ντάμπι να σταματήσουν μια στρατιωτική εκστρατεία με στόχο το ελεγχόμενο από τους Χούτι λιμάνι της Χοντέιντα. Τρόμαξε και τις δύο κυβερνήσεις δίδοντας αυτό που ο Κόλπος θεώρησε ως μια υποτονική απάντηση στην επίθεση του 2019 στις εγκαταστάσεις επεξεργασίας πετρελαίου της Σαουδικής Αραβίας στο Abqaiq και στο χτύπημα του 2022 στο Αμπού Ντάμπι, την ευθύνη για τα οποία ανέλαβαν οι Χούτι. (Σύμφωνα με αξιωματούχους των Δυτικών μυστικών υπηρεσιών, το πρώτο χτύπημα ήταν πιθανότατα ενορχηστρωμένο από το Ιράν). Επιπλέον, η απόφαση της κυβέρνησης Μπάιντεν να αναστείλει ορισμένες στρατιωτικές πωλήσεις στο πλαίσιο της πολιτικής της για την Υεμένη περιόρισε τον στρατιωτικό σχεδιασμό και την επιχειρησιακή ικανότητα του σαουδαραβικού συνασπισμού. Ανησυχώντας ότι δεν μπορούσαν να υπολογίζουν στην υποστήριξη των ΗΠΑ, μέχρι τα μέσα του 2021, το Ριάντ και το Άμπου Ντάμπι είχαν αρχίσει να αναζητούν νέους τρόπους για να διαχειριστούν τις ανησυχίες τους για την ασφάλεια, μεταξύ άλλων ανοίγοντας διαύλους προς την Τεχεράνη και επιδιώκοντας την έξοδο από τον πόλεμο στην Υεμένη.

Η διπλωματία της κυβέρνησης Μπάιντεν προώθησε επίσης τις εξελίξεις της περασμένης άνοιξης. Η ομάδα του ΟΗΕ για την Υεμένη έχει κάνει κατά γενική ομολογία καλή δουλειά τόσο για την επίτευξη της εκεχειρίας όσο και για την ενθάρρυνση της προόδου στα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης. Αλλά θα δυσκολευόταν να το κάνει χωρίς την ισχυρή υποστήριξη των ΗΠΑ. Η Ουάσινγκτον βοήθησε να ανοίξουν οι πόρτες για τον ΟΗΕ με τους Σαουδάραβες, τα Εμιράτα, ακόμη και με την κυβέρνηση της Υεμένης. Άλλοι περιφερειακοί παράγοντες διευκόλυναν επίσης τις ειρηνευτικές συνομιλίες. Αλλά τελικά, η εμπλοκή των ΗΠΑ αποδείχθηκε καθοριστική για την επίτευξη της εκεχειρίας του Απριλίου.

ΕΝΑ ΝΕΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟ

Δυστυχώς, παρά την πρόοδο που σημειώθηκε την άνοιξη και το καλοκαίρι, οι προσπάθειες για την επέκταση και την περαιτέρω παράταση της εκεχειρίας ναυάγησαν τους τελευταίους μήνες. Το Ριάντ σημείωσε σημαντική -αν και αργή- πρόοδο προς την κατεύθυνση να επιτραπούν περισσότερα φορτία στην Χοντέιντα και πτήσεις προς την Σαναά, δύο κρίσιμες πτυχές της άρσης των εμπορικών και ταξιδιωτικών περιορισμών που ο συνασπισμός υπό την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας έχει διατηρήσει κατά των περιοχών που ελέγχονται από τους Χούτι. Αλλά οι Χούτι δεν έχουν δείξει πολλά σημάδια ότι θα κάνουν σημαντικές παραχωρήσεις από μόνοι τους, κάτι που δικαιολογούν λέγοντας ότι η ίδια η εκεχειρία ήταν μια παραχώρηση. Το πιο σημαντικό, απέτυχαν να άρουν την πολιορκία της Ταΐζ. Στην συνέχεια οι Χούτι έχουν προβεί σε πρόσθετες απαιτήσεις, μεταξύ των οποίων το να επιμένουν ότι η κυβέρνηση θα πληρώνει στρατιωτικούς μισθούς στους Χούτι χρησιμοποιώντας τα έσοδα από τις εξαγωγές πετρελαίου: μια απαίτηση τόσο περίεργη που φαίνεται να αποσκοπεί είτε στο να αποκλείσει περαιτέρω συνομιλίες είτε στο να ταπεινώσει την κυβέρνηση και τον συνασπισμό της Σαουδικής Αραβίας.

Εντούτοις, τα μέρη συνεχίζουν να προτείνουν και να ανταλλάσσουν προσφορές μέσω μεσαζόντων και εξακολουθούν να απέχουν από νέες μεγάλες εχθροπραξίες. Αλλά σημειώθηκε άνοδος στα χτυπήματα των Χούτι στις πετρελαϊκές υποδομές και σε περίπτωση που η εκεχειρία διαλυθεί πλήρως και εκδηλωθούν μεγαλύτερες μάχες, δεν είναι σαφές τι θα μπορέσει να κάνει οποιαδήποτε δύναμη εκτός της περιοχής για να σταματήσει την βία. Η Ουάσινγκτον θα έχει σίγουρα περιορισμένη επιρροή. Το μεγαλύτερο κενό στην πολιτική της κυβέρνησης για την Υεμένη το 2021 -η έλλειψη ουσιαστικής μόχλευσης επί των Χούτι- έχει γίνει πιο εμφανές καθώς οι αντάρτες καθυστερούν τις ειρηνευτικές προσπάθειες. Ορισμένοι αναλυτές έχουν προτείνει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να χαρακτηρίσουν εκ νέου τους Χούτι ως ξένη τρομοκρατική οργάνωση και στην συνέχεια να χρησιμοποιήσουν την ανάκληση ως διαπραγματευτικό χαρτί, αλλά αυτή η τακτική είναι απίθανο να προκαλέσει σημαντικές παραχωρήσεις. Επιπλέον, ένας επαναπροσδιορισμός θα έθετε τους ανθρωπιστές και τους ειρηνοποιούς σε κίνδυνο παραβίασης των αμερικανικών κυρώσεων, παρεμποδίζοντας το έργο τους και επιδεινώνοντας την ανθρωπιστική δυστυχία.

Άλλοι αναλυτές έχουν υποστηρίξει ότι το Κογκρέσο και ο Λευκός Οίκος θα πρέπει να διακόψουν σχεδόν όλες τις πωλήσεις όπλων προς τους Σαουδάραβες. Όμως, παρόλο που οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν χρησιμοποιήσει την επιρροή τους στο Ριάντ και το Άμπου Ντάμπι με κάποιο καλό αποτέλεσμα, η ισχύς τους μειώνεται, εν μέρει επειδή έχουν ήδη περιορίσει σημαντικά τις προμήθειες όπλων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην αεροπορική εκστρατεία της Σαουδικής Αραβίας. Σε κάθε περίπτωση, το Ριάντ και το Άμπου Ντάμπι έχουν επίσης τις κόκκινες γραμμές τους: αν οι Χούτι προσπαθήσουν να πάρουν τον έλεγχο της Μαρίμπ ή να επιχειρήσουν ξανά στην Shebwa, οι μάχες είναι πολύ πιθανό να επαναληφθούν ανεξάρτητα από το τι κάνει η Ουάσινγκτον με τις πωλήσεις όπλων της.

Επιπλέον, ούτε οι Χούτι ούτε οι Σαουδάραβες θα πρέπει να έχουν τον τελευταίο λόγο για το τι σημαίνει ειρήνη στην Υεμένη. Πολλαπλές πλευρές και δρώντες έχουν τους δικούς τους λόγους για να πολεμούν στην περιοχή. Οι παρατάξεις που απαρτίζουν το νέο Συμβούλιο Προεδρικής Ηγεσίας αντιπροσωπεύουν ένα ευρύ φάσμα απόψεων, αντλούν υποστήριξη από διαφορετικές πηγές, και αποτελούν μια εύθραυστη συμμαχία κατά των Χούτι. Η καλύτερη φόρμουλα για την επίτευξη μιας βιώσιμης ειρηνευτικής συμφωνίας θα έφερνε σε επαφή εκπροσώπους αυτών των ομάδων, καθώς και βασικές υποεκπροσωπούμενες ομάδες, που διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στην τοπική διαμεσολάβηση και την οικοδόμηση της ειρήνης, όπως οι γυναικείες οργανώσεις και οι φορείς της κοινωνίας των πολιτών. Χωρίς αυτές τις προσπάθειες, ακόμη και αν η Σαουδική Αραβία [7] και τα ΗΑΕ [8] αποφάσιζαν να εγκαταλείψουν τις πολιτικές και στρατιωτικές τους προσπάθειες στην Υεμένη, οι Χούτι θα μπορούσαν να βρεθούν αντιμέτωποι με σφοδρή ένοπλη αντίσταση από τοπικές ομάδες που υπερασπίζονται τα εδάφη τους από την καταπάτηση.

Φυσικά, η αμερικανική διπλωματία από μόνη της δεν θα μπορέσει να εξαναγκάσει αυτό το ετερόκλητο σύνολο δρώντων να συμμετάσχει ένθερμα στις ειρηνευτικές προσπάθειες. Αλλά εξακολουθεί να έχει σημαντικό, ακόμη και ουσιαστικό, ρόλο να διαδραματίσει. Όσο ο ΟΗΕ εργάζεται στην Υεμένη, θα χρειάζεται την υποστήριξη της Ουάσινγκτον -προσελκύοντας τα μέρη του πολέμου με τα οποία έχει επιρροή, ασκώντας πιέσεις από διεθνείς παράγοντες που μπορεί να είναι σε θέση να προσεγγίσουν τους Χούτι και, με λίγη τύχη, βοηθώντας κάποια μέρα να πλαισιώσει τις συζητήσεις για την διευθέτηση με τρόπο που θα τις καταστήσει όσο το δυνατόν πιο συμπεριληπτικές. Δεδομένης της στρατιωτικής εμπλοκής τους σε προηγούμενες φάσεις της σύγκρουσης, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ηθική υποχρέωση να κάνουν ό,τι μπορούν για να βοηθήσουν.

Τέλος, η Ουάσινγκτον μπορεί να κάνει περισσότερα για να αντλήσει διδάγματα από την ατυχία της στην Υεμένη. Οι Ηνωμένες Πολιτείες γνωρίζουν ήδη ότι η υποστήριξή τους προς τους Σαουδάραβες αποδείχθηκε αντιπαραγωγική: εκτός του ότι συνέβαλε σε τρομερά δεινά, βοήθησε να προκληθούν ακριβώς οι στρατηγικές οπισθοδρομήσεις τις οποίες επεδίωκαν να αποτρέψουν. Ο μακροχρόνιος και βίαιος πόλεμος, για παράδειγμα, έχει εμβαθύνει τους δεσμούς μεταξύ των Χούτι και του Ιράν. Έχει αυξήσει την στρατιωτική εξέλιξη των Χούτι. Και οδήγησε την σύγκρουση να εξαπλωθεί τόσο στην Σαουδική Αραβία όσο και στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.

Όμως παρόλο που η κυβέρνηση Μπάιντεν έκανε ένα σημαντικό βήμα όταν σταμάτησε να υποστηρίζει επιθετικές επιχειρήσεις το 2021, ήταν πολύ πιο απρόθυμη να υιοθετήσει νομικές αλλαγές που θα μπορούσαν να αποτρέψουν τις Ηνωμένες Πολιτείες από το να βυθιστούν σε μελλοντικά τέλματα. Το Σύνταγμα των ΗΠΑ κατανέμει τις πολεμικές εξουσίες μεταξύ της εκτελεστικής και της νομοθετικής εξουσίας για να διασφαλίσει ότι οι σημαντικές αποφάσεις σχετικά με την είσοδο σε ξένους πολέμους είναι συλλογικές και σκόπιμες. Ωστόσο, για δεκαετίες, η εκτελεστική εξουσία εμπλέκεται όλο και περισσότερο σε συγκρούσεις χωρίς την έγκριση του Κογκρέσου. Μολονότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν συμμετείχαν στον θερμό πόλεμο στην Υεμένη, το επίπεδο εμπλοκής τους -το οποίο κατά την άποψη πολλών διεθνών νομικών τις καθιστούσε μέρος της σύγκρουσης- εντάσσεται σε αυτήν την κίνηση. Ο νόμος περί Πολεμικών Εξουσιών του 1973, που ψηφίστηκε στο τέλος του πολέμου του Βιετνάμ, είχε ως στόχο να ανατρέψει αυτήν την τάση, αλλά αποδείχθηκε σαφώς ανεπαρκής. Ο μόνος τρόπος για να αποκατασταθεί το Κογκρέσο στον συνταγματικό του ρόλο είναι μέσω νομοθεσίας που κοιτάζει προς το μέλλον, η οποία επιβάλλει νέες, αυστηρότερες απαιτήσεις σχετικά με το πότε και το πώς το Κογκρέσο πρέπει να εξουσιοδοτεί, και να επανεξουσιοδοτεί περιοδικά, την συμμετοχή των ΗΠΑ σε ξένες συγκρούσεις.

Νομοσχέδια που θα έθεταν σε ισχύ τέτοιες απαιτήσεις έχουν καθυστερήσει τόσο στην Βουλή όσο και στην Γερουσία. Αλλά οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα ήταν φρόνιμο να τα προχωρήσουν. Κανένας σχέδιο δεν θα οδηγήσει την Ουάσινγκτον εκεί που αναμφίβολα επιθυμεί να φτάσει: πίσω στις αρχές του 2015, πριν οι Ηνωμένες Πολιτείες αρχίσουν να βοηθούν την Σαουδική Αραβία να βομβαρδίσει την Υεμένη. Αυτός ο κόσμος δεν υπάρχει πλέον. Τώρα, το καλύτερο που μπορεί να κάνει η Ουάσινγκτον είναι να βοηθήσει τους ανταγωνιστές της Υεμένης να βρουν την ειρήνη ενώ παράλληλα να αποτρέψει τον εαυτό της από το να επαναλάβει τα ίδια λάθη στο μέλλον.

Σύνδεσμοι:
[1] https://www.foreignaffairs.com/topics/biden-administration
[2] https://www.foreignaffairs.com/topics/obama-administration
[3] https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2021-02-09/how-ame...
[4] https://www.foreignaffairs.com/regions/yemen
[5] https://www.foreignaffairs.com/regions/united-states
[6] https://www.foreignaffairs.com/topics/united-nations
[7] https://www.foreignaffairs.com/regions/saudi-arabia
[8] https://www.foreignaffairs.com/regions/united-arab-emirates

Copyright © 2022 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/yemen/how-end-yemens-forever-war

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition