Ο πόλεμος του Πούτιν και οι κίνδυνοι διάλυσης της Ρωσίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ο πόλεμος του Πούτιν και οι κίνδυνοι διάλυσης της Ρωσίας

Το ξήλωμα ενός εύθραυστου πολυεθνικού κράτους θα μπορούσε να οδηγήσει σε περισσότερη βία
Περίληψη: 

Η διάλυση της Ρωσίας δεν είναι πιθανή. Στον απόηχο του καταστροφικού πολέμου του Πούτιν, ωστόσο, το καθεστώς θα αντιμετωπίσει αυξανόμενες πιέσεις για αποκέντρωση. Το καλύτερο αποτέλεσμα θα ήταν να γίνει πραγματικότητα η τοπική αυτοδιοίκηση.

Η MARLENE LARUELLE είναι διευθύντρια και ερευνητής καθηγήτρια στο Ινστιτούτο Ευρωπαϊκών, Ρωσικών, και Ευρασιατικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο George Washington. Είναι η συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο Is Russia Fascist? Unraveling Propaganda East and West [1].

Καθώς ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, εντείνει τις προσπάθειες στον πόλεμό του στην Ουκρανία, η σταθερότητα του καθεστώτος του είναι αβέβαιη. Ορισμένοι παρατηρητές έχουν προβλέψει ότι ο Ρώσος πρόεδρος θα μπορούσε να ανατραπεί˙ άλλοι ελπίζουν ακόμη και σε διάλυση της χώρας. Κάτι που εγείρει το ερώτημα: Θα μπορούσε η Ρωσία να διασπαστεί;

10122022-1.jpg

Ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, μιλώντας στην Κόκκινη Πλατεία στη Μόσχα, τον Νοέμβριο του 2022. Mikhail Metzel / Sputnik / Pool / Reuters
-------------------------------------------------

Η γεωγραφία της Ρωσίας κάνει την συνοχή άπιαστη. Εκτείνεται σε 11 ζώνες ώρας και είναι το μεγαλύτερο έθνος στον κόσμο από εδαφικής πλευράς. Το 20% του πληθυσμού της δεν είναι εθνικά Ρώσοι, αλλά ανήκουν σε τοπικά ιθαγενή έθνη. Ενώ η Μόσχα ονομάστηκε η τρίτη πιο ευημερούσα πόλη στον κόσμο από τον City Prosperity Index του ΟΗΕ-Habitat λίγες εβδομάδες πριν από την έναρξη του πολέμου τον Φεβρουάριο, ένα μεγάλο μέρος της Σιβηρικής υποηπείρου είναι φτωχή και αραιοκατοικημένη. Στον μακρινό βορρά κυριαρχούν οι φθίνουσες εξορυκτικές βιομηχανικές πόλεις. Στην Άπω Ανατολή, οι κάτοικοι συνδέονται οικονομικά περισσότερο με την Κίνα, την Ιαπωνία, και τη Νότια Κορέα παρά με τη Μόσχα και την Αγία Πετρούπολη. Υπό την ηγεσία του Πούτιν [2], η εξουσία έχει συγκεντρωθεί σε μεγάλο βαθμό στη Μόσχα και η πολιτική και πολιτιστική αυτονομία στις επαρχίες έχει μειωθεί.

Ορισμένοι Δυτικοί παρατηρητές όχι μόνο κάνουν εικασίες για την κατάρρευση της Ρωσίας αλλά αγχώνονται για μια τέτοια, βλέποντας σε αυτήν μια λύση στην διεθνή συμπεριφορά της Μόσχας. Μια διάλυση, ωστόσο, δεν θα έλυνε το «πρόβλημα της Ρωσίας» για την Δύση. Οποιοδήποτε θετικό μέλλον για την Ρωσία και τους γείτονές της όπως η Ουκρανία [3], καθώς και για τον υπόλοιπο κόσμο, θα απαιτήσει από την χώρα να επανεφεύρει τον φεντεραλισμό της εκ των έσω, παρά να εκραγεί.

ΔΕΣΜΟΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΔΕΣΜΕΥΟΥΝ ΠΑΝΤΑ

Η Ρωσία [4] έχει μακρά ιστορία ηγετών που χρησιμοποιούν ένα μείγμα από καρότα και μαστίγια για να κρατήσουν ενωμένες τις μακρινές περιοχές της χώρας. Οι Τσάροι παραχώρησαν πολιτιστική αυτονομία σε ορισμένα κατακτημένα έθνη, ενώ ανάγκασαν βίαια την αφομοίωση σε άλλα. Το σοβιετικό καθεστώς ακολούθησε το ίδιο σενάριο, άλλοτε γιορτάζοντας τις εθνικές ταυτότητες, άλλοτε εκτοπίζοντας και τιμωρώντας λαούς που θεωρούνταν άπιστοι στο σοβιετικό σχέδιο.

Ένα εκκρεμές έχει επίσης ταλαντευτεί στην Ρωσία μεταξύ του συγκεντρωτισμού και της αντίστασης σε αυτόν. Στον εικοστό αιώνα, η χώρα γνώρισε μόνο δύο περιόδους σχετικής αποκέντρωσης: υπό τον Σοβιετικό πρωθυπουργό Νικήτα Χρουστσόφ, μεταξύ 1953 και 1964, και μεταξύ της περεστρόικα και του τέλους της προεδρίας του Μπόρις Γιέλτσιν, από το 1985 έως το 1999.

Μόλις ο Πούτιν [5] ανέλαβε το 2000, επανέλαβε σταδιακά τον έλεγχο της Μόσχας στις ρωσικές περιοχές και δημοκρατίες. Έκτοτε, οι αυξανόμενες κοινωνικοοικονομικές ανισότητες μεταξύ των κατοίκων των πλούσιων μητροπολιτικών κέντρων και των επαρχιακών περιοχών έχουν δημιουργήσει εντάσεις. Η Μόσχα και η γύρω περιοχή καταναλώνουν περισσότερο από όσο αντιστοιχεί στο μερίδιό τους στον κρατικό προϋπολογισμό. Οι περιοχές της Σιβηρίας, αντίθετα, συνεισφέρουν περισσότερα από όσα παίρνουν πίσω. Η Μόσχα έχει συγκεντρώσει πάρα πολλή δύναμη και οι μακρινές περιοχές έχουν χάσει την γραφειοκρατική και οικονομική τους αυτονομία, κάτι που με την σειρά του έχει υποβαθμίσει την περιφερειακή ανάπτυξη. Ακόμη και στο Κράι του Κρασνοντάρ, στον νότο της Ρωσίας -μια περιοχή πολύ πιστή στον Πούτιν- οι τοπικοί ηγέτες επικρίνουν τους γραφειοκράτες που εδρεύουν στη Μόσχα ότι επιβάλλουν πολιτικές που δεν έρχονται σε επαφή με την επιτόπια πραγματικότητα.

Η εθνική χαρτογράφηση της Ρωσίας προσθέτει ένα ακόμη στρώμα σε αυτήν την πολυπλοκότητα. Οι 21 αυτόνομες εθνοτικές δημοκρατίες της χώρας δεν αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο. Σε ορισμένες περιοχές κυριαρχούν οι Ρώσοι (μερικές φορές με συντριπτική πλειοψηφία˙ για παράδειγμα, αποτελούν τα δύο τρίτα του πληθυσμού στην σιβηρική δημοκρατία Buryatia στην λίμνη Βαϊκάλη) ενώ σε άλλες είναι σπάνιοι (περίπου το 3% στο Νταγκεστάν, στα νότια της Ρωσίας). Αλλά με ελάχιστες εξαιρέσεις -όπως στο βιομηχανοποιημένο Ταταρστάν- όλοι τους όχι μόνο αντιμετωπίζουν οικονομικές προκλήσεις που πλήττουν τις απομακρυσμένες επαρχίες της Ρωσίας αλλά έχουν και πολιτιστικά παράπονα. Υπάρχει, για παράδειγμα, αυξανόμενη απογοήτευση σε αυτές τις γλωσσικά διαφορετικές περιοχές σχετικά με την κυριαρχία της ρωσικής γλώσσας. Τοπικοί ακτιβιστές έχουν ζητήσει τα σχολικά βιβλία ιστορίας να σταματήσουν να γιορτάζουν την υποτιθέμενη ειρηνική ενσωμάτωση των εθνών τους στην Ρωσική Αυτοκρατορία. Στην περιοχή της Αρκτικής, οι ιθαγενείς ηγέτες έχουν διαμαρτυρηθεί εντονότατα για το πώς οι εξορυκτικές εταιρείες, όπως οι εταιρείες πετρελαίου, εκμεταλλεύονται αυτό που κάποτε ήταν η γη τους.

Ο πόλεμος στην Ουκρανία θα μπορούσε να αυξήσει τις εκκλήσεις για μεγαλύτερη αυτονομία από τη Μόσχα. Η επιστράτευση[6] τον Σεπτέμβριο προκάλεσε αντιδράσεις σε περιοχές με μεγάλους πληθυσμούς εθνικών μειονοτήτων των οποίων οι στρατεύσιμοι έχουν ήδη υποστεί υψηλά ποσοστά απωλειών. Ακόμη και ο ηγέτης της Δημοκρατίας της Τσετσενίας, Ραμζάν Καντίροφ, ο οποίος παρουσιάζεται ως ο πιστός στρατιώτης του Πούτιν, σταμάτησε την επιστράτευση στην Τσετσενία νωρίτερα από όσο ηγέτες σε άλλες περιοχές, ανακοινώνοντας ότι η δημοκρατία του είχε ήδη εκπληρώσει την ποσόστωσή της. Τον Σεπτέμβριο, η σύζυγος του αρχιμουφτή του Νταγκεστάν έκανε παρόμοια δήλωση.