Η επιστροφή των κατακτήσεων; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η επιστροφή των κατακτήσεων;

Γιατί το μέλλον της παγκόσμιας τάξης πραγμάτων κρέμεται από την Ουκρανία*
Περίληψη: 

Εάν η παγκόσμια κοινότητα δεν καταφέρει να επιβάλει τον κανόνα κατά της εδαφικής κατάκτησης, τα κράτη που συνορεύουν με τις μεγάλες δυνάμεις θα αντιμετωπίσουν τον υψηλότερο κίνδυνο εξαφάνισης.

Η TANISHA M. FAZAL είναι καθηγήτρια Πολιτικών Επιστημών στο University of Minnesota και η συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο State Death: The Politics and Geography of Conquest, Occupation, and Annexation [1].

Ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν [2], έχει δηλώσει από καιρό ότι η Ουκρανία δεν έχει υπάρξει ποτέ ως ανεξάρτητη χώρα. Η πρώην σοβιετική δημοκρατία «δεν είναι καν κράτος», είπε ήδη από το 2008. Σε μια ομιλία του, στις 21 Φεβρουαρίου του 2022, το εξήγησε, υποστηρίζοντας ότι «η σύγχρονη Ουκρανία δημιουργήθηκε εξ ολοκλήρου και πλήρως από την Ρωσία». Μέρες αργότερα, διέταξε τις ρωσικές δυνάμεις να εισβάλουν στην Ουκρανία. Καθώς τα ρωσικά τανκς διέσχιζαν τα ουκρανικά σύνορα, ο Πούτιν έδειχνε να ενεργεί με έναν απειλητικό, μακροχρόνιο στόχο: να διαγράψει την Ουκρανία από τον παγκόσμιο χάρτη.

02012023-1.jpg

Kotryna Zukauskaite
--------------------------------------------------------

Αυτό που έκανε την εισβολή της Ρωσίας τόσο συγκλονιστική ήταν ο αναχρονιστικός της χαρακτήρας. Επί δεκαετίες, αυτού του είδους η εδαφική κατάκτηση έδειχνε να ανήκει στο παρελθόν. Είχαν περάσει περισσότερα από 30 χρόνια από τότε που μια χώρα είχε προσπαθήσει να κατακτήσει μια άλλη διεθνώς αναγνωρισμένη χώρα (όταν το Ιράκ εισέβαλε στο Κουβέιτ, το 1990). Αυτή η αυτοσυγκράτηση διαμόρφωσε την βάση του διεθνούς συστήματος: τα σύνορα ήταν, σε γενικές γραμμές, ιερά.

Η συμμόρφωση με τους κανόνες της κρατικής κυριαρχίας - συμπεριλαμβανομένης της αντίληψης ότι μια χώρα μπορεί να ελέγχει ό,τι συμβαίνει στην επικράτειά της - δεν υπήρξε ποτέ τέλεια. Αλλά τα κράτη έχουν γενικά προσπαθήσει να τηρήσουν την ιερότητα των συνόρων ή τουλάχιστον να διατηρήσουν την εικόνα ότι το κάνουν. Οι χώρες μπορούσαν να είναι σίγουρες ότι από όλες τις απειλές που αντιμετώπιζαν, η εισβολή για την επαναχάραξη των συνόρων τους ήταν απίθανο να είναι μια εξ’ αυτών. Με μια βασική αιτία του πολέμου να εξορίζεται σε μεγάλο βαθμό στην ιστορία, αυτό το συγκεκριμένο είδος σύγκρουσης έγινε λιγότερο συνηθισμένο.

Πλέον, με την εισβολή της Ρωσίας [3], ο κανόνας κατά της εδαφικής κατάκτησης έχει δοκιμαστεί με τον πιο απειλητικό και ζωηρό τρόπο από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και μετά. Ο πόλεμος στην Ουκρανία θυμίζει μια προηγούμενη, πιο βίαιη εποχή. Εάν η παγκόσμια κοινότητα επιτρέψει στην Ρωσία να ενσωματώσει την Ουκρανία, τα κράτη ίσως χρησιμοποιήσουν πιο συχνά βία για να αμφισβητήσουν τα σύνορα, και ίσως ξεσπάσουν πόλεμοι, οι πρώην αυτοκρατορίες ίσως αποκατασταθούν, και περισσότερες χώρες ίσως οδηγηθούν στο χείλος της εξαφάνισης.

Όσο ενοχλητική κι αν είναι η επίθεση της Ρωσίας, ο υπόλοιπος κόσμος μπορεί ακόμα να προστατεύσει τον κανόνα που έχει αμφισβητήσει η Μόσχα. Η παγκόσμια κοινότητα μπορεί να χρησιμοποιήσει κυρώσεις και διεθνή δικαστήρια για να επιβάλει κόστος στην Ρωσία για την κραυγαλέα και παράνομη επιθετικότητά της. Μπορεί να πιέσει για μεταρρυθμίσεις στον ΟΗΕ, ώστε τα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας, να μην μπορούν να ασκούν βέτο σε παραπομπή στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (International Criminal Court) και συνεπώς να εμποδίζουν την ικανότητα αυτού του οργάνου να επιβάλλει δικαιοσύνη. Μια τέτοια απάντηση θα απαιτήσει συνεργασία και θυσίες, αλλά αξίζει τον κόπο. Διακυβεύεται μια από τις θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου: η εδαφική ακεραιότητα των κρατών.

ΣΥΝΟΡΙΑΚΗ ΠΕΡΙΠΟΛΙΑ

Ο «κρατικός θάνατος», όπως έχω ονομάσει το φαινόμενο, είναι η επίσημη απώλεια ελέγχου της εξωτερικής πολιτικής ενός κράτους από ένα άλλο κράτος. Με άλλα λόγια, όταν μια χώρα ομολογεί ότι δεν μπορεί πλέον να ενεργεί ανεξάρτητα στην παγκόσμια σκηνή, ουσιαστικά παύει να είναι ένα κράτος από μόνο του. Στην αρχή της εποχής του σύγχρονου κράτους, μια αιτία κρατικού θανάτου κυριαρχούσε: τραύμα από ωμή βία. Από το 1816 έως το 1945, ένα κράτος εξαφανιζόταν από τον παγκόσμιο χάρτη κάθε τρία χρόνια, κατά μέσο όρο –γεγονός ακόμη πιο ανησυχητικό, δεδομένου ότι υπήρχε περίπου το ένα τρίτο των κρατών που υπάρχουν σήμερα. Σε εκείνη την περίοδο, περίπου το ένα τέταρτο όλων των κρατών υπέστη βίαιο θάνατο κάποια στιγμή. Οι πρωτεύουσές τους λεηλατήθηκαν από εχθρικούς στρατούς, το έδαφός τους προσαρτήθηκε και δεν μπορούσαν πλέον να ενεργήσουν ανεξάρτητα στην παγκόσμια σκηνή.

Οι χώρες που είναι τοποθετημένες μεταξύ αντιπάλων ήταν ιδιαίτερα επιρρεπείς στο να καταληφθούν. Από το 1772 έως το 1795, η Πολωνία τεμαχίστηκε από την Αυστρία, την Πρωσία, και την Ρωσία [4]. Η Πολωνία εξαφανίστηκε εντελώς από τον χάρτη της Ευρώπης για πάνω από έναν αιώνα. Η Παραγουάη [5] υπέστη παρόμοια μοίρα το 1870, όταν έχασε έναν πόλεμο εναντίον της Αργεντινής και της Βραζιλίας. Στις αρχές του εικοστού αιώνα, η Ιαπωνία προσάρτησε την Κορέα μετά από μια σειρά πολέμων με την Κίνα και την Ρωσία στην χερσόνησο.

Εκτός από το να έχουν μια ατυχή τοποθεσία, η έλλειψη ισχυρών διπλωματικών δεσμών με αποικιακές δυνάμεις υπήρξε άλλος ένας προάγγελος κινδύνου για τα ευάλωτα κράτη. Οι εμπορικές σχέσεις δεν ήταν αρκετές. Τον 18ο και τον 19ο αιώνα, οι αφρικανικές και ασιατικές χώρες που είχαν υπογράψει εμπορικές συμφωνίες με αυτοκρατορικές δυνάμεις, όπως η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, ήταν πιο πιθανό να πεθάνουν, από χώρες στην Λατινική Αμερική και τη Μέση Ανατολή που, έχοντας ισχυρότερους και πιο επίσημους δεσμούς, φιλοξενούσαν προξενεία και πρεσβείες αυτών των ίδιων αποικιακών δυνάμεων. Υπήρχε, με άλλα λόγια, μια ιεραρχία αναγνώρισης που σηματοδοτούσε ποια κράτη θεωρούνταν νομιμοποιημένες κατακτήσεις και ποια όχι. Το Ηνωμένο Βασίλειο, για παράδειγμα, υπέγραψε συνθήκες με προαποικιακά ινδικά κρατίδια από το Sindh και το Nagpur έως το Punjab, τις οποίες πολλοί Ινδοί ηγέτες θεώρησαν ως αναγνώριση κρατικής υπόστασης. Αλλά οι Βρετανοί δεν έκαναν ποτέ το επόμενο βήμα για την εγκαθίδρυση διπλωματικών αποστολών σε αυτά τα κρατίδια –ένα σνομπάρισμα που αποτελούσε συχνά προοίμιο εισβολής.