Η τρομακτική άνοδος της διεθνικής Δεξιάς | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η τρομακτική άνοδος της διεθνικής Δεξιάς

Μαθήματα από την Ευρώπη του Μεσοπολέμου

Ήταν δύσκολο να αποφευχθεί η αίσθηση του déjà vu όταν οι υποστηρικτές του Jair Bolsonaro, του πρώην προέδρου της Βραζιλίας, εισέβαλαν σε κύριους ομοσπονδιακούς θεσμούς στην πρωτεύουσα Μπραζίλια στις αρχές Ιανουαρίου. Επιμένοντας ότι οι προεδρικές εκλογές της Βραζιλίας το 2022 είχαν «κλαπεί», οι διαδηλωτές λεηλάτησαν το Κογκρέσο, το προεδρικό μέγαρο, και άλλα βασικά κυβερνητικά κτίρια. Οι παρατηρητές σημείωσαν γρήγορα ομοιότητες με σκηνές που διαδραματίστηκαν πριν από δύο χρόνια στην Ουάσιγκτον, όταν όχλος δεξιών επιτέθηκαν στο Καπιτώλιο των ΗΠΑ σε μια προσπάθεια να αποτρέψουν την ειρηνική μετάβαση της εξουσίας από τον απερχόμενο πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, στον νεοεκλεγέντα πρόεδρο, Τζο Μπάιντεν.

26012023-1.jpg

Υποστηρικτές του πρώην προέδρου της Βραζιλίας, Jair Bolsonaro, στη Μπραζίλια, τον Ιανουάριο του 2023. Adriano Machado / Reuters
---------------------------------------------------------

Δεν υπήρχε τίποτα τυχαίο σχετικά με τις ομοιότητες μεταξύ αυτών των δύο επιθέσεων στην φιλελεύθερη δημοκρατία. Οι δεξιοί λαϊκιστές σε πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Βραζιλίας, έχουν αντλήσει έμπνευση από την θρασεία πολιτική συμπεριφορά του Τραμπ. Αλλά οι διακρατικές διασυνδέσεις μεταξύ των δεξιών λαϊκιστικών κινημάτων εκτείνονται πέρα από την κυκλοφορία στυλ και ιδεών. Ο Μπολσονάρο, τα πρωτοπαλίκαρά του, και πολλοί από τους οπαδούς του διατηρούν συγκεκριμένους δεσμούς με δεξιούς ηγέτες και οργανώσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το κίνημα του Trump, Make America Great Again (MAGA) είναι, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, μια από τις πολιτικά πιο σημαντικές ιστορίες επιτυχίας της ακροδεξιάς -έστω και μόνο λόγω του τετραετούς ελέγχου του στην εκτελεστική εξουσία της πιο ισχυρής χώρας του κόσμου. Τα τελευταία χρόνια παρατηρήθηκε επίσης η αυξανόμενη επιρροή των δεξιών λαϊκιστών στις περισσότερες Δυτικές δημοκρατίες -συμπεριλαμβανομένης, για παράδειγμα, της ανόδου του Bolsonaro στην Βραζιλία, της νίκης του Brexit στο Ηνωμένο Βασίλειο, της αυξανόμενης δύναμης των εξτρεμιστικών κομμάτων κατά των μεταναστών στην Γαλλία και την Γερμανία, και την πρόσφατη άνοδο στην εξουσία ακροδεξιών κομμάτων και ηγετών στην Ιταλία και την Σουηδία.

Αυτές οι ομάδες παίρνουν συνθήματα και παρέχουν υποστήριξη η μια στην άλλη. Τον Οκτώβριο, Ρεπουμπλικάνοι νομοθέτες, συμπεριλαμβανομένης της Marjorie Taylor Greene, της ακροδεξιάς μέλους του Κογκρέσου από την [πολιτεία] Τζόρτζια, πανηγύρισαν όταν η Ιταλία επέλεξε ως πρωθυπουργό την Giorgia Meloni, η οποία έχει διαβουλευτεί με τον πρώην σύμβουλο του Trump, Steve Bannon, και τον αποκαλούσε «σύμμαχο».

Οι υπερασπιστές της φιλελεύθερης δημοκρατίας και της υπό την ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών «βασισμένης σε κανόνες» (ή «φιλελεύθερης») διεθνούς τάξης δεν μπορούν να αγνοήσουν τον διακρατικό χαρακτήρα της σύγχρονης ακροδεξιάς. Οι διακρατικοί δεσμοί διευκολύνουν τη μετάδοση ιδεών, τακτικών, και αφηγημάτων —όπως οι εκδοχές της θεωρίας συνωμοσίας της «μεγάλης αντικατάστασης» (great replacement, η αντίληψη ότι κακόβουλες δυνάμεις προγραμματίζουν τη μετανάστευση έτσι ώστε να στερήσουν από τους λευκούς των ΗΠΑ και της Ευρώπης την πλειοψηφία, την επιρροή, και την εξουσία), η προσπάθεια να στιγματιστούν οι γκέι και οι τρανς υπό το πρόσχημα της σταυροφορίας κατά των παιδεραστών, η επίκληση της «κουλτούρας της αφύπνισης» ως υπαρξιακή απειλή για την ελευθερία, και οι αβάσιμες επιθέσεις σχετικά με την ακεραιότητα των εκλογών.

Δεν είναι η πρώτη φορά που διακρατικά, ακροδεξιά κινήματα αναδεικνύονται σε μεγάλη δύναμη στην διεθνή πολιτική. Τα χρόνια μεταξύ του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και του Β' Παγκοσμίου Πολέμου είδαν επίσης μεγάλες κρίσεις και δυσαρέσκεια με τα καθιερωμένα κόμματα και τις κεντρώες ιδεολογίες. Εκείνες οι εξελίξεις, που συνδέθηκαν, όπως και σήμερα, με την διάδοση των νέων τεχνολογιών επικοινωνιών, τροφοδότησαν την παγκόσμια άνοδο του φασισμού (και, στην αριστερά, του επαναστατικού σοσιαλισμού). Το πιο γνωστό είναι ότι οι Ναζί κατέστρεψαν τους φιλελεύθερους-δημοκρατικούς θεσμούς της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και μετέτρεψαν την Γερμανία στο αυταρχικό, γενοκτονικό, και επεκτατικό Τρίτο Ράιχ. Τα αποτελέσματα ήταν καταστροφικά. Το ναζιστικό καθεστώς δολοφόνησε απευθείας εκατομμύρια αμάχους και περισσότεροι από 70 εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν την ζωή τους κατά την διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.

Ακαδημαϊκοί, αναλυτές, και ειδήμονες επικαλούνται τακτικά την περίοδο του Μεσοπολέμου σε μια διαρκή διαμάχη για το αν η σημερινή ακροδεξιά προσφέρει μια σύγχρονη εκδήλωση του φασισμού. Αλλά οι δεκαετίες του 1920 και του 1930 είναι διδακτικές για λόγους ανεξάρτητους από την δημόσια συζήτηση για το εάν «Είναι φασισμός;».

Οι συγκρίσεις μεταξύ της περιόδου του Μεσοπολέμου και του παρόντος υπογραμμίζουν την απειλή που θέτουν στις φιλελεύθερες δημοκρατίες τα ολοένα πιο κανονικοποιημένα και διακρατικά συνδεδεμένα ακροδεξιά κινήματα. Προσφέρουν επίσης κάποιο έδαφος για αισιοδοξία. Πρώτον, οι περισσότερες από τις σημερινές φιλελεύθερες δημοκρατίες είναι πιο εδραιωμένες και πιο συνεκτικές από τις αντίστοιχες του μεσοπολέμου. Αφετέρου, οι εξελίξεις κατά τις δεκαετίες του 1920 και του 1930 υπογραμμίζουν την δυσκολία που αντιμετωπίζουν τα ακροδεξιά κινήματα όσον αφορά την διατήρηση της διεθνούς συνεργασίας. Καμία από αυτές τις σκέψεις δεν αποτελεί λόγο εφησυχασμού˙ αντί γι’ αυτό, προτείνουν ότι οι υπερασπιστές της φιλελεύθερης δημοκρατίας πρέπει να συνεργαστούν εάν θέλουν να μεγιστοποιήσουν τα πλεονεκτήματά τους και να εκμεταλλευτούν πιο αποτελεσματικά τις αδυναμίες των αντιπάλων τους.

ΟΧΛΑΓΩΓΙΑ ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ

Πολλά δημόσια πρόσωπα, συμπεριλαμβανομένου του Μπάιντεν, βλέπουν κοινά σημεία μεταξύ της τρέχουσας περιόδου και της εποχής του Μεσοπολέμου. Τον Αύγουστο, ο πρόεδρος περιέγραψε το κίνημα MAGA του Τραμπ ως «σαν ημιφασισμό». Οι δηλώσεις του Μπάιντεν προκάλεσαν αγανάκτηση πολλών στην αμερικανική δεξιά, οι οποίοι χαρακτήρισαν τα σχόλιά του ως ένα ακόμη παράδειγμα της γνωστής αριστερής παράδοσης να εκτοξεύει τον «φασισμό» ως μια κενή, παντοδύναμη προσβολή.

Ο «φασίστας» δεν ήταν, φυσικά, πάντα τόσο αποτελεσματική προσβολή. Ο φασισμός στιγματίστηκε στην δεκαετία του 1940 με την ήττα των δυνάμεων του Άξονα και με τις αποκαλύψεις των εκτεταμένων φρικαλεοτήτων τους, συμπεριλαμβανομένου του Ολοκαυτώματος. Μέχρι το 1946, ο Ισπανός ηγέτης Φρανσίσκο Φράνκο ένιωθε υποχρεωμένος να αρνηθεί ότι είχε φασιστικές απόψεις, παρά τις προφανείς αποδείξεις για το αντίθετο. Για σχεδόν 80 χρόνια, ακροδεξιά κόμματα στην Ευρώπη και την Βόρεια Αμερική είτε απέρριπταν δημοσίως τον χαρακτηρισμό «φασίστας» είτε εγκατέλειψαν κάθε ελπίδα να κυβερνήσουν σε εθνικό επίπεδο. Το γεγονός ότι ο φασισμός παραμένει (για καλούς λόγους) τοξικός στην Ευρώπη και την Βόρεια Αμερική κάνει τις αναλογίες με την περίοδο του Μεσοπολέμου πολιτικά έμφορτες.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, μια ευθεία γραμμή συνδέει τον μεσοπολεμικό φασισμό με τα σημερινά ακροδεξιά κόμματα. Η γενεαλογία των Fratelli d'Italia (Αδελφοί της Ιταλίας) της Meloni ανάγεται στο Movimento Sociale Italiano (Ιταλικό Κοινωνικό Κίνημα), ένα κόμμα που ιδρύθηκε το 1946 για να κρατήσει ζωντανή τη μνήμη για τον Μπενίτο Μουσολίνι και τον ιταλικό φασισμό. Η Μελόνι ισχυρίζεται ότι το κόμμα της έχει προχωρήσει πέρα από τις φασιστικές καταβολές του, αλλά τα πολιτικά του σύμβολα, οι αποκαλύψεις για ορισμένους εκλεγμένους αξιωματούχους του, και οι σημαντικές δηλώσεις του όλα δείχνουν ότι το κόμμα δεν έχει βάλει επαρκή απόσταση μεταξύ του εαυτού του και του παρελθόντος του. Οι Σουηδοί Δημοκράτες, το δεύτερο μεγαλύτερο κόμμα στο σουηδικό κοινοβούλιο, προέρχεται από δύο εξτρεμιστικά, απροκάλυπτα ρατσιστικά κόμματα˙ οι ιδρυτές του είχαν δεσμούς με νεοναζιστικές ομάδες. Από την δεκαετία του 1990, έχει εξελιχθεί σε αυτό που πολλοί περιγράφουν ως δεξιό λαϊκιστικό κόμμα, ένα κόμμα που εδραιώνει την πολιτική του ταυτότητα στην εχθρότητα προς τη μουσουλμανική μετανάστευση.

Εκείνο που συνδέει τα διαφορετικά μέλη της διεθνικής δεξιάς είναι μια κοινή δέσμευση σε αυτό που εμείς και άλλοι μελετητές ονομάσαμε «αντιδραστικός λαϊκισμός». Σε ένα συχνά επικαλούμενο δοκίμιο του 1995, ο Ιταλός συγγραφέας Umberto Eco εντόπισε 14 χαρακτηριστικά που χαρακτηρίζουν τον «Αιώνιο Φασισμό». Με αυτά ως οδηγό, γίνονται ξεκάθαρες αρκετές οικογενειακές ομοιότητες μεταξύ φασιστών του Μεσοπολέμου και των σύγχρονων αντιδραστικών λαϊκιστών. Τόσο οι φασίστες του Μεσοπολέμου όσο και οι σύγχρονοι αντιδραστικοί λαϊκιστές βλέπουν τους εαυτούς τους να μάχονται με απαίσιες διεθνείς δυνάμεις (που αποδίδονται ποικιλοτρόπως σε «παγκοσμιοποιητές», διεθνείς χρηματοδότες, κοσμοπολίτες φιλελεύθερους, διεθνείς σοσιαλιστές, και υποστηρικτές της πολυπολιτισμικότητας) που επιδιώκουν να διαγράψουν την εθνική ταυτότητα. Κατηγορούν αυτές τις δυνάμεις για την διάβρωση των παραδοσιακών ρόλων του φύλου και των φύλων, την προώθηση σχέσεων μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου και άλλων μορφών «αποκλίνουσας» συμπεριφοράς, και την υποτιθέμενη υποβάθμιση των εθνικών αξιών. Και οι δύο υιοθετούν αφηγήσεις που παρουσιάζουν συγκεκριμένα ξένα άτομα (φυλετικά, εθνοτικά, θρησκευτικά, ή οτιδήποτε άλλο) ως ξένα παθογόνα.

Οι ιδιαιτερότητες του τρόπου λειτουργίας αυτών των κομμάτων εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από το γενικότερο πλαίσιο. Οι αντιδραστικοί λαϊκιστές στη Μπραζίλια, το Λονδίνο, τη Μόσχα, το Νέο Δελχί, την Στοκχόλμη, και την Ουάσιγκτον δεν θα συμπεριφέρονται με τον ίδιο τρόπο ούτε θα υιοθετήσουν τα ίδια κριτήρια για τον καθορισμό των ορίων μεταξύ των ομάδων που είναι εντός και εκείνων που είναι εκτός.

Το ίδιο συνέβαινε και με τους φασίστες του Μεσοπολέμου. Διαφωνούσαν σε πολλά, συμπεριλαμβανομένης της ιδεολογικής κεντρικής σημασίας του οικονομικού κορπορατισμού και του ρατσισμού (ο φασισμός απευθύνθηκε σε ακροατήρια εκτός του «λευκού κόσμου», συμπεριλαμβανομένων, όπως είναι γνωστό, ορισμένων Ινδών αντιπάλων της βρετανικής αυτοκρατορικής κυριαρχίας). Το ζήτημα του αντισημιτισμού ήταν, σύμφωνα με πολλούς ιστορικούς, ένα σημαντικό εμπόδιο για την δημιουργία μιας «φασιστικής διεθνούς» όταν οι ευρωπαϊκές φασιστικές οργανώσεις συνήλθαν στα συνέδρια του Μοντρέ το 1934 και το 1935.

Η διαφορετικότητα των φασιστών του Μεσοπολέμου έχει ως επί το πλείστον εξαφανιστεί από την δημόσια μνήμη. Εκ των υστέρων, ο φασισμός φαίνεται πολύ πιο επίπεδος, με τη ναζιστική Γερμανία (ή, περιστασιακά, την Ιταλία του Μουσολίνι) να παρουσιάζεται ως η αρχετυπική του περίπτωση. Αλλά βλέποντας από την άποψη του 1930, θα ήταν δύσκολο να ορίσουμε τον φασισμό ή να οριοθετήσουμε το πού βρίσκονται τα όριά του. Λίγοι περίμεναν την εμφάνιση του ναζισμού ως την πιο επιτυχημένη και πιο μιμηθείσα παραλλαγή -πόσω μάλλον ότι οι Ναζί θα βύθιζαν τον κόσμο σε έναν καταστροφικό πόλεμο.

Εάν οι σημερινοί αντιδραστικοί λαϊκιστές μεταφέρονταν στο 1930, ο μέσος παρατηρητής ίσως να είχε την τάση να τους βλέπει ως φασίστες, ή τουλάχιστον ως προσκείμενους στον φασισμό. Εάν η Γερμανία, η Ιταλία, και η Ιαπωνία δεν είχαν χάσει τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τα κυρίαρχα φασιστικά κόμματα θα είχαν παραμείνει κανονικά εξαρτήματα της πολιτικής [ζωής] πολλών χωρών. Αλλά θα είχαν εξελιχθεί με τις δεκαετίες, όπως ακριβώς έκαναν οι σοσιαλδημοκράτες, οι χριστιανοδημοκράτες, οι συντηρητικοί, και οι φιλελεύθεροι. Τα σύγχρονα φασιστικά κόμματα ίσως να είχαν προσαρμοστεί στην εκλογική δημοκρατία, όπως έκαναν πολλοί σοσιαλιστές και ακραία συντηρητικοί πριν από αυτούς. Κάποιοι ίσως ακόμη και να έμοιαζαν πολύ με τους σημερινούς αντιδραστικούς λαϊκιστές.

ΥΠΟ ΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ

Ανεξάρτητα από το πού θα καταλήξει κάποιος στο θέμα, οι συζητήσεις για το αν ο σημερινός αντιδραστικός λαϊκισμός είναι μια σύγχρονη επανάληψη του φασισμού σπάνια παράγουν χρήσιμες γνώσεις. Οι αναλυτές μπορούν να βρουν πολλούς καλούς λόγους για να υποστηρίξουν ή να απορρίψουν την ιδέα ότι ένα κίνημα όπως το MAGA πρέπει να θεωρείται φασιστικό. Αλλά μια διάγνωση με τον ένα ή τον άλλο τρόπο επιτυγχάνει ελάχιστα. Αντί να ανησυχούν για τις ταμπέλες, οι αναλυτές θα πρέπει να στραφούν στην περίοδο του Μεσοπολέμου για έναν άλλο λόγο: για να κατανοήσουν καλύτερα την πολιτική σε έναν κόσμο που χαρακτηρίζεται από χαλυβδωμένα υπερεθνικά ακροδεξιά κινήματα. Η δυναμική του φασισμού του μεσοπολέμου ρίχνει αρκετό φως στον σύγχρονο αντιδραστικό λαϊκισμό.

Κατ’ αρχήν, οι ακροδεξιοί ηγέτες έχουν την συνήθεια να παρέχουν ρητορική και υλική υποστήριξη ο ένας στον άλλον. Ο Μουσολίνι πρόσφερε βοήθεια στην Βρετανική Ένωση Φασιστών του Όσβαλντ Μόσλεϊ και συναντήθηκε επανειλημμένα με τον Χίτλερ για να δείξει αλληλεγγύη. Η δικτύωση βοηθά επίσης στην ενίσχυση της σημερινής ακροδεξιάς. Τον Οκτώβριο του 2022, ο Τραμπ, η Μελόνι, ο πρωθυπουργός της Ουγγαρίας, Βίκτορ Όρμπαν, ο Πολωνός πρωθυπουργός, Ματέους Μοραβιέτσκι, και ο Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής των ΗΠΑ, Τεντ Κρουζ, πρόσφεραν μηνύματα υποστήριξης σε μια συγκέντρωση του ακροδεξιού κόμματος της Ισπανίας, Vox. Το Συνέδριο Συντηρητικής Πολιτικής Δράσης (Conservative Political Action Conference, CPAC), ένα κονκλάβιο δεξιών πολιτικών και ακτιβιστών των ΗΠΑ, συνήλθε στην Ουγγαρία τον Μάιο του 2022. Αργότερα, σε ένα CPAC τον Αύγουστο του 2022 που πραγματοποιήθηκε στο Τέξας, ο Όρμπαν εμφανίστηκε ως επίτιμος καλεσμένος.

Το αμερικανικό σκοτεινό χρήμα υποστηρίζει τις υπερπόντιες ακροδεξιές δυνάμεις: το openDemocracy ανέφερε ότι, μεταξύ 2008 και 2017, Χριστιανοί φονταμενταλιστές με έδρα τις ΗΠΑ έδωσαν 50 εκατομμύρια δολάρια για να υποστηρίξουν ακροδεξιούς σκοπούς και κόμματα σε όλη την Ευρώπη (ένα σημαντικό ποσό στο ευρωπαϊκό περιβάλλον). Χρήματα, ηλεκτρονικά ρομπότ (bots), χάκερ, και προπαγάνδα από την Ρωσία έχουν επίσης υποστηρίξει πολλά αντιδραστικά-λαϊκιστικά κόμματα. Η Ρωσία δάνεισε χρήματα στο Εθνικό Μέτωπο, ένα ακροδεξιό κόμμα στην Γαλλία με επικεφαλής τη Μαρίν Λεπέν, το 2014, και έριξε το βάρος της στην εκστρατεία του Brexit για να ωθήσει το Ηνωμένο Βασίλειο έξω από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Παρά την καταστροφική και βάναυση εισβολή του στην Ουκρανία, ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, εξακολουθεί να χαίρει μεγάλης εκτίμησης από ορισμένους στην δεξιά που τον βλέπουν ως υπερασπιστή των παραδοσιακών αξιών. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, μια συνεχιζόμενη δεξιά εκστρατεία για την υπονόμευση της υποστήριξης προς το Κίεβο γνώρισε κάποια επιτυχία.

Δεύτερον, τα ακροδεξιά κόμματα τείνουν να μιμούνται το ένα το άλλο. Ακόμη και όταν προσαρμόζουν ιδέες και ιδεολογία για το τοπικό κοινό, οι πρόοδοι σε μια χώρα παρέχουν «αποτελέσματα προς επίδειξη» που βοηθούν στη νομιμοποίηση των ακροδεξιών κινημάτων αλλού και στην οικοδόμηση ενός ρεπερτορίου πρακτικών για να επιλέξουν από αυτές. Τα γεγονότα στη Μπραζίλια τον Ιανουάριο καταδεικνύουν αυτό το φαινόμενο. Ο Μπολσονάρο φάνηκε να δανείζεται από την ρητορική του Τραμπ πριν, κατά την διάρκεια, και μετά τον εκλογικό κύκλο του 2022 στην Βραζιλία, απηχώντας τους συνωμοτικούς ισχυρισμούς του πρώην προέδρου των ΗΠΑ για νοθεία και κλοπή [των εκλογών].

Η φασιστική αισθητική εξαπλώθηκε γρήγορα κατά την διάρκεια των δεκαετιών του 1920 και του 1930˙ οι πολεμικές στολές έγιναν ένα πανταχού παρόν σύμβολο του κινήματος. Τώρα, αντιδραστικοί λαϊκιστές σε όλο τον κόσμο έχουν υιοθετήσει την γλώσσα και τα θέματα των «πολιτιστικών πολέμων» των Ηνωμένων Πολιτειών. Η γαλλική ακροδεξιά έκανε το «wokeness» -έναν όρο που χρησιμοποιείται συχνά από τους Αμερικανούς για να χλευάσουν τις προοδευτικές απόψεις για την φυλή και το φύλο- ένα σημαντικό σημείο συζήτησης κατά τις εθνικές εκλογές του 2022, δανειζόμενοι ξεκάθαρα από την ρητορική του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος και άλλων συντηρητικών των ΗΠΑ.

Η μάθηση, και η προσαρμογή των τεχνικών, των μεθόδων, της ρητορικής, και του στυλ των ομάδων αλλού μπορεί να οδηγήσει σε ριζοσπαστικοποίηση. Η άνοδος της ναζιστικής Γερμανίας ενθάρρυνε πολλά ακροδεξιά κόμματα να γίνουν πιο απροκάλυπτα αντισημιτικά. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1930, η φασιστική Ιταλία υιοθέτησε ρατσιστικές και αντισημιτικές πολιτικές.

Παρόμοιες διαδικασίες συμβαίνουν και σήμερα. Οι ισλαμοφοβικές απαγορεύσεις του χιτζάμπ και της μπούρκας στην Ευρώπη απηχούν την διάδοση των νόμων για την «αγάπη της τζιχάντ» στην Ινδία, οι οποίοι τιμωρούν τον ασπασμό του Ισλάμ και έχουν ανατριχιαστικό αποτέλεσμα στους διαθρησκειακούς γάμους μεταξύ Μουσουλμάνων και Ινδουιστών. Οι τρανσφοβικοί νόμοι γίνονται όλο και πιο συνηθισμένοι. Τον περασμένο Δεκέμβριο, αφού ψηφίστηκε ομόφωνα και από τα δύο κοινοβούλια, ο Πούτιν υπέγραψε σε νόμο την επέκταση ενός ρωσικού νομοσχεδίου του 2013 που απαγόρευε την έκθεση των παιδιών σε «γκέι προπαγάνδα» (νεφελώδης όρος που υποδηλώνει κάθε πληροφορία που απεικονίζει τις σχέσεις του ιδίου φύλου με θετικό ή έστω και με ουδέτερο τρόπο). Η νέα τροπολογία απαγορεύει την ανταλλαγή τέτοιων πληροφοριών με ενήλικες, καθώς και με παιδιά, και επικεντρώνεται στην ρητορική που σχετίζεται με την τρανς ταυτότητα. Τμήματα της Πολωνίας έχουν δημιουργήσει «ζώνες χωρίς LGBT» που επιτρέπουν σε τοπικούς αξιωματούχους να απαγορεύουν τις πορείες «υπερηφάνειας» και άλλες εκδηλώσεις LGBTQ. Η Ουγγαρία ψήφισε νόμο για να αποθαρρύνει την «ιδεολογία του φύλου» το 2021, όπως έκανε και η πολιτεία της Φλόριντα των ΗΠΑ το 2022 όταν θέσπισε νομοθεσία που περιόριζε το περιεχόμενο της σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης για παιδιά που ορισμένοι ονόμασαν ως νομοσχέδιο «Μην πεις ομοφυλόφιλοι» [“Don’t Say Gay”].

Οι διακρατικές διασυνδέσεις διασφαλίζουν ότι ακόμη και τα περιθωριοποιημένα κινήματα μπορούν να μάθουν να γίνονται σοβαροί, βιώσιμοι ανταγωνιστές. Μέσω ανταλλαγών ρητορικής υποστήριξης, η Λεπέν, η Μελόνι, ο Όρμπαν, και άλλες ακροδεξιές προσωπικότητες βοήθησαν να νομιμοποιήσουν ο ένας τον άλλον. Η Λεπέν και η Μελόνι, αντίστοιχα, έβγαλαν το Εθνικό Μέτωπο (τώρα Εθνική Συσπείρωση) στην Γαλλία και το Fratelli d'Italia στην Ιταλία από την πολιτική απομόνωση, ξεπλένοντας επιθετικά την φήμη των κομμάτων.

Οι αντίπαλοι του αντιδραστικού λαϊκισμού πρέπει να υποθέσουν ότι αντιμετωπίζουν έναν παρατεταμένο πολιτικό αγώνα. Η αυξανόμενη κανονικοποίηση του αντιδραστικού λαϊκισμού παρουσιάζει ιδιαιτέρως οξυμένα διλήμματα. Μόλις αποστιγματιστούν οι εξτρεμιστικές απόψεις, οι πολιτικοί και τα κόμματα δεν έχουν άλλη επιλογή από το να εμπλακούν μαζί τους, με τους όρους εκείνων [στμ: των ακραίων]. Οι προσπάθειες για επιλεκτική απόκτηση ακροδεξιών θέσεων, όπως η υιοθέτηση σκληρών πολιτικών για τη μετανάστευση και την πολιτιστική ενσωμάτωση από τους Δανούς Σοσιαλδημοκράτες, ίσως να επιτύχουν να μειώσουν την υποστήριξη προς τους ριζοσπάστες. Αλλά διευκολύνουν επίσης την κανονικοποίηση, η οποία ανοίγει την πόρτα στους εξτρεμιστές να εισάγουν όλο και πιο ριζοσπαστικές, ανελεύθερες και αυταρχικές θέσεις στο κυρίαρχο ρεύμα.

Μια από τις σημαντικότερες διαφορές μεταξύ του Μεσοπολέμου και της σημερινής εποχής, όπως έχει υποστηρίξει η Sheri Berman στο Foreign Affairs, είναι η απουσία επαναστατικού σοσιαλισμού. Η αριστερά απλά δεν παρουσιάζει πρόκληση για την φιλελεύθερη δημοκρατία, όσον αφορά την εμβέλεια, την λαϊκή υποστήριξη, τις φιλοδοξίες, και τις δυνατότητές της, όπως έκανε πριν από έναν αιώνα. Η έλλειψη μιας τέτοιας απειλής θα πρέπει να βελτιώσει την ανθεκτικότητα των Δυτικών θεσμών και να βοηθήσει να αναγκαστούν τα δεξιά κινήματα να γίνουν πιο μετριοπαθή.

Στην περίοδο του Μεσοπολέμου, ο φόβος για την ριζοσπαστική αριστερά έπαιξε σημαντικό ρόλο στην δημοκρατική κατάρρευση, καθώς οδήγησε τους συντηρητικούς και τους μετριοπαθείς να βλέπουν τα ακροδεξιά κινήματα ως χρήσιμους εταίρους. Οι φιλελεύθερες δημοκρατίες είναι γενικά πιο εδραιωμένες το 2023 από όσο το 1923, και η φιλελεύθερη διεθνής τάξη είναι πολύ πιο θεσμοθετημένη τώρα από όσο ήταν τις δύο δεκαετίες μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κατ' αρχήν, το σύστημα μπορεί να διευθετήσει περισσότερο αντιφιλελευθερισμό πριν έρθει η ίδια η δημοκρατική τάξη υπό έντονη πίεση.

Το πρόβλημα είναι ότι δεν είναι σαφές το πόσο πιο ανθεκτική είναι η τρέχουσα τάξη. Ακόμη και αντιδραστικοί λαϊκιστές που υποστηρίζουν την εκλογική πολιτική εξακολουθούν να προτιμούν πολιτικές που διαβρώνουν την εκλογική λογοδοσία και την ανεξαρτησία των κρατικών γραφειοκρατιών. Οι υποστηρικτές του Μπολσονάρο στην Βραζιλία κάνουν ενεργά έκκληση για στρατιωτική διακυβέρνηση και την ανατροπή μιας δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης. Η Ουγγαρία παρέχει ένα ξεκάθαρο παράδειγμα για το πόσο γρήγορα η αντιφιλελεύθερη δημοκρατία μπορεί να διολισθήσει στην εκλογική απολυταρχία. Στις 6 Ιανουαρίου 2021, οι Ηνωμένες Πολιτείες έφτασαν πολύ κοντά σε ξεκάθαρη σύγκρουση μεταξύ διαφορετικών τμημάτων της εκτελεστικής εξουσίας, συμπεριλαμβανομένων εντός και μεταξύ των διαφόρων υπηρεσιών ασφαλείας τους˙ μεταξύ ομοσπονδιακά εκλεγμένων αξιωματούχων˙ και πιθανώς μεταξύ τοπικών, πολιτειακών, και ομοσπονδιακών Αρχών. Τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου θα μπορούσαν να είχαν πολύ πιο επικίνδυνα, πολύ πιο βίαια αποτελέσματα. Θα μπορούσαν ακόμη και να έχουν οδηγήσει στο τέλος της φιλελεύθερης δημοκρατίας των ΗΠΑ.

ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΙΣ

Για μεγάλο μέρος των δεκαετιών του 1920 και του 1930, τα κόμματα σε όλο το πολιτικό φάσμα υποτίμησαν τους κινδύνους του φασισμού. Οι υποστηρικτές της δημοκρατίας δεν πρέπει να επαναλάβουν αυτό το λάθος με τον αντιδραστικό λαϊκισμό, και τούτο σημαίνει ότι δεν μπορούν να αγνοήσουν τις συνέπειες της κανονικοποίησης της πολιτικής και των ιδεών της ακροδεξιάς. Δεν μπορούν να θεωρούν δεδομένο ότι οι αντιδραστικές-λαϊκιστικές δυνάμεις θα γίνουν πιο μετριοπαθείς με την πάροδο του χρόνου ή απλώς θα εξασθενήσουν και θα σβήσουν.

Ο αντιδραστικός λαϊκισμός θέτει πολλαπλές απειλές για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ. Η κανονικοποίησή του στο εσωτερικό δημιουργεί γόνιμο έδαφος για εγχώρια πολιτική βία, όπως αποδεικνύεται πιο δραματικά στην εξέγερση της 6ης Ιανουαρίου και όπως φαίνεται στην αύξηση της δεξιάς εγχώριας τρομοκρατίας. Η άνοδος του αντιδραστικού λαϊκισμού έχει ήδη υπονομεύσει την ελκυστικότητα του πολιτικού συστήματος των ΗΠΑ ως «φάρου της δημοκρατίας», ενώ προκαλεί ανησυχίες σε πολλούς βασικούς συμμάχους των ΗΠΑ σχετικά με την αξιοπιστία της Ουάσιγκτον. Οι αντιδραστικοί λαϊκιστές είναι πολύ πιο πιθανό από τους κεντρώους και τους φιλελεύθερους να υποστηρίξουν πολιτικές που θα περιορίσουν την ισχύ και την επιρροή των ΗΠΑ, όπως το να απαιτούν την αποχώρηση της χώρας από το ΝΑΤΟ.

Το ίδιο ισχύει γενικά (αλλά, κι αυτό είναι πολύ σημαντικό, όχι πάντα) σε άλλες Δυτικές δημοκρατίες. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να λάβουν τα κατάλληλα, περιορισμένα μέτρα για να ενισχύσουν τις κυβερνήσεις που αντιτίθενται στον αντιδραστικό λαϊκισμό. Η Σύνοδος Κορυφής του Μπάιντεν για την Δημοκρατία, που πραγματοποιήθηκε τον Δεκέμβριο του 2021, ίσως να απέτυχε να αποδώσει ουσιαστικά αποτελέσματα, αλλά ήταν μια κίνηση προς την σωστή κατεύθυνση. Προς τιμήν του, ο Μπάιντεν έσπευσε να καταδικάσει τα γεγονότα στη Μπραζίλια νωρίτερα αυτόν τον μήνα.

Εκεί όπου οι αντιδραστικοί λαϊκιστές έχουν αποκτήσει την εξουσία, όπως στην Ιταλία, η Ουάσιγκτον θα πρέπει να παρέχει υλικά και συμβολικά κίνητρα στα ακροδεξιά κόμματα για να σέβονται τις δημοκρατικές αξίες και την φιλελεύθερη δημοκρατική τάξη. Μπορεί να φαινόταν περίεργο, για παράδειγμα, ότι ο Μπάιντεν δεν κάλεσε την Ουγγαρία στην Σύνοδο Κορυφής για την Δημοκρατία το 2021, αλλά κάλεσε την Πολωνία. Ωστόσο, είναι λογικό για τις Ηνωμένες Πολιτείες να επιβραβεύσουν την Πολωνία, η οποία, παρά την οπισθοδρόμησή της, παραμένει ένα πολύτιμο και σταθερό μέλος του ΝΑΤΟ, και όχι η Ουγγαρία, η οποία υποχώρησε περαιτέρω και υποστήριξε ευρύτερα την Ρωσία.

Πιο σημαντικό, αυτές οι επιλογές αποτελούν βασικούς δείκτες για ορισμένες από τις δυσκολίες που δημιουργεί η κανονικοποίηση του αντιδραστικού λαϊκισμού για τις εξωτερικές πολιτικές που στοχεύουν στην υπεράσπιση της φιλελεύθερης δημοκρατικής τάξης. Αμερικανοί αξιωματούχοι έπρεπε να καθορίσουν εάν ήταν καλύτερο να επιβραβεύσουν άνευ όρων την Πολωνία για την εξωτερική της πολιτική, η οποία προωθεί σαφώς την ασφάλεια της Δυτικής δημοκρατικής κοινότητας, ή να χρησιμοποιήσουν την εξάρτηση της Βαρσοβίας από τις δεσμεύσεις ασφαλείας των ΗΠΑ για να πιέσουν το κυβερνών της κόμμα, Νόμος και Δικαιοσύνη (PiS), μακριά από την δημοκρατική οπισθοδρόμηση.

Τέτοιες καταστάσεις απαιτούν δύσκολες εκτιμήσεις˙ η υιοθέτηση μιας προσέγγισης τύπου «ένα μέγεθος ταιριάζει σε όλους» είναι πιθανό να αποδειχθεί άσκοπη και μη πρακτική. Αντίθετα, η χάραξη πολιτικής των ΗΠΑ θα πρέπει να ενσωματώνει με συνέπεια δύο προτάσεις: πρώτον, ότι η διατήρηση της φιλελεύθερης δημοκρατίας στον πυρήνα του συστήματος συμμαχίας των ΗΠΑ είναι βασικό συμφέρον εθνικής ασφάλειας και, δεύτερον, ότι ο αντιδραστικός λαϊκισμός -τόσο από μέσα όσο και από έξω- είναι τούτη την στιγμή η πιο πιεστική απειλή για αυτόν τον στόχο. Τόσο η εμπειρία του μεσοπολέμου με τον φασισμό όσο και τα πρόσφατα παραδείγματα δημοκρατικής οπισθοδρόμησης υποδηλώνουν ότι η Ουάσιγκτον δεν έχει την πολυτέλεια να είναι υπερβολικά επιφυλακτική όταν πρόκειται να ωθήσει τους δημοκρατικούς συμμάχους και εταίρους της προς την σωστή κατεύθυνση.

Οι υποστηρικτές της φιλελεύθερης δημοκρατίας απολαμβάνουν ορισμένα πραγματικά πλεονεκτήματα. Η διεθνική δεξιά φαίνεται ενωμένη, ειδικά σε σύγκριση με κεντρώα και αριστερά κόμματα. Αλλά αυτή η ενότητα είναι πιο περιορισμένη και εύθραυστη από όσο φαίνεται. Οι διαφορές σχετικά με την εξωτερική πολιτική είναι μια πηγή τριβών. Μια άλλη είναι ότι οι αντιδραστικοί λαϊκιστές είναι επίσης εθνικιστές, κάτι που μπορεί να υπερνικήσει κάθε αίσθηση διεθνικής αλληλεγγύης.

Τέτοιοι διαχωρισμοί δημιουργούν ευκαιρίες για τις φιλελεύθερες δημοκρατικές δυνάμεις να αποδυναμώσουν τους διακρατικούς δεσμούς της ακροδεξιάς. Η εισβολή στην Ουκρανία έχει ήδη ανοίξει ρήγματα ανάμεσα στα αντιδραστικά-λαϊκιστικά κόμματα. Ένας ένθερμος υποστηρικτής της Ουκρανίας, το [πολωνικό κόμμα] PiS βρίσκεται σε αντίθεση με το ουγγρικό [κόμμα] Fidesz, το οποίο έχει επικρίνει τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας. Ο πόλεμος στην Ουκρανία έδωσε στην Πολωνία και την Ουγγαρία κάποια μόχλευση˙ τον περασμένο Δεκέμβριο, η Ουγγαρία μπόρεσε να απελευθερώσει κάποια κλειδωμένη χρηματοδότηση της ΕΕ με το να συναινέσει σε ένα πακέτο βοήθειας 18 δισεκατομμυρίων ευρώ για την ανάκαμψη από την COVID-19 στην Ουκρανία. Δυστυχώς για την Ουγγαρία (και ευτυχώς για την Δυτική δημοκρατική κοινότητα), η πρόσβαση στο τεράστιο υπόλοιπο των κεφαλαίων εξαρτάται από δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις. Αν και η αποδέσμευση ορισμένων κεφαλαίων μείωσε την πίεση για δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, συνέβαλε επίσης στην αποδυνάμωση των διακρατικών δεσμών μεταξύ Πούτιν και Όρμπαν.

Πράγματι, η διατήρηση της συλλογικής θέλησης για την υποστήριξη της Ουκρανίας πιθανότατα θα αποδειχθεί μια βασική δοκιμασία για τις βασικές φιλελεύθερες δημοκρατίες -και μια πίεση στους δεσμούς μεταξύ πολλών ακροδεξιών ομάδων. Η Ρωσία είναι η μόνη μεγάλη δύναμη με κυβέρνηση που οι αντιδραστικοί λαϊκιστές αναγνωρίζουν ως εύλογο μοντέλο για τις δικές τους φιλοδοξίες. Η απόρριψη του Πούτιν στις «παρακμιακές» φιλελεύθερες αξίες και την αμερικανική ηγεμονία, η ασύστολη καταστολή των σεξουαλικών και των έμφυλων μειονοτήτων και των μέσων ενημέρωσης στο εσωτερικό, και η προσωπικότητά του τού ισχυρού άνδρα τον έχουν κάνει αγαπητό σε πολλούς στην ακροδεξιά. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι τα ποσοστά του Πούτιν μεταξύ των δεξιών δέχθηκαν πλήγμα μετά την βάναυση εισβολή του στην Ουκρανία. Η ιμπεριαλιστική του επιθετικότητα όχι μόνο έχει δημιουργήσει τριβές μεταξύ των δεξιών δυνάμεων σε διάφορες χώρες, αλλά έχει επίσης δημιουργήσει ρήγματα μέσα σε δεξιούς συνασπισμούς -συμπεριλαμβανομένων μεταξύ των πιο παραδοσιακών συντηρητικών και αντιδραστικών λαϊκιστών στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μια ήττα για την Ρωσία —μια ήττα με την βοήθεια ορισμένων ακροδεξιών κομμάτων— θα μπορούσε να βελτιώσει την προοπτική για αντιπροσωπευτική δημοκρατία και να απονομιμοποιήσει εκείνους τους λαϊκιστές που εξακολουθούν να υποστηρίζουν το Κρεμλίνο.

Ευτυχώς, οι σημερινοί σπασμοί δεν προσφέρουν μια απλή επανάληψη του φασισμού του μεσοπολέμου. Παρά τον ανησυχητικό αριθμό ιδεολογικών ομοιοτήτων, τα μεγάλα αντιδραστικά-λαϊκιστικά κινήματα είναι γενικά λιγότερο μαχητικά από τα αντίστοιχα του μεσοπολέμου. Τα σημερινά κεντροαριστερά και κεντροδεξιά κόμματα είναι φαινομενικά σε καλύτερη θέση να αποκρούσουν, αν το επιλέξουν, τους ακροδεξιούς αμφισβητίες τους. Αλλά τώρα, όπως και τότε, η υπερεθνική ακροδεξιά έχει εισχωρήσει στην κύρια τάση (mainstream). Ο αντιδραστικός λαϊκισμός είναι ρωμαλέος. Είναι πολύ αργά για να σταματήσουμε ή να αντιστρέψουμε την κανονικοποίηση, και ως εκ τούτου, τα πράγματα είναι απίθανο να βελτιωθούν σύντομα.

Θα χειροτερέψουν τα πράγματα; Ο φασισμός του Μεσοπολέμου ήταν μια ετερογενής, εξελισσόμενη ιδεολογία που εξαπλώθηκε παγκοσμίως και προσαρμόστηκε στις τοπικές συνθήκες. Αλλά η ενθάρρυνση πιο ριζοσπαστικών κλάδων δεν ήταν αναπόφευκτη έκβαση. Ο κόσμος βρίσκεται σε μια στιγμή συγκρίσιμη με το 1930. Η ακροδεξιά είναι ανερχόμενη, και δεν είναι σαφές, ακόμη και για τους ίδιους τους αντιδραστικούς λαϊκιστές, το πού θα τους οδηγήσει η επιτυχία τους.

Copyright © 2023 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/world/vexing-rise-transnational-right

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στην διεύθυνση www.twitter.com/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στην διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr και στο linkedin στην διεύθυνση https://www.linkedin.com/company/foreign-affairs-the-hellenic-edition