Πώς η Κίνα έγινε ειρηνοποιός στη Μέση Ανατολή | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πώς η Κίνα έγινε ειρηνοποιός στη Μέση Ανατολή

Τα λάθη της Ουάσινγκτον άνοιξαν τον δρόμο για την συμφωνία Σαουδικής Αραβίας-Ιράν από το Πεκίνο

Οι ιρανικές επιθέσεις σε κρίσιμες πετρελαϊκές υποδομές και η επακόλουθη αδράνεια των ΗΠΑ αποτέλεσαν μια στιγμή καμπής για τους Σαουδάραβες, οι οποίοι συνειδητοποίησαν ότι δεν μπορούσαν πλέον να εξαρτώνται από την Ουάσινγκτον, ακόμη και με μια φιλική προς την Σαουδική Αραβία και αντι-ιρανική κυβέρνηση στην εξουσία. Σύμφωνα με Σαουδάραβες πληροφοριοδότες, οι ηγέτες του βασιλείου αισθάνθηκαν προσωπικά «προδομένοι». Μόλις δύο χρόνια νωρίτερα, όταν οι Σαουδάραβες πίστευαν ότι είχαν τον Τραμπ και τις Ηνωμένες Πολιτείες εξ ολοκλήρου στην πλευρά τους, ο πρίγκιπας διάδοχος Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν είχε δηλώσει [2] στην εθνική τηλεόραση της Σαουδικής Αραβίας ότι ήταν «αδύνατο να μιλήσουμε» με το Ιράν και ότι ο ίδιος θα έφερνε τη μάχη εναντίον της Τεχεράνης «μέσα στο Ιράν, όχι στην Σαουδική Αραβία». Αλλά αφού συνειδητοποίησε ότι η Σαουδική Αραβία δεν μπορούσε πλέον να κρυφτεί πίσω από την στρατιωτική ισχύ των ΗΠΑ, η άμεση διπλωματία με το Ιράν έγινε ξαφνικά πολύ πιο ελκυστική, όπως αποδεικνύεται από την θετική υποδοχή από το Ριάντ των προσπαθειών της ιρακινής κυβέρνησης να μεσολαβήσει μεταξύ του Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας. Οι προσπάθειες του Ιράκ για την εκτόνωση των εντάσεων μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Ιράν ξεκίνησαν το 2020, μετά τις επιθέσεις στο Abqaiq. Στην αρχή, οι Ιρακινοί μετέφεραν μηνύματα μεταξύ των δύο πλευρών. Μέχρι τον Απρίλιο του 2021, η ιρακινή διευκόλυνση είχε μετατραπεί σε διαμεσολάβηση, αποδίδοντας τελικά έξι προσωπικές συναντήσεις στο Ιράκ και το Ομάν μεταξύ Ιρανών και Σαουδαράβων αξιωματούχων.

Η αμερικανική απόσυρση από το Αφγανιστάν ενίσχυσε το μήνυμα που έστειλε η αμερικανική αδράνεια το 2019, επιβεβαιώνοντας στους περισσότερους παράγοντες της Μέσης Ανατολής ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες όντως αποχωρούν από την περιοχή. Ακόμη και αν διατηρούσαν στρατεύματα και διάσπαρτες βάσεις, οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν χάσει την θέλησή τους να πολεμήσουν στη Μέση Ανατολή ή για τη Μέση Ανατολή. Όταν ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του Μπάιντεν, Τζέικ Σάλιβαν, περιόδευσε στην περιοχή μετά την απόσυρση [3] από το Αφγανιστάν, οι ηγέτες εξέφρασαν την απογοήτευσή τους για την ασταθή πολιτική των ΗΠΑ. Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, Mohammed Bin Zayed, αμφισβητώντας την δέσμευση της Ουάσινγκτον για την ασφάλεια των εταίρων της, ζήτησε ένα επίσημο σύμφωνο ασφαλείας εγκεκριμένο από το Κογκρέσο.

Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΤΟΥ ΠΕΚΙΝΟΥ

Ενώ η απομάκρυνση του Τραμπ από τη Μέση Ανατολή ώθησε την Σαουδική Αραβία προς την διπλωματία, η επακόλουθη προσέγγιση του Μπάιντεν «επιστροφή στα βασικά» [4] βοήθησε επίσης να ανοίξει ο δρόμος για την ανάδειξη της Κίνας ως νέου ειρηνοποιού. Ακόμα και όταν προσπάθησε να μετατοπίσει το επίκεντρο της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ σε άλλες προκλήσεις και δεσμεύτηκε να καταστήσει την Σαουδική Αραβία «παρία» για την δολοφονία του Σαουδάραβα δημοσιογράφου, Τζαμάλ Κασόγκι, η κυβέρνηση Μπάιντεν είχε επίσης ως στόχο να διαβεβαιώσει τους περιφερειακούς εταίρους ότι παρέμενε προσηλωμένη στην ασφάλεια της Μέσης Ανατολής. Ένα προηγούμενο σχέδιο του Μπάιντεν για σημαντική μείωση των αμερικανικών στρατευμάτων στην περιοχή αναβλήθηκε. Σε μεγάλο βαθμό, αυτό είχε ως κίνητρο την παγκόσμια θεώρηση του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων, η οποία ενίσχυσε την ανάγκη να στηριχθούν οι εταιρικές σχέσεις που θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν την κινεζική επιρροή. «Επιτρέψτε μου να πω ξεκάθαρα ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα παραμείνουν ένας ενεργός, δεσμευμένος εταίρος στη Μέση Ανατολή», δήλωσε ο Μπάιντεν [5] σε ομιλία του κατά την διάρκεια επίσκεψής του στην Σαουδική Αραβία πέρυσι, προσθέτοντας: «Δεν θα απομακρυνθούμε και δεν θα αφήσουμε ένα κενό που θα καλυφθεί από την Κίνα, την Ρωσία, ή το Ιράν». Όπως το έθεσε ο υφυπουργός Άμυνας, Colin Kahl, [6] σε ομιλία του στο φόρουμ του Διαλόγου της Μανάμα στο Μπαχρέιν τον περασμένο Νοέμβριο, ο αγώνας ΗΠΑ-Κίνας «δεν είναι ένας ανταγωνισμός χωρών, είναι ένας ανταγωνισμός συμμαχιών».

Ως εκ τούτου, η Ουάσινγκτον πίστευε ότι έπρεπε να κρατήσει τους εταίρους της κοντά της, ώστε να μην «αποστατήσουν» στην Κίνα ή να συνταχθούν με την Ρωσία στην εισβολή της στην Ουκρανία. Με την Σαουδική Αραβία, ο Μπάιντεν πέρασε από την υπόσχεσή του για «παρία» και τις προσπάθειές του να τερματίσει αμέσως τον πόλεμο στην Υεμένη, στην επίσκεψη στο βασίλειο και την πίεση να αυξήσει την παραγωγή πετρελαίου. Αλλά στον απόηχο των άκυρων δεσμεύσεων του Τραμπ για την ασφάλεια και των εγκαταλειφθεισών υποσχέσεων του Μπάιντεν για λογοδοσία, η Σαουδική Αραβία και άλλοι Αμερικανοί εταίροι δεν συμμορφώθηκαν πλήρως. Η Σαουδική Αραβία τάχθηκε στο πλευρό της Ρωσίας στον πόλεμό της στην Ουκρανία, όταν ηγήθηκε της μείωσης της παραγωγής του ΟΠΕΚ+ κατά δύο εκατομμύρια βαρέλια, αρνήθηκε να συμμετάσχει στις Δυτικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας, και καλωσόρισε τον Κινέζο πρόεδρο, Σι Τζινπίνγκ, για μια ιστορική Κινεζο-Αραβική Σύνοδο Κορυφής στο Ριάντ. Το να δοθούν στον Σαουδάραβα πρίγκιπα διάδοχο περισσότερα και να επιβραβευθεί η κακή του συμπεριφορά δεν τον έκανε πιο διαλλακτικό˙ γύρισε σαν μπούμερανγκ. (Αυτό δεν θα πρέπει να αποτελεί εντελώς έκπληξη: έρευνα [7] των πολιτικών επιστημόνων Patricia Sullivan, Brock Tessman, και Xiaojun Li δείχνει ότι «τα αυξανόμενα επίπεδα στρατιωτικής βοήθειας των ΗΠΑ μειώνουν σημαντικά την συνεργατική συμπεριφορά στην εξωτερική πολιτική με τις Ηνωμένες Πολιτείες»). Η Ουάσινγκτον έμεινε σε χειρότερη θέση και από τις δυο πλευρές, χωρίς να την εμπιστεύονται απόλυτα οι ίδιοι οι εταίροι της, αλλά πολύ κοντά σε αυτούς για να διατηρήσει οποιοδήποτε πρόσχημα αμεροληψίας, αφήνοντας ένα κενό που η Κίνα έχει αρχίσει τώρα να γεμίζει.