Η ρωσική νίκη του Ερντογάν | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η ρωσική νίκη του Ερντογάν

Η Τουρκία μεταβαίνει από την αντιφιλελεύθερη δημοκρατία στην απολυταρχία τύπου Πούτιν
Περίληψη: 

Η εκλογική νίκη του Ερντογάν σημαίνει ότι θα συνεχίσει να ευνοεί τη Μόσχα διεθνώς, διατηρώντας ισχυρούς οικονομικούς δεσμούς με την Ρωσία και παρέχοντας στον Πούτιν και στους ολιγάρχες του ζωτικούς τρόπους για να παρακάμψουν τις κυρώσεις.

Ο SONER CAGAPTAY είναι Διευθυντής του Τουρκικού Ερευνητικού Προγράμματος στο Washington Institute. Είναι ο συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο The New Sultan: Erdogan and the Crisis of Modern Turkey [1].

Στις 28 Μαΐου, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο Τούρκος ηγέτης «που δεν χάνει ποτέ τις εκλογές», κέρδισε τον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών της Τουρκίας έναντι του αντιπάλου του, Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου. Ο Ερντογάν βρίσκεται στο τιμόνι της Τουρκίας από το 2003, αρχικά ως πρωθυπουργός και στην συνέχεια, από το 2014, ως πρόεδρος. Η τελευταία του νίκη τού δίνει άλλη μια πενταετή προεδρική θητεία. Μαζί με ένα σάρωμα στις κοινοβουλευτικές εκλογές στις 14 Μαΐου που έδωσε στα υπέρ του Ερντογάν ακροδεξιά και δεξιά κόμματα μια σταθερή πλειοψηφία στο νομοθετικό σώμα της χώρας, η νίκη του χρίζει τον Ερντογάν ως αδιαμφισβήτητο σουλτάνο της Τουρκίας.

30052023-1.jpg

Ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, και ο Τούρκος πρόεδρος, Ταγίπ Ερντογάν, στη Μόσχα, τον Μάρτιο του 2020. Pavel Golovkin / Reuters
--------------------------------------------------------

Αψηφώντας τις εκτιμήσεις πολλών Δυτικών παρατηρητών που είχαν προβλέψει ότι ο Ερντογάν θα είχε πρόβλημα να κρατηθεί, η σχετικά ομαλή πορεία του προς την επανεκλογή του έχει εγείρει εκτεταμένα ερωτήματα σχετικά με τις πηγές της ισχύος του. Μπροστά στην παρατεταμένη οικονομική αναταραχή, μια ολέθρια απάντηση σε έναν καταστροφικό σεισμό και μια πρόσφατα ενοποιημένη αντιπολίτευση, ο Ερντογάν παρά ταύτα προηγήθηκε άνετα στον πρώτο γύρο της ψηφοφορίας. Στην συνέχεια, έχοντας εξασφαλίσει μια νέα πλειοψηφία για τον κυβερνώντα συνασπισμό του στο κοινοβούλιο και επιτιθέμενος αλύπητα στον Κιλιτσντάρογλου, ο Ερντογάν έφτασε στη νίκη. Επιπλέον, η συμμετοχή ήταν γενικά υψηλή και οι εκλογές φάνηκαν ελεύθερες αν όχι δίκαιες, δεδομένης της ικανότητας του Ερντογάν να καθορίζει τις συνολικές παραμέτρους στις οποίες διεξήχθησαν οι [εκλογικές] αναμετρήσεις. Μετά από 20 χρόνια ολοένα και πιο αυταρχικής διακυβέρνησης, ο Ερντογάν κατάφερε όχι μόνο να κρατηθεί στα αξιώματα αλλά και να αναδειχθεί δυνητικά ακόμα πιο δυνατός.

Τα τελευταία χρόνια, οι αναλυτές συχνά συνέκριναν την προσέγγιση του Ερντογάν στην εξουσία με εκείνη άλλων αντιφιλελεύθερων ηγετών στις ευρωπαϊκές δημοκρατίες -συμπεριλαμβανομένου του Ούγγρου πρωθυπουργού, Βίκτορ Όρμπαν- οι οποίοι χρησιμοποίησαν ένα συνδυασμό θεσμικής μόχλευσης και λαϊκιστικών μέτρων για να διατηρήσουν ευρεία υποστήριξη και να χειραγωγήσουν το σύστημα υπέρ τους. Η Τουρκία δεν ήταν μια καθαρή απολυταρχία, έλεγε η θεωρία, αλλά μάλλον μια δημοκρατία που είχε πέσει στα χέρια ενός αυταρχικού ηγέτη, και προσπαθούσε να κάνει μια επιστροφή. Σύμφωνα με αυτό το μοντέλο, εφόσον ο Ερντογάν θα μπορούσε να προσφέρει ευημερία στα μεσαία στρώματα της Τουρκίας - κάνοντας τους ευσεβείς, απλούς Τούρκους να νιώθουν ότι είναι το κέντρο της χώρας- και όσο μπορούσε να κρατά την αντιπολίτευση κατακερματισμένη και να αυστηροποιεί τον έλεγχο του δικαστικού συστήματος και των άλλων των κλάδων της κυβέρνησης, η εξουσία του θα ήταν ασφαλής. Τώρα, όμως, ο Ερντογάν φαίνεται ότι έφτασε σε διαφορετικό σημείο καμπής. Ενόψει των εκλογών του Μαΐου, δεν μπορούσε να υπολογίζει ούτε σε οικονομικές επιτυχίες ούτε σε διχασμένη αντιπολίτευση. Στα χαρτιά, οι Τούρκοι είχαν πολλούς λόγους να είναι δυσαρεστημένοι με τον αρχηγό τους και να απωθήσουν την αυταρχική διακυβέρνησή του. Δεν έγινε όμως αυτό.

Το αποτέλεσμα των εκλογών του Μαΐου υποδηλώνει ότι η Τουρκία έχει πλέον πλησιάσει περισσότερο σε μια ευρασιατική απολυταρχία παρά σε μια αντιφιλελεύθερη ευρωπαϊκή δημοκρατία. Ένας λόγος είναι ότι η προσέγγιση του Ερντογάν στην εκλογική εξουσία μοιάζει ολοένα και περισσότερο με εκείνη ενός εντελώς διαφορετικού είδους ηγέτη: του Ρώσου προέδρου, Βλαντιμίρ Πούτιν. Ακριβώς όπως έκανε ο Πούτιν στην Ρωσία, ο Ερντογάν μπόρεσε να ρυθμίσει τις παραμέτρους των εκλογών πολύ πριν από την ψηφοφορία. Κατά την διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, συνέλαβε βασικούς ηγέτες της αντιπολίτευσης και ακτιβιστές της κοινωνίας των πολιτών˙ δαιμονοποίησε τα κόμματα της αντιπολίτευσης ως Δυτικούς υποστηρικτές, πραξικοπηματίες, και συμμάχους τρομοκρατών˙ και έπαιξε το ομοφοβικό χαρτί. («Η αντιπολίτευση είναι όλη LGBTQ», είπε κάποια στιγμή ο Ερντογάν, θυμίζοντας πολύ τον Ρώσο πρόεδρο).

Και με ελαφρώς λιγότερη σκληρότητα από αυτήν που χρησιμοποιούσε ο Πούτιν για να φιμώσει τον ηγέτη της ρωσικής αντιπολίτευσης Αλεξέι Ναβάλνι [2], ο Ερντογάν παραμέρισε επίσης τη μοναδική φιγούρα που θα μπορούσε να τον νικήσει, τον δήμαρχο της Κωνσταντινούπολης, Εκρέμ Ιμάμογλου, ο οποίος κατηγορήθηκε για «προσβολή εκλογικών αξιωματούχων» και αντιμετωπίζει μια δικαστική υπόθεση που απειλεί να τον απαγορεύσει από την πολιτική. (Ως αποτέλεσμα, ο Ιμάμογλου δεν είχε άλλη επιλογή από το να μείνει εκτός κούρσας για να αποφύγει μια γενική απαγόρευση που θα τον έδιωχνε επίσης από το γραφείο του δημάρχου). Ο Ερντογάν, εν τω μεταξύ, χαρακτήρισε την αντιπολίτευση «τσούλες» και επιτέθηκε στον αντίπαλό του τον Κιλιτσντάρογλου ως ότι είναι «πονηρός, ανήθικος, και ανάξιος, καθώς και προδότης».

Εξίσου δραματικά, ο Ερντογάν άσκησε τον σχεδόν απόλυτο έλεγχο των τουρκικών μέσων ενημέρωσης για να αλλάξει την εστίαση των ίδιων των εκλογών, απαγορεύοντας ουσιαστικά οποιαδήποτε συζήτηση για κρίσιμα ζητήματα όπως ο σεισμός, η οικονομία, και η κυβερνητική διαφθορά. Ουσιαστικά, όπως ο Πούτιν, ο Ερντογάν ήταν σε θέση να χρησιμοποιήσει τα πλεονεκτήματά του ως νυν [ηγέτης], τον έλεγχό του επί των πληροφοριών, και την ικανότητά του να συσχετίζεται με το εθνικό αυτοκρατορικό μεγαλείο σε τέτοιον βαθμό που τα συνηθισμένα εκλογικά ζητήματα δεν είχαν σημασία.