Το «σπασμένο» Συμβόλαιο | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Το «σπασμένο» Συμβόλαιο

Πώς η Ανισότητα Οδηγεί σε Παρακμή

Ο πόλεμος του Ιράκ ήταν από εκείνους που οι άνθρωποι παίρνουν κιλά. Πριν από λίγα χρόνια γευμάτιζα με έναν άλλο δημοσιογράφο σε ένα αμερικάνικου στυλ ταβερνείο στην Πράσινη Ζώνη της Βαγδάτης. Παραδίπλα δυο Αμερικανοί εργολάβοι αποτέλειωναν τα μπιφτέκια και τις τηγανητές πατάτες τους. Φορούσαν την τυπική στολή της δουλειάς: χακί παντελόνια, μπλουζάκια πόλο, κασκέτα μπέιζμπολ και πλαστικοποιημένες ταυτότητες του Υπουργείου Άμυνας, κρεμασμένες με νάιλον κορδόνι γύρω από τον λαιμό. Ο άνθρωπος που τους σέρβιρε ήταν πιθανόν ο μόνος Ιρακινός με τον οποίον είχαν μιλήσει όλη μέρα. Η Πράσινη Ζώνη είχε δημιουργηθεί για να σε κάνει να νιώθεις ότι το Ιράκ ήταν μόνο μια παραίσθηση και ότι, στην πραγματικότητα, δεν βρισκόσουν παρά στο Νόρμαλ του Ιλλινόι. Αυτή η αναισθητική επήρεια ενσταλαζόταν στη συνείδηση κάθε Αμερικανού που έμενε, δούλευε και γλεντούσε πίσω από τους μισογκρεμισμένους τοίχους της. Ήταν ο στρατιωτικός και ο πολίτης, ο διπλωμάτης και ο δημοσιογράφος, ο επώνυμος και ο αφανής. Μετά βίας έμενε κάποιος εκεί πάνω από έναν χρόνο. Όλοι σχεδόν επέστρεφαν στο σπίτι τους, έχοντας να διηγηθούν μια σειρά από παραφουσκωμένες πολεμικές ιστορίες, πασχίζοντας να ξεχάσουν πως άφηναν πίσω τους κακοφτιαγμένα, μισοτελειωμένα σχέδια και μια χώρα που βυθιζόταν στον εμφύλιο. Καθώς οι δύο εργολάβοι σηκώθηκαν και έβγαιναν από το εστιατόριο, ο φίλος μου με κοίταξε και είπε: «Δεν είμαστε τόσο καλοί πλέον».

Ο πόλεμος του Ιράκ ήταν κάτι σαν ένα τεστ αντοχής για τους Αμερικανούς πολίτες. Και όλα τα μείζονα συστήματα και όργανα απέτυχαν σ’ αυτό το τεστ: το εκτελεστικό και το νομοθετικό σώμα, ο στρατός, οι μυστικές υπηρεσίες, οι κερδοσκόποι και οι μη κερδοσκόποι, τα ΜΜΕ. Αποδείχθηκε ότι δεν ήμαστε σε καθόλου καλή κατάσταση και ότι -μάλιστα- δεν το είχαμε πάρει καν χαμπάρι. Εδώ και περίπου μισόν αιώνα, οι Αμερικανοί δεν είχαν επιχειρήσει κάτι τόσο δύσκολο. Είναι εύκολο, και απολύτως δικαιολογημένο, να κατηγορούμε κάποια πρόσωπα για την τραγωδία του Ιράκ. Με τα χρόνια όμως, με απασχολούν περισσότερο οι αποτυχίες που υπερβαίνουν τα άτομα, και, πέρα από την περίπτωση του Ιράκ, με απασχολεί η επιδείνωση της αρτηριοσκλήρωσης των αμερικανικών θεσμών. Το Ιράκ δεν ήταν μια ιδιαίτερη περίπτωση. Ήταν το οξύ σύμπτωμα μιας μακρόχρονης τάσης, επιδεινούμενης από χρόνο σε χρόνο. Οι ίδιες παθογένειες που οδήγησαν στην ολέθρια κατοχή της χώρας, αναδύθηκαν φανερά στην Ουάσιγκτον το περασμένο καλοκαίρι, κατά τη διάρκεια της κατάρρευσης της οροφής χρέους: ιδεολογική ακαμψία στα όρια του φανατισμού, αδιαφορία για τα γεγονότα, ανικανότητα να σκεφτεί κανείς πέρα από έναν βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, μετάλλαξη του εθνικού συμφέροντος σε κέρδη οπαδών.

Μήπως, όμως, ήταν ποτέ διαφορετικά; Αληθεύει, όντως, ότι δεν είμαστε πια τόσο καλοί; Κάνε το νοερό πείραμα να συγκρίνεις τον εαυτό σου με κάποιον όμοιό σου το 1978. Φέρε στο μυαλό σου ένα μορφωμένο ζευγάρι, με μια σχετική οικονομική άνεση, βολεμένο ανάμεσα στην αχανή αμερικανική μεσοαστική τάξη εκείνης της χρονιάς. Και σκέψου πόσο λιγότερο ευχάριστη από τη δική σου ήταν η ζωή τους. Ο άνδρας φορά ένα καφέ και χρυσό σταμπωτό πουκάμισο από πολυέστερ, με ανοιχτό γιακά, και μεγάλα γυαλιά από ταρταρούγα∙ εκείνη φορά ένα μεσάτο, φόρεμα από ρεγιόν, με λαιμό V, και τσόκαρα πλατφόρμα. Πίνουν το πρωί καφέ φίλτρου Μaxwell House. Οδηγούν ένα ΑΜC Pacer hatchback, με ένα δυσλειτουργικό σύστημα ψύξης και κασετόφωνο που «μασάει» συνεχώς τις κασέτες. Όταν εκείνη θέλει να καινοτομήσει κάπως για το δείπνο, ετοιμάζει σπαγγέτι πριμαβέρα. Δακτυλογραφούν τις επιστολές τους σε μια ΙΒΜ Selectric, στο καινούργιο μοντέλο με τη διορθωτική ταινία. Έχουν τηλεόραση μόνο εθνικής εμβέλειας, όπου το καλύτερο που έχουν να δουν είναι η σειρά «Σίρλεϊ και Λαβέρν». Οι υπεραστικές κλήσεις τα σαββατοκύριακα κοστίζουν ένα δολάριο το λεπτό. Τα αεροπορικά ταξίδια έχουν απαγορευτικό κόστος. Η πόλη κοντά στην οποία ζουν δεν είναι πλέον ένας τόπος όπου τους αρέσει να περνούν πολύ χρόνο: βρώμικα πεζοδρόμια, πρεζόνια στις γωνιές, βανδαλισμένοι τηλεφωνικοί θάλαμοι, ημι-ερειπωμένα βαγόνια του μετρό, σκεπασμένα με γκράφιτι.

Με τις σημερινές προδιαγραφές, η ζωή το 1978 ήταν άβολη, μίζερη και άσχημη. Τα πράγματα δεν είχαν φτιαχτεί σωστά και δεν λειτουργούσαν πολύ καλά. Βιομηχανίες, όπως οι τηλεπικοινωνίες και οι αερομεταφορές, που υπόκεινται σε αυστηρούς ελέγχους, στοίχιζαν ακριβά και δεν προσέφεραν πολλές επιλογές. Το βιομηχανικό τοπίο παρουσίαζε σημάδια φθοράς, αλλά η γοητευτική επανάσταση της πληροφορίας δεν είχε ακόμη προκύψει, ώστε να την αντικαταστήσει. Η ζωή πριν από το Android, το Apple Store, τη FedEx, το HBO, το Twitter Feeds, τα Whole Foods, το Lipitor, τους αερόσακους, τον Δείκτη των Αναδυομένων Αγορών και τα προνηπιακά προκαταρκτικά Προγράμματα Σπουδών για Προικισμένα και Ταλαντούχα παιδιά, είναι ένας κόσμος στον οποίο πολλοί από εμάς δεν θα ήσαν πρόθυμοι να επιστρέψουν.

Εξωτερικά η ζωή έχει κατά πολύ βελτιωθεί, τουλάχιστον για τους μορφωμένους και τους σχετικά εύπορους, δηλαδή για το ανώτερο 20% από κοινωνικοοικονομικής απόψεως. Ωστόσο, οι βαθύτερες δομές, οι θεσμοί που υποβαστάζουν μια υγιή δημοκρατική κοινωνία, έχουν περιπέσει σε παρακμή. Έχουμε στα ακροδάχτυλά μας όλη την πληροφορία του κόσμου, ενόσω τα βασικότερα προβλήματά μας εξακολουθούν να παραμένουν άλυτα, χρόνο με τον χρόνο: κλιματική αλλαγή, ανισότητα εισοδήματος, μισθολογική στασιμότητα, εθνικό χρέος, μετανάστευση, υποχώρηση στα εκπαιδευτικά επιτεύγματα, επιδείνωση υποδομών, υποβάθμιση των προδιαγραφών της πληροφόρησης. Γύρω μας βλέπουμε μια εκπληκτική τεχνολογική αλλαγή, αλλά καμιά πρόοδο. Πέρσι μια εταιρεία της Γουόλ Στριτ, την οποία λίγοι είχαν ακουστά, έσκαψε ένα χαντάκι 800 μιλίων κάτω από χωράφια, ποτάμια και βουνά μεταξύ Σικάγο και Νέας Υόρκης και τοποθέτησε ένα καλώδιο οπτικών ινών που συνδέει το Εμπορικό Χρηματιστήριο του Σικάγου με το Χρηματιστήριο Αξιών της Νέας Υόρκης. Τούτο το επίτευγμα των υποδομών, που κόστισε 300 εκατομμύρια δολάρια, εξοικονομεί τρία εκατομμυριοστά του δευτερολέπτου στις υψηλής ταχύτητας και μεγάλου όγκου αυτοματοποιημένες συναλλαγές, πράγμα που είναι μεγάλο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Ωστόσο, τα επιβατικά τρένα μεταξύ Σικάγο και Νέας Υόρκης βελτίωσαν ελάχιστα την ταχύτητά τους από το 1950, ενώ η χώρα δεν δείχνει πλέον ικανή, τουλάχιστον από πολιτικής απόψεως, να κατασκευάσει ταχύτερα τρένα. Ρωτήστε απλώς τον κόσμο στη Φλόριντα, στο Οχάιο και στο Ουισκόνσιν, οι κυβερνήτες των οποίων αρνήθηκαν πρόσφατα ενίσχυση από τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό για κατασκευή σιδηροδρόμου μεγάλης ταχύτητας.

Μπορεί να αναβαθμίζουμε τα iPhone μας, αλλά δεν μπορούμε να επισκευάσουμε τους δρόμους και τις γέφυρές μας. Επινοήσαμε το υψηλής ταχύτητας ίντερνετ, αλλά δεν μπορούμε να τo επεκτείνουμε στο 35 % του κοινού. Μπορούμε να έχουμε 300 τηλεοπτικά κανάλια στο iPad, αλλά κατά την τελευταία δεκαετία είκοσι εφημερίδες έκλεισαν όλα τα γραφεία τους στο εξωτερικό. Έχουμε μηχανές ψηφοφορίας με οθόνη αφής, αλλά τον τελευταίο χρόνο ψήφισε μόνο το 40 % των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων, ενώ το πολιτικό μας σύστημα είναι περισσότερο πολωμένο, περισσότερο πνιγμένο μέσα στη δυσφορία του, απ’ όσο την εποχή του Εμφυλίου Πολέμου. Δεν υπάρχει σήμερα τίποτε ανάλογο με την εξόντωση προσώπων της εποχής Μακάρθι ή με τις οδομαχίες της δεκαετίας του ’60. Κατά τις περιόδους αυτές, όμως, υφίσταντο ακόμη στην πολιτική, στις επιχειρήσεις και στα ΜΜΕ θεσμικές εξουσίες, ώστε να μπορούν να διατηρούν τη συνοχή σε αυτό που λέμε στην πολιτική «κέντρο». Είναι αυτό που συνήθιζαν να αποκαλούν κατεστημένο, κι αυτό δεν υπάρχει πλέον. Η επίλυση των βασικών προβλημάτων με αποφασιστικό πρακτικό πνεύμα, αυτό που κατ’ εξοχήν ο κόσμος ταύτισε με την Αμερική και που μας λύτρωσε από τη χυδαιότητα και την υπεροψία μας, τώρα φαντάζει κάτι άπιαστο για μας.

ΤΟ ΑΓΡΑΦΟ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ

Πώς και γιατί συνέβη αυτό; Πρόκειται για δύσκολα ερωτήματα. Ένας πλάγιος τρόπος να απαντηθούν είναι να αναρωτηθούμε, κατ’ αρχάς, πότε άρχισε να συμβαίνει κάτι τέτοιο. Κάθε χρονικό πλαίσιο έχει κάποιο στοιχείο αυθαιρεσίας, και περιέχει, συγχρόνως, την έναρξη μιας θεωρίας. Η δική μου πάει πίσω σε εκείνο το άθλιο, αδιάφορο έτος 1978. Θα προκαλέσει κατάπληξη να πούμε ότι το 1978, ή περίπου τότε, η αμερικανική ζωή άλλαξε, και άλλαξε δραστικά. Ήταν, όπως και τώρα, μια περίοδος διάχυτου πεσιμισμού: υψηλός πληθωρισμός, υψηλή ανεργία, υψηλές τιμές καυσίμων. Και η χώρα αντέδρασε στην αίσθηση παρακμής που την κατείχε, εγκαταλείποντας το κοινωνικό συμβόλαιο που ίσχυε από τις δεκαετίες του 1930 και του 1940.

Ποιο ήταν αυτό το συμβόλαιο; Ενίοτε αποκαλείται «μικτή οικονομία», αλλά ο όρος που προτιμώ είναι η «δημοκρατία της μεσαίας τάξης». Ήταν ένα άγραφο κοινωνικό συμβόλαιο ανάμεσα στον κόσμο της εργασίας, των επιχειρήσεων και της κυβέρνησης, μεταξύ ελίτ και μαζών. Εξασφάλιζε ότι τα κέρδη της οικονομικής ανάπτυξης που ακολούθησε τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο θα μοιράζονταν ευρύτερα, και ότι στην ευημερία θα μετείχαν περισσότεροι άνθρωποι απ’ ό,τι σε οποιαδήποτε περίοδο της ανθρώπινης ιστορίας. Στα 1970 τα ανώτατα στελέχη των επιχειρήσεων κέρδιζαν 40 φορές περισσότερα απ’ όσο οι κατώτερα αμειβόμενοι υπάλληλοί τους (Το 2007 η αναλογία έγινε 1 προς 400). Η εργατική νομοθεσία και η κυβερνητική πολιτική διατήρησαν την ισορροπία ισχύος μεταξύ εργατών και εργοδοσίας σε ένα αταλάντευτο σημείο, οδηγώντας σε μια ευνοϊκή αλληλεπίδραση μεταξύ υψηλών μισθών και μεγαλύτερης οικονομικής ενεργοποίησης. Η φορολογική νομοθεσία περιόρισε το ποσό πλούτου που μπορούσε να συγκεντρωθεί σε ιδιωτικά χέρια και να περάσει από γενιά σε γενιά, εμποδίζοντας, έτσι, τη διαμόρφωση μιας κληρονομικής πλουτοκρατίας. Οι ελεγκτικοί θεσμοί ήσαν αρκετά ισχυροί, ώστε να εμποδίσουν εκείνο το είδος από κερδοσκοπικές φούσκες που τώρα εμφανίζονται κάθε πέντε χρόνια, ή περίπου: μεταξύ της Μεγάλης Ύφεσης και της εποχής Ρήγκαν δεν υπήρξε ούτε μία συστημική οικονομική κρίση, πράγμα που εξηγεί γιατί οι υφέσεις κατά τη διάρκεια αυτών των δεκαετιών ήσαν κατά πολύ ηπιότερες απ’ αυτές που ακολούθησαν. Η δραστηριότητα των εμπορικών τραπεζών ήταν μια σταθερή, πληκτική επιχείρηση. (Στον κινηματογράφο της δεκαετίας 1940-50 οι τραπεζίτες παρουσιάζονται σαν νωθροί, στέρεοι στυλοβάτες της κοινωνίας). Η επενδυτική δραστηριότητα, αποκλεισμένη από τον σιδερένιο τοίχο του Νόμου Γκλας-Στίγκαλ, ήταν ένας κλειστός κόσμος ιδιωτικών συνεταιρισμών, στον οποίο οι πλούσιοι ζύγιζαν προσεκτικά τους κινδύνους, εφόσον έπαιζαν με τα δικά τους λεφτά. Εν μέρει εξαιτίας αυτής της μοιρασμένης ευημερίας, η πολιτική συμμετοχή έφθασε μεταπολεμικά σε ένα πρωτόγνωρο μέχρι τότε σημείο (με την εξαίρεση ορισμένων, όπως οι μαύροι Αμερικανοί του Νότου, που δεν τους είχε ακόμη επιτραπεί η πρόσβαση στην κάλπη).

Ταυτόχρονα, οι άρχουσες τάξεις της χώρας έπαιζαν έναν ρόλο που σήμερα είναι σχεδόν αδιανόητος. Έβλεπαν, όντως, τους εαυτούς τους ως θεματοφύλακες των εθνικών θεσμών και συμφερόντων. Οι επικεφαλής των τραπεζών, των επιχειρήσεων, των πανεπιστημίων, των δικηγορικών εταιρειών, των ιδρυμάτων και των συγκροτημάτων Τύπου δεν ήσαν ούτε λιγότερο ούτε περισσότερο αργυρώνητοι, επιτηδευμένοι και άπληστοι απ’ όσο οι αντίστοιχοι του σήμερα. Είχαν φτάσει στην κορυφή, όμως, μέσα σε μια κουλτούρα που χαλιναγωγούσε τα χαρακτηριστικά αυτά και, οπωσδήποτε, δεν τα αποθέωνε. Οργανισμοί όπως το Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων, η Επιτροπή για την Οικονομική Ανάπτυξη και το Ίδρυμα Φορντ δεν ενεργούσαν εν ονόματι μιας μονομερούς και άκρως προνομιούχου οπτικής των πραγμάτων, αυτής των πλουσίων. Αίρονταν μάλλον πάνω από τα συγκρουσιακά συμφέροντα της χώρας και προσπαθούσαν να τα ενώσουν σε μια υπέρτατη ιδέα εθνικού συμφέροντος. Επιχειρηματικές μορφές που είχαν πολεμήσει το New Deal με το ίδιο πάθος που σήμερα το Εμπορικό Επιμελητήριο των Η.Π.Α. μάχεται την αναμόρφωση στην περίθαλψη και τα οικονομικά, αποδέχτηκαν αργότερα την Κοινωνική Ασφάλιση και τα εργατικά συνδικάτα, δεν στάθηκαν εμπόδιο στη ιατρική περίθαλψη που θεσμοθετήθηκε με τη Medicare, ενίσχυσαν κάποιες ενέργειες του προγράμματος Great Society του Λίντον Τζόνσον. Έβλεπαν τους νόμους αυτούς ως συμβολή στην κοινωνική ειρήνη που εξασφάλιζε μια παραγωγική οικονομία. Στα 1964 ο Λίντον Τζόνσον δημιούργησε την Εθνική Επιτροπή για την Τεχνολογία, τον Αυτοματισμό και την Οικονομική Πρόοδο, προκειμένου να μελετηθούν τα αποτελέσματα τούτων των επερχόμενων μεταβολών στον χώρο της εργατικής δύναμης. Η επιτροπή συμπεριελάμβανε δύο ηγετικές μορφές από την εργατική τάξη, δύο ηγέτες του επιχειρηματικού κόσμου, τον ακτιβιστή για τα ανθρώπινα δικαιώματα Ουίτνι Γιανγκ και τον κοινωνιολόγο Ντάνιελ Μπελ. Δύο χρόνια αργότερα κατέληξαν στις προτάσεις τους: ένα εξασφαλισμένο ετήσιο εισόδημα και ένα πρόγραμμα μαζικής επαγγελματικής κατάρτισης. Έτσι συμπεριφέρονταν άλλοτε οι άρχουσες τάξεις: σαν να έφεραν πραγματικές ευθύνες.

Βέβαια, η μεταπολεμική συναίνεση ενείχε αρκετή αδικία. Αν ήσουν μαύρος ή γυναίκα, δεν είχες και πολλές ευκαιρίες. Ήταν ίσως ασφυκτική και κομφορμιστική, αυταρχική και αδιάκριτη. Ωστόσο, τούτα τα χρόνια προσέφεραν τα μέσα επανόρθωσης των κακώς κειμένων που εμπεριείχαν: για παράδειγμα, η ισχυρή κυβέρνηση, οι φωτισμένοι επιχειρηματίες και η δράση των ακτιβιστών ήσαν ισχυρές εμπροσθοφυλακές του κινήματος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η νοσταλγία είναι ένα ανώφελο συναίσθημα. Όπως κάθε εποχή, τα μεταπολεμικά χρόνια είχαν τις αδικίες τους. Από το σημείο, όμως, που τα βλέπουμε το 2011, εκείνα τα χρόνια φαντάζουν όμορφα.

Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ

Δύο τινά άλλαξαν την κοινωνική αυτή συναίνεση. Το πρώτο ήταν η δεκαετία του ’60. Η ιστορία είναι γνωστή: νεανική εξέγερση και επανάσταση, μια άγρια αντίδραση, γνωστή σήμερα ως πόλεμος των πολιτισμών, και μια μόνιμη μεταβολή στην αμερικανική νοοτροπία και τα ήθη. Πολύ περισσότερο από πολιτική ουτοπία, η κληρονομιά του ’60 ήταν η προσωπική απελευθέρωση. Κάποιοι συντηρητικοί ισχυρίζονται ότι η κοινωνική επανάσταση των δεκαετιών 1960 και 1970 έστρωσε το έδαφος για την επέλευση της οικονομικής επανάστασης της δεκαετίας του 1980, ότι ο Άμπι Χόφμαν και ο Ρόναλντ Ρήγκαν ήσαν αμφότεροι υπέρμαχοι της ελευθερίας. Το Γούντστοκ, όμως, δεν ήταν ικανό να σβήσει τη δημοκρατία της μέσης τάξης, η οποία είχε ευνοήσει δεκάδες εκατομμύρια Αμερικανών. Οι προεδρίες Νίξον και Φορντ, στην ουσία, την επέκτειναν. Στο βιβλίο του Τζον Τζούντις The Paradox of American Democracy (2001), αναφέρεται ότι σε τρεις δεκαετίες, μεταξύ 1933 και 1966, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δημιούργησε ένδεκα ρυθμιστικούς οργανισμούς για να προστατέψει τους καταναλωτές, τους εργαζόμενους, και τους επενδυτές. Στην πενταετία 1970-1975 δημιουργήθηκαν άλλες δώδεκα, μεταξύ των οποίων η Αρχή Περιβαλλοντικής Προστασίας, η Διοίκηση Εργασιακής Ασφάλειας και Υγείας και η Επιτροπή Ασφαλείας Καταναλωτών. Ο Ρίτσαρντ Νίξον ήταν ένας κρυπτο-φιλελεύθερος, που σήμερα θα τοποθετείτο στα αριστερά της γερουσιαστού Ολύμπια Σνόου, που είναι μια μετριοπαθής ρεπουμπλικανή.

Το δεύτερο πράγμα που συνέβη ήταν η επιβράδυνση της οικονομίας κατά τη δεκαετία του 1970, ως αποτέλεσμα του στασιμοπληθωρισμού και της πετρελαϊκής κρίσης. Ροκάνισε τους μισθούς των Αμερικανών και ό,τι είχε απομείνει από την εμπιστοσύνη τους στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση ύστερα από το Βιετνάμ, το Ουοτεργκέιτ και τον αναβρασμό των χρόνων του ’60. Σήμανε συναγερμό στην επιχειρηματική ηγεσία της χώρας, που μετέτρεψε την ανησυχία της σε δράση. Πείσθηκαν ότι ο ίδιος ο καπιταλισμός δεχόταν επίθεση από τους ομοίους της Ρέιτσελ Κάρσον και του Ραλφ Νέιντερ, και οργανώθηκαν σε λόμπυ και δεξαμενές σκέψης, που έγιναν γρήγορα γνωστοί και ισχυροί παράγοντες στο πολιτικό παιχνίδι των Η.Π.Α: η Στρογγυλή Τράπεζα των Επιχειρηματιών, το Heritage Foundation κλπ. Οι προϋπολογισμοί και η επιρροή τους σύντομα ανταγωνίζονταν αυτούς των παλαιότερων, συναινετικής νοοτροπίας ομάδων, όπως το Brookings Institute. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’70, τα διευθυντικά στελέχη έπαψαν να θεωρούν ότι έχουν υποχρέωση να δρουν ως ανιδιοτελείς θεράποντες της εθνικής οικονομίας. Απέκτησαν ένα ειδικό ενδιαφέρον: τα συμφέροντα που εκπροσωπούσαν ήταν τα δικά τους. Ο νεοσυντηρητικός συγγραφέας Ίρβιν Κρίστολ επηρέασε αποφασιστικά τα διευθυντικά στελέχη, προκειμένου να εστιάσουν σε αυτούς τους πιο περιορισμένους και επείγοντες στόχους. Τους είπε: «Η επιχειρηματική φιλανθρωπία δεν θα έπρεπε, και δεν μπορεί, να είναι ανιδιοτελής».

Μεταξύ των μη ανιδιοτελών δαπανών τις οποίες άρχισαν να κάνουν οι επιχειρήσεις καμία δεν ήταν τόσο ιδιοτελής όσο η οργάνωση σε λόμπι. Η πρακτική των λόμπι δημιουργήθηκε μαζί με την ίδρυση του δημοκρατικού πολιτεύματος, αλλά ήταν μια πρακτική αργόσυρτη που αναλωνόταν σε κατανάλωση καπνού και ποτού, μέχρι τα μέσα και το τέλος της δεκαετίας του ’70. Το 1971 υπήρχαν μόνο 145 επιχειρήσεις που εκπροσωπούνταν από εγγραμμένους λομπίστες στην Ουάσιγκτον. Το 1982 είχαν γίνει 2.445. Το 1974 υπήρχαν μόλις πάνω από 600 καταγεγραμμένες επιτροπές πολιτικής δράσης, οι οποίες άντλησαν 12,5 εκατομμύρια δολάρια εκείνη τη χρονιά. Το 1982 υπήρχαν 3.371, που άντλησαν 83 εκατομμύρια δολάρια. Το 1974 ένα σύνολο 77 εκατομμυρίων δολαρίων απαιτήθηκε για τις ενδιάμεσες εκλογές. Το 1982 το ποσό ήταν 343 εκατομμύρια δολάρια. Δεν ήταν μόνο οι επιχειρήσεις που ξόδεψαν για τα λόμπι και τις προεκλογικές εκστρατείες, αλλά αυτές ήταν που δαπάνησαν περισσότερα και αποτελεσματικότερα από οποιονδήποτε άλλο.

Οι αλλαγές αυτές δεν προκλήθηκαν μόνο από τους συντηρητικούς και τους συμμάχους τους στις επιχειρηματικές τάξεις. Ανάμεσα στους υπεύθυνους γι’ αυτές ήσαν οι υψηλόφρονες φιλελεύθεροι, οι Μακγκοβερνιστές και οι μεταρρυθμιστές του Ουοτεργκέιτ, που εισήγαγαν τις ανοιχτές προκριματικές εκλογές, δίκαιους εκλογικούς νόμους και τις «περιθωριακές» πολιτικές εκστρατείες που βασίζονταν εν πολλοίς στην τηλεοπτική διαφήμιση. Θεωρητικά, αυτές οι μεταρρυθμίσεις έδωσαν τη δυνατότητα σε ψηφοφόρους που δεν εκπροσωπούνταν μέχρι τότε πολιτικά, να έχουν πρόσβαση στο πολιτικό σύστημα, μη αναγνωρίζοντας τις εν κρυπτώ αποφάσεις, τις τοπικές οργανώσεις και τα αφεντικά των πόλεων, ανταλλάσσοντας τον Ρίτσαρντ Ντέιλι με τον Τζέσε Τζάκσον. Στην πράξη, αυτό που αντικατέστησε την παλαιά πολιτική δεν ήταν μια καινούργια πολιτική με μεγαλύτερη ισονομία. Αντ’ αυτού, καθώς τα κόμματα έχασαν τη συνοχή και το κύρος τους, παραγκωνίστηκαν από νέου τύπου λαϊκές πολιτικές, που ασκούνταν με βάση την άμεση επικοινωνία, ήταν προσηλωμένες σε ειδικές ομάδες συμφερόντων και χρηματοδοτούνταν από μέλη των λόμπι. Το εκλογικό σώμα μετατράπηκε σε ένα εξατομικευμένο έθνος τηλεθεατών. Σε αυτό συνέβαλαν συνασπισμοί διαφόρων κοινωνικών ομάδων, εργάτες, μικροεπιχειρηματίες, αγρότες. Οι πολιτικοί άρχισαν να επικεντρώνουν τη δράση τους στα χοντρά λεφτά που απέφεραν καλές διαφημιστικές αγορές. Όπως αποδείχθηκε, αυτό δεν τους έλυσε τα χέρια ώστε να εργαστούν για τον λαό: όπως μου είπε κάποτε ο δημοκρατικός γερουσιαστής της Αϊόβα, Τομ Χάρκιν, ο ίδιος και οι συνάδελφοί του ξοδεύουν τον μισό ελεύθερο χρόνο τους για την εξεύρεση χρημάτων.

Αυτή είναι μια ιστορία για τις στρεβλές συνέπειες του εκδημοκρατισμού. Το να απαλλαγείς από τις ελίτ, ή να τις παρακολουθείς να χάνουν το ηθικό τους κύρος, δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι ενισχύεται ο απλός λαός. Από τη στιγμή που ο Ουόλτερ Ρούθερ από τους Ενωμένους Εργάτες της Αυτοκινητοβιομηχανίας και ο Ουόλτερ Ρίστον της Citicorp έπαψαν να κάθονται πλάι-πλάι σε «Επιτροπές για Να Γίνει ο Κόσμος Καλύτερος» και άρχισαν να πληρώνουν μέλη των λόμπι για τα χωριστά τους συμφέροντα στο Κογκρέσο, η ισορροπία δυνάμεων έγειρε ξεκάθαρα προς τη μεριά των επιχειρήσεων. Τριάντα χρόνια αργότερα ποιος πήρε περισσότερα από την κυβέρνηση, οι Ενωμένοι Εργάτες της Αυτοκινητοβιομηχανίας ή η Citicorp ;

Το 1978 όλες τούτες οι τάσεις κορυφώθηκαν. Εκείνη τη χρονιά τρία μεταρρυθμιστικά νομοσχέδια είχαν εισαχθεί για ψήφιση στο Κογκρέσο. Το ένα αφορούσε μια νέα αρχή εκπροσώπησης των καταναλωτών, παρέχοντας στο κοινό έναν καταναλωτικό συνήγορο στην ομοσπονδιακή γραφειοκρατία. Ένα δεύτερο νομοσχέδιο πρότεινε μετριοπαθώς την αύξηση της φορολόγησης των κεφαλαιουχικών κερδών και την κατάργηση της παρακράτησης φόρου από τα επιχειρηματικά έξοδα παραστάσεως, όπως «τα γεύματα των τριών μαρτίνι». Ένα τρίτο νομοσχέδιο επεδίωκε να δυσχεράνει την εκ μέρους των εργοδοτών παραβίαση της εργατικής νομοθεσίας και την παρεμπόδιση της δράσης των εργατικών ενώσεων. Τα νομοσχέδια αυτά γνώρισαν δικομματική υποστήριξη στο Κογκρέσο. Εισήχθησαν για ψήφιση στο τέλος της εποχής που η δικομματική συνεργασία ήταν ρουτίνα, όταν δηλαδή η αναγκαία και σημαντική νομοθέτηση είχε την υποστήριξη και των δύο κομμάτων. Οι Δημοκρατικοί έλεγχαν τον Λευκό Οίκο και τα δύο σώματα του Κογκρέσου, ενώ τα νομοσχέδια ήσαν λαοφιλή. Παρά ταύτα, το ένα μετά το άλλο, τα νομοσχέδια απορρίφθηκαν. (Τελικά, το φορολογικό νομοσχέδιο ψηφίστηκε, μόνο όμως αφότου τροποποιήθηκε. Αντί να αυξηθεί ο φορολογικός συντελεστής των κεφαλαιουχικών κερδών, με το τελικό νομοσχέδιο μειώθηκε σχεδόν στο μισό).

Το πώς και γιατί συνέβη αυτό, ερευνάται στο πρόσφατο βιβλίο των Τζέικομπ Χάκερ και Πωλ Πίρσον, Winner-Take-All Politics. Η ερμηνεία που δίνουν, με δυο λέξεις, είναι το οργανωμένο χρήμα. Οι επιχειρηματικοί όμιλοι είχαν εξαπολύσει μια επίθεση επιρροής, ανάλογη της οποίας δεν είχε γνωρίσει ποτέ η Ουάσιγκτον, και όταν το όλο πράγμα τελείωσε, για τη ζωή των Αμερικανών είχε ήδη αρχίσει η επόμενη εποχή. Στο τέλος της χρονιάς, στις ενδιάμεσες εκλογές, οι Ρεπουμπλικανοί κέρδισαν 15 έδρες στη Βουλή και τρεις στη Γερουσία. Οι αριθμοί δεν ήσαν τόσο εντυπωσιακοί όσο ο χαρακτήρας των νέων μελών που κατέφθασαν στην Ουάσιγκτον. Δεν ήσαν πολιτικοί που γύρευαν να συνεργαστούν με τους συναδέλφους τους και να λύσουν προβλήματα ψηφίζοντας νόμους. Ήταν περισσότερο ένα συντηρητικό κίνημα, εχθρικό απέναντι στην ίδια την ιδέα της κυβέρνησης. Ανάμεσά τους και ένας καθηγητής ιστορίας από τη Τζόρτζια ονόματι Νιουτ Γκίνγκρις. Η επανάσταση του Ρήγκαν άρχισε το 1978.

Το οργανωμένο χρήμα δεν προκάλεσε αυτές τις μακροπρόθεσμες αλλαγές σε έναν ανύποπτο λαό. Στο τέλος της δεκαετίας του ’70, είχε κορυφωθεί η λαϊκή οργή απέναντι στην κυβέρνηση, ενώ ο πρόεδρος Τζίμι Κάρτερ ήταν ο ιδανικός στόχος. Δεν ήταν η περίπτωση μιας ψευδούς συνείδησης, αλλά αυτή ενός κορεσμένου λαού. Δυο χρόνια αργότερα ο Ρήγκαν κατήγαγε σαρωτική εκλογική νίκη. Ο λαός τον ήθελε.

Εκείνο, όμως, το αρχετυπικό ζευγάρι αμερικανών του 1978 με το AMC Pacer δεν είχε ψηφίσει πιστεύοντας ότι θα δει το κομμάτι της οικονομικής πίτας που του αναλογούσε να μειώνεται δραστικά στα επόμενα 30 χρόνια. Δεν είχε απογοητευτεί από το πόσο μικρό ποσοστό εθνικού εισοδήματος κατευθυνόταν προς το πλουσιότερο 1% του πληθυσμού ή με το πόσο άδικα προοδευτική θα γινόταν η φορολογική νομοθεσία. Δεν ήθελε τη διάλυση κυβερνητικών προγραμμάτων όπως η Κοινωνική Ασφάλιση και το Medicare, τα οποία είχαν χαρίσει οικονομική ασφάλεια στη μεσαία τάξη. Οι δυο τους δεν είχαν ψηφίσει για να αποδυναμώσουν την ίδια την κυβέρνηση, τουλάχιστον όσο προασπιζόταν τα συμφέροντά τους. Κατά τις τρεις επόμενες δεκαετίες, όμως, η κυρίαρχη πολιτική παράταξη επεδίωξε αυτούς τους στόχους, λες και τους είχε αποζητήσει η πλειοψηφία των Αμερικανών. Το οργανωμένο χρήμα και το συντηρητικό κίνημα είχε αδράξει αυτήν την ευκαιρία από το 1978, για να αρχίσει μια μαζική, με διάρκεια γενεάς, μεταβίβαση του πλούτου στους πλουσιότερους Αμερικανούς. Η μεταβίβαση συνεχίστηκε σε καλές οικονομικές περιόδους και σε κακές, υπό Δημοκρατικούς και Ρεπουμπλικανούς Προέδρους, όταν οι Δημοκρατικοί έλεγχαν το Κογκρέσο αλλά και όταν το έλεγχαν οι Ρεπουμπλικανοί. Οι Δημοκρατικοί, επίσης, υπέκυψαν στη δύναμη της Γουόλ Στριτ και στην επιχειρηματική Αμερική, εφόσον εκεί βρισκόταν το χρήμα. Αποδέχθηκαν την απολύτως νόμιμη δωροδοκία το ίδιο πρόθυμα με τους Ρεπουμπλικανούς, και, όταν έφθασε η στιγμή, κάποιοι απ’ αυτούς ψήφισαν εξίσου υπάκουα. Το 2007, όταν το Κογκρέσο μελετούσε πώς θα κλείσει ένα «παραθυράκι» στον νόμο που έδινε τη δυνατότητα στους διαχειριστές των κεφαλαίων αντιστάθμισης κινδύνου (hedge funds) να φορολογούνται για το μεγαλύτερο μέρος των κερδών τους με συντελεστή 15%, δηλαδή πολύ χαμηλότερο απ’ αυτόν των γραμματέων τους, ήταν ο Δημοκρατικός γερουσιαστής Τσαρλς Σούμερ που έσπευσε να τους υπερασπίσει και να τους διαβεβαιώσει ότι αυτό το μέτρο δεν επρόκειτο να περάσει. Όπως είχε πει το 1982 ο ρεπουμπλικανός γερουσιαστής Μπομπ Ντόουλ : «Οι φτωχοί δεν δίνουν λεφτά για προεκλογικές εκστρατείες» .

ΧΛΕΥΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΕΠΑΓΓΕΛΙΑ

Τούτη η ανισότητα είναι η ασθένεια που υποκρύπτεται πίσω από όλες τις άλλες. Σαν άοσμο αέριο διαχέεται σε κάθε γωνιά των Ηνωμένων Πολιτειών και διαβρώνει την ισχύ της δημοκρατίας. Φαίνεται αδύνατον, όμως, να βρει κανείς την πηγή και να την κλείσει. Επί χρόνια κάποιοι πολιτικοί και ειδήμονες αρνούνταν ακόμη και ότι υπήρχε. Οι αποδείξεις, όμως, έγιναν συντριπτικές. Μεταξύ 1979 και 2006 η Αμερικανοί της μεσαίας τάξης είδαν τα -μετά τη φορολόγηση- ετήσια εισοδήματά τους να αυξάνονται κατά 21% (αναπροσαρμοσμένα βάσει του πληθωρισμού). Οι φτωχότεροι Αμερικανοί είδαν τα εισοδήματά τους να αυξάνονται μόνο κατά 11%. Εν τω μεταξύ, το πλουσιότερο 1% είδε τα εισοδήματά του να αυξάνονται κατά 256%. Έτσι, σχεδόν τριπλασίασε το μερίδιό του στο εθνικό εισόδημα, μέχρι το 23%, στο υψηλότερο επίπεδο από το 1928. Η γραφική παράσταση που παρουσιάζει το μερίδιό αυτού του 1% στην πορεία του χρόνου, το εμφανίζει σχεδόν επίπεδο επί Κένεντι, Τζόνσον, Νίξον, Φορντ και Κάρτερ, ενώ επί Ρήγκαν, Μπους πατρός, Κλίντον και Μπους υιού, το μερίδιο αυτό εμφανίζει αλλεπάλληλες αιχμές.

Μερικοί ισχυρίζονται ότι τούτη η ανισότητα ήταν το αναπόφευκτο αποτέλεσμα βαθύτερων αλλαγών : παγκόσμιος ανταγωνισμός, φτηνά προϊόντα κινεζικής κατασκευής, τεχνολογικές μεταβολές. Παρότι οι παράγοντες αυτοί έπαιξαν τον ρόλο τους, δεν ήσαν αποφασιστικοί. Στην Ευρώπη, όπου συνέβησαν οι ίδιες αλλαγές, η ανισότητα δεν έφθασε στα υψηλά επίπεδα των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο αποφασιστικός παράγοντας υπήρξε η πολιτική ιδεολογία και η δημόσια πολιτική αντίληψη : φορολογικοί συντελεστές, επιλογές στις δαπάνες, εργατική νομοθεσία, ρυθμίσεις, κανόνες χρηματοδότησης προεκλογικών εκστρατειών. Το ένα μετά το άλλο τα βιβλία των οικονομολόγων και άλλων ειδημόνων τα τελευταία χρόνια εκθέτουν το αδιαμφισβήτητο γεγονός : κατά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, η εκάστοτε κυβέρνηση ευνόησε απαρέγκλιτα τους πλούσιους. Να η ρίζα του κακού: οι ηγέτες μας, οι θεσμοί μας.

Αλλά ακόμη πιο θεμελιώδης από τη δημόσια πολιτική αντίληψη είναι ο μακροπρόθεσμος μετασχηματισμός των τρόπων και των ηθών των αμερικανικών ελίτ : έπραξαν με προθυμία πράγματα που πρωτύτερα όχι μόνο δεν θα έκαναν, αλλά ούτε και θα σκέφτονταν καν να κάνουν. Οι πολιτικές αλλαγές επέσπευσαν, και με τη σειρά τους ενισχύθηκαν από βαθύτερες αλλαγές στα πρότυπα υπευθυνότητας και αυτοελέγχου. Το 1978 θα ήταν πιθανόν οικονομικώς εφικτό και απολύτως νόμιμο για ένα διευθυντικό στέλεχος να επιβραβεύσει τον εαυτό του με ένα μπόνους πολλών εκατομμυρίων, ενώ θα πετούσε στον δρόμο το 40% των εργατών του και θα απαιτούσε από τους εναπομείναντες να πάρουν άδειες άνευ αποδοχών. Κανένα διευθυντικό στέλεχος δεν θα ήθελε, όμως, το όνειδος και την οργή που θα συνεπαγόταν κάτι τέτοιο, με τον ίδιο τρόπο που σήμερα δεν θα ήθελε να πουν ότι χρησιμοποίησε μια ρατσιστική έκφραση ή να φωτογραφηθεί με πληρωμένη συνοδό. Στις μέρες μας είναι δύσκολο να ανοίξεις μια εφημερίδα χωρίς να διαβάσεις ιστορίες για εξωφρενικές αποζημιώσεις των υψηλά ισταμένων και για την εκτεταμένη δυσπραγία που υπάρχει προς τα κάτω. Είναι ευκολότερο να απαλλαγείς από ένα ταμπού παρά να καθιερώσεις κάποιο, ενώ από τη στιγμή που υποχωρήσει μια απαγόρευση, δεν θα μπορέσει ποτέ να αποκατασταθεί ακριβώς όπως ήταν παλιά. Όπως έγραψε ο Λέων Τολστόι: «Δεν υπάρχουν βιοτικές συνθήκες στις οποίες να μην μπορεί ένας άνθρωπος να προσαρμοστεί, ιδιαίτερα όταν βλέπει να γίνονται αποδεκτές από όλους γύρω του» .

Η τάση αυτή για μεγαλύτερη ανισότητα, που εξακολουθεί να υφίσταται κατά τα τελευταία 30 χρόνια, υπακούει σε έναν κύκλο ανατροφοδότησης, που δεν μπορεί να σπάσει με τα συνήθη πολιτικά μέσα. Όσος περισσότερος πλούτος συσσωρεύεται σε λίγα χέρια στην κορυφή, τόσο μεγαλύτερη επιρροή και προνόμια αποκτούν οι καλά δικτυωμένοι πλούσιοι, πράγμα που κάνει ευκολότερη γι’ αυτούς και τους πολιτικούς συμμάχους τους την αποχαλίνωσή τους χωρίς κοινωνικό τίμημα. Κι αυτό, με τη σειρά του, τους επιτρέπει να συγκεντρώσουν περισσότερο πλούτο, έως ότου αίτιο και αποτέλεσμα δεν μπορούν να ξεχωρίσουν πλέον. Τίποτα δεν φαίνεται να επιβραδύνει τη διαδικασία αυτή, ούτε οι πόλεμοι, ούτε η τεχνολογία, ούτε η ύφεση, ούτε μια ιστορικής σημασίας εκλογική νίκη. Ίσως, ωθούμενοι από τον δικαιολογημένο φόβο ότι η χώρα θα καταρρεύσει, οι κατέχοντες και οι πολιτικοί τους σύμμαχοι τελικά συγκρατηθούν, και αρχίσουν -για παράδειγμα- να σκέφτονται για τους φόρους τους λιγότερο σαν τον Στίβεν Σουάρτσμαν και περισσότερο σαν τον Ουόρεν Μπάφετ.

Εν τω μεταξύ, η ανισότητα θα συνεχίζει να χλευάζει την αμερικανική επαγγελία των ίσων ευκαιριών για όλους. Η ανισότητα δημιουργεί μια ετεροβαρή οικονομία, που αφήνει στους πλούσιους τόσα πολλά χρήματα, ώστε να μπορούν να οργιάζουν με την κερδοσκοπία, ενώ αφήνει τη μεσαία τάξη χωρίς τα επαρκή μέσα για να αποκτήσει ό,τι πιστεύει πως της αξίζει, πράγμα που την οδηγεί σε δανεισμό και χρέος. Αυτές ήσαν κάποιες από τις μακροπρόθεσμες αιτίες της οικονομικής κρίσης και της Μεγάλης Ύφεσης. Η ανισότητα περισφίγγει την κοινωνία με ένα ταξικό σύστημα, εγκλωβίζοντας τους ανθρώπους στις συνθήκες της γέννησής τους, πράγμα που αποτελεί κόλαφο για την ίδια την ιδέα του αμερικανικού ονείρου. Η ανισότητα μας χωρίζει στα σχολεία, στις γειτονιές, στη δουλειά, στα αεροπλάνα, στα νοσοκομεία, σε ό,τι τρώμε, στην κατάσταση του σώματός μας, σε ό,τι σκεφτόμαστε, στο μέλλον των παιδιών μας, στο πώς πεθαίνουμε. Η ανισότητα μας δυσκολεύει περισσότερο να φανταστούμε τις ζωές των άλλων και έτσι εξηγείται εν μέρει γιατί η μοίρα των άνω των 14 εκατομμυρίων, λιγότερο ή περισσότερο μόνιμα, ανέργων Αμερικανών προκαλεί τόσο λίγη εντύπωση στα πολιτικά και μαζικο-επικοινωνιακά κέντρα της χώρας. Η ανισότητα διαβρώνει την εμπιστοσύνη μεταξύ συμπολιτών, δίνοντας την εντύπωση ότι το παιχνίδι είναι στημένο. Η ανισότητα προκαλεί έναν γενικευμένο θυμό που στοχοποιεί όποιον βρει: μετανάστες, ξένες χώρες, αμερικανικές ελίτ, την κυβέρνηση σε όλες τις εκδοχές της. Επιβραβεύει τους δημαγωγούς και δυσφημεί τους μεταρρυθμιστές. Η ανισότητα υπονομεύει τη βούληση για εύρεση φιλόδοξων λύσεων στα μεγάλα συλλογικά προβλήματα, εφόσον τούτα τα προβλήματα δεν φαντάζουν πλέον τόσο συλλογικά. Η ανισότητα ναρκοθετεί τη δημοκρατία.

Πρωτότυπο: http://www.foreignaffairs.com/articles/136402/george-packer/the-broken-c...

Copyright © 2002-2010 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.