Τα οικονομικά της κλιματικής αλλαγής | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Τα οικονομικά της κλιματικής αλλαγής

Από πού θα ξεκινήσει η μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στην Ελλάδα.

Οι πρώτοι που άρχισαν να κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για την κλιματική μεταβολή που οφείλεται σε ανθρωπογενείς αιτίες ήταν οι επιστήμονες. Στοιχεία από τις δεκαετίες του 1960 και 1970 έδειχναν ότι οι συγκεντρώσεις CO2 στην ατμόσφαιρα αυξάνονταν σημαντικά, γεγονός που οδήγησε τους κλιματολόγους αρχικά και στη συνέχεια και άλλους επιστήμονες να πιέσουν για δράση. Δυστυχώς, πήρε πολλά χρόνια στη διεθνή κοινότητα για να ανταποκριθεί στο αίτημα αυτό. Το φαινόμενο των Παγκοσμίων Κλιματικών Αλλαγών στον πλανήτη μας συνεχίζει να αναλύεται και παρακολουθείται από συναδέλφους των θετικών επιστημών, οι δε επιπτώσεις του στον άνθρωπο και στις δραστηριότητές του, από συναδέλφους των κοινωνικών και οικονομικών επιστημών. Σύνηθες είναι στην ανάλυση μεγεθών κόστους για οποιαδήποτε κατηγορία οικονομικής δραστηριότητας (economic sector), οι αναλυτές να προέρχονται από τον χώρο των Οικονομικών Επιστημών. Πολλοί από εμάς που έχουμε αφιερώσει μεγάλο μέρος της επιστημονικής μας ζωής στις φυσικές επιστήμες που έχουν σχέση με την Παγκόσμια Κλιματική Αλλαγή, παρακολουθούμε και προσπαθούμε να κατανοήσουμε τα μεγέθη του κόστους αυτής της φυσικής αλλαγής, για την χώρα μας.

Είναι χρήσιμο να παρατεθεί μια σύντομη ιστορική αναδρομή στις «κλιματικές αλλαγές» που έχουν επέλθει από στην «ανθρωπόκαινο» γεωλογική εποχή του πλανήτη:

1957 - Το «Scripps Institute of Oceanography of the University of California at San Diego» αναθέτει στον Τσαρλς Ντέϊβιντ Κίλινγκ να μετράει την συγκέντρωση του διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα, από το παρατηρητήριο «Μόνα Λόα» στη Χαβάη με ιδιοκατασκευασμένο όργανο απορρόφησης υπέρυθρου. Σε περίοδο έξι ετών, φαίνεται καθαρά η αύξηση της συγκέντρωσης του ποσοστού του διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα.

1980 - Ο Σουηδός Μπερτ Μπολίν της Βασιλικής Σουηδικής Μετεωρολογικής Υπηρεσίας, δημιουργεί τα πρώτα μοντέλλα παγκόσμιας κυκλοφορίας και υπολογίζει πως η θερμοκρασία της Γης αυξάνεται εδώ και ένα αιώνα. Έτσι θέτει τις βάσεις αναγνώρισης της Παγκόσμιας Κλιματικής Αλλαγής συνδεομένης με την αύξηση της θερμοκρασίας στην κατώτερη ατμόσφαιρα λόγω αύξησης των συγκεντρώσεων των αερίων του φαινομένου του θερμοκηπίου.

1988 - Ο ΟΗΕ και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Μετεωρολογίας συστήνουν την Διακυβερνητική Επιτροπή για την μελέτη των Κλιματικών Αλλαγών, (IPCC).

1992 - Στη σύνοδο του Ρίο, 167 κράτη υπογράφουν τη μη δεσμευτική συνθήκη-πλαίσιο για τις κλιματικές αλλαγές.

1997 - Στο Κυότο της Ιαπωνίας 38 βιομηχανικές χώρες δεσμεύονται να μειώσουν ως το 2010 τις εκπομπές αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου κατά 5.2% (μέσος όρος) σε σχέση με το 1990.

2001 - Στη Βόννη της Γερμανίας, γίνεται το πρώτο βήμα για την επικύρωση του πρωτοκόλλου του Κυότο, χωρίς τη συμμετοχή των ΗΠΑ, αλλά με την συμμετοχή της Ιαπωνίας, της Ρωσίας, των χωρών της ΕΕ και συνολικώς 178 χωρών.

2010 - Λόγω αμφιβολιών και διαρροών δεδομένων από το Κέντρο Κλιματολογίας «Τύνταλ» του Πανεπιστημίου της Ανατολικής Αγγλίας στη Βρετανία, η υπηρεσία NSF των ΗΠΑ, αναθέτει στο «Berkeley Group» να γνωμοδοτήσει με δεδομένα για την αναμφίβολη επιβεβαίωση των «Παγκοσμίων Κλιματικών Αλλαγών» ( www.BerkeleyEarth.org . Η τελική έκθεση είναι επίσης διαθέσιμη από την Elisabeth Mueller στην διεύθυνση: [email protected]).

Τα αέρια που πραγματεύεται το Πρωτόκολλο του Κυότο είναι τα συγκεκριμένα έξι παρακάτω: διοξείδιο του άνθρακα CO2 (που αποτελεί το σημαντικότερο αέριο), μεθάνιο CH4, υποξείδιο του αζώτου N2O, υδροφθοράνθρακες HFC, πλήρως φθοριωμένοι υδρογονάνθρακες ή υπερφθοράνθρακες PFC και εξαφθοριούχο θείο SF6. Η Ευρωπαϊκή Ένωση αποφάσισε να εφαρμόσει πιλοτικά την εμπορία εκπομπών εντός της κοινότητας πριν από την επίσημη έναρξη του διεθνούς συστήματος και να ενσωματώσει το Πρωτόκολλο του Κυότο στην κοινοτική νομοθεσία μέσα από τις Οδηγίες 2003/87/ΕΚ και 2004/101/ΕΚ. Σύμφωνα με αυτές, η πρώτη περίοδος του ευρωπαϊκού συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών είναι η τριετία 2005-2007, ενώ οι επόμενες περίοδοι εμπορίες ταυτίζονται με τις πενταετείς περιόδους που προβλέπονται από το Πρωτόκολλο του Κυότο (2008-2012, 2013-2017, κ.ο.κ.).

Τα κράτη μέλη οφείλουν μέσα σε συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα να εκπονήσουν εθνικά σχέδια κατανομής, στα οποία υπάρχει πρόβλεψη, μεταξύ άλλων, για:

• το συνολικό ύψος των δικαιωμάτων σε tCO2 e
• τον υπολογισμό εκπομπών σε επίπεδο δραστηριότητας
• τον υπολογισμό εκπομπών σε επίπεδο εγκατάστασης
• τη μεθοδολογία υπολογισμού (μαθηματικοί τύποι, διάφορες ειδικές διατάξεις, κτλ) και
• τη λίστα των υπόχρεων εγκαταστάσεων.

ΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ

Οι επιπτώσεις της Παγκόσμιας Κλιματικής Αλλαγής, έπρεπε να αξιολογηθούν οικονομικά, εφόσον η επιστημονική κοινότητα είχε καταλήξει σε κοινά συμπεράσματα που αφορούσαν την ποσοτικοποίηση της μέσης ετήσιας θερμοκρασιακής απόκρισης σε παγκόσμια κλίμακα, σε σχέση με την αύξηση των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου, μετρούμενη σε ισοδύναμους τόνους εκπομπής του CO2 (CO2 e). Η «περίπου κοινή» αποδοχή προέρχεται από τις προβλέψεις των τριών πιο αποδεκτών υπολογιστικών μοντέλων παγκόσμιας κυκλοφορίας, στον επιστημονικό κόσμο, (ΝΟΑΑ-GFDL-CM3, Max-Planck for Meteorology-ECHAM5, Haddley Center-HadCM4) για αύξηση της παγκόσμιας μέσης ετήσιας θερμοκρασίας στην κατώτερη ατμόσφαιρα κατά περίπου 2-3 βαθμούς Κελσίου μέχρι το 2100, αν συνεχίσουμε να εκπέμπουμε αέρια του θερμοκηπίου με τον σημερινό ρυθμό (δηλαδή, σαν να μην έχει αλλάξει τίποτα, business as usual, BAU). Ένα κοινώς αποδεκτό και εφικτό σενάριο υποθέτει ότι θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε παγκοσμίως για μιά σταδιακή μείωση των εκπομπών CO2 e ώστε η μέση συγκέντρωση του CO2 στην ατμόσφαιρα του πλανήτη να μην ξεπεράσει τα 550 ppmv (550 όγκους σε 1 εκατομμύριο όγκους αέρα, όπως και να μετριέται ο όγκος: π.χ. λίτρα, κυβικά μέτρα κτλ, αλλά σε σταθερές η γνωστές τιμές θερμοκρασίας και πίεσης).

Η σημερινή παγκόσμια μέση συγκέντρωση ας δεχθούμε ότι είναι 380 ppmv με μικρές διαφορές του Νοτίου από το Βόρειο ημισφαίριο. Οι οικονομικές επιπτώσεις αυτών των μειώσεων των εκπομπών, όπως και της αδράνειας να ενεργήσουμε για μείωση των εκπομπών είναι δύσκολο να εκτιμηθούν διότι το «σύστημα πλανήτης γη» δεν είναι δυνατόν να θεωρήσουμε ότι αποκρίνεται γραμμικά σε οποιαδήποτε αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας στην κατώτερη ατμόσφαιρα. Οι κλιματικές αλλαγές, δεν είναι δυνατόν να προβλεφθούν με ακρίβεια, πόσω μάλλον οι οικονομικές τους επιπτώσεις (προσπάθειες πρόβλεψης οικονομικών επιπτώσεων στο διάγραμμα 5). Περισσότερο πιθανό είναι να προβλεφθούν τα κόστη μείωσης των εκπομπών των θερμοκηπιακών αερίων, να υπολογισθούν οι οικονομικές επιπτώσεις από τις μειώσεις αυτές και να συνεχίσουμε να προσπαθούμε να υπολογίσουμε με προβλέψεις των προαναφερθέντων μοντέλλων παγκόσμιας κυκλοφορίας την αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας στην κατώτερη ατμόσφαιρα. Το διάγραμμα 1 (της έκθεσης N. Stern; Stern, N. (2007), The Economics of Climate Change: The Stern Review, Cambridge, Cambridge University Press) εκτιμά το μέγεθος της μείωσης των εκπομπών για να σταθεροποιηθεί η συγκέντρωση του CO2e στην ατμόσφαιρα στα 550 ppmv, η οποία ούτως ή άλλως θα επιφέρει μόνο μια αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας της τάξης των 2 βαθμών Κελσίου μέχρι το 2100.

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 1.
Σταθεροποίηση παγκοσμίων συγκεντρωσεων του CO2e με βάση διάφορα σενάρια μείωσης εκπομπών GtCO2e και BAU. (StR). Για το σενάριο των 550 ppmv CO2e χρειάζεται μείωση εκπομπών κατά 27 GtCO2e από το 2008 εως το 2050.

01.jpg

Η πιό σοβαρή οικονομική ανάλυση που έχει εκπονηθεί τα τελευταία χρόνια για τα παραπάνω μεγέθη, είναι η «The N. Stern Review». Συνετάχθη υπό τη επίβλεψη του οικονομολόγου N. Stern για το υπουργείο Οικονομικών της Μ. Βρετανίας (αναφερόμενο τούδε και στο εξής ως StR). Το διάγραμμα 2 από αυτην την έκθεση, επιμερίζει εκπομπές CO2e ανά οικονομική δραστηριότητα.

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 2.
Επιμερισμός εκπομπών ανά οικονομική ενέργεια (StR).

02.jpg

Ο επιμερισμός των εκπομπών για την Ελλάδα ανά οικονομική δραστηριότητα διαφέρει από αυτόν των μέσων βιομηχανοποιημένων Ευρωπαϊκών χωρών αν και βιβλιογραφικές αναφορές στον διεθνή επιστημονικό τύπο (όχι κυβερνητικές εκθέσεις ή εκθέσεις διεθνών οργανισμών) είναι λιγοστές. Μια πρόσφατα δημοσιευμένη μελέτη του T.J. Hammons [“Impact of electric power generation on green house gas emissions in Europe: Russia, Greece, Italy and views of the EU Power Plant Supply Industry – a critical analysis”, Electrical Power and Energy Systems, 28 (2006), pages 548–564] αναλύει για την Ελλάδα τα ακόλουθα ποσοστά:

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 3.
Ποσοστιαίος επιμερισμός εκπομπών tCO2e από ελληνικές οικονομικές ενέργειες.

03.jpg

Επεξήγηση χρειάζεται μόνο για την κατηγορία energy, η οποία περιλαμβάνει το ποσοστό εκπομπών για τις βιομηχανίες που έχουν σχέση με την παραγωγή ενέργειας και tertiary, για την βιομηχανία υπηρεσιών και τουρισμού στην Ελλάδα. Σοβαρή απουσία στο διάγραμμα 3 είναι επίσης η συνεισφορά του αγροτικού τομέα και άλλων χρήσεων γης.

Αν υποθέσουμε λοιπόν ότι θα πρέπει και η Ελλάδα να μειώσει το ποσό των εκπεμπομένων της tCO2e κατά παραπάνω από 25% μέχρι το 2030, θα πρέπει να υπολογιστούν τα κόστη ανά tCO2e και ανά δυνατή οικονομική ενέργεια.

Τα μεγέθη που φαίνονται στο διάγραμμα 4 έχουν υπολογιστει από τους Enkvist, P.-A., Naucler, T., and Rosander, J. [(2007), ‘A Cost Curve for Greenhouse Gas Reduction’, The McKinsey Quarterly, 1, 35–45], αναφέρονται επισης στο StR και ισχύουν για την παγκόσμια οικονομία. Οι πρώτοι επτά GtCO2 e (γιγατόνοι, δηλαδή δισεκατομμύρια τόνοι, ισοδυνάμου CO2) στον άξονα χ έχουν αρνητικό και έως μηδενικό κόστος αν ακολουθηθούν οι ενέργειες για την μείωσή τους που αναγράφονται επάνω στο διάγραμμα. Η μείωση των εκπομπών κατά είκοσι GtCO2 e που απομένουν, έχουν κόστη μέχρι 40 ευρώ τον tCO2e για τις ενέργειες που αναγράφονται στο διάγραμμα. Πολλές από αυτές τις ενέργειες δεν αφορούν την χώρα μας ή δεν είναι δυνατόν να ακολουθηθούν από την χώρα μας μόνο. Όμως το ζητούμενο είναι ο υπολογισμός του κόστους των ενεργειών που μπορεί να ακολουθήσει η χώρα μας και για το ποσό που πρέπει να μειώσει τις εκπομπές της μέχρι το 2030, σε ένα διάγραμμα παρόμοιο με το Διάγραμμα 4.

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 4.
Κόστη ανά tCO2e της μείωσης εκπομπών 27 GtCO2e; το 46% του BAU, ώστε να επέλθει μια αύξηση στην συγκέντρωση του ατμοσφαιρικού CO2 μόνο μέχρι τα 550 ppmv.

04.jpg

Με αυτόν τον τρόπο, η μείωση των εκπομπών αυτών θα έχει το μικρότερο κόστος στην οικονομία της χώρας επειδή είναι σίγουρο ότι τα κόστη του διαγράμματος 2 δεν ισχύουν και για την Ελλάδα. Σε παγκόσμιο επίπεδο η αύξηση της θερμοκρασίας κατά 2-3 βαθμούς μέχρι το 2100, θα επιφέρει μια μείωση στο ακαθάριστο παγκόσμιο προϊόν της τάξης του 2%, όπως φαίνεται στο διάγραμμα 5. Δεν είναι σίγουρο ότι αυτό θα ισχύσει και για την χώρα μας, όμως, και αυτό το οικονομικό κόστος θα πρέπει να συνυπολογιστεί σε ένα διάγραμμα μεγεθών κόστους για την Ελλάδα που προσομοιάζει το Διάγραμμα 4.

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 5.
Μείωση του ΑΠΠ (Ακαθάριστου Παγκόσμιου Προϊόντος) για κάθε βαθμό Κελσίου αύξησης της μέσης παγκόσμιας ετήσιας θερμοκρασίας.

05.jpg

Αν λάβει υπόψιν του κανείς την οικονομική ύφεση που έχει επικρατήσει στην χώρα μας τα τελευταία δύο έτη και την πρόβλεψη αυτής για τα επόμενα, άγνωστο πόσα, έτη όπως και τα κόστη των τεχνολογιών μείωσης εκπομπών των θερμοκηπιακών αερίων, από όλες τις οικονομικές ενέργειες του διαγράμματος 3, θα πρέπει να μπορεί να υπολογίσει το ολικό κόστος ενεργειών για την εναρμόνιση της χώρας μας στο Ευρωπαϊκό δίκαιο που αφορά τις Κλιματικές Αλλαγές.

Επειδή η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας φαίνεται ότι είναι ο κύριος ένοχος για τις εκπομπές των θερμοκηπιακών αερίων, ίσως εκεί να χρειάζεται να γίνει η εστίαση της εφαρμοσμένης έρευνας στην χώρα μας για τη ανεύρεση τεχνολογιών αποθήκευσης, καταστροφής και μείωσης εκπομπών CO2 .
Αν λάβουμε επίσης υπόψιν τα κόστη παραγωγής «καθαρής ενέργειας» ( αν και με παλαιότερα δεδομένα, βλέπε διάγραμμα 6 του StR) μήπως θα ήταν οικονομικότερο να στραφούμε στις παραπάνω αντιρρυπαντικές τεχνολογίες σε αντίθεση με τις σήμερα προτεινόμενες των φωτοβολταϊκών και των ανεμογεννητριών;

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 6.
Κόστη παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας χρησιμοποιώντας τις αναγραφόμενες τεχνολογίες.

06.jpg

Ξεκάθαρα οι άνθρωποι είναι αυτοί που σε κάθε κλίμακα χώρου, τοπική, περιφερειακή και παγκόσμια, προκαλούν τις παρατηρούμενες πλέον κλιματικές αλλαγές. Όλες οι σημαντικές αλλαγές προέρχονται κυρίως από ενέργειες που ελέγχονται αποκλειστικά από τον άνθρωπο: καύση ορυκτών υλών, καύση βιομάζας, αποψίλωση δασών, μέθοδοι αγροτικών καλλιεργειών και βιομηχανικές δραστηριότητες. Ένας γνώστης των προβλημάτων αυτών, δεν θα ρωτούσε πλέον «Συμβαίνει παγκόσμια αλλαγή;» (βλέπε www.BerkeleyEarth.org) αλλά μάλλον θα έκανε δεκτό το γεγονός ότι «Συμβαίνει παγκόσμια αλλαγή σε τέτοια κλίμακα ή με τέτοιο ρυθμό ώστε η ζωή στη γη και το ανθρώπινο είδος θα έχει δυσκολίες στο μέλλον ή θα είναι αδύνατον να προσαρμοστεί». Έτσι η επόμενη λογική ερώτηση θα πρέπει να είναι «τι πρέπει τότε να κάνουμε γι’ αυτό;».

Οι ακόλουθες ενέργειες απαιτούνται. Πρώτον, η ανάπτυξη τεχνολογιών (και η γρήγορη και παγκόσμια εφαρμογή τους) που στοχεύουν στην ελαχιστοποίηση των εκπομπών των θερμοκηπιακών αερίων. Δεύτερον, η διάθεση των πλέον αναπτυγμένων χωρών να συνάψουν πολιτικές και οικονομικές συμφωνίες ώστε οι νέες τεχνολογίες να μεταφερθούν στις λιγότερο αναπτυγμένες περιοχές του πλανήτη, χωρίς καθυστέρηση. Τρίτον, οι ενέργειες αυτές να γίνονται με συνεργασία των λαών σε παγκόσμια κλίμακα. Τέταρτον, η οικονομική ανάλυση του κόστους της μείωσης των εκπομπών αυτών ειδικά για την χώρα μας, ίσως μας βοηθήσει σε μια οικονομική ανάπτυξη, λόγω εφαρμογής νέων τεχνολογιών σε όλους τους τομείς των οικονομικών μας ενεργειών. Στην τελευταία περίπτωση, οι οικονομικές αναλύσεις κατά το διάγραμμα 4 για την χώρα μας και οι δημοσίευσή τους, θεωρεί ο γράφων, ότι είναι το πρώτο και κύριο βήμα.

Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στη διεύθυνση www.twitter.com/#!/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στη διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr