Επιστροφή στην διατροφική αυτάρκεια | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Επιστροφή στην διατροφική αυτάρκεια

Οι επισιτιστικές κρίσεις αποκαλύπτουν τι πρέπει να κάνουν χώρες όπως η Ελλάδα

Αρχής γενομένης από την δημιουργία χρηματιστηρίων αγροτικών προϊόντων, οι συμβάσεις μεταξύ παραγωγών και εμπόρων μετατράπηκαν σε παράγωγα. Έτσι το κέρδος επί της παραγωγής αγροτικών προϊόντων σταδιακά μετατράπηκε σε κέρδος επί της προσδοκώμενης παραγωγής αγροτικών προϊόντων.

Άμεση συνέπεια αυτής της εξέλιξης ήταν η ραγδαία εξάπλωση εταιρικών συμφωνιών για αγορά καλλιεργήσιμων εκτάσεων. Αυτό οδήγησε στην σταδιακή απώλεια πρόσβασης των παραγωγών στους φυσικούς πόρους καθώς και στην δυνατότητα πλήρους κάλυψης των διατροφικών τους αναγκών.
Η δημιουργία και ανάπτυξη της αγοράς βιοκαυσίμων συνετέλεσε στην αποψίλωση των δασών και στην μείωση διαθεσιμότητας σόγιας και καλαμποκιού για διατροφή. Το «όραμα» της Ε.Ε. για συμμετοχή των βιοκαυσίμων σε ποσοστό 10 % έως το 2020 στις ενεργειακές ανάγκες της Ευρώπης, σημαίνει ότι το 70% της ευρωπαϊκής καλλιεργήσιμης γης θα δεσμευθεί σε καλλιέργειες απόδοσης βιοκαυσίμων. Με γεωπολιτικούς όρους, οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου θα πρέπει να καλύψουν τις ενεργειακές ανάγκες των χωρών του Βορρά.

Οι μεγαλύτεροι επενδυτές στα χρηματιστήρια αγροτικών προϊόντων, στην συμβολαιακή γεωργία και στην αγορά βιοκαυσίμων προέρχονται από τον χρηματοπιστωτικό και ασφαλιστικό χώρο (Deutsche Bank, Barclays, ABP, Allianz, BNP Paribas, Generali, HSBC, Lloyd’s, Unicredit, AXA, Credit Agricole), από τον χώρο παραγωγής γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών (Monsanto, Syngenta), από τις εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην διακίνηση πρώτων υλών και τροφίμων (Cargill, ADM, Con-Agra, Bunge, Charoen, Noble Group, Sinochem), από τις αλυσίδες διανομής τροφίμων (Tesco, Carrefour, Wal-Mart) και από τις εταιρείες φυτοπροστατευτικών προϊόντων όπως DuPont, Chevron κ.α.

Σημαντική παράμετρος στην παγκοσμιοποιημένη μορφή ελέγχου της διατροφής είναι ότι το ενεργειακό και διατροφικό ζήτημα συμπλέκονται μεταξύ τους, γιατί οι πηγές ενέργειας και διατροφής εξαρτώνται όλο και περισσότερο από ένα ολιγοπώλιο εταιρειών.

Ήδη έχουν δημιουργηθεί τραστ στον ενεργειακό/διατροφικό τομέα , όπως ADM –Monsanto, Chevron – Volkswagen, BP-DuPont-Toyota. Με αυτό τον τρόπο η αλυσίδα έρευνας-παραγωγής-διανομής τροφίμων και καυσίμων συνιστά ένα κεντρικό διατροφικό και ενεργειακό έλεγχο της αγοράς.
Στον αντίποδα των ανωτέρω εξελίξεων, κράτη που αναζητούν εκτάσεις γης για να μην εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από το διεθνές εμπόριο (Εμιράτα, Κορέα), ο ΟΗΕ μέσω του Παγκοσμίου Οργανισμού Τροφίμων και το ΔΝΤ, προσπαθούν να επεξεργασθούν κανόνες συμπεριφοράς και κατευθυντήριες γραμμές για αμοιβαία επωφελείς συμφωνίες τόσο για παραγωγούς όσο και για εταιρείες. Τα αποτελέσματα είναι αμφίβολα ειδικά μετά την δηλωμένη επιλογή του ΔΝΤ για περισσότερη εταιρικά ελεγχόμενη παραγωγή τροφίμων προς εξαγωγή με την εγκατάσταση γεωργικών επιχειρήσεων μεγάλης κλίμακας παντού.

Πέρα από τους μεγάλους παίκτες, στην διατροφική αγορά δραστηριοποιούνται ακόμα και μικρότεροι επενδυτές όπως ιδιωτικές εταιρείες μετοχικού κεφαλαίου και επενδυτικές τράπεζες. Κίνητρό τους είναι η διαφοροποίηση των χαρτοφυλακίων τους με επενδύσεις σε μια αγορά χαμηλής τεχνολογίας και διαχειριστικής ικανότητας, με εξασφάλιση έναντι πληθωρισμού και εγγυημένες αποδόσεις, κυρίως από την αξία γης.

Ο διατροφικός και ενεργειακός έλεγχος του παγκόσμιου πληθυσμού από ολιγοπώλια του χρηματοπιστωτικού, ενεργειακού και διατροφικού τομέα είναι ίσως η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετώπισαν ποτέ στην ιστορική τους διαδρομή κράτη και λαοί, όσον αφορά την ανεξαρτησία τους από αλλότριες μορφές εξουσίας. Η εκχώρηση αυτής της ανεξαρτησίας δεν σημαίνει εξάλειψη του φαινομένου της πείνας. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι χρονιές διατροφικής κρίσης είναι ταυτόχρονα και οι χρονιές που εταιρείες διατροφικών προϊόντων σημειώνουν κέρδη – ρεκόρ.

Μια από τις μεγαλύτερες ιστορικές αντιφάσεις όλων των εποχών είναι το γεγονός ότι ο έλεγχος επί των μέσων παραγωγής και της διανομής των διατροφικών αγαθών ήταν βασική πολιτική προτεραιότητα των κομμουνιστικών καθεστώτων αρχής γενομένης από το 1917 στην τότε μπολσεβικική Ρωσία μέχρι και την κατάρρευση αυτών των καθεστώτων την δεκαετία του ’80 – ’90. Ο κεντρικός έλεγχος αυτού του τύπου εξακολουθεί να υφίσταται απόλυτα στην Β. Κορέα και, με κάποιο βαθμό φιλελευθεροποίησης, στην Κίνα. Σήμερα βλέπουμε ότι ο έλεγχος επί των μέσων παραγωγής και διανομής των διατροφικών αγαθών έχει « εξελιχθεί» και έχει γίνει πιο κερδοφόρος για τις εταιρείες – στυλοβάτες της σύγχρονης καπιταλιστικής οικονομίας. Το κοινό ζητούμενο τόσο στο κομμουνιστικό όσο και στο καπιταλιστικό σύστημα ήταν και είναι η εκμετάλλευση όλων των πηγών διατροφής της ανθρωπότητας και η χρησιμοποίηση τους ως μέσο ελέγχου της ίδιας της επιβίωσης της.

Ο διατροφικός έλεγχος που έχει επιτευχθεί επί του συνόλου σχεδόν του παγκόσμιου πληθυσμού δεν συμβαδίζει με την διατροφική αυτάρκειά του, ούτε ακόμα και στις ανεπτυγμένες χώρες της Ευρώπης. Με αρωγό τα προγράμματα αγροτικής ανάπτυξης που με διάφορες ονομασίες υιοθέτησε η Ε.Ε. ( Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα, Κοινή Αγροτική Πολιτική), εξαφανίστηκαν ιστορικές και προσοδοφόρες καλλιέργειες από τις λιγότερο ισχυρές χώρες της Ε.Ε. χάριν της κερδοφορίας των εταιρικών ομίλων που ελέγχουν την παραγωγή και την διακίνηση αγροτικών προϊόντων στην Ε.Ε. από τις αναπτυσσόμενες χώρες Ασίας, Αφρικής και Λατινικής Αμερικής. Αυτή η κατευθυνόμενη αναδιάρθρωση καλλιεργειών και ζωϊκής παραγωγής ωφέλησε οικονομικά τα κράτη που διαθέτουν ένα ανεπτυγμένο βιοτεχνολογικό και χρηματοοικονομικό τομέα. Μεγάλα σε έκταση κράτη όπως οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία και η Γερμανία αλλά και μικρότερα κράτη όπως η Ολλανδία (εντός Ε.Ε.) και η Ελβετία (εκτός Ε.Ε.) έχουν αποκτήσει ιδιαίτερη γεωπολιτική βαρύτητα λόγω της δυναμικής παρουσίας τους στον τομέα ελέγχου των πηγών διατροφής.