Πώς και γιατί η Γερμανία επιτέθηκε εναντίον των Ελλήνων | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πώς και γιατί η Γερμανία επιτέθηκε εναντίον των Ελλήνων

Η κρίση χρέους και η εθνοτική ρητορική

Το τρίτο σημείο του σοκ είναι ότι οι αναφορές για τους Έλληνες και την Ελλάδα με αφορμή την κρίση χρέους, οι οποίες ξεκίνησαν στα τέλη του 2009 από τη Γερμανία και μετά απλώθηκαν σε όλη σχεδόν την Ευρώπη, θύμιζαν ως προς τη δομή και τη γλώσσα τον γερμανικό αντισημιτικό λόγο του παρελθόντος. Τούτο αφορά τόσο τα ίδια τα κείμενα που έχουν δημοσιευθεί μέχρι σήμερα, αλλά και τον σχολιασμό που επεφύλασσαν στα κείμενα οι αναγνώστες τους μέσω του διαδικτύου. Η εικόνα του Έλληνα δέχθηκε μέσα από χιλιάδες εχθρικά άρθρα και σχόλια μια πρωτόγνωρη στη μεταπολεμική Ευρώπη επίθεση η οποία δεν άγγιζε απλώς τα όρια του ρατσισμού: ήταν προϊόν φυλετικής σκέψης. Όχι από χείλη αμόρφωτων, απαίδευτων ανθρώπων, αλλά από επίσημα χείλη και αντίστοιχες γραφίδες. Ήταν ένας ανθελληνικός λόγος των καλλιεργημένων. Γερμανικές φωνές που πήγαν κόντρα σ’ αυτό το ρεύμα υπήρξαν, αλλά ήταν πολύ λίγες.

Η υπόθεση ότι ένα τμήμα της γερμανικής πολιτικο-οικονομικής ελίτ έπαιξε μετά το 2009 με την ιδέα του εξαναγκασμού της Ελλάδας σε έξοδο από την Ευρωζώνη με παράλληλη αναδόμηση της νομισματικής ένωσης, δεν μοιάζει πλέον και τόσο τραβηγμένη. Ούτε φαίνεται τώρα υπερβολική η υπόθεση ότι μέσω της επίθεσης εναντίον των Ελλήνων επιχειρήθηκε μια μοντέρνα παιδαγωγική του δέους, τόσο προς την ίδια την Ελλάδα, όσο και προς άλλες χώρες του Νότου, με στόχο την αποδοχή από τις κοινωνίες, μέσω του εκφοβισμού, μέτρων που βελτιώνουν ίσως τους οικονομικούς δείκτες προς την κατεύθυνση της κατηγορικής προσταγής των «αγορών», αλλά δημιουργούν κοινωνικά ναυάγια και πριονίζουν την ίδια την κοινωνική συνοχή και αποσταθεροποιούν πολιτικά τη νοτιοανατολική Ευρώπη.

Από πλευράς περιεχομένου, η κυρίαρχη τάση στη γερμανική αρθρογραφία αφηγείται την οικονομική κατάρρευση της Ελλάδας ως πολιτισμική παρακμή. Σ’ αυτή την αφήγηση, όλες οι άλλες παράμετροι είναι ομαλές, εκτός από τους Έλληνες που είναι απροσάρμοστοι και τριτοκοσμικοί, μη Ευρωπαίοι. Η λέξη Έλληνας χρησιμοποιείται αδιακρίτως για ο,τιδήποτε είναι ελληνικό: το πολιτικό σύστημα της χώρας, η οικονομική ελίτ, διεφθαρμένοι αξιωματούχοι, πρακτικές μικρής και μεγάλης διαφθοράς στην καθημερινή ζωή, εικονικές συντάξεις, φακελάκι, αναρχικοί και απεργίες. Το πιο συνηθισμένο ουσιαστικό που συνοδεύει τις περιγραφές για την Ελλάδα στη γερμανική αρθρογραφία είναι η λέξη χάος. Οι δομές εξαφανίζονται. Το οικονομικό και το πολιτικό σύστημα δεν είναι τα κατ’ εξοχήν αντικείμενα της κριτικής. Ακόμη και όταν ασκείται κριτική στο σύστημα, αυτή δεν εστιάζει στις στρεβλές δομές, σε ομάδες προνομιούχων που υπερασπίζονται συγκεκριμένα συμφέροντα με ή χωρίς την κρίση. Εστιάζει στο γεγονός ότι οι δομές και τα συστήματα είναι ελληνικά. Και ως τέτοια δεν είναι δυνατόν να είναι καλύτερα. Οι Έλληνες εμφανίζονται συλλήβδην ως λαός παρασιτικός, που ζει εις βάρος των εργατικών και προνοητικών λαών του Βορρά, που δεν παράγει πλέον τίποτε αξιόλογο, που εξαπατά τους εταίρους στην Ευρώπη και - σαν να μην έφταναν όλα αυτά - που εδώ και δεκαετίες ζει πέρα από δυνατότητές του, με τα χρήματα των δανειστών. Και το χειρότερο απ’ όλα: αντί να δείχνει ευγνωμοσύνη που τον βοηθάμε με το μνημόνιο τώρα που έχει ανάγκη, συμπεριφέρεται με αχαριστία θυμίζοντάς μας διαρκώς τις ευθύνες μας για το Ολοκαύτωμα.

Οι εγχώριοι πολλαπλασιαστές των βορειοευρωπαϊκών ετεροπροσδιορισμών του Έλληνα υιοθέτησαν αυτά τα στερεότυπα και τα αναπαρήγαγαν για να εμπεδώσουν ακόμη περισσότερο το μήνυμα ότι για την κρίση χρέους ευθύνονται αποκλειστικά οι Έλληνες [23]. Εμφανίστηκαν λ.χ. στο προσκήνιο επίσημοι αξιωματούχοι που έδιναν συνεντεύξεις για μάθει η Ευρώπη πόσοι έπαιρναν παράνομα εικονικά βοηθήματα στη Ζάκυνθο, αλλά και ανεπίσημοι που έκαναν κριτική στην τρόικα ότι δεν είναι αρκετά ανάλγητη, όσο χρειάζεται ειδικά για τους Έλληνες, που μόνο με εξωτερική πίεση μπορούν να διορθωθούν. Στο ήδη γκρίζο χρώμα της γερμανικής ελληνογραφίας δεν δίσταζαν κάποιοι να προσθέτουν κι άλλο μαύρο. Και εδώ υπάρχει ένα καίριο παιδαγωγικό ερώτημα: Πώς μπορεί να ανατραφεί μια νέα γενιά Ελλήνων μέσα σε ένα κλίμα στιγματισμού, εξωτερικού και εσωτερικού, της συλλογικής τους αυτοεικόνας; Με τι θετικό από την πατρίδα τους θα ταυτιστούν τα Ελληνόπουλα μέσα σε αυτόν τον ορυμαγδό των ανθελληνικών περιγραφών; Και τι γίνεται με τις ελληνογερμανικές σχέσεις;

Οι εθνοτικές αναγνώσεις της κρίσης, οι ερμηνείες που βλέπουν τις αιτίες της στον εθνικό χαρακτήρα των Ελλήνων, δεν είναι απλώς λανθασμένες. Είναι παιδαγωγικά επικίνδυνες. Η οικονομική κρίση που βιώνει και θα βιώνει ακόμη η χώρα δεν οφείλεται στον «χαρακτήρα» των κατοίκων της. Είναι εξόχως προσβλητικό να εκπέμπει κανείς στη συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων, οι οποίοι δεν έφτασαν να ζήσουν ποτέ όπως ο μέσος Ευρωπαίος πολίτης, το μήνυμα ότι έζησαν σαν πλούσιοι, ενώ ήταν φτωχοί. Όλες οι δικτατορίες – συμπεριλαμβανομένης της δικτατορίας των «αγορών» - επιδιώκουν να αναδειχθούν σε καθεστώτα αλήθειας για τους υπηκόους τους. Δεν είμαστε όμως υποχρεωμένοι να δεχθούμε ως αλήθεια την εκδοχή των οπαδών του νεοφιλελευθερισμού για τα ελληνικά πράγματα. Οι περισσότεροι Έλληνες – γιατί υπάρχουν και μερικοί που όχι μόνο δεν πλήττονται από την κρίση αλλά, όπως σε κάθε δύσκολη εποχή, πλουτίζουν από αυτήν – υφίστανται σήμερα τις συνέπειες μιας αλληλεπίδρασης ανάμεσα στην οικονομική λογική, των «αγορών», και μιας εθνικής οικονομίας άκρως εξασθενημένης, εξ αιτίας των διαχρονικών συμπεριφορών μιας πολιτικής ελίτ που δεν κατάφερε να θωρακίσει τη χώρα απέναντι στην επιθετική διάθεση του σύγχρονου διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος. Στο βαθμό που η ελίτ αυτή προκύπτει από την πολιτική συμπεριφορά των Ελλήνων, είναι σαφές ότι πρέπει να αποδεχθούμε το μερίδιο της ευθύνης που μας αναλογεί επειδή δεν θελήσαμε ή δεν μπορέσαμε να την αντικαταστήσουμε. Αλλά η νέα γενιά δεν έχει ευθύνη. Από τη σκοπιά των «αγορών», η ευθύνη είναι εξ ορισμού συλλογική: θα την πληρώσουν οι οικονομικά αδύναμοι Έλληνες γενικώς, και περισσότερο από όλους αυτοί που δεν έχουν καμία ευθύνη: οι νέοι.

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΡΑΞΗ ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΑΚΟΜΑ ΠΑΙΧΤΕΙ