Η ανάπτυξη της Γερμανίας είναι μη βιώσιμη | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η ανάπτυξη της Γερμανίας είναι μη βιώσιμη

Λιτότητα τώρα, στασιμότητα στη συνέχεια

Ένας άλλος τρόπος για να ενισχυθεί η γερμανική εργατική δύναμη θα είναι να θεσπιστούν πολιτικές για τη φροντίδα των παιδιών οι οποίες θα καταστήσουν ευκολότερο στις γυναίκες να ανατρέφουν παιδιά και παράλληλα να συνεχίζουν τη σταδιοδρομία τους. Ένα σημαντικό εμπόδιο για τέτοιες πολιτικές είναι η συντηρητική πολιτική κουλτούρα της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (CDU), το κυρίαρχο πολιτικό κόμμα της Γερμανίας για ένα μεγάλο μέρος των τελευταίων 60 ετών, το οποίο τείνει να αποδοκιμάζει τις μητέρες που εργάζονται έξω από το σπίτι. Η ενσωμάτωση της πρώην κομμουνιστικής Ανατολικής Γερμανίας το 1990, βοήθησε στην αλλαγή αυτών των συμπεριφορών, δεδομένου ότι εισήγαγε στη χώρα την εμπειρία ενός ριζικά διαφορετικού μοντέλου κρατικά χρηματοδοτούμενης φροντίδας παιδιών. Παρά την επίμονη και άγρια αντίσταση από τη συντηρητική πτέρυγα του κόμματός της, η Μέρκελ επεδίωξε να συνεχίσει να φέρνει τις μητέρες στο εργατικό δυναμικό με την οικοδόμηση ενός ολοκληρωμένου, υψηλής ποιότητας συστήματος φροντίδας παιδιών που θα καλύπτει όλα τα παιδιά μέχρι την ηλικία των έξι ετών. Μεταξύ του 2006 και του 2011, η Γερμανία δημιούργησε 230.000 νέες θέσεις για παιδιά προσχολικής φοίτησης και οι τοπικές κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν τώρα την πρόκληση της δημιουργίας ακόμη 260.000 θέσεων μέχρι το 2013. Το κόστος για το έργο αυτό θα ανέλθει σε δισεκατομμύρια ευρώ.

Ακόμα μεγαλύτερη πρόκληση αποτελεί η πρόταση της Μέρκελ για μια Energiewende, ή αλλιώς ενεργειακή αλλαγή. Μετά την πυρηνική καταστροφή στη Φουκουσίμα της Ιαπωνίας το 2011, η Γερμανία αποφάσισε να κλείσει όλα τα πυρηνικά εργοστάσιά της μέχρι το 2022. Αντί να τα αντικαταστήσει με φθηνά αλλά ρυπογόνα εργοστάσια που καίνε άνθρακα, το Βερολίνο οραματίζεται μια τεράστια επένδυση στην πράσινη τεχνολογία, με στόχο να καλύψει το 35% των ενεργειακών αναγκών της χώρας από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας μέχρι το 2020. Σε ορισμένα κρατίδια, όπως η Βαυαρία, η οποία παράγει το 58% της ηλεκτρικής της ενέργειας από πυρηνική ενέργεια, η Γερμανία θα πρέπει να οικοδομήσει τεράστιες νέες ενεργειακές υποδομές. Τεράστια υπεράκτια αιολικά πάρκα και μια αναβάθμιση του συστήματος μεταφοράς ηλεκτρικών φορτίων βορρά-νότου είναι επίσης στο στάδιο του σχεδιασμού. Αυτός ο ενεργειακός μετασχηματισμός κατά πάσα πιθανότητα θα καταλήξει να κοστίζει πάνω από 200 δισ. ευρώ.

Αυτοί οι αριθμοί δεν θα πρέπει να είναι αιτία συναγερμού. Αντίθετα, οι προτεραιότητες είναι λογικές, και αυτή η κλίμακα των επενδύσεων είναι ακριβώς ό, τι χρειάζεται η Γερμανία για να αναπτυχθεί με βιώσιμο τρόπο. Μια ώθηση στη γερμανική εγχώρια ζήτηση θα μπορούσε επίσης να αποκαταστήσει την ισορροπία στην ευρωπαϊκή οικονομία, δημιουργώντας αγορές για τους εισαγωγείς και θέσεις εργασίας για μετανάστες εργαζομένους, συμβάλλοντας έτσι στην αντιστάθμιση του αποπληθωρισμού που έχουν υποστεί οι υπό κρίση χώρες. Αλλά το Βερολίνο δεν ήταν σε θέση να διευκρινίσει ακριβώς από πού θα προέλθουν τα χρήματα και έτσι το μέλλον των σχεδίων αυτών είναι αμφίβολο.

Το ζήτημα του πώς θα πληρωθούν οι επενδύσεις στη Γερμανία δεν θα έπρεπε να είναι δύσκολο να απαντηθεί. Η αναδημιουργία του εθνικού συστήματος παιδικής φροντίδας και των ενεργειακών υποδομών είναι ακριβώς το είδος των μακροπρόθεσμων σχεδίων που θα πρέπει να χρηματοδοτούνται μέσω δανεισμού και η Γερμανία δεν θα μπορούσε να είναι σε καλύτερη θέση να το πράξει. Τον Ιούνιο, η χώρα πωλούσε χρέος με αρνητικές αποδόσεις. Μπορεί να δανειστεί για σχεδόν μηδενικό επιτόκιο. Μια χορωδία επιφανών οικονομολόγων από όλο τον κόσμο, ο Λάρι Σάμερς και ο Μάρτιν Γουλφ μεταξύ αυτών, εξακολουθούν να ζητούν από τις κυβερνήσεις να προωθήσουν όλα τα σχέδια των απαραίτητων δαπανών ώστε να επωφεληθούν από το χρυσορυχείο των χαμηλών επιτοκίων. Αλλά η Μέρκελ και η γερμανική πολιτική τάξη δεν θα κάνουν τίποτα από αυτά. Κατά την τελευταία δεκαετία, μια βαθιά νοοτροπία αντι-δανεισμού έχει ριζώσει στη Γερμανία και η χώρα έχει πλέον κολλήσει με την συνταγματική τροπολογία του 2009 περί ισοσκελισμένου προϋπολογισμού.

ΜΙΛΩΝΤΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΓΕΝΙΑ

Η ρητορική που ενέπνευσε περισσότερο από τα δύο τρίτα του γερμανικού κοινοβουλίου (Bundestag) να εγκρίνουν αυτή τη ριζική τροποπολογία ήταν μια πρόσκληση για αειφορία, το αλλοτινό σύνθημα του περιβαλλοντικού κινήματος. Οι υποστηρικτές του λεγόμενου «φρένου» του χρέους ισχυρίστηκαν ότι ένα όριο στον κρατικό δανεισμό θα διασφαλίσει ότι τα οικονομικά της χώρας θα παραμείνουν σε τάξη και θα έχει ως αποτέλεσμα ένα πιο δίκαιο μέλλον για τις επόμενες γενιές. Αλλά υπάρχουν δύο τύποι διαγενεαλογικών συμφωνιών που μπορούν να κάνουν οι ψηφοφόροι, η μία θετική και η άλλη αρνητική. Σε μια θετική συμφωνία, η σημερινή γενιά δεσμεύεται να αφήσει έναν καλύτερο κόσμο για τα παιδιά της. Σε μια αρνητική συμφωνία, η σημερινή γενιά δεσμεύεται να μην αφήσει τα παιδιά της με ένα μεγάλο πρόβλημα - σε αυτή την περίπτωση, ένα μεγάλο δημόσιο χρέος. Το πρώτο μοντέλο σημαίνει ότι ο ισολογισμός πρέπει να παραμείνει σε υγιή κατάσταση, με δανεισμό που δεν υπερβαίνει τις παραγωγικές επενδύσεις. Το δεύτερο μοντέλο σημαίνει απλά ότι το δημόσιο χρέος θα πρέπει να μειωθεί. Παρά τις διαμαρτυρίες μιας σειράς διακεκριμένων οικονομολόγων, συνδικάτων και ομάδων δημοσίου συμφέροντος, το 2009, το αρνητικό μοντέλο επικράτησε. Ως εκ τούτου, ακόμη και αν το Βερολίνο αναγνωρίζει την ανάγκη για αύξηση των επενδύσεων και η ομοσπονδιακή κυβέρνηση αντιμετωπίζει ευνοϊκές οικονομικές συνθήκες, αποτρέπεται από το να εκμεταλλευθεί το ευνοϊκό περιβάλλον από ένα νομικό εμπόδιο που η ίδια έφτιαξε.