Η «διαρθρωτική κατάρρευση» της ελληνικής οικονομίας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η «διαρθρωτική κατάρρευση» της ελληνικής οικονομίας

Τι έπρεπε να είχε γίνει, τι πρέπει να γίνει για την ανάκαμψη

Ο «χρηματοπιστωτικός κύκλος» της οικονομίας συνυπάρχει με τον «επιχειρηματικό κύκλο». Σύμφωνα, όμως, με τους μελετητές του έχει μια διαφορετική χρονική ταλάντωση, και για την ακρίβεια έχει πολύ χαμηλότερη χρονική συχνότητα: ενώ η διάρκεια του «επιχειρηματικού κύκλου», από το 1960 έως σήμερα στις αναπτυγμένες βιομηχανικές χώρες, φθάνει έως τα 8 χρόνια, η μέση διάρκεια του «χρηματοπιστωτικού» είναι 16 χρόνια. Το κύριο χαρακτηριστικό του, και αυτό που σηματοδοτεί την φάση στην οποία βρίσκεται ανά πάσαν στιγμή, είναι η σε μεγάλο βαθμό συγχρονισμένη κίνηση της πιστωτικής επέκτασης και των τιμών των ακινήτων. (Αντίθετα, η κίνηση των χρηματιστηριακών αξιών δεν φαίνεται να έχει υψηλό βαθμό συνδιακύμανσης μαζί του). Το μέγιστο του «χρηματοπιστωτικού κύκλου» συμπίπτει σχεδόν πάντα με την εκδήλωση μιας κρίσης χρέους, μιας κρίσης δηλαδή που όλες οι εμπειρικές μελέτες δείχνουν ότι είναι κατά 50%, τουλάχιστον, πιο ισχυρή από την κλασσική κρίση του «επιχειρηματικού κύκλου». Όπως, δε, αναφέρθηκε και πιο πάνω, σύμφωνα με τις διαπιστώσεις των Reinhart-Rogoff, όχι μόνο το χρονικό μήκος της είναι πολύ μεγαλύτερο από εκείνο της κλασικής κεϋνσιανής κρίσης αλλά και πολύ συχνά στο τέλος της, κατά την έξοδο της οικονομίας από την κάμψη, δεν επανακτάται όλο το κατά την διάρκειά της απωλεσθέν εισόδημα, και η οικονομία δεν επανέρχεται στο προηγούμενο επίπεδο ευημερίας παρά πολύ αργότερα. Με δύο άλλες διατυπώσεις: α) η οικονομία συνεχίζει να αναπτύσσεται ακολουθώντας πλέον ένα χαμηλότερο αναπτυξιακό μονοπάτι ή, β) συνειδητοποιεί ότι το «δυνητικό προϊόν» της (potential output) είναι υποδεέστερο εκείνου που πίστευε πως ήταν πριν από την κρίση). Το θετικό στοιχείο, βεβαίως, που την χαρακτηρίζει είναι ότι η χρηματοπιστωτική κρίση «δεν χτυπάει ποτέ απροειδοποίητα». Οι ενδείξεις πως οι συνθήκες της καταστροφής συσσωρεύονται, γίνονται εμφανείς και αντιληπτές σε πραγματικό σχεδόν χρόνο, με την μορφή διαφόρων δεικτών όπως είναι η απόκλιση του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ ή της μέσης τιμής των ακινήτων από τους ιστορικούς μέσους όρους τους. Η απληστία, όμως, των ανθρώπων και ο καιροσκοπισμός των πολιτικών (κυρίως των «φιλελεύθερων» στην περίπτωση αυτή), δημιουργούν τις γνωστές συνθήκες συλλογικής τύφλωσης και βαυκαλισμού («This time is different») που επιτρέπουν στην καταστροφή να συντελεστεί ανεμπόδιστα.

Εκεί, άλλωστε, βρίσκεται και μία ουσιώδης διαφορά του «χρηματοπιστωτικού» από τον «επιχειρηματικό κύκλο»: ο δεύτερος έχει έναν σχεδόν μηχανιστικά νομοτελειακό χαρακτήρα. Η οικονομία «πάλλεται», με τον τρόπο που ο Κέυνες είχε εξηγήσει, μεταξύ «άνθησης» και «ύφεσης» για εγγενείς λόγους, δημιουργώντας έτσι φάσεις όπως η «κάμψη» ή η «υπερθέρμανση». Αντίθετα ο «χρηματοπιστωτικός κύκλος» δεν έχει τίποτε το νομοτελειακό. Για πολλά χρόνια, από τα μέσα της δεκαετίας του ’30 έως τα μέσα της δεκαετίας του ’80, (που ο τραπεζικός τομέας λειτουργούσε σε αυστηρά καθορισμένα πλαίσια), ήταν σχεδόν ανύπαρκτος στις περισσότερες από τις δυτικές αναπτυγμένες οικονομίες. Η ένταση και η συχνότητα με την οποία εμφανίζεται είναι συνάρτηση της έλλειψης ρύθμισης και ελέγχου που χαρακτηρίζει τις χρηματοπιστωτικές αγορές. Όταν κυριαρχεί η παράλογη αντίληψη ότι οι αγορές κεφαλαίων και χρήματος είναι στην ουσία τους πανομοιότυπες με τις αγορές προϊόντων και ο ρυθμιστικός έλεγχος επ’ αυτών περιορίζεται ή και καταργείται, τότε εμφανίζεται το φαινόμενο της «παραμορφωτικής διάθλασης» τόσο ως προς την εκτίμηση του επενδυτικού κινδύνου όσο και ως προς την αξιολόγηση των σχετικών τιμών των περιουσιακών στοιχείων. Το φαινόμενο αυτό είναι σύμφυτο με τις αρρύθμιστες χρηματοπιστωτικές αγορές οι οποίες κινούνται αυξητικά με μια αυτοπροωθούμενη δυναμική για έναν απόλυτα εξηγήσιμο λόγο: η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη «μόχλευση» δημιουργεί, πρόσκαιρα και αναλόγως μεγάλα κέρδη. Το φαινόμενο της «παραμορφωτικής διάθλασης», όμως, παύει να υπάρχει, στην μεγεθυντική και αισιόδοξη τουλάχιστον μορφή του, μόλις εκδηλωθεί η κρίση. Την θέση του παίρνει η απαισιόδοξη μορφή του που γεννά τον πανικό, ο οποίος λειτουργεί ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Στην ουσία της δηλαδή, η εκδήλωση μιας κρίσης χρέους δεν είναι παρά η συλλογική συνειδητοποίηση (καμμιά φορά και σε υπερβολικό βαθμό) τού πόσο πολύ λανθασμένες ήταν οι οικονομικές εκτιμήσεις της προηγούμενης περιόδου.

Η βασική θεωρητική ιδέα πίσω από την κατανόηση του μηχανισμού της κρίσης που προέρχεται από τον «χρηματοπιστωτικό κύκλο» είναι ότι η χρηματοπιστωτική επέκταση δεν είναι μια ουδέτερη διαδικασία που απλώς διευκολύνει τις λειτουργίες («λειαίνει τα γρανάζια») στην πραγματική οικονομία. (Το χρήμα δεν είναι «ουδέτερο» ούτε και μακροχρόνια, όπως πιστεύει όλη η σχολή της νεοκλασικής σκέψης, αλλά κατά έναν άλλο τρόπο και ο κεϋνσιανισμός). Αντίθετα η χρηματοπιστωτική επέκταση, όταν δεν έχει «ουδέτερο» ρυθμό, δημιουργεί αφ’ εαυτής πλούτο και εισοδήματα και κατά συνέπεια συμβάλλει στην διαμόρφωση της πραγματικής οικονομίας και στην κατανομή του προϊόντος της. Πότε, όμως, συμβαίνει να μην έχει «ουδέτερο» ρυθμό; Συμβαίνει όταν η ταχύτητά της είναι διαφορετική (δηλαδή μεγαλύτερη) από τον μεσο-μακροχρόνιο ρυθμό ανάπτυξης του παραγωγικού δυναμικού της πραγματικής οικονομίας (δηλαδή του «δυνητικού προϊόντος» της). Τότε η συγκεκριμένη αναντιστοιχία δημιουργεί το φαινόμενο της στρεβλής κατανομής των πόρων και των επενδύσεων (misallocation of investments). Κριτήριο βέβαιο για το ότι η κατανομή είναι στρεβλή και συνεπώς μη-αποδοτική είναι ένα και μοναδικό, πλην όμως και αμάχητο: ο χρόνος.