Ποτέ δεν το είδα να έρχεται… | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ποτέ δεν το είδα να έρχεται…

Γιατί η οικονομική κρίση κατέλαβε τους οικονομολόγους εξαπίνης

Εκτός από τις σταθερές και προβλέψιμες επιπτώσεις τής χρονικής προτίμησης, ένα άλλο ένστικτο λειτουργεί σε αυτές τις μακροπρόθεσμες τάσεις: η «επιδεικτική κατανάλωση», όπως ο οικονομολόγος Thorstein Veblen την ονομάτισε περισσότερο από έναν αιώνα πριν, μια μορφή συμπεριφοράς αγέλης που περιγράφεται από το πιο σύγχρονο ιδίωμα «να συμβαδίζει κανείς με τους Τζόουνς» (στμ: πρόκειται για την σύγκριση που κάνει κανείς με τον γείτονά του χρησιμοποιώντας τον ως κοινωνικό ορόσημο ή ορόσημο συσσώρευσης πλούτου). Η αποταμίευση και η κατανάλωση αντανακλούν τις προσπάθειες των ανθρώπων να μεγιστοποιήσουν την ευτυχία τους. Αλλά, η ευτυχία εξαρτάται πολύ περισσότερο από το πώς τα εισοδήματα των ανθρώπων συγκρίνονται με εκείνα των ατόμων που θεωρούνται ως ομόλογίς τους, ή ακόμη και εκείνα των ατόμων των οποίων ο ρόλος θεωρείται ως πρότυπο, αντί με το πώς διαβιούν, μετρημένο με απόλυτους όρους. Το 1995, ερευνητές ζήτησαν από μια ομάδα μεταπτυχιακών φοιτητών και μελών τού προσωπικού της Σχολής Δημόσιας Υγείας τού Χάρβαρντ κατά πόσον θα ήταν πιο ευτυχισμένοι αν κέρδιζαν 50.000 δολάρια το χρόνο, αν οι συνομήλικοί τους κέρδιζαν το μισό τού ποσού ή 100 χιλιάδες, αν οι συνομήλικοί τους κέρδιζαν δύο φορές το ποσό αυτό. Η πλειοψηφία επέλεξε τον χαμηλότερο μισθό. Η διαπίστωση αυτή επανέλαβε τα αποτελέσματα μιας συναρπαστικής μελέτης από τις οικονομολόγους Dorothy Brady και Rose Friedman το 1947, που απέδειξαν ότι το μερίδιο του εισοδήματος που δαπανά μια αμερικανική οικογένεια για καταναλωτικά αγαθά και υπηρεσίες καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό όχι από το εισόδημα της, αλλά από το πώς το εισόδημά της συγκρίνεται με τον εθνικό μέσο όρο. Οι έρευνες δείχνουν ότι μια οικογένεια με μέσο εισόδημα το 2011 ξόδεψε το ίδιο ποσοστό τού εισοδήματός της με μια οικογένεια με μέσο εισόδημα το 1900, έστω και αν σε πληθωριστικά προσαρμοσμένους όρους, το εισόδημα το 1900 θα αντιπροσώπευε μόνο ένα μικρό κλάσμα τού ύψους εκείνου τού 2011.

Μια τέτοια συμπεριφορά αγέλης καθοδηγεί επίσης τις κερδοσκοπικές «εκρήξεις» και τις «βουτιές». Όταν μια αγέλη δεσμεύεται για μια ανοδική αγορά, η αγορά γίνεται εξαιρετικά ευάλωτη σε αυτό που μετεγγράφω ως Παράδοξο Jessel, από το όνομα του κωμικού των βαριετέ George Jessel. Σε μια από τις σκηνές του, ο Jessel είπε την ιστορία ενός σκεπτικιστή επενδυτή ο οποίος αποφασίζει απρόθυμα να επενδύσει σε μετοχές. Αρχίζει με την αγορά 100 μετοχών που διαπραγματεύονται σπάνια, μιας ομιχλώδους εταιρείας. Έκπληξη! Η τιμή κινείται από τα 10 δολάρια ανά μετοχή στα 11 ανά μετοχή. Ενθαρρυμένος από το γεγονός ότι έχει γίνει ένας σοφός επενδυτής, αγοράζει περισσότερες μετοχές. Τέλος, όταν οι δικές του αγορές έχουν καταφέρει να ανεβάσουν την τιμή μέχρι και τα 30 δολάρια ανά μετοχή, αποφασίζει να ρευστοποιήσει. Ζητά από τον χρηματιστή του να πουλήσει τις μετοχές. Ο χρηματιστής διστάζει και στη συνέχεια απαντά, «Σε ποιόν;».

Οι κλασικές φούσκες της αγοράς παίρνουν μορφή όταν η αγελαία συμπεριφορά περιλαμβάνει σχεδόν κάθε επενδυτή που ενεργεί σαν εκείνο το αστείο τού Jessel. Οι καθοδικές αγορές γίνονται ανοδικές, ωθώντας τις τιμές ακόμη υψηλότερα. Στην αρχετυπική περίπτωση, στην κορυφή τής αγοράς, ο καθένας έχει μετατραπεί σε έναν πιστό και είναι πλήρως αφοσιωμένος, χωρίς να υπάρχει κανείς μη μεταστραφείς σκεπτικιστής για να αγοράσει από τον πρώτο καινούργιο πωλητή.

Αυτό ήταν, στην ουσία, αυτό που συνέβη το 2008. Μέχρι την άνοιξη του 2007, τα spreads αποδόσεων στις αγορές ομολόγων έχει μειωθεί δραματικά. Η διαφορά μεταξύ των ομολόγων «junk» (στμ: δηλαδή των «σκουπιδιών») που αξιολογήθηκαν ως CCC ή και χαμηλότερα, και των δεκαετών ομολόγων τού αμερικανικού Δημοσίου είχε πέσει σε εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο. Σχεδόν όλοι οι συμμετέχοντες στην αγορά είχαν επίγνωση των αυξανόμενων κινδύνων, αλλά ήξεραν επίσης ότι η φούσκα θα μπορούσε να συνεχίσει να επεκτείνεται για χρόνια. Οι χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις, λοιπόν, φοβούνταν ότι αν αποτραβηχτούν νωρίς θα χάσουν σχεδόν σίγουρα μερίδιο αγοράς, και ίσως ανεπανόρθωτα. Τον Ιούλιο του 2007, ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Citigroup, Charles Prince, εξέφρασε τον φόβο αυτό σε ένα διάσημο - πλέον- σχόλιο: «Όταν η μουσική σταματήσει, από την άποψη της ρευστότητας, τα πράγματα θα είναι περίπλοκα. Αλλά, όσο η μουσική παίζει, πρέπει να σηκωθείς και να χορέψεις. Χορεύουμε ακόμα».

Οι χρηματοπιστωτικές εταιρείες αποδέχθηκαν τον κίνδυνο ότι δεν θα είναι σε θέση να προβλέψουν έγκαιρα την εμφάνιση μιας κρίσης ώστε να αποτραβηχτούν. Ωστόσο, νόμιζαν ότι ο κίνδυνος ήταν περιορισμένος, πιστεύοντας ότι ακόμα και αν δημιουργείτο μια κρίση, η φαινομενικά ακόρεστη ζήτηση για εξωτικά χρηματοπιστωτικά προϊόντα θα διαλυθεί με αργούς ρυθμούς, επιτρέποντάς τους να πουλήσουν σχεδόν όλα τα χαρτοφυλάκιά τους, χωρίς απώλειες. Έκαναν λάθος. Απέτυχαν να αναγνωρίσουν ότι η ρευστότητα της αγοράς είναι σε μεγάλο βαθμό συνάρτηση του βαθμού αποστροφής τού ρίσκου από τους επενδυτές, δηλαδή το πιο κυρίαρχο ένστικτο που οδηγεί τις χρηματοπιστωτικές αγορές. Πηγαίνοντας μέχρι την έναρξη της κρίσης, η μειωμένη αποστροφή ρίσκου από τους επενδυτές είχε δημιουργήσει όλο και πιο μικρές διαφορές αποδόσεων στις πιστώσεις και μεγάλο όγκο συναλλαγών, δημιουργώντας την εντύπωση της ρευστότητας και την ψευδαίσθηση ότι οι επιχειρήσεις θα μπορούσαν να πωλήσουν σχεδόν τα πάντα. Αλλά, όταν κυριάρχησε η υποχώρηση της αγοράς εξαιτίας τού φόβου, η ρευστότητα εξαφανίστηκε εν μια νυκτί, καθώς οι αγοραστές αποσύρθηκαν. Στην πραγματικότητα, σε πολλές αγορές, στο απόγειο της κρίσης τού 2008, η ζήτηση είχε σχεδόν εξαφανιστεί.

«ΠΑΧΙΕΣ ΟΥΡΕΣ» ΣΕ ΛΕΠΤΟ ΠΑΓΟ