Παρατηρώντας τη νίκη τής Μόσχας | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Παρατηρώντας τη νίκη τής Μόσχας

Γιατί οι διεθνείς παρατηρητές στην Ουκρανία ωφελούν την Ρωσία, όχι την Δύση
Περίληψη: 

Η Δύση έχει παρερμηνεύει σοβαρά τις πιθανές επιπτώσεις που θα έχουν στην Ουκρανία οι διεθνείς παρατηρητές. Οι παρατηρητές είναι πολύ πιο πιθανό να συμμετέχουν σε μια σιωπηρή διχοτόμηση αντί σε μια ειρηνική επανένωση της Ουκρανίας.

Η ELISABETH BROCKING υπηρέτησε για 22 χρόνια στις Διεθνείς Υπηρεσίες των ΗΠΑ, εστιάζοντας σε συγκρούσεις μεταξύ εθνοτήτων στα Βαλκάνια και στα μετα-σοβιετικά κράτη. Οι απόψεις στο άρθρο είναι αυστηρά προσωπικές.

Με μια φαινομενικά απρόθυμη παραχώρηση προς τις Δυτικές απαιτήσεις, η Ρωσία συμφώνησε στις 21 Μαρτίου για μια αποστολή διεθνών παρατηρητών τού Οργανισμού για την Ασφάλεια και την Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ) στην Ουκρανία (μη συμπεριλαμβανομένης της Κριμαία). Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη έχουν από καιρό υποστηρίξει μια τέτοια αποστολή. Μόλις τρεις ημέρες νωρίτερα, στις 18 Μαρτίου, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, συμφώνησε [1] με την εκτίμηση της Γερμανίδας καγκελαρίου, Άνγκελα Μέρκελ, ότι οι εν λόγω παρατηρητές ήταν «ζωτικής σημασίας».

Σε αντίθεση με τα φαινόμενα, όμως, η Μόσχα έχει πιθανότατα κερδίσει αυτόν τον τελευταίο γύρο τής κρίσης. Η Δύση έχει παρερμηνεύει σοβαρά τις πιθανές επιπτώσεις που θα έχουν στην Ουκρανία οι διεθνείς παρατηρητές. Οι τελευταίες δύο δεκαετίες έχουν δείξει ότι οι αποστολές παρατήρησης - είτε στην Αμπχαζία, στο Κοσσυφοπέδιο ή στην Υπερδνειστερία - έχουν την τάση να παράγουν «πάγωμα των συγκρούσεων» γεγονός που δίνει το πλεονέκτημα στους αυτονομιστές και στους ξένους προστάτες τους. Η αποστολή τού ΟΗΕ ή του ΟΑΣΕ στην Ουκρανία σχεδόν με βεβαιότητα θα ενισχύσει την Μόσχα εις βάρος τού Κιέβου.

Οι διεθνείς παρατηρητές συχνά θεωρούνται ως ο πιο ελκυστικός τρόπος διαχείρισης τεταμένων πολιτικών συγκρούσεων. Εκπαιδευμένοι να παρατηρούν και να αναφέρουν αντικειμενικά για θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και στρατιωτικών κινήσεων, οι παρατηρητές μπορούν αξιόπιστα να επαληθεύσουν ή να αμφισβητήσουν τους ισχυρισμούς για διωγμούς ή για επιθετικότητα, που πραγματοποιούνται από οποιοδήποτε από τα δύο μέρη σε μια διαμάχη. Η Ρωσία έχει βασίσει την επέμβασή της στην Ουκρανία στην υποτιθέμενη ανάγκη προστασίας των ρωσόφωνων. Ουδέτεροι παρατηρητές μπορούν να αξιολογήσουν - και πιθανώς να καταρρίψουν - αυτόν τον ισχυρισμό.

Αλλά οι εκθέσεις των παρατηρητών είναι συχνά λιγότερο σημαντικές από όσο οι όροι υπό τους οποίους επιτρέπεται στους ελεγκτές να παρατηρούν εξ’ αρχής. Κάθε αποστολή παρατηρητών των Ηνωμένων Εθνών ή του ΟΑΣΕ στην Ουκρανία θα απαιτούσε μια εντολή από το Συμβούλιο Ασφαλείας τού ΟΗΕ ή το μόνιμο συμβούλιο του ΟΑΣΕ - με άλλα λόγια, θα απαιτούσε την σύμφωνη γνώμη τής Ρωσίας, η οποία έχει μια μόνιμη έδρα και στους δύο αυτούς φορείς. Ως αποτέλεσμα, η εντολή θα ήταν επιμελώς ουδέτερη, αρνούμενη να καταδικάσει την απόσχιση που προκάλεσε την σύγκρουση ς. Θα μπορούσε να υποστηρίξει την εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας, αλλά σίγουρα θα παρότρυνε επίσης το Κίεβο και τους αυτονομιστές στην Κριμαία να συμμετάσχουν σε διάλογο, συμβιβασμό και μη βία. Κατά πάσα πιθανότητα, αυτό θα σήμαινε ότι η Ρωσία θα διατηρήσει το έδαφος, και η Ουκρανία θα πρέπει να το αποδεχθεί ειρηνικά.

Η ουδετερότητα κατά την διάρκεια συγκρούσεων ωφελεί σχεδόν πάντα εκείνους που έχουν ήδη καταφέρει να αλλάξουν το status quo, συνήθως τους αυτονομιστές που πρέπει να περιλαμβάνονται σε κάθε ειρηνευτική διαδικασία. Αυτό ήταν το πρότυπο για τις περισσότερες μετα-σοβιετικές και μετα-γιουγκοσλαβικές αποσχιστικές συγκρούσεις, όπου οι αποστολές παρατηρητών κατέληξαν να θωρακίσουν τους αυτονομιστές από την ενοχή, ενώ νομιμοποίησαν (αν και δεν συμμερίστηκαν) τους ισχυρισμούς τους και των προστατών τους. Στην Γεωργία, η υπό ρωσική κυριαρχία ειρηνευτική δύναμη συνεργαζόταν με μια αποστολή παρατηρητών αλλά και ενεργούσε για να διευκολύνει τις προσπάθειες της Ρωσίας να σταθεροποιήσει τον έλεγχό της. Οι αποστολές τού ΟΗΕ και του ΝΑΤΟ στο Κοσσυφοπέδιο βοήθησαν ανοιχτά τους Κοσοβάρους να συστήσουν ανεξάρτητες δομές διοίκησης, παρ’ όλο που τα Ηνωμένα Έθνη εξακολουθούσαν να αναγνωρίζουν το έδαφος ως μέρος τής Γιουγκοσλαβίας. Ομοίως, κάθε αποστολή παρατηρητών στην Ουκρανία θα περιλαμβάνει κατά πάσα πιθανότητα ως συνεργάτες ακριβώς τις ρωσικές δυνάμεις που αποτελούν μέρος τής σύγκρουσης και ως εκ τούτου, θα ήταν προς το συμφέρον της Ρωσίας.

Αυτό είναι ένα μέρος τής αιτίας γιατί εξ’ αρχής τα ισχυρά κράτη δεν επιτρέπουν στους ξένους να επεμβαίνουν στις εσωτερικές διαφορές τους. Τα τεράστια πυρηνικά οπλοστάσια - και η δυνατότητα βέτο στο Συμβούλιο Ασφαλείας τού ΟΗΕ – που χρησιμοποιούνται από την Κίνα και την Ρωσία, ως επί το πλείστον αποτρέπουν τους εξωτερικούς παράγοντες ακόμη και να προτείνουν μια παρέμβαση για την στήριξη των αυτονομιστών στις χώρες αυτές. Τέτοιες αποστολές είναι ελκυστικές μόνο σε αδύναμα κράτη που έχουν βιώσει τόση αναστάτωση ώστε έχουν παραιτηθεί από τον στόχο τής αποκατάστασης της εδαφικής ακεραιότητας με ίδιες δυνάμεις. Αυτό ήταν το δίλημμα που αντιμετώπισε η Γεωργία το 1993, όταν ο εμφύλιος πόλεμος και η οικονομική κατάρρευση γονάτισαν την χώρα. Μπορεί επίσης να φοβούνται τόσο πολύ μήπως χάσουν περισσότερο έδαφος που προτιμούν να παγώσουν τις συγκρούσεις σε όποιο σημείο κι αν βρίσκονται, ακόμη και αν αυτό σημαίνει ότι θα διατηρήσουν τον έλεγχο κάποιου εδάφους μόνο στα χαρτιά.

Μόλις συμφωνήσουν να φιλοξενήσουν μια διεθνή αποστολή παρατηρητών, κράτη που βασανίζονται από αποσχιστικές συγκρούσεις απομένουν με δύο κακές επιλογές: είτε να αντέξουν το νέο status quo είτε να χρησιμοποιήσουν βία για να το αλλάξουν - και έτσι ρισκάρουν να καταδικαστούν ως επιτιθέμενοι που θέτουν σε κίνδυνο πολιτικούς παρατηρητές και καταπατούν τις συμφωνίες κατάπαυσης του πυρός. Τα περισσότερα κράτη επιλέγουν το πρώτο. Το μοναδικό παράδειγμα τής δεύτερης αντίδρασης στη μεταψυχροπολεμική Ευρώπη, ήταν όταν η Κροατία ξεδίπλωσε την μαζική Επιχείρηση Καταιγίδα το 1995 εναντίον Σέρβων αυτονομιστών, παραμέρισε την ειρηνευτική δύναμη του ΟΗΕ και προχώρησε σε αυτό που ένα δικαστήριο του ΟΗΕ αποκάλεσε «δολοφονίες. . . απάνθρωπες πράξεις. . . [και] αναγκαστική εκτόπιση». Η Κροατία κέρδισε επειδή ήταν πρόθυμη να χρησιμοποιήσει συντριπτική δύναμη, επειδή ενήργησε σχετικά σύντομα μετά την απόσχιση, και επειδή η Δύση έμεινε ήσυχη, καθώς χρειαζόταν στρατιωτική βοήθεια από το Ζάγκρεμπ για τον συνεχιζόμενο πόλεμο στην Βοσνία-Ερζεγοβίνη.