Ελληνική πολιτιστική διπλωματία | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Ελληνική πολιτιστική διπλωματία

Smart power ή no power;

Μπορούμε να απαριθμήσουμε πολλά εξαίρετα παραδείγματα πρωτοβουλιών ιδιωτών σε όλο τον κόσμο. Τι γίνεται όμως με την εθνική πολιτική μας; Θα πρέπει όλες αυτές οι προσπάθειες να βρίσκονται all under one roof ή μήπως θα έπρεπε να αποζητούμε την ολοκληρωτική απομάκρυνση οποιουδήποτε κρατικού παρεμβατισμού, να απλοποιήσουμε τις διαδικασίες και να αφήσουμε τον ιδιώτη να πράττει αυτοβούλως, αφού ούτως ή αλλιώς το κράτος έχει αποδείξει ότι δεν μπορεί να συνεισφέρει καθόλου ούτε σε επίπεδο στρατηγικό ούτε σε επίπεδο βασικού project management; Η απάντηση βρίσκεται κάπου στη μέση.

Μετά το 2004, τους Ολυμπιακούς αγώνες και την κινητικότητα που επέδειξαν οι τότε ηγεσίες των συναρμόδιων Υπουργείων, αναπτερώθηκαν οι ελπίδες ότι μπορεί πράγματι να υπάρχει εναρμόνιση πολιτικών και συνεργασία δημόσιας και ιδιωτικής πρωτοβουλίας με μακροπρόθεσμο ορίζοντα και στοχοθέτηση.

Δυστυχώς, με την εξαίρεση –ίσως- της εκστρατείας για την επιστροφή των μαρμάρων τού Παρθενώνα, η οποία βέβαια έχει ευρύτερες της Ελλάδας διαστάσεις, και μεμονωμένων, επιτυχημένων πραγματικά, πρωτοβουλιών όπως η Πολιτιστική Ολυμπιάδα τής Πάτρας το 2006, η επιτυχημένη από όλες τις πλευρές έκθεση «Μέγας Αλέξανδρος» στο Λούβρο το 2011 και, φυσικά, η αξιοποίηση σε διεθνή κλίμακα των εγκαινίων τού Μουσείου τής Ακρόπολης, γεγονότα-σταθμοί για την πολιτιστική μας πολιτική και την εξωτερική μας πολιτική, δεν έχει σημειωθεί κάποια πρόοδος.

Διαβάζω μέρος τού κειμένου τού Διευθυντή τού Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού στο Βερολίνο, Δρ. Ελευθερίου Οικονόμου, ο οποίος σημειώνει, στον εισαγωγικό του χαιρετισμό τής έκδοσης «Σώματα-Τόποι» που κυκλοφόρησε μετά την έκθεση σύγχρονης ελληνικής ζωγραφικής, με έργα από την συλλογή τού Αντώνη και της Άζιας Χατζηιωάννου που διοργανώθηκε το 2011 στο Βερολίνο, με πρωτοβουλία και έξοδα του ζεύγους Χατζηιωάννου και των ιδιωτών χορηγών τής έκθεσης: «Η φιλοξενία τής συλλογής εντάσσεται στην συστηματική μας συνεργασία με ιδιωτικές συλλογές. Με τον τρόπο αυτό… έχουμε και την ευκαιρία να ιχνηλατήσουμε τον ορίζοντα προσδοκιών που καθορίζει την πρόσληψη της εικαστικής τέχνης και προσδιορίζει τις τάσεις του φιλότεχνου κόσμου τής σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας, πέρα από τις επιλογές και τους περιορισμούς μιας κεντρικής πολιτιστικής πολιτικής».

Πέρα από την παραδοξότητα της επίσημης αναγνώρισης της πραγματικότητας από έναν καλό διπλωμάτη, αυτό που πρέπει να δούμε είναι το πώς μπορεί να υπάρξει μια κεντρική πολιτιστική πολιτική. Μια κεντρική πολιτιστική πολιτική που εμμένει αρτηριοσκληρωτικά στην ανάδειξη μόνο του παρελθόντος, το οποίο μάλιστα χρησιμοποιεί τις περισσότερες φορές ως εργαλείο για την προώθηση του τουριστικού μας προϊόντος, δεν είναι πολιτιστική πολιτική, άρα δεν μπορεί να υπάρξει και πολιτιστική διπλωματία.

ΠΟΙΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΕΠΟΜΕΝΑ ΒΗΜΑΤΑ;

Σε πρώτο στάδιο, είναι προφανής η ανάγκη για «από-προγονοπληξία» για να μπορέσουμε να ξεκινήσουμε επιτέλους την συζήτηση για μια πιο συνεκτική πρόταση πολιτισμού.

Στη συνέχεια, θεωρώ απαραίτητη την ύπαρξη μιας ανεξάρτητης Αρχής, αποτελούμενης από κρατικούς και ιδιωτικούς φορείς πολιτισμού, με κύρια ευθύνη τον καθορισμό μιας μακρόχρονης στρατηγικής και των αντίστοιχων στόχων, η οποία θα παραμένει αμετάβλητη ανεξάρτητα από τις κυβερνητικές εναλλαγές. Κύρια ευθύνη της ανεξάρτητης Αρχής θα είναι ο συντονισμός όλων των δράσεων των επιμέρους φορέων (πανεπιστημίων, ιδρυμάτων, οργανώσεων αποδήμων, πολιτιστικών κέντρων, ΜΚΟ, πρεσβειών και άλλων) με βάση τα διεθνή πρότυπα ποιοτικής διαχείρισης έργου για επίτευξη οικονομιών κλίμακας, περιορισμό τής γραφειοκρατίας, εξορθολογισμό των εξόδων και δημιουργία προγράμματος ανάπτυξης των εσόδων από χορηγούς, εθνικούς ευεργέτες, ιδιωτικές εταιρείες, ευρωπαϊκά προγράμματα, ατομικές συνεισφορές ιδιωτών, καθώς από μια ολοκληρωμένη τιμολογιακή πολιτική τού πολιτιστικού μας προϊόντος.

Βασικό κριτήριο της ενιαίας εθνικής στρατηγικής πολιτισμού είναι φυσικά η ύπαρξη μιας ενιαίας ταυτότητας, η οποία θα προέλθει μόνο αν τα καταφέρουμε να απαντήσουμε σε σημαντικά ερωτήματα όπως: Ποιοι είμαστε; Πώς θέλουμε να μας βλέπουν οι άλλοι; Ποια είναι η μονοσήμαντη στρατηγική μας τοποθέτηση στις αντιλήψεις τής παγκόσμιας κοινότητας και των φορέων επιρροής; Πόσο εξωστρεφείς θέλουμε να είμαστε σε «μη ασφαλείς» εξωτερικές ομάδες κοινού;

Βεβαίως οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα θα προέλθουν αβίαστα μόνο αν ξεκαθαρίσουμε κατά πόσο θέλουμε να επιλύσουμε εξίσου σημαντικά θέματα της ανανέωσης της εγχώριας πολιτικής μας διαδικασίας, όπως η αναγκαιότητα άμεσων ριζικών μεταρρυθμίσεων στα εργασιακά και την παιδεία, η πρόοδος στον τομέα τής αναγνώρισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της διαφορετικότητας, η κουλτούρα υποδοχής άλλων πολιτισμών στην Ελλάδα και η ομαλή κοινωνική τους ενσωμάτωση, το μεταναστευτικό, η θέση μας στα Βαλκάνια και στην Ευρώπη.

Μόνο αν καταλάβουμε και αποδεχτούμε τον συνομιλητή μας, θα γίνουμε και εμείς αποδεκτοί.

Εν τέλει, η συλλογική μας αντίληψη περί διαλόγου είναι το εξαγόμενο πολιτιστικό μας προϊόν.

Αν κρίνω από την πρόσφατη, κοστοκεντρική, κρατικοκεντρική συνέντευξη τύπου τού προέδρου τού Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού, Χριστόφορου Γιαλουρίδη, έχουμε πολύ δρόμο ακόμα (Μάιος 2014).

Ευτυχώς υπάρχει και η «Θεσσαλονίκη- Ευρωπαϊκή Πρωτεύουσα Νεολαίας 2014» για να ελπίζουμε σε κάτι.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: