Πώς η Ευρώπη μπορεί να μεταρρυθμίσει τη μεταναστευτική πολιτική της | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πώς η Ευρώπη μπορεί να μεταρρυθμίσει τη μεταναστευτική πολιτική της

Η σημασία του να είναι διατηρήσιμη*

Πρώτον, πώς πρέπει να λαμβάνονται αποφάσεις για το άσυλο; Η πολιτική της ΕΕ για διάκριση μεταξύ προσφύγων και μεταναστών πρέπει να είναι συνεπής σε όλο τον χρόνο και τον χώρο. Οι ασυνέπειες και η μη προβλεψιμότητα υπονομεύουν την εμπιστοσύνη του κοινού, παροτρύνουν τους μετανάστες να στραφούν προς τις χώρες με τα λιγότερο απαιτητικά πρότυπα ασύλου και συμβάλλουν σε αυθαίρετα και άδικα αποτελέσματα για τους πρόσφυγες. Μολονότι η γεωγραφική συνοχή υπήρξε κεντρικός στόχος του CEAS, έχει παρερμηνευθεί ως ότι αναφέρεται μόνο στα κοινά κριτήρια χορήγησης ασύλου στα ευρωπαϊκά δικαστήρια. Αυτό παραβλέπει μια πολύ πιο σημαντική πτυχή της γεωγραφικής συνέπειας, η οποία είναι ότι το αποτέλεσμα μιας απόφασης χορήγησης ασύλου (ή άλλης μεταναστευτικής βίζας) πρέπει να είναι ταυτόσημο ανεξάρτητα από το αν οι αιτούντες άσυλο έχουν κάνει την αίτησή τους στην χώρα προέλευσής τους, ένα περιφερειακό ασφαλές καταφύγιο, μια χώρα διέλευσης, ή την ΕΕ. Επί του παρόντος, αυτό δεν συμβαίνει. Η επιχείρηση της λαθραίας διακίνησης ανθρώπων θα συνεχίσει να ευδοκιμεί όσο η άφιξη στο ευρωπαϊκό έδαφος αυξάνει σημαντικά τις πιθανότητες κάποιου για εγκατάσταση στην Ευρώπη.

Δεύτερον, πού πρέπει να λαμβάνονται αποφάσεις ασύλου; Η λήψη αποφάσεων για τις υποθέσεις ασύλου θα πρέπει να παραμείνει διαθέσιμη εντός της ΕΕ, πράγμα που σημαίνει ότι η διαδικασία πρέπει να απλοποιηθεί και να επιταχυνθεί σημαντικά. Ωστόσο, είναι λογικό να διεξάγεται το μεγαλύτερο μέρος των διαδικασιών ασύλου και μετανάστευσης εκτός Ευρώπης, μειώνοντας έτσι την ανάγκη για ξεκίνημα επικίνδυνων ταξιδιών. Το απαράμιλλο δίκτυο προξενείων και πρεσβειών της Ευρώπης θα πρέπει να αποκτήσει την εξουσία να λειτουργεί υπό την ευρωπαϊκή δικαιοδοσία τόσο στις χώρες-καταφύγια όσο και στις χώρες προέλευσης των μεταναστών. Ωστόσο, οι αποφάσεις αυτές δεν πρέπει να επικεντρώνονται στις χώρες που χρησιμοποιούνται προς το παρόν για διαμετακόμιση, όπως η Λιβύη. Η Λιβύη δεν είναι χώρα-καταφύγιο και οι άνθρωποι δεν πρέπει να αναγκάζονται να πάνε εκεί. Η δημιουργία κέντρων διεκπεραίωσης, όπως πρότειναν ορισμένα κράτη της ΕΕ, ρισκάρει και να έχει απάνθρωπα αποτελέσματα και να προσελκύει περισσότερους ανθρώπους.

Τρίτον, πώς πρέπει να μοιραστεί η ευθύνη; Η Ευρώπη θα πρέπει επίσης να μεταρρυθμίσει το σύστημα κατανομής των προσφύγων στην ΕΕ. Ο Κανονισμός του Δουβλίνου είναι προδήλως άδικος. Ένα βιώσιμο σύστημα απαιτεί σαφή διαχωρισμό μεταξύ της ευθύνης για την εκτίμηση μιας αξίωσης -η οποία μπορεί να γίνει από οποιαδήποτε πρεσβεία ή προξενείο που επιλέγει να χρησιμοποιήσει ο αιτούμενος άσυλο (ή εντός του πρώτου ευρωπαϊκού εδάφους στο οποίο ένα άτομο αφικνείται)- και της ευθύνης για την εγκατάσταση και την ένταξη των προσφύγων των οποίων οι αιτήσεις έγιναν αποδεκτές. Οι πρόσφυγες πρέπει να διανέμονται σε όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ βάσει αμοιβαία συμφωνημένων κριτηρίων.

Οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν διαφορετικές ιστορίες, δημογραφικά στοιχεία και βαθμούς ποικιλομορφίας, γεγονός που θα μπορούσε να καταστήσει δύσκολη την επίτευξη συμφωνίας. Ωστόσο, μια λύση δεν είναι αδύνατη, εφόσον τα κριτήρια διανομής σέβονται τις προτιμήσεις των πολιτών. Για παράδειγμα, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ένα σύστημα αντιστοίχισης προτιμήσεων [15] για να συνδέσει τους προτιμώμενους προορισμούς των προσφύγων με τα κράτη και τις κοινότητες που είναι πρόθυμα να τους υποδεχτούν. Η προσέγγιση αυτή μπορεί να συμβάλει στην βιωσιμότητα, διότι σέβεται τις προτιμήσεις τόσο των πολιτών όσο και των προσφύγων, οδηγώντας παράλληλα σε μια δίκαιη κατανομή αυτών που θα πρέπει να είναι μικροί αριθμοί προσφύγων. Ωστόσο, μόλις γίνει ένα ταίριασμα, οι πρόσφυγες θα πρέπει να παραμείνουν στην χώρα στην οποία έχουν οριστεί. Η Συμφωνία Σένγκεν, η οποία κατάργησε σε μεγάλο βαθμό τα εσωτερικά σύνορα της Ευρώπης, αποσκοπούσε στην παροχή αμοιβαίων δικαιωμάτων μετακίνησης χωρίς προβλήματα στους Ευρωπαίους πολίτες, όχι στους πρόσφυγες ή τους προσωρινούς μετανάστες. Η εφαρμογή αυτής της διάταξης δεν χρειάζεται να απαιτεί συνοριακούς ελέγχους, εφόσον υπάρχουν αποτελεσματικοί έλεγχοι όσον αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση, τα επιδόματα και τις δημόσιες υπηρεσίες.

Για τους μετανάστες που ζουν ήδη στην Ευρώπη αλλά δεν έχουν ακόμη λάβει απόφαση ασύλου, οι αιτήσεις θα πρέπει να αξιολογούνται από τις χώρες στις οποίες ζουν σήμερα -εφόσον υπάρχουν κοινά κριτήρια για να αποφασιστούν οι αιτήσεις, δεν υπάρχει λόγος οι μετανάστες να κινούνται μεταξύ των χωρών. Αυτό θα πρέπει να συνοδεύεται από χρηματοδοτική βοήθεια της ΕΕ σε χώρες εισόδου όπως η Ελλάδα και η Ιταλία, όπου ζουν δυσανάλογα περισσότεροι αιτούντες άσυλο που δεν έχουν διεκπεραιωθεί.

Τέταρτον, πώς πρέπει να ασχοληθεί η Ευρώπη με τα σκάφη που προσπαθούν να διασχίσουν τη Μεσόγειο; Η ΕΕ, βέβαια, πρέπει να δεσμευτεί απόλυτα να σώζει ζωές στην θάλασσα. Επιπλέον όμως, πρέπει να καθιερώσει σαφείς διαδικασίες αποβίβασης αφότου συλλαμβάνονται τα σκάφη των μεταναστών ή διασώζονται οι μετανάστες στην θάλασσα. Τα σημεία αποβίβασης -τόποι που μπορούν να φιλοξενήσουν τους μετανάστες κατά την διεκπεραίωση των αιτημάτων τους για άσυλο- θα πρέπει να βρίσκονται κοντά στην Ευρώπη, αλλά δεν πρέπει να είναι οι ίδιοι δυνητικοί προορισμοί. Μια τοποθεσία που πληροί αυτά τα κριτήρια είναι η Μάλτα, παρόλο που υπάρχουν πολλά άλλα νησιά στη Μεσόγειο που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν [ως κέντρα διεκπεραίωσης].

Όπως και με τα κράτη της πρώτης γραμμής, η Μάλτα και άλλα νησιά θα πρέπει να αποζημιώνονται οικονομικά για να λειτουργούν ως σημεία αποβίβασης. Για να συνεργαστούν, θα χρειαστεί να διαβεβαιωθούν από την ΕΕ ότι τόσο οι αιτήσεις θα αποφασιστούν γρήγορα όσο και οι ανεπιτυχείς αιτούντες θα επιστραφούν. Αρχικά, μπορεί να χρειαστεί να υποστηριχθούν αυτές οι διαβεβαιώσεις με μια προεπιλεγμένη διαδικασία, όπως η μεταφορά σε εναλλακτική χώρα ασφαλούς καταφυγίου για περιπτώσεις στις οποίες δεν έχει ληφθεί απόφαση μετά από μια καθορισμένη χρονική περίοδο.