Μπάιντεν, ο ρεαλιστής | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Μπάιντεν, ο ρεαλιστής

Το δόγμα του προέδρου για την εξωτερική πολιτική κρυβόταν σε κοινή θέα

Το Αφγανιστάν ίσως να είναι μόνο η αρχή. Ο Μπάιντεν διέταξε το Υπουργείο Άμυνας να προβεί σε «παγκόσμια αναθεώρηση της στάσης» των μελλοντικών προωθημένων [στρατιωτικών] αναπτύξεων των Ηνωμένων Πολιτειών. Εάν η αναθεώρηση βασιστεί στην γνώση του στρατηγού Mark Milley, του αρχηγού του Γενικού Επιτελείου, ότι πολλές υπάρχουσες αναπτύξεις «παρατάχθηκαν κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου», θα μπορούσε να προτείνει σημαντική αναδιάρθρωση του στρατιωτικού αποτυπώματος των ΗΠΑ. Η κυβέρνηση έχει ήδη επισημάνει την πρόθεσή της να θέσει την αμερικανική στρατιωτική παρουσία στη Μέση Ανατολή στο «σωστό μέγεθος» και πρόσφατα ξεκίνησε αυτή την διαδικασία αποσύροντας αντιπυραυλικά συστήματα από το Ιράκ, την Ιορδανία, το Κουβέιτ, και την Σαουδική Αραβία. Ο Μπάιντεν μπορεί επίσης να γίνει ο πρώτος πρόεδρος σε τρεις δεκαετίες που αποφεύγει την διεύρυνση του ΝΑΤΟ: έχει κάνει πιο ήπια την ρητορική για την επέκταση του ΝΑΤΟ ως προς την συμμετοχή της Ουκρανίας, αν και συνέχισε να στέλνει στρατιωτική βοήθεια στην χώρα.

Σίγουρα, ο Μπάιντεν συχνά πλαισιώνει τις σχέσεις των ΗΠΑ με την Κίνα [5] και την Ρωσία [6] με ιδεολογικούς όρους. Έχει δεσμευτεί να διαψεύσει την ιδέα ότι «ο αυταρχισμός είναι το κύμα του μέλλοντος» με το να επιδείξει την συνεχή ζωτικότητα των αμερικανικών δημοκρατικών θεσμών. Ωστόσο, οι πραγματικές πολιτικές του Μπάιντεν προς τις δύο δυνάμεις προδίδουν την ρεαλιστική του κλίση. Αντί να συγχωνεύσει τις χώρες σε ένα ενιαίο φάσμα αυταρχικής απειλής, ο Μπάιντεν έδωσε προτεραιότητα στον ανταγωνισμό με μια ανερχόμενη Κίνα πολύ πάνω από αυτήν με μια ασθενέστερη Ρωσία. Έχει στοχεύσει στην δημιουργία μιας «σταθερής και προβλέψιμης σχέσης» με την τελευταία, μια προσέγγιση που επιδιώκει να περιορίσει τις διμερείς εντάσεις και να δώσει την δυνατότητα στις Ηνωμένες Πολιτείες να επικεντρωθούν στην αντιστάθμιση της Κίνας.

Όπως έκανε κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, ο Μπάιντεν έχει λάβει μέτρα σχεδιασμένα για να ανοίξουν την πόρτα στις διαπραγματεύσεις επίλυσης διαφορών με τους γεωπολιτικούς αντιπάλους των Ηνωμένων Πολιτειών. Επέλεξε να πραγματοποιήσει την πρώτη του μεγάλη διμερή σύνοδο κορυφής με τον Ρώσο πρόεδρο, Βλαντιμίρ Πούτιν, και έχει επίσης δείξει το ενδιαφέρον του να συναντηθεί με τον Κινέζο πρόεδρο, Σι Τζινπίνγκ. Η διπλωματία, είπε μετά την σύνοδο κορυφής με τον Πούτιν, δεν εξαρτάται από την εμπιστοσύνη στο άλλο μέρος. Απαιτεί απλώς και οι δύο πλευρές να έχουν αμοιβαία συμφέροντα και να δημιουργούν συμφωνίες που βασίζονται σε αυτά τα συμφέροντα. «Αυτό αφορά το ιδιοτελές συμφέρον και την επαλήθευση του ιδιοτελούς συμφέροντος», τόνισε ο Μπάιντεν. «Είναι απλώς καθαρή δουλειά».

Μερικές φορές, η ρητορική του Μπάιντεν μπορεί να αποκρύψει τα πιο ξεχωριστά ένστικτά του στην εξωτερική πολιτική. Έχει εκφράσει την αποστροφή του στον Τραμπ επειδή αγκάλιασε «όλους τους τραμπούκους στον κόσμο» και δεσμεύτηκε ότι «τα ανθρώπινα δικαιώματα θα είναι το κέντρο της εξωτερικής μας πολιτικής» -ένας ισχυρισμός που είναι δύσκολο να ταιριάξει με την αμετανόητη υπεράσπισή του των ζωτικών εθνικών συμφερόντων ως τον μόνο λόγο πολέμου. Και τον Δεκέμβριο, σχεδιάζει να πραγματοποιήσει την πρώτη από τις δύο «Συνόδους Κορυφής για την Δημοκρατία» με σκοπό να βοηθήσει τις δημοκρατίες του κόσμου να υπερασπιστούν τον αυταρχισμό και να δείξουν ότι μπορούν να προσφέρουν στους πολίτες τους. Σε αντίθεση με τον Τραμπ και την συγγένειά του με τους αυταρχικούς, ο Μπάιντεν μπορεί να ακούγεται σαν να επιστρέφει στην ισχυρή προώθηση του φιλελευθερισμού και της δημοκρατίας στο εξωτερικό από τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Ωστόσο, οι περισσότερες δηλώσεις και ενέργειες του Μπάιντεν είναι σύμφωνες με μια προοπτική που βάζει την εθνική ασφάλεια πάνω από κάθε άλλη σκέψη. Ομοίως, οι Σύνοδοι Κορυφής για την Δημοκρατία μέχρι στιγμής δεν αντικατοπτρίζουν ουσιαστική προσπάθεια είτε για επέκταση των συμμαχιών των ΗΠΑ με δημοκρατίες είτε για περιορισμό των συμμαχιών των ΗΠΑ [μόνο] με φιλελεύθερα κράτη. Άλλωστε, η φιλοδημοκρατική ρητορική δεν εμπόδισε την κυβέρνηση Μπάιντεν να εμβαθύνει τους δεσμούς της με αυταρχικά κράτη όπως η Ταϊλάνδη και το Βιετνάμ και αυξανόμενα αντιφιλελεύθερες δημοκρατίες όπως η Ινδία και οι Φιλιππίνες. Οι σύνοδοι κορυφής μπορεί απλώς να αντικατοπτρίζουν το γεγονός ότι ο Μπάιντεν υποστηρίζει την δημοκρατία, τις φιλελεύθερες αξίες, και τα ανθρώπινα δικαιώματα -χωρίς να σκέφτεται ότι θα πρέπει να προωθηθούν με το όπλο στο χέρι ή να υπαγορεύσουν αμυντικές υποχρεώσεις των ΗΠΑ.

ΑΝΑΜΟΡΦΩΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Εάν η κυβέρνηση Μπάιντεν συνεχίσει να εκτιμά τον πραγματιστικό ρεαλισμό έναντι της φιλελεύθερης πρωτοκαθεδρίας, μπορεί να επιτευχθούν εκτεταμένες αλλαγές [7] στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Η εστιασμένη στην ασφάλεια ανάλυση που εφάρμοσε ο Μπάιντεν στο Αφγανιστάν θα οδηγούσε επίσης σε μειώσεις δυνάμεων σε άλλα μέρη του κόσμου. Τα χιλιάδων [ανδρών και γυναικών] χερσαία στρατεύματα που βρίσκονται σήμερα στο Ιράκ και την Συρία για να αποτρέψουν μια μελλοντική αναζωπύρωση του Ισλαμικού Κράτους (γνωστού και ως ISIS) είναι ένα προφανές σημείο εκκίνησης. Η ανάπτυξή τους παραβιάζει την δήλωση του Μπάιντεν για «καθορισμό αποστολών με σαφείς, εφικτούς στόχους», επειδή η επιτυχία [τους] δεν μπορεί ποτέ να επιτελεστεί με επαληθεύσιμο τρόπο.