Γιατί ο Πούτιν υποτίμησε την Δύση | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Γιατί ο Πούτιν υποτίμησε την Δύση

Και πώς η Δύση θα διατηρήσει τη νεοευρεθείσα ενότητά της

Η υποστήριξη για αυτά τα μέτρα ήταν επίσης ευρεία και βαθιά, μεταξύ άλλων σε χώρες που ιστορικά ήταν από τις πιο απρόθυμες να συρθούν σε διεθνείς συγκρούσεις. Τόσο η Ελβετία, η πεμπτουσία του ουδέτερου έθνους, όσο και η Σιγκαπούρη, μια περήφανη πιστή της εξισορρόπησης των μεγάλων δυνάμεων, επέβαλαν οικονομικές κυρώσεις στην Ρωσία [4]. Η Ιαπωνία, η οποία έχει διαβόητα αυστηρές μεταναστευτικές πολιτικές, άνοιξε τις πόρτες της σε Ουκρανούς εκτοπισμένους. Το πιο σημαντικό είναι ότι ο Σολτς ανακοίνωσε μια Zeitenwende -μια ιστορική στροφή- στην οποία η Γερμανία δεσμεύτηκε να παράσχει στην Ουκρανία φονική βοήθεια, δεσμεύτηκε να υπερβεί τον στόχο του ΝΑΤΟ για αμυντικές δαπάνες [ύψους] 2% του ΑΕΠ, δημιούργησε ένα αμυντικό ταμείο 100 δισεκατομμυρίων ευρώ για να αγοράσει εξοπλισμό για τις εξαντλημένες ένοπλες δυνάμεις της, και υποσχέθηκε να τερματίσει ταχέως την εξάρτησή της από την ρωσική ενέργεια. «Είναι σαφές ότι πρέπει να επενδύσουμε πολύ περισσότερα στην ασφάλεια της χώρας μας, προκειμένου να προστατεύσουμε την ελευθερία μας και την δημοκρατία μας», είπε ο Σολτς στην Bundestag στις 27 Φεβρουαρίου. Ήταν μια αίσθηση που μοιράζονταν ευρέως και άλλες Δυτικές πρωτεύουσες.

TINAXTHKAN ΑΠΟ ΤΟΝ ΥΠΝΟ ΤΟΥΣ

Η αποτυχία του Πούτιν να προβλέψει αυτήν την ενιαία απάντηση αντανακλά μια παρανόηση του πώς λειτουργούν οι δημοκρατίες. Η εσφαλμένη ανάλυσή του βασίζεται εν μέρει στην πραγματικότητα ότι, δεδομένου ότι είναι υπεύθυνες απέναντι στους λαούς τους, οι δημοκρατίες τείνουν να ανησυχούν περισσότερο για τα προβλήματα στο εσωτερικό παρά για τις απειλές που συγκεντρώνονται στο εξωτερικό. Επιπλέον, από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και μετά, πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις φαίνονταν επίσης να αμφιβάλλουν ενστικτωδώς ότι άλλες χώρες θα μπορούσαν να καταφύγουν στον πόλεμο για να επιτύχουν τους γεωπολιτικούς στόχους τους, και υπέθεσαν ότι η οικονομική εναρμόνιση και η παγκοσμιοποίηση των τελευταίων δεκαετιών είχαν καταστήσει ξεπερασμένο τον πόλεμο στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Γιατί να πολεμούν όταν το εμπόριο και οι συναλλαγές είναι τόσο επικερδή;

Όμως, όπως σημείωσε ο Kennan, μολονότι οι δημοκρατίες αργούν να θυμώσουν, αντιδρούν με οργή όταν τα συμφέροντά τους απειλούνται άμεσα. Ο Γερμανός κάιζερ Γουλιέλμος Β' δεν ανέμενε ποτέ ότι η υποστήριξή του στο τελεσίγραφο της Αυστρίας στην Σερβία θα πυροδοτούσε πόλεμο με την Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, μια δυναμική που επαναλήφθηκε 25 χρόνια αργότερα, όταν ο Αδόλφος Χίτλερ εισέβαλε στην Πολωνία. Η Ουάσιγκτον επιδίωξε να παραμείνει αμέτοχη σε αμφότερους τους παγκόσμιους πολέμους και συμμετείχε σε αυτούς μόνο αφότου η Γερμανία συνέχισε τον χωρίς περιορισμούς πόλεμο των υποβρυχίων και η Ιαπωνία επιτέθηκε στο Περλ Χάρμπορ. Η πολιτική της ανάσχεσης των ΗΠΑ, η οποία επιχείρησε να αποτρέψει την εξάπλωση του κομμουνισμού κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, ρίζωσε μόνο αφότου η Βόρειος Κορέα εισέβαλε στη Νότιο Κορέα. Οι Δυτικοί ηγέτες αγκάλιασαν με ανυπομονησία το μέρισμα της ειρήνης που ήρθε με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και αφυπνίστηκαν μόνο εν μέρει από τον λήθαργο μετά την 11η Σεπτεμβρίου [2001].

Η τάση των δημοκρατιών να μεταπηδούν από την παθητικότητα στην δράση είναι ακριβώς αυτό —μια τάση, όχι ένας κανόνας. Το αν το κάνουν ή όχι συχνά καθορίζεται από τις επιλογές που κάνουν οι Δυτικοί ηγέτες. Εδώ, η επιδέξια διπλωματία του Μπάιντεν ενόψει μιας εκρηκτικής κρίσης ήταν αποφασιστικής σημασίας. Αυτός και η ομάδα του χρησιμοποίησαν την απειλή που συνέστησε η επιθετικότητα του Πούτιν για να εκπληρώσει τη μακροχρόνια υπόσχεσή του, να ενδυναμώσει τις διατλαντικές σχέσεις και την ευρύτερη δημοκρατική κοινότητα. Όταν οι υπηρεσίες πληροφοριών των ΗΠΑ συμπέραναν στα τέλη του 2021 ότι οι ρωσικές δυνάμεις ετοιμάζονταν να εισβάλουν στην Ουκρανία, ο Μπάιντεν πήρε δύο κρίσιμες αποφάσεις. Η πρώτη ήταν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα υπερασπίζονταν την ίδια την Ουκρανία. Η δεύτερη ήταν ότι θα εργαζόταν με τα μέλη του ΝΑΤΟ και άλλους εταίρους για να επιδιώξει μια τριπλή στρατηγική για να επιβάλει τεράστιες οικονομικές ποινές στην Ρωσία, να ενισχύσει την στάση του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Ευρώπη, και να στείλει περισσότερα όπλα στην Ουκρανία για να την βοηθήσει να αμυνθεί.

Ξεκινώντας από τα μέσα Νοεμβρίου του 2021, ο Μπάιντεν [5] εργάστηκε για να οικοδομήσει μια συλλογική Δυτική απάντηση στην πιθανή εισβολή της Ρωσίας. Ανώτατοι αξιωματούχοι των υπηρεσιών πληροφοριών των ΗΠΑ ενημέρωσαν τους συμμάχους για τα σχέδια του Πούτιν και μοιράστηκαν ευαίσθητες πληροφορίες που ακόμη και ανώτεροι αξιωματούχοι των ΗΠΑ συνήθως δεν θα έβλεπαν. Οι διπλωμάτες των ΗΠΑ συνεργάστηκαν με τους ομολόγους τους για να χαρτογραφήσουν πιθανά πακέτα κυρώσεων. Οι στρατιωτικοί ηγέτες των ΗΠΑ συναντήθηκαν με το ΝΑΤΟ και άλλους συμμάχους για να συζητήσουν το πώς θα βελτιώσουν την ετοιμότητα και να επινοήσουν την πιθανή αρωγή ασφαλείας για την Ουκρανία. Αυτή η επίπονη διπλωματία αντανακλούσε την πεποίθηση ότι το να απαιτούν [οι ΗΠΑ] από τους συμμάχους θα ήταν αντιπαραγωγικό. Αντίθετα, η Ουάσιγκτον έπρεπε να δώσει στους συμμάχους χρόνο και χώρο για να λάβουν τις δικές τους αποφάσεις. Ο Μπάιντεν δεν αναζητούσε τα εύσημα για την εξαιρετική ηγεσία του˙ επιδίωκε να σφυρηλατήσει μια ενιαία Δυτική απάντηση που θα μπορούσε να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων.

Ετούτος ο αρχικός στόχος επιτεύχθηκε λόγω του θράσους αυτού που επιχείρησε ο Πούτιν. Αν είχε απλώς καταλάβει άλλο ένα κομμάτι της Ουκρανίας, όπως έκανε όταν κατέλαβε την Κριμαία, θα μπορούσε να είχε αφήσει τον Μπάιντεν να αντιμετωπίσει μια συμμαχία του ΝΑΤΟ που θα παρέμενε διχασμένη για το εάν είχε ξεπεραστεί ή όχι μια κόκκινη γραμμή. Αλλά επιλέγοντας μια πλήρη εισβολή, ο Πούτιν αφαίρεσε οποιαδήποτε αμφιβολία αναφορικά με την ακρότητα των πράξεων του.

ΙΣΧΥΡΟΤΕΡΟΙ ΜΑΖΙ