Η Ρωσία και η Ουκρανία δεν είναι ακόμη έτοιμες για απευθείας συνομιλίες. Όμως, με προσοχή και εμπιστευτικότητα, οι ηγέτες των Ηνωμένων Πολιτειών και άλλων σημαντικών τρίτων μερών θα πρέπει να επιταχύνουν τις προηγούμενες προετοιμασίες τους και να αρχίσουν τις προ-διαπραγματεύσεις.
Στις 8 Μαρτίου 2023, το Γραφείο του Διευθυντή Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών των ΗΠΑ δημοσίευσε την Ετήσια Εκτίμηση Απειλής. Μέσα σε αυτήν καθορίζονται οι δρώντες/παράγοντες εκείνοι που αποτελούν τις κυριότερες απειλές για την αμερικανική εθνική ασφάλεια, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της αμερικανικής κοινότητας υπηρεσιών πληροφοριών. Η σημασία του εν λόγω εγγράφου έγκειται στο γεγονός ότι αποτελεί την βάση για την χάραξη της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ και κατ’ επέκταση την διαμόρφωση των διμερών σχέσεων των ΗΠΑ με τους υπόλοιπους διεθνείς δρώντες.
Ο αμερικανικός στρατός δεν κάνει λάθος που επικεντρώνεται σήμερα σε πιθανές συγκρούσεις με την Κίνα, το Ιράν, την Βόρεια Κορέα, και την Ρωσία -τους πιο επικίνδυνους εχθρούς των Ηνωμένων Πολιτειών. Αλλά οι στρατιωτικοί ηγέτες των ΗΠΑ δεν πρέπει να αγνοήσουν το εξίσου πιθανό σενάριο ότι θα χρειαστεί να δώσουν μάχες μικρής κλίμακας εναντίον σκιωδών οργανώσεων.
Αν η Δύση δεσμευτεί να δώσει στην Ουκρανία όσα χρειάζεται για να επικρατήσει, μπορεί να ξεπεράσει την πολεμική προσπάθεια της Ρωσίας με πολύ μικρότερο ανάλογο κόστος για την οικονομία της -και όσο πιο γρήγορα, τόσο το καλύτερο. Η πλουσιότερη πλευρά κερδίζει πάντα σε έναν μακροχρόνιο πόλεμο. Η ενότητα είναι επομένως ένα ζωτικό στρατηγικό πλεονέκτημα.
Παρότι η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έδειξε ότι οι χώρες που είναι στραμμένες στον επεκτατισμό θα προχωρήσουν ούτως ή άλλως, συνολικά, οι διεθνείς θεσμοί μπορούν να διοχετεύσουν αυτήν την επιθετικότητα ώστε να μην μετατραπεί σε αιματοχυσία. Αντί να εγκαταλείψουν τους θεσμούς, λοιπόν, οι Δυτικοί πολιτικοί θα έπρεπε να υιοθετήσουν μια ρεαλιστική προσέγγιση απέναντί τους. Αν και ίσως να μην οδηγούν σε απόλυτα αρμονικές σχέσεις, μπορούν να αποτελέσουν ένα ισχυρό εργαλείο για την πρόληψη του πολέμου.
Για ένα σύντομο χρονικό διάστημα μετά το 1989, η Ρωσία φαινόταν ότι θα μπορούσε να ενταχθεί σε μια πιο ανοιχτή και ειρηνική παγκόσμια τάξη πραγμάτων. Αλλά αυτή η περίοδος έχει τελειώσει, και στο ορατό μέλλον η Δύση πρέπει να αντιμετωπίσει μια Ρωσία εχθρική, στρατιωτικοποιημένη, κακόβουλη, και εκδικητική.
Για να διαφυλάξουν την υπάρχουσα νομισματική ιεραρχία και να περιορίσουν την μακροπρόθεσμη τάση προς τη νομισματική πολυπολικότητα, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να χρησιμοποιήσουν την πολιτική δεινότητά τους στην οικονομία με τρόπους που προάγουν το δημόσιο αγαθό μιας φιλελεύθερης διεθνούς τάξης.
Το τελευταίο έτος δεν ήταν μια διάψευση ενός κόσμου αντιπαλότητας, ανταγωνισμού μεγάλων δυνάμεων, ή σφαιρών επιρροής, όπως κάποιοι τον περιέγραψαν, αλλά μάλλον μια επίδειξη του πώς όλα αυτά μοιάζουν στην πράξη. Αποδεικνύει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν πάντα να αποτρέψουν ένα αποφασιστικό αναθεωρητικό κράτος χωρίς να αναλάβουν απαράδεκτα υψηλό κόστος και κινδύνους.
Το σημαντικότερο ίσως μάθημα κυρώσεων από την τρέχουσα σύγκρουση είναι η ζωτική σημασία των συμμαχιών. Η Ουάσινγκτον έχει τεράστια επιρροή όταν εκμεταλλεύεται την αμερικανική τεχνολογία, τις χρηματοπιστωτικές αγορές, και το δολάριο. Οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας, ωστόσο, θα είχαν ένα κλάσμα της επιρροής τους αν δεν επρόκειτο για μια κοινή προσπάθεια με την Αυστραλία, τον Καναδά, την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα, την Ταϊβάν, το Ηνωμένο Βασίλειο, και την ΕΕ.
Αντί να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να πείσει τους άλλους ότι οι στόχοι του ήταν περιορισμένοι και αμυντικοί -μια στάση που θα μπορούσε να υπονομεύσει την Δυτική ενότητα σε κάποιο βαθμό- η ρητορική του Πούτιν και η προκλητική διπλωματική στάση της Ρωσίας έκαναν πολύ πιο εύκολο να κρατήσει ενωμένη την συμμαχία.