Είναι καιρός η Γερμανία να καταρτίσει ένα σχέδιο για τη μείωση της εξάρτησής της από την Κίνα με την διαφοροποίηση των εμπορικών και επενδυτικών δεσμών και την επιλεκτική αποσύνδεση από την Κίνα σε κρίσιμες τεχνολογίες. Αν τα πράγματα μείνουν ως έχουν, ο κίνδυνος ενός πολέμου για την Ταϊβάν αφήνει την Γερμανία επικίνδυνα εκτεθειμένη σε οικονομικό εξαναγκασμό και σοκ.
Τις προηγούμενες δεκαετίες, η ανεξαρτησία της Ταϊβάν θεωρείτο συνήθως ότι απαιτούσε μια ξεκάθαρη, επίσημη ρήξη με οποιουσδήποτε νομικούς ή διακηρυγμένους δεσμούς με την Κίνα. Αλλά σήμερα, μια τέτοια κίνηση θεωρείται ευρέως περιττή. Για τους περισσότερους ανθρώπους, η Ταϊβάν είναι ήδη μια πλήρως κυρίαρχη χώρα, όχι απλώς ένα αυτοδιοικούμενο νησί που βρίσκεται σε κατάσταση εκκρεμότητας. Δεν υπάρχει λόγος να ταράξουν τα νερά δηλώνοντας επίσημα αυτό που ήδη ισχύει.
Οι ξένες εταιρίες εξακολουθούν να μην έχουν την εμπιστοσύνη ότι οι εφαρμοζόμενες πολιτικές την εποχή που επενδύουν δεν θα αλλάξουν αργότερα, με τρόπους που θα καταστήσουν τις επενδύσεις τους ασύμφορες. Και ακόμη και αν το πλαίσιο της πολιτικής παραμένει ελκυστικό στα χαρτιά, οι επιχειρήσεις δεν μπορούν να είναι σίγουρες ότι οι κανόνες θα επιβληθούν αμερόληπτα και όχι υπέρ των «εθνικών πρωταθλητών».
Στις αρχές της θητείας του, επειδή ήταν σχετικά άγνωστος, ο Jiang Zemin κέρδισε το περιφρονητικό παρατσούκλι «η γλάστρα». Αλλά καθώς περνούσε ο καιρός ο Jiang εδραίωσε την εξουσία στο εσωτερικό και κέρδισε τον σεβασμό στο εξωτερικό. Επέδειξε μια δυναμική και ζωηρή προσωπικότητα. Ήταν επίσης καλά μορφωμένος, ένας κοσμοπολίτης και καλλιεργημένος διανοούμενος με ευρεία γνώση πολλών τομέων και ξένων πολιτισμών.
Τον Οκτώβριο, το Υπουργείο Εμπορίου των ΗΠΑ ανακοίνωσε ελέγχους εξαγωγών που αποσκοπούν στον περιορισμό της δυνατότητας της Κίνας να αγοράζει ή να κατασκευάζει τους προηγμένους ημιαγωγούς, τα τσιπ, και τους υπερυπολογιστές που χρειάζεται το Πεκίνο για να ενισχύσει τον στρατό του και να προωθήσει την ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης. Τα βήματα αυτά αντικατοπτρίζουν την επιταχυνόμενη στροφή της Ουάσινγκτον προς την «βιομηχανική πολιτική».
Οι φιλοδοξίες του Πεκίνου, όπως και της Μόσχας, μπορεί να είναι μεγαλύτερες από όσες μπορεί ρεαλιστικά να επιτύχει. Αλλά ο Σι, όπως και ο Βλαντιμίρ Πούτιν, δεν φαίνεται να πιστεύει ότι εκτείνεται πέρα από τις δυνατότητές του. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής σε όλο τον κόσμο θα πρέπει να το λάβουν υπόψη. Θα ήταν καλύτερο να περιοριστούν και να μετριαστούν οι φιλοδοξίες του Xi τώρα αντί να περιμένουμε μέχρι να κάνει μοιραία και αμετάκλητα βήματα που θα οδηγούσαν σε σύγκρουση υπερδυνάμεων.
Η ιστορία δείχνει ότι υπάρχει μια δυνητικά επικίνδυνη ένταση μεταξύ οικονομικής ανάπτυξης και ασφάλειας. Στην θεμελιώδη μελέτη του για την άνοδο και την πτώση των μεγάλων δυνάμεων, ο ιστορικός Paul Kennedy τόνισε τους κινδύνους της «αυτοκρατορικής υπερέκτασης» -την τάση των μεγάλων δυνάμεων να επεκτείνουν τις στρατιωτικές τους δυνάμεις πέρα από αυτό που μπορούν να υποστηρίξουν οι οικονομίες τους.
Τώρα, εν μέσω ενός καταιγισμού διμερών συναντήσεων υψηλού επιπέδου μεταξύ Ιαπωνίας και Νοτίου Κορέας, μια διπλωματική επανεκκίνηση ίσως φαίνεται εφικτή: οι δυο χώρες θα μπορούσαν να ξαναχτίσουν τις εμπορικές σχέσεις τους, να εμβαθύνουν την στρατιωτική συνεργασία, και να ενισχύσουν την τόσο αναγκαία συνεργασία σε πιεστικά ζητήματα, όπως οι αναδυόμενες τεχνολογίες, η παγκόσμια υγεία, και η κλιματική αλλαγή. Αλλά χρειάζεται προσοχή στην διαδικασία…
Με την επιθετικότητά της κατά της Ουκρανίας, η Ρωσία υπονόμευσε τις οικονομικές της προοπτικές, εξάντλησε τα στρατιωτικά της περιουσιακά στοιχεία, και ενίσχυσε το διατλαντικό σχέδιο. Η κινεζική κυβέρνηση, εν τω μεταξύ, αυξάνει τον έλεγχό της στον ιδιωτικό τομέα, προκαλεί αντισταθμιστικές κινήσεις στην Ασία, και επιφέρει μεγαλύτερο διπλωματικό συντονισμό στην Δύση.
Παρόλο που ο πόλεμος στην Ουκρανία εξαντλεί ήδη την συμβατική στρατιωτική ισχύ της Ρωσίας, η Μόσχα διατηρεί το μεγαλύτερο πυρηνικό οπλοστάσιο στον κόσμο και μια σειρά από μη συμβατικές δυνατότητες που, μαζί με τα υπόλοιπα στρατιωτικά και πληροφοριακά εργαλεία που έχει στην διάθεσή της, θα της επιτρέψουν να απειλεί τους γείτονες, να παρεμβαίνει στις δημοκρατίες, και να παραβιάζει τους διεθνείς κανόνες.