Γιατί η Μόσχα Λέει Όχι | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Γιατί η Μόσχα Λέει Όχι

Ένα Ζήτημα Ρωσικών Συμφερόντων, Όχι Ψυχολογίας

Καθεμία από τις ανωτέρω διαγνώσεις ζητά διαφορετική θεραπεία. Εάν το πρόβλημα της Ρωσίας είναι τα παιδιαρίσματα ή η σύγχυση, τότε οι Αμερικανοί αξιωματούχοι θα πρέπει να επαναλαμβάνουν τις θέσεις τους με ηρεμία αλλά και σταθερότητα, όσο συχνά απαιτείται, εξηγώντας πόσο αυτές θα ωφελήσουν και τη Ρωσία. Όσον αφορά τη συναισθηματική αστάθεια, η συνταγή είναι η ψυχοθεραπεία. Ο Κλίντον πίεζε τους βοηθούς διαπραγματευτές να ενισχύσουν ψυχολογικά τον Γέλτσιν ώστε να «απορροφήσει» και να «εσωτερικεύσει» τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ ως μια αναπόφευκτη πραγματικότητα, την οποία πρέπει απλώς «να συνηθίσει και να μάθει να ζει με αυτήν». Όσο για το εγώ που έχει τρωθεί, μερικοί προτείνουν μια αγωγή με άφθονη επίδειξη σεβασμού, ενώ άλλοι συνιστούν την αποσιώπηση των στοιχείων γοήτρου, που υποτίθεται ότι απολαμβάνουν οι αξιωματούχοι του Κρεμλίνου. Εάν οι Ρώσοι ηγέτες είναι παρανοϊκοί και παράλογα επιθετικοί, η Ουάσιγκτον θα πρέπει να ενισχύσει τα πιθανά θύματά τους. Τέλος, αν οι πολιτικοί άνδρες του Κρεμλίνου είναι προσκολλημένοι στον ανταγωνισμό και σε ψυχροπολεμικό τρόπο σκέψης, οι Αμερικανοί αξιωματούχοι θα πρέπει να στοιχηματίσουν στη νεότερη γενιά. Από εκεί πηγάζει και η συζήτηση που γίνεται στην Ουάσιγκτον περί στήριξης του πιο συμπαθούς Μεντβέντεφ αντί του Πούτιν.

Κατά τα τελευταία 20 χρόνια, οι Ηνωμένες Πολιτείες δοκίμασαν επανειλημμένως και με διάφορες παραλλαγές την ψυχολογική προσέγγιση της ρωσικής πολιτικής. Εντούτοις, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι αυτό βοήθησε την Ουάσιγκτον στην επίτευξη των στόχων της. Αντιθέτως, φάνηκε να εξερεθίζει και να εξάπτει τον ανταγωνισμό των Ρώσων ηγετών, χωρίς να καθιστά τη συμπεριφορά τους πιο ευεπίφορη προς τους αμερικανικούς στόχους. Αυτή η προσέγγιση βασίζεται σε μεγάλη παρεξήγηση των ρωσικών κινήτρων. Ασφαλώς και οι ηγέτες της χώρας επιθυμούν να τους αντιμετωπίζουν με σεβασμό. Είναι, επίσης, αλήθεια ότι πολλοί Ρώσοι πολίτες αισθάνονται μειωμένοι από την καθίζηση του γοήτρου της χώρας τους και ότι η ρητορική του Κρεμλίνου συχνά απηχεί αυτό το απωθημένο. Ωστόσο, ο πραγματικός λόγος για τον οποίον οι Ηνωμένες Πολιτείες θεωρούν μη συνεργάσιμη τη Ρωσία σε αυτόν τον βαθμό, δεν κρύβεται στην ψυχολογία αλλά σε αντικειμενικούς στόχους εθνικού συμφέροντος.
ΤΙ ΕΧΕΙ ΣΗΜΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΜΟΣΧΑ
Σήμερα, η Ρωσία και οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ελάχιστα κοινά συμφέροντα και ακόμη λιγότερες κοινές προτεραιότητες. Αλλά και εκεί όπου τα συμφέροντά τους συμπίπτουν κάπως, οι Ρώσοι ηγέτες συχνά εκφράζουν αμφιβολίες για την αποτελεσματικότητα της αμερικανικής στρατηγικής. Επιπλέον, παρατηρείται και μια ανισορροπία : ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες, ως παγκόσμια υπερδύναμη, έχουν ανάγκη τη βοήθεια της Ρωσίας για την αντιμετώπιση πολλών ζητημάτων, η Ρωσία χρειάζεται τις Ηνωμένες Πολιτείες για σχετικώς λίγα. Η βασική απαίτηση της Ρωσίας είναι απολύτως αρνητική : να σταματήσει η Ουάσιγκτον τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ και την ενθάρρυνση αντι-ρωσικών κυβερνήσεων και μη κυβερνητικών οργανώσεων στην περιφέρειά της.

Η ρωσική εξωτερική πολιτική υπό τους Πούτιν και Μεντβέντεφ έχει διαμορφωθεί από τρεις αντικειμενικούς στόχους : τόνωση της οικονομικής ανάπτυξης, ενίσχυση φιλικών καθεστώτων σε άλλα πρώην σοβιετικά κράτη και αποσόβηση της τρομοκρατίας στο εσωτερικό. Η άποψη της ρωσικής ηγεσίας είναι ότι η επιτυχία σε κάθε έναν από αυτούς τους τομείς είναι ζωτικής σημασίας για την διατήρηση της εξουσίας και της υποστήριξης στο εσωτερικό.

Πρώτη έρχεται η οικονομική ανάπτυξη. Το Κρεμλίνο αντιλαμβάνεται ότι στον σημερινό κόσμο η δύναμη βρίσκεται στην οικονομική ισχύ. Όπως διαπίστωνε ο ίδιος ο Πούτιν τον Φεβρουάριο του 2000, «δεν μπορεί να υπάρξει υπερδύναμη εκεί όπου βασιλεύει η αδυναμία και η φτώχια». Στο εσωτερικό της Ρωσίας, οι κυβερνώντες γνωρίζουν ότι οφείλουν τη δημοτικότητά τους στην αξιοσημείωτη ανάκαμψη της οικονομίας. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε ισοτιμία αγοραστικής δύναμης, ήταν κατώτερο των 7.000 δολαρίων το 1999 και αυξήθηκε σχεδόν στα 16.000 δολάρια το 2008 (περίπου στο επίπεδο της Ιρλανδίας του 1987 και της Πορτογαλίας του 1989).

Το πετρέλαιο και το αέριο έπαιξαν τον μεγαλύτερο ρόλο σε αυτήν τη ραγδαία οικονομική άνοδο. Σήμερα, οι υδρογονάνθρακες χρηματοδοτούν περίπου το ένα τρίτο του προϋπολογισμού της ρωσικής κυβέρνησης. Παρά το γεγονός ότι τόσο ο Πούτιν όσο και ο Μεντβέντεφ έχουν κάνει λόγο για εκσυγχρονισμό και διαφοροποίηση της οικονομίας, συνειδητοποιούν ότι η ευημερία της χώρας θα εξαρτηθεί, τουλάχιστον για την επόμενη δεκαετία, από τη διασφάλιση σταθερών αγορών και σχετικά υψηλών τιμών για το ρωσικό πετρέλαιο και αέριο. Δεδομένης της πρόσφατης ιστορίας, οι δύο άνδρες θα πρέπει να τρέμουν στο ενδεχόμενο πιθανής μεταβολής αυτών των συνθηκών, όχι μόνο για την ευημερία της χώρας τους αλλά και για τη διακύβευση της δικής τους πολιτικής επιβίωσης. Αν και η βουτιά που πραγματοποίησε η τιμή του πετρελαίου στις αρχές της δεκαετίας του 1990, δεν ήταν ο μόνος λόγος που οδήγησε στην κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης λίγα χρόνια αργότερα, υπήρξε πάντως σημαντικός. Αργότερα, όταν τον Ιούνιο του 1998 η τιμή του πετρελαίου βούλιαξε στα 9 δολάρια το βαρέλι, η Ρωσία αθέτησε τις δανειακές της υποχρεώσεις, δίνοντας το τελειωτικό χτύπημα στη φήμη των μεταρρυθμιστών του Γέλτσιν.