Πώς το πολιτικό σκηνικό στην Ιταλία οδηγεί σε οικονομική κρίση | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Πώς το πολιτικό σκηνικό στην Ιταλία οδηγεί σε οικονομική κρίση

Η οικονομική πλευρά της ιταλικής πολιτικής ιστορίας

Η αντικατάσταση του πρώην πρωθυπουργού της Ιταλίας Σίλβιο Μπερλουσκόνι από τον Mario Monti, πρώην Επίτροπο στην Ε.Ε., την περασμένη εβδομάδα, σηματοδοτεί ένα νέο στάδιο στην ευρωπαϊκή χρηματοπιστωτική κρίση. Μαζί με τις αξίες των ομολόγων, η κρίση φαίνεται τώρα να αφανίζει τις δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις. Αντιμέτωποι με την αφόρητη πίεση της αγοράς, οι Ιταλοί πολιτικοί έχουν επιλέξει να παραδώσουν την εξουσίαι σε τεχνοκράτες, περιμένοντας ότι αυτοί θα απολαύσουν κατά κάποιο τρόπο μεγαλύτερη νομιμότητα καθώς θα επιβάλλουν επώδυνα μέτρα σε ένα θυμωμένο πληθυσμό. Αλλά, κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να λειτουργήσει.

Από τη μία πλευρά, τα προβλήματα της Ιταλίας είναι λιγότερο έντονα από όσο εκείνα που αντιμετωπίζουν άλλες ταραγμένες οικονομίες της περιοχή .Η οικονομική δομή της, η οποία βασίζεται σε ένα μεγάλο μεταποιητικό τομέα επικεντρωμένο στις εξαγωγές προϊόντων υψηλής αξίας, έχει περισσότερα κοινά με τη Γερμανία από ό, τι με την Ελλάδα. Η χώρα διαθέτει ένα απαράμιλλο πολιτισμικό πλούτο, ένα υψηλό επίπεδο μόρφωσης του πληθυσμού και μια ισχυρή παράδοση στην επιχειρηματικότητα. Και παρά την προφανή δυσλειτουργία των θεσμικών της οργάνων, η Ιταλία παραμένει η όγδοη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο.

Από την άλλη πλευρά, τα προβλήματα της Ιταλίας είναι τεράστια. Το χρέος προς το ΑΕΠ της είναι τεράστιο. Έχει φθάσει τώρα στο 119% (αν και κανείς ούτε καν τρεμόπαιξε τα βλέφαρα όταν η αναλογία αυτή ήταν 121% πριν από δέκα χρόνια). Οι αγορές φαίνονται πεπεισμένος ότι η πρόσφατη αύξησή του έχει κάνει το επίπεδο του χρέους μη βιώσιμο χωρίς διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Εξωτερικοί παρατηρητές έχουν καταλήξει σε μακροσκελείς καταλόγους αυτών των μεταρρυθμίσεων, τους οποίους, υποστηρίζουν, ο Monti θα είναι σε θέση να εφαρμόσει γρήγορα.
Αν τα πράγματα ήταν τόσο απλά, όμως, οι Ιταλοί θα είχαν ψηφίσει για κάποιον σαν τον Monti εξ αρχής. Αν μη τι άλλο, οι τελευταίες δύο δεκαετίες έχουν δείξει ότι δεν υπάρχουν γρήγορες τεχνοκρατικές λύσεις για την ιταλική πολιτική οικονομία.

Ο Μπερλουσκόνι ανήλθε στην εξουσία το 1994, γεμίζοντας ένα κενό στην κεντροδεξιά. Το βασικό κόμμα αυτής της πολιτικής πτέρυγας μόλις είχε διαλυθεί κατά τη διάρκεια μιας κίνησης καταπολέμησης της διαφθοράς από την ιταλική δικαιοσύνη. Ο Μπερλουσκόνι έσπευσε να δημιουργήσει ένα νέο κόμμα, αλλά δεν έχτισε ένα συμβατικό πολιτικό φορέα. Αντ 'αυτού, με τη μόχλευση των τηλεοπτικών του καναλιών και του δικού του εθνικού δικτύου πωλητών διαφήμισης, έκανε ένα εικονικό κόμμα – χωρίς πραγματική λαϊκή συμμετοχή αλλά εξαρτώμενο εξ ολοκλήρου από τους πόρους και την καθοδήγησή του. Οι συντηρητικοί ιταλοί ψηφοφόροι, φοβούμενοι τους πρώην κομμουνιστές, παρείχαν την συνεχή στήριξή τους παρά την ξεδιάντροπη χειραγώγηση του Κοινοβουλίου από τον Μπερλουσκόνι για προσωπικό όφελός του (όπως μαρτυρούν οι πολυάριθμες νομοθετικές ρυθμίσεις που σχεδιάστηκαν σαφώς για να παρεμποδίζουν το έργο των εισαγγελέων στη διερεύνηση του Μπερλουσκόνι και των εταιρειών του).

Ωστόσο, η πρώτη κεντροδεξιά κυβέρνηση Μπερλουσκόνι κατέρρευσε μετά από μόλις επτά μήνες στην εξουσία επειδή ο συνεργάτης του συνασπισμού, η λαϊκίστικη Λίγκα του Βορρά, απέσυρε την υποστήριξή της αντιτιθέμενη στην προτεινόμενη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού. Ο Oscar Luigi Scalfaro, ο οποίος ήταν πρόεδρος της Ιταλίας εκείνη την εποχή, ζήτησε από τον Lamberto Dini, ένα πρώην στέλεχος της Κεντρικής Τράπεζας της Ιταλίας, να σχηματίσει μια κεντροαριστερή υπηρεσιακή κυβέρνηση – περίπου σαν αυτήν της οποίας ηγείται σήμερα ο Monti. Κατά τη διάρκεια της θητείας του, ο Dini κατάφερε να περάσει μεγάλες μεταρρυθμίσεις στη νομοθεσία σχετικά με το συνταξιοδοτικό, οι οποίες θεωρήθηκαν ως απαραίτητη προϋπόθεση για την ένταξη της Ιταλίας στην Ευρωπαϊκή Νομισματική Ένωση. Μετά από ένα χρόνο υπηρεσιακής κυβέρνησης, στις γενικές εκλογές που διεξήχθησαν οι Ιταλοί ψήφισαν ένα άλλο κεντροαριστερό συνασπισμό, αυτή τη φορά υπό τον Ρομάνο Πρόντι, με τον πρώην Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Ιταλίας Carlo Azeglio Ciampi στο ρόλο του Υπουργού Οικονομικών. Η κυβέρνηση Πρόντι πέρασε περαιτέρω μέτρα δημοσιονομικής σταθεροποίησης, συμπεριλαμβανομένου ενός εφάπαξ φόρου για την Ευρώπη ("Eurotax") για να διασφαλίσει ότι η Ιταλία θα μπορούσε να ανταποκριθεί στις νομισματικές υποχρεώσεις της στο πλαίσιο της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Το 1998, λίγο μετά το ευρώ, σύντομα αφότου η συμμετοχή της Ιταλίας επιβεβαιώθηκε, μια μικρή ομάδα κομμουνιστών εγκατέλειψε το συνασπισμό του Πρόντι, τραβώντας την πρίζα για την κυβέρνησή του. Μέχρι τη στιγμή που το ευρώ τέθηκε σε κυκλοφορία, ο Μπερλουσκόνι είχε επιστρέψει την εξουσία, υποσχόμενος «meno tasse per tutti» («λιγότερους φόρους για όλους»).

Στη διάρκεια της θητείας του Μπερλουσκόνι ο ρυθμός της δημοσιονομικής σταθεροποίησης επιβραδύνθηκε. Αν και ο ίδιος απολάμβανε μια μεγάλη πλειοψηφία στο κοινοβούλιο, δεν έκανε καμία πρόοδο όσον αφορά τη μείωση του χρέους και ο ρυθμός ανάπτυξης της Ιταλίας παρέμεινε στάσιμος. Το 2006, ο Πρόντι επανεκλέχθηκε με μικρή διαφορά βασισμένος στην λαϊκή απογοήτευση από την αποτυχία του Μπερλουσκόνι να εκπληρώσει τις υποσχέσεις του. Η νέα κεντροαριστερή κυβέρνηση Πρόντι δεν είχε μια συνεκτική κοινοβουλευτική πλειοψηφία, αλλά ο υπουργός Οικονομικών του, Tommaso Padoa-Schioppa, πρώην εκτελεστικό μέλος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, αμέσως ασχολήθηκε με τη μείωση του ελλείμματος αυξάνοντας τα φορολογικά έσοδα κατά 11 δισ. ευρώ το2006. Το κατάφερε αυτό σε μεγάλο βαθμό μέσα από το απλό τέχνασμα της εφαρμογής της ισχύουσας φορολογικής νομοθεσίας αλλά με αυστηρότερο τρόπο. Το έλλειμμα μειώθηκε γρήγορα σε μόλις πάνω από ένα τοις εκατό. Αυτή τη φορά, η κυβέρνηση Πρόντι διήρκεσε λίγο περισσότερο από 18 μήνες. Οι νέες εκλογές του 2008 έφεραν τον Μπερλουσκόνι στην εξουσία για μια ακόμη φορά. Η πολιτική του πλατφόρμα περιελάμβανε, μεταξύ άλλων, την κατάργηση του ICI (Imposta Comunale surgli Immobili), τον τοπικό φόρο επί των ακινήτων της Ιταλίας, και ένα κρατικό σχέδιο διάσωσης του υπό πτώχευση εθνικού αερομεταφορέα Alitalia.

Επομένως, η ανάρρηση του Monti ταιριάζει στο σύνηθες σύστημα της Ιταλίας όπου η δημοσιονομική χαλαρότητα υπό την λαϊκιστική κεντροδεξιά ακολουθείται από σύντομες περιόδους τεχνοκρατικής λιτότητας υπό κεντροαριστερές κυβερνήσεις. Για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, η μεσοβασιλεία Monti αντιμετωπίζει μια πιο άσχημη κατάσταση: όχι μόνο θα είχε χρειαστεί πλήξει τις μικρές επιχειρήσεις της Ιταλίας και τους ελεύθερους επαγγελματίες αναζητώντας επιπλέον φόρους στη μέση μιας σοβαρής ύφεσης αλλά θα πρέπει επίσης να πείσει τα ιταλικά συνδικάτα να δεχθούν φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις, περικοπές αποδοχών και αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης. Το αποτέλεσμα της συμπίεσης των εισοδημάτων είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα επιβραδύνει την οικονομική ανάπτυξη, καθιστώντας βέβαιη την ανάγκη για επιπλέον μέτρα λιτότητας.

Έστω κι έτσι, η βάση των οικονομικών προβλημάτων της Ιταλίας δεν είναι διαφορετική τώρα από ό, τι ήταν πριν από δύο δεκαετίες. Εξακολουθούν να έχουν μια θεμελιώδη πολιτική αιτία, δηλαδή ότι δεν υπάρχει ένας συντεταγμένος εκλογικός συνασπισμός που μπορεί να στηρίξει επί μακρόν τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Μετά από χρόνια με τον Μπερλουσκόνι στο τιμόνι, η κεντροδεξιά δεν διαθέτει κάποια συνολική εξήγηση για τα οικονομικά δεινά της Ιταλίας και συνήθως διολισθαίνει στο να εμποδίζει τις αλλαγές. Ήδη, ο κύριος εταίρος του συνασπισμού του Μπερλουσκόνι, η Λίγκα του Βορρά, έχει αρνηθεί να υποστηρίξει τον Monti. Το κόμμα του Μπερλουσκόνι, ο Λαός της Ελευθερίας, αποσυντίθεται γρήγορα.

Εν τω μεταξύ, η κεντροαριστερά είναι επίσης σε άβολη θέση. Έχει κεντρώο προσανατολισμό, φιλοευρωπαϊκό και ευνοϊκό για φιλελεύθερες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, αλλά έχει λίγα μέλη και φθίνουσα εκλογική βάση. Επιπλέον, με το να υποστηρίζει τη λιτότητα και την φιλελευθεροποίηση πρόκειται να ρίξει κι άλλο το ηθικό του ήδη μικρού πυρήνα του εκλογικού της σώματος, μέγα τμήμα του οποίου αποτελεί τον κύριο στόχο των πιθανών μεταρρυθμίσεων: συνταξιούχοι, συνδικαλιστές εργάτες και εργαζόμενοι στο δημόσιο τομέα. Από την άκρα αριστερά, ο Nichi Vendola, ο ηγέτης του κόμματος SEL (Αριστερά, Οικολογία, Ελευθερία), πρόσφατα έγραψε στο tweeter ότι «μεγάλες διεθνείς τράπεζες έχουν προκαλέσει την κερδοσκοπία προκειμένου να στρατιωτικοποιήσουν τη χώρα μας από το πουθενά», θέτοντας υπό αμφισβήτηση τη δέσμευσή του για την αντιμετώπιση των εσωτερικών προβλημάτων της χώρας. Εν τω μεταξύ, η λαϊκή δυσπιστία απέναντι στην τάξη των πολιτικών στην Ιταλία βρίσκεται στα υψηλότερα επίπεδα όλων των εποχών.

Έτσι, παρά τα τεχνοκρατικά διαπιστευτήρια του Monti, οι επαγγελματίες πολιτικοί στη Βουλή είναι απίθανο να υιοθετήσουν εκτεταμένες μεταρρυθμίσεις του είδους που η Ευρωπαϊκή Ένωση υποστηρίζει, για τον πολύ απλό λόγο ότι οι Ιταλοί ψηφοφόροι διστάζουν να ψηφίσουν υπέρ τέτοιων μέτρων. Όπως και στο παρελθόν υπό τον Dini, εκτεταμένες οικονομικές αλλαγές μπορούν να περάσουν μόνο λάθρα από το εκλογικό σώμα, κατά τη διάρκεια της περιόδου της υπηρεσιακής κυβέρνησης, ή καθόλου.

Σε κάθε περίπτωση, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για να βελτιωθεί η οικονομική αποτελεσματικότητα της Ιταλίας θα μπορούσαν να βελτιώσουν το ρυθμό ανάπτυξης της χώρας, αλλά, όπως ο οικονομολόγος Nouriel Roubini έχει επισημάνει, είναι πιθανόν να επιτείνουν βραχυπρόθεσμα την ύφεση. Αυτοί που θα επωφεληθούν περισσότερο από ένα τέτοιο σενάριο θα είναι σχεδόν με βεβαιότητα οι λαϊκίστικες δυνάμεις από την άκρα αριστερά και την άκρα δεξιά. Ο Umberto Bossi, επικεφαλής της Λίγκας του Βορρά, δήθεν δεσμευμένος στην απόσχιση της ακαθόριστης περιοχής της Padania που εκτείνεται από τις Άλπεις μέχρι το νότιο άκρο της κοιλάδας του Πάδου, υποστήριξε τον Μπερλουσκόνι για μια δεκαετία, αλλά έχει ήδη αρχίσει να επανατοποθετεί το κόμμα του και να εκμεταλλεύεται την λαϊκή οργή για την κρίση. Στα αριστερά, ένα πολιτικό κίνημα έχει διαμορφωθεί γύρω από τον κωμικό Beppe Grillo, του οποίου τα υβρεολόγια εναντίον της La Casta (της ιταλικής τάξης των πολιτικών) προσφέρουν μια κριτική αλλά όχι λύσεις Η συνολική καταδίκη της πολιτικής τάξης αποτελεί κοινό αίσθημα στην Ιταλία, ιδιαίτερα μεταξύ των νεαρότερων ψηφοφόρων, οι οποίοι είναι όλο και λιγότερο διατεθειμένοι να συμμετάσχουν σε παραδοσιακά πολιτικά κόμματα.

Με τις γενικές εκλογές να προγραμματίζονται το αργότερο το 2013, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς τους Ιταλούς και να υποστηρίζουν τις μεταρρυθμίσεις του Monti και να ψηφίζουν υπέρ μιας κυβέρνησης με σαφή εντολή για πολιτική και οικονομική αναδιάρθρωση. Πράγματι, με τον σκεπτικισμό γύρω από το ευρώ να αυξάνεται στην Ιταλία ακόμη και πριν από την κρίση, δεν είναι βέβαιο κατά πόσο το νέο Κοινοβούλιο θα παραμείνει δεσμευμένο στην παραμονή της Ιταλίας στην ευρωζώνη. Οι λαϊκιστές της άκρας δεξιάς και της άκρας αριστεράς, αντιμέτωπες με τις ευρωπαϊκές πιέσεις για βαθιές περικοπές στις δαπάνες και ριζικές μεταρρυθμίσεις, μπορεί κάλλιστα να επιλέξουν να απειλήσουν με χρεοκοπία αντί να σωφρονίσουν τους θυμωμένους ψηφοφόρους τους.

Υπάρχουν λόγοι για να σταματήσει ο ιταλικό πολιτικός φαύλος κύκλος. Το πολιτικό μέλλον της Ιταλίας είναι το κλειδί για την επίλυση της κρίσης του ευρώ γενικότερα. Εάν η Γερμανία έχει επιλέξει να διασώσει τη χώρα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, οι ηγέτες της Ε.Ε. θα απαιτήσουν σίγουρα δεσμεύσεις για οικονομικές μεταρρυθμίσεις ως αντάλλαγμα. Όμως, σε περίπτωση απουσίας ριζικών αλλαγών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν υπάρχει κανένας τρόπος να διασφαλιστεί ότι αυτές οι μεταρρυθμίσεις θα εφαρμοστούν και τώρα και στο μέλλον. Ο Monti μπορεί να προσφέρει μια βραχυπρόθεσμη εγγύηση ότι η Ιταλία θα τηρήσει τις υποχρεώσεις της, αλλά ο Bossi, ο Μπερλουσκόνι ακόμη και ο Grillo είναι όλοι πιθανοί εκφραστές ενός βέτο και παίζουν πολιτικό παιχνίδι σε αυτή τη βάση. Επιπλέον, εάν τα μέτρα λιτότητας έχουν το ίδιο αποτέλεσμα στην Ιταλία όπως στην Ελλάδα, τα συνθήματα που γράφονται στους τοίχους δεν θα βρίσκονται μόνο στις ιταλικές πόλεις αλλά μάλλον σε ολόκληρη την ευρωζώνη. Αντί για κατασταλτικά μέτρα λιτότητας, η Ευρώπη πρέπει να προσφέρει στήριξη στον αγώνα των κυβερνήσεων του ευρωπαϊκού νότου για να τις δει να ξεπερνούν την κρίση, όχι μόνο για δημοσιονομικούς και οικονομικούς λόγους αλλά και για πολιτικούς. Με το να επιβραβεύσουν φιλοευρωπαϊκές κυβερνήσεις όπως αυτή του Monti δημιουργούν την μόνη ευκαιρία για μια εκλογική εντολή υπέρ των μεταρρυθμίσεων.

Copyright © 2002-2010 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Return to Article: http://www.foreignaffairs.com/articles/136688/jonathan-hopkin/how-italys...