Μπορεί η Ινδονησία να γίνει χώρα υψηλής ανάπτυξης; | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Μπορεί η Ινδονησία να γίνει χώρα υψηλής ανάπτυξης;

Πώς η καθυστέρηση των μεταρρυθμίσεων κρατάει πίσω την Τζακάρτα

Για να γίνουν τα πράγματα χειρότερα, ο Yudhoyono ανακοίνωσε μόλις λίγες ημέρες πριν από το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του 2011 στην Τζακάρτα ότι η κυβέρνηση θα επανεξετάσει και να αναθεωρήσει όλες τις συμβάσεις της με εταιρίες του εξωτερικού, ιδιαίτερα στον τομέα των φυσικών πόρων. Πίσω από την κίνηση αυτή κρύβεται η επιθυμία της πρόσφατα εύρωστης οικονομίας της Ινδονησίας να δώσει στην κυβέρνηση την διαπραγματευτική ισχύ για να επαναδιαπραγματευθεί καλύτερους όρους με τις ξένες εταιρείες. Αν και οι ινδονήσιοι βουλευτές επικρότησαν την κίνηση, οι ξένοι επενδυτές δεν έκαναν το ίδιο. Οι χαμηλές επιδόσεις της Ινδονησίας στον σεβασμό των συμβάσεων, συμπεριλαμβανομένου, για παράδειγμα, ενός κανονισμού του 2010, που άλλαξε μονομερώς τα οικονομικά στοιχεία μια σύμβασης πετρελαίου και φυσικού αερίου της οποίας η διαπραγμάτευση είχε ολοκληρωθεί, εξηγεί γιατί οι ξένες άμεσες επενδύσεις στην Ινδονησία υστερούν ιδιαιτέρως σε σύγκριση με τις εισροές από ξένες επενδύσεις χαρτοφυλακίου στη χώρα.

Το σχετικό έλλειμμα ενσωμάτωσης της Ινδονησίας στην παγκόσμια οικονομία την προστάτευσε από τα χειρότερα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης το 2008. Ως αποτέλεσμα, η κυβέρνηση Yudhoyono φαίνεται να έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η διατήρηση κάποιας απομόνωσης από εξωτερικούς κραδασμούς είναι πιο σημαντική από όσο το να επιτραπεί η ταχεία ανάπτυξη μέσω των ξένων επενδύσεων ή μέσω του εξαγωγικού προσανατολισμού. Παρά το γεγονός ότι η αξία των εξαγωγών της Ινδονησίας αυξήθηκαν ως 36,5% το 2011 (μέχρι τον Ιούλιο), η αύξηση είναι κατά κύριο λόγο συνάρτηση της αύξησης των τιμών και του όγκου των εμπορευμάτων, δηλαδή, του φυσικού αερίου, του άνθρακα, του φοινικέλαιου, του καουτσούκ και των μεταλλευμάτων. Ακόμη και με την έκρηξη των τιμών των εμπορευμάτων, οι εξαγωγές της Ινδονησίας συνολικά έφθασαν μόνο στο περίπου 24% του ΑΕΠ, δηλαδή πολύ λιγότερο από όσο στη Μαλαισία (96,4%), στην Ταϊλάνδη (68,4%) και στις Φιλιππίνες »(31,7%).

Η πραγματική κινητήρια δύναμη της πρόσφατης οικονομικής ανάπτυξης της χώρας ήταν ο ινδονήσιος καταναλωτής, με την κατανάλωση να αντιπροσωπεύει περίπου το 60% του ΑΕΠ. Οι πολιτικοί της Ινδονησίας φαίνεται ότι είναι ευχαριστημένοι με αυτή την κατάσταση και θέλουν να την διατηρήσουν και, πράγματι, κάποιος βαθμός εσωστρέφειας ίσως να είναι απαραίτητος. Όμως, η Ινδονησία πρέπει να επιτύχει μια ισορροπία μεταξύ της επιθυμίας της και να προστατευθεί από εξωτερικούς κραδασμούς και να δημιουργήσει θέσεις απασχόλησης και να αξιοποιήσει την περιφερειακή και παγκόσμια ανάπτυξη. Αν τα κατεστημένα συμφέροντα των επιχειρήσεων συνεχίσουν να οδηγούν σε πολιτικές που προστατεύουν ορισμένους τομείς από τον ξένο ανταγωνισμό, θα δημιουργήσουν αναποτελεσματικότητα και θα θέσουν σε κίνδυνο τη δημιουργία θέσεων εργασίας που είναι κρίσιμο ζήτημα.

ΣΥΝΝΕΦΑ ΚΑΤΑΙΓΙΔΑΣ

Ζητήματα εργασίας και ανθρωπίνων πόρων αποτελούν ιδιαίτερα πιεστικά προβλήματα στην Ινδονησία, μια χώρα των 245 εκατ. ανθρώπων, με 54% του πληθυσμού κάτω από την ηλικία των 30 ετών. Αυτό σημαίνει ότι το ποσοστό εκείνων που είναι σε ηλικία εργασίας θα αυξηθεί σημαντικά κατά την επόμενη δεκαετία. Ινδονήσιοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι συχνά υπογραμμίζουν το επερχόμενο «δημογραφικό μέρισμα» ως ένα συγκριτικό πλεονέκτημα σε σχέση με τη γήρανση των κοινωνιών, όπως η Κίνα. Υποστηρίζουν ότι η νεότερη γενιά θα καταναλώσει περισσότερο και θα αποτελέσει ένα πιο παραγωγικό εργατικό δυναμικό. Αλλά για να είναι πράγματι πλεονέκτημα το δημογραφικό μέρισμα, η Ινδονησία θα πρέπει να δημιουργήσει περισσότερες θέσεις εργασίας, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που είναι υψηλότερης ποιότητας και καλύτερα αμειβόμενες. Η εξορυκτική βιομηχανία είναι εντάσεως κεφαλαίου και όχι εντάσεως εργασίας, και δεν μπορεί να συνυπολογιστεί ότι θα εκπληρώσει αυτό το ρόλο.

Η Ινδονησία αντιμετωπίζει ήδη σημαντική υποαπασχόληση και φτώχεια, οπότε πρόσθετες πιέσεις επί του εργατικού δυναμικού θα αποτελέσουν πηγή σοβαρής ανησυχίας. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα επίσημα στοιχεία, το 2011, 6,8% των Ινδονήσιων ήταν άνεργοι και 12,5% ήταν εκείνοι που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας. Η ανεργία και η φτώχεια έχουν αμφότερες μειωθεί από τότε που ο Yudhoyono ανέλαβε καθήκοντα το 2004 – η ανεργία πάνω από 9% και η φτώχεια από πάνω από 16%. Αλλά αυτοί οι αριθμοί δεν λένε όλη την αλήθεια. Πάνω από 65% των εργαζομένων της Ινδονησίας απασχολούνται ανεπισήμως, οι περισσότεροι από αυτούς στη γεωργία. Επιπλέον, ο αριθμός των ανέργων πανεπιστημιακής μόρφωσης έχει αυξηθεί, από 3,6% το 2005 σε 8,5% το 2010. Όσο για τη φτώχεια, η Παγκόσμια Τράπεζα εκτιμά ότι πάνω από το ήμισυ του πληθυσμού ζει με λιγότερα από 2 δολάρια την ημέρα. Για πάνω από 120 εκατομμύρια ανθρώπους, λοιπόν, οποιαδήποτε διαταραχή στο μηνιαίο εισόδημα θα μπορούσε να είναι καταστροφική.

Η απάντηση σε αυτές τις προκλήσεις είναι η δημιουργία θέσεων εργασίας. Όμως, η Ινδονησία δεν προχωρά ούτε στην κατάρτιση του εργατικού δυναμικού της, ούτε στη δημιουργία του επενδυτικού κλίματος που χρειάζεται για να προσελκύσει βιομηχανίες προστιθέμενης αξίας και εντάσεως εργασίας. Η Ινδονησία υστερεί σε σχέση με τα δύο βασικά κράτη της ASEAN και όλες τις χώρες BRIC σχετικά με την πρόσβαση σε υψηλής ποιότητας εκπαίδευση και κατά συνέπεια δεν υπάρχει το ειδικευμένο εργατικό δυναμικό για να ανεβεί η χώρα την αλυσίδα της προστιθέμενης αξίας. Και παρά το ότι οι ειδικευμένοι εργαζόμενοι είναι σε έλλειψη, η Ινδονησία διατηρεί ένα από τα πιο άκαμπτα καθεστώτα εργασίας στον κόσμο, με ένα από τα πιο γενναιόδωρα πακέτα αποζημίωσης και από τις πιο δυσκίνητες διαδικασίες απόλυσης. Σύμφωνα με την Διεθνή Έκθεση Ανταγωνιστικότητας 2011 – 12 του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, η Ινδονησία βρίσκεται στο τελευταίο 30% των 142 οικονομιών που εξετάστηκαν σχετικά με την ακαμψία της αγοράς εργασίας.