Και όμως υπάρχει λύση για έξοδο από την κρίση | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Και όμως υπάρχει λύση για έξοδο από την κρίση

Άμεση ανάγκη τερματισμού της σκληρής λιτότητας
Περίληψη: 

Σήμερα η ελληνική οικονομία βρίσκεται παγιδευμένη σε έναν αρνητικό φαύλο κύκλο που ανανεώνει τα ελλείμματα, τα χρέη και την ύφεση. Όμως, αν η Ευρώπη ακολουθήσει για τον εαυτό της μια πιο συνετή πολιτική, τότε ακόμα ευκολότερα η Ελλάδα μπορεί να βγει από το τέλμα. Σε κάθε περίπτωση υπάρχουν αποφάσεις που μπορούν να δώσουν αναπτυξιακή ώθηση στην ελληνική οικονομία ακόμη και τώρα, χωρίς άλλα δάνεια. Αλλά κάποιος πρέπει να επιβάλλει και να εφαρμόσει αυτές τις αποφάσεις.

O ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΓΑΠΗΤΟΣ είναι καθηγητής τού Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών με ειδίκευση στα δημόσια οικονομικά και διετέλεσε υπουργός Οικονομικός στις κυβερνήσεις Ιωάννου Γρίβα και Ξενοφώντα Ζολώτα την περίοδο 1989-1990.

Η ύφεση είναι μία δυσάρεστη φάση της οικονομίας, η οποία διαχρονικά είναι αναπόφευκτη, σύμφωνα με τις κυκλικές οικονομικές διακυμάνσεις. Η αποτελεσματική αντιμετώπισή της εξαρτάται από το επίπεδο των οικονομικών δομών μιας χώρας και από την έγκαιρη λήψη των κατάλληλων μέτρων για να αποφευχθεί το βάθεμα της κρίσης, ώστε να ξεκινήσει η ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας. Η ανικανότητα πρόβλεψης μιας επερχόμενης οικονομικής κρίσης και η εφαρμογή λανθασμένης οικονομικής πολιτικής οδηγεί στη διαιώνισή της, δηλ. στην φτωχοποίηση των νοικοκυριών-επιχειρήσεων. Η φτωχοποίηση αυτή μπορεί να διασπάσει τον κοινωνικό ιστό, να αναγκάσει τους πολίτες να αντιδράσουν βίαια και τελικά να επαναστατήσουν.

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ

Η ελληνική οικονομία συνεχίζει για τέταρτο χρόνο να βρίσκεται σε μια πρωτόγνωρη ύφεση, η οποία εξελίσσεται σε πολιτική και κοινωνική κρίση. Τα αίτια είναι γνωστά καθώς από το 1990 είχε επισημανθεί ότι η ασκούμενη οικονομική και κοινωνική πολιτική της 10ετίας του 1980 οδηγούσε σε επικίνδυνες μακροοικονομικές ανισορροπίες. Δυστυχώς, όμως, δεν έγινε καμία προσπάθεια για να διορθωθούν αυτές οι ανισορροπίες της οικονομίας και να αποφευχθεί η κατάρρευση το 2010. Η ευθύνη υπάρχει τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Σε εθνικό επίπεδο επικράτησαν μικροπολιτικές πρακτικές με τη διόγκωση του δημόσιου τομέα και την κακοποίηση των χρηματιστηριακών συναλλαγών. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η ασκούμενη και επιβαλλόμενη πολιτική των Βρυξελλών ουσιαστικά ήταν υπέρ των ισχυρών μελών της Ε.Ε., αποδυνάμωσε τις αδύναμες οικονομικά χώρες και κάλυπτε παραλείψεις αυτών των χωρών για να μην βλάψει τις ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες. Τέτοια παραδείγματα είναι η κάλυψη των λανθασμένων εθνικολογιστικών στοιχείων και η άκαιρη συμμετοχή της χώρας μας στην ευρωζώνη. Η πρόωρη είσοδος στην ευρωζώνη οδήγησε σε δεσμεύσεις, πληθωρισμό και μείωση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων.

Οι πολιτικές αυτές οδήγησαν στη δημιουργία δημοσιονομικών ελλειμμάτων και στη διόγκωση του δημοσίου χρέους και των δαπανών εξυπηρέτησης του. Για την υπερχρέωση της χώρας μεγάλο μέρος ευθύνης οφείλεται στα εξοπλιστικά προγράμματα και στους Ολυμπιακούς Αγώνες, προς όφελος των αναπτυγμένων ευρωπαϊκών χωρών με την εξαγωγή των πανάκριβων τεχνολογικών τους προϊόντων στην Ελλάδα. Η κατάσταση μετά το 2010 επιδεινώθηκε επικίνδυνα με την λανθασμένη προσφυγή στο ΔΝΤ, τη δημιουργία της Τρόικα και την προφανή αδυναμία για μια εθνικά επωφελή διαπραγμάτευση. Η απόφαση το 2010 περί υπογραφής του Μνημονίου Α΄ και της Δανειακής Σύμβασης επιδείνωσε τα μακροοικονομικά μεγέθη διογκώνοντας την ανεργία και συρρικνώνοντας τα φορολογικά έσοδα. Η βεβιασμένη προσφυγή σε διακρατικό δανεισμό (Τρόικα) και οι άστοχοι χειρισμοί που προηγήθηκαν (δυσφήμηση της ελληνικής οικονομίας, διόγκωση του δημοσιονομικού ελλείμματος με αλλαγή του ισχύοντος όρου χωρίς τις ΔΕΚΟ, μη ορθολογική διαχείριση του υπάρχοντος χρέους και παντελής έλλειψη διαπραγμάτευσης) οδήγησαν στην αποδοχή δυσβάστακτων όρων των δανειστών με υφεσιακές επιπτώσεις.

Εάν τα μέτρα του Μνημονίου Α’ είχαν περιοριστεί στις διαρθρωτικές αλλαγές χωρίς τη μείωση μισθών – συντάξεων και χωρίς την αύξηση των φορολογικών συντελεστών, η πραγματική οικονομία θα είχε ενισχυθεί και η χώρα δεν θα ήταν στη σημερινή δύσκολη θέση και στην ανάγκη υπογραφής νέου Μνημονίου και νέας Δανειακής Σύμβασης.

Το Μνημόνιο Β’ είναι υφεσιακό, όπως και το προηγούμενο, κι επί πλέον προβλέπει Μνημόνιο Γ’ για τον Ιούνιο του 2012. Όπως δείχνουν τα επίσημα στατιστικά στοιχεία (βλ. Πίνακα 1), η εξέλιξη των ρυθμών ανάπτυξης και των ποσοστών ανεργίας για τη διετία 2012-2013 είναι απογοητευτική και ανησυχητική. Συγκεκριμένα, οι πρώτοι προβλέπονται αρνητικοί και το μέσο ετήσιο ποσοστό ανεργίας θα υπερβεί το 22%. Οι εξελίξεις αυτές επιβεβαιώνουν ότι τα εφαρμοζόμενα προγράμματα είναι λανθασμένα, εμπεριέχουν το σπέρμα της αυτοκαταστροφής και οδηγούν την ελληνική οικονομία σε ένα φαύλο κύκλο συνεχούς δανεισμού και επικίνδυνου περιορισμού της ασκούμενης εθνικής οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής. Οι απαιτήσεις, συνεπώς, της Τρόικα αποδεικνύονται κυνικές, εφιαλτικές, ύποπτες που οδηγούν σε ύφεση, χρεοκοπία και κοινωνική έκρηξη. Το τροϊκανό μίγμα οικονομικής πολιτικής αποτελεί μια θανατηφόρα συνταγή η οποία θα διαιωνίσει την εξάρτηση της χώρας από τους δανειστές της (ΔΝΤ και Ε.Ε.). Οι προσδοκίες γίνονται ακόμη πιο δυσοίωνες γιατί εκτός από «κακή συνταγή» και «κακό μάγειρα», έχουμε και ελλειμματική φυσική ευρωπαϊκή ηγεσία και εύθραυστη πολιτική συγκυρία στη χώρα μας.

pinakas1-04042012.jpg

Οι απαισιόδοξες προσδοκίες ενισχύονται από το φαύλο κύκλο που έχει δημιουργηθεί από τις αλλεπάλληλες νομοθετήσεις νέων μέτρων και την εμφάνιση νέων εκβιασμών των δανειστών. Έτσι το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα του Ιουλίου και ο κρατικός προϋπολογισμός του 2012 είναι πλέον ξεπερασμένοι νόμοι μετά από την ψήφιση (12.2.2012) του νέου Μνημονίου. Αυτά σημαίνουν ότι ο ψηφισθείς κρατικός προϋπολογισμός είναι πλέον εκτός πραγματικότητας (γι’ αυτό διαφέρουν οι προβλέψεις των δύο πινάκων) γιατί η υφεσιακή πολιτική θα συρρικνώσει τα φορολογικά έσοδα και θα ενισχύσει την ανάγκη περαιτέρω δημόσιου δανεισμού. Στην πράξη έχει αποδειχθεί ότι η σφικτή εισοδηματική πολιτική και η αύξηση των φορολογικών συντελεστών οδηγούν σε διόγκωση της φοροδιαφυγής και της παραοικονομίας. Άρα, η προσδοκία μείωσης της φοροδιαφυγής – φοροαποφυγής με την ασκούμενη οικονομική πολιτική είναι «έπεα πτερόεντα» και, επί πλέον, ο αριθμός των μη μισθωτών πολλαπλασιάζεται και πολλοί καθίστανται παραοικονομούντες.