Η Ονδούρα στον λάθος δρόμο | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Ονδούρα στον λάθος δρόμο

Οι ΗΠΑ έκαναν την Τεγκουσιγκάλπα όργανό και υπονόμευσαν την επιρροή τους

Η Ονδούρα γίνεται διαβόητη. Η χώρα έχει πλέον το υψηλότερο ποσοστό δολοφονιών στον κόσμο. Το 2011, περισσότεροι άνθρωποι σκοτώθηκαν κατ΄αναλογίαν στο βιομηχανικό κέντρο του Σαν Πέδρο Σούλα από ό, τι στην Σιουδάδ Χουάρες του Μεξικού, όπου μαίνεται ο πόλεμος των ναρκωτικών στα σύνορα με τις ΗΠΑ. Επίσης, έχει γίνει ένα από τα πιο επικίνδυνα μέρη για να είναι κανείς δημοσιογράφος: Τουλάχιστον 23 δημοσιογράφοι έχουν σκοτωθεί τα τελευταία τρία χρόνια. Και σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, το 60% του πληθυσμού ζει σε συνθήκες φτώχειας, μια στατιστική που προσομοιάζει στο δυτικό ημισφαίριο μόνο με της Αϊτής.

Δεν είναι δύσκολο να εντοπιστούν οι πηγές του προβλήματος. Μια χούφτα εδραιωμένες οικογενειακές ελίτ ελέγχουν την κυβέρνηση στην Τεγκουσιγκάλπα. Ποτέ δεν ήταν εντελώς καθαρές εξαρχής, αλλά το στρατιωτικό πραξικόπημα του Ιουνίου του 2009 που ανέτρεψε τον δημοκρατικά εκλεγμένο πρόεδρο της Ονδούρας Μανουέλ Σελάγια, άνοιξε διάπλατα τις πόρτες και τώρα η κυβέρνηση είναι διεφθαρμένη από την κορφή ως τα νύχια. Το δικαστικό σύστημα είναι διαλυμένο. Σύμφωνα με τον Μάρβιν Πόντσε, τον αντιπρόεδρο του Κογκρέσου της Ονδούρας, το 40% της αστυνομίας της χώρας εμπλέκεται στο οργανωμένο έγκλημα.

Όταν ο Ρομπέρτο Μιτσελέτι ανέλαβε ως de facto πρόεδρος, αντιμετώπισε τεράστια αντίσταση. Ο Μιτσελέτι και ο διάδοχός του την αντιμετώπισαν με σιδηρά πυγμή. Από τις αρχές του 2010, υπήρξαν πάνω από 10.000 καταγγελίες για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τις δυνάμεις της κρατικής ασφάλειας, σύμφωνα με την «Επιτροπή των Οικογενειών των Κρατουμένων και των Εξαφανισμένων της Ονδούρας», την κορυφαία ομάδα της χώρας για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ως αρχηγός της αστυνομίας στην Σαν Πέδρο Σούλα, ο Χέκτορ Ιβάν Μεχία επέβλεψε την ρίψη δακρυγόνων σε μια διαδήλωση της αντιπολίτευσης στις 15 Σεπτεμβρίου 2010, όταν οι δυνάμεις ασφαλείας εισέβαλαν σε έναν ραδιοφωνικό σταθμό της αντιπολίτευσης και απείλησαν το προσωπικό του. Σήμερα, υπηρετεί ως εκπρόσωπος της αστυνομίας της Ονδούρας.

Από πολλές απόψεις, η Ουάσιγκτον είναι υπεύθυνη για αυτή την θλιβερή στροφή. Από τις πρώτες μέρες του πραξικοπήματος, οι Ηνωμένες Πολιτείες έλαβαν κακές αποφάσεις. Η κυβέρνηση Ομπάμα ήταν πρόθυμη να ονομάσει πραξικόπημα την ανατροπή του Σελάγια, αλλά αρνήθηκε να χρησιμοποιήσει τον όρο «στρατιωτικό πραξικόπημα», κάτι που θα είχε ως νομικό αποτέλεσμα την διακοπή όλης της στρατιωτικής και αστυνομικής βοήθειας. Αντ' αυτού, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα και η υπουργός Εξωτερικών Χίλαρι Κλίντον νομιμοποίησαν τον Μιτσελέτι ως ισότιμο εταίρο στις διαπραγματεύσεις. Ποτέ δεν κατήγγειλαν την καταστολή που ακολούθησε.

Τον Νοέμβριο του 2009, έγιναν προεδρικές εκλογές υπό τον Μιτσελέτι. Οι περισσότεροι από την αντιπολίτευση τις μποϊκόταραν επειδή ήταν αδύνατο να κάνουν ελεύθερα προεκλογική εκστρατεία και η εκλογική διαδικασία ελεγχόταν από τον ίδιο στρατό που είχε διαπράξει το πραξικόπημα. Οι διεθνείς παρατηρητές, συμπεριλαμβανομένου του Κέντρου Κάρτερ και των Ηνωμένων Εθνών, συμφώνησαν και αρνήθηκαν να παρακολουθήσουν την ψηφοφορία. Ο Πορφύριο Λόμπο Σόσα (γνωστός ως Πέπε Λόμπο), από την παραδοσιακή ελίτ που κυβερνά, διεκδίκησε το 56% των ψήφων, αλλά οι περισσότερες χώρες του ημισφαιρίου αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν επισήμως τη νίκη του. Παρ' όλα αυτά, η Ουάσιγκτον εξήρε την εκλογή του και προχώρησε στο να αποκαλέσει την κυβέρνηση Λόμπο ως μια «κυβέρνηση εθνικής συμφιλίωσης».

Ήταν οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτό. Μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, ο Λόμπο επαναδιόρισε πολλά από τα πρόσωπα που είχαν διαπράξει το πραξικόπημα. Υπάρχουν λόγοι να πιστεύουμε ότι πολλοί ανώτατοι αξιωματούχοι στην κυβέρνησή του είναι στενά συνδεδεμένοι με το λαθρεμπόριο ναρκωτικών. Ο υπουργός Άμυνας της Ονδούρας Μάρλον Πάσκουα είχε μιλήσει για «ναρκω-δικαστές» και «ναρκω-βουλευτές» που διοικούν καρτέλ. Ο Αλφρέντο Λανταβέρντε, πρώην βουλευτής και επίτροπος της αστυνομίας, δήλωσε ότι το 10% του Κογκρέσου της Ονδούρας και «μείζονα εθνικά και πολιτικά πρόσωπα» είχαν εμπλακεί σε εμπόριο ναρκωτικών. Δολοφονήθηκε τον περασμένο Δεκέμβριο.

Ανεξάρτητα από αυτά, το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ έχει βαθύνει τη σχέση του με τον Λόμπο, ενισχύοντας την κυβέρνησή του με μια επεκτεινόμενη στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ στην Ονδούρα και με την υπογραφή ενός νέου συμφώνου ασφαλείας τον περασμένο μήνα. Η αμερικανική στρατιωτική χρηματοδότηση, μετά από μια αρχική μείωση αμέσως μετά το πραξικόπημα, αυξάνεται κάθε χρόνο από τότε. Η Ουάσινγκτον θα στείλει περισσότερα από 50 εκατομμύρια δολάρια σε στρατιωτική βοήθεια στην Τεγκουσιγκάλπα φέτος, ένα μεγάλο μέρος της ως τμήμα της Περιφερειακής Πρωτοβουλίας Ασφάλειας Κεντρικής Αμερικής που έχει «προίκα» 200 εκατομμύρια δολάρια. Το Πεντάγωνο δαπανά 24 εκατομμύρια δολάρια περισσότερα για να κάνει μόνιμους τους στρατώνες του στην Αεροπορική Βάση στο Σότο Κάνο. Η Ουάσιγκτον δικαιολογεί αυτή την κλιμάκωση στο όνομα του πολέμου κατά των ναρκωτικών, αν και τελικά αρχίζει να αναγνωρίζει το πρόβλημα.

Η κατάσταση ανακαλεί κακές αναμνήσεις από άλλες εμπλοκές των ΗΠΑ στη Λατινική Αμερική. Η Ουάσιγκτον έχει μια σκοτεινή προϊστορία στην υποστήριξη στρατιωτικών πραξικοπημάτων εναντίον δημοκρατικών κυβερνήσεων και στη συνέχεια στην διοχέτευση χρημάτων σε καταπιεστικά καθεστώτα. Το 1964, οι Ηνωμένες Πολιτείες υποστήριξαν ένα στρατιωτικό πραξικόπημα στη Βραζιλία. Το 1973, υποστήριξαν ένα στρατιωτικό πραξικόπημα με επικεφαλής τον Αουγκούστο Πινοσέτ στη Χιλή. Και κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, έδωσαν εκατομμύρια δολάρια στους ηγέτες του Ελ Σαλβαδόρ. Όλες αυτές οι υποστηριζόμενες από τις ΗΠΑ κυβερνήσεις κυβέρνησαν με τεράστια βαναυσότητα. Στην Ονδούρα σήμερα, τα χέρια των Ηνωμένων Πολιτειών είναι ήδη βρώμικα: Μια κακότεχνη επιδρομή για ναρκωτικά στην περιοχή Moskitia στις 11 Μαΐου, που διενεργήθηκε από πράκτορες της Δίωξης Ναρκωτικών των ΗΠΑ και των δυνάμεων ασφαλείας της Ονδούρας, άφησε τέσσερις απλούς πολίτες νεκρούς, εκ των οποίων δύο ήταν έγκυες γυναίκες.

Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ακολουθεί μια τέτοια λανθασμένη πολιτική εξαιτίας ευρύτερων στρατηγικών ζητημάτων στην περιοχή: για να πιέσει τις κυβερνήσεις στην Αργεντινή, τη Βολιβία, τη Βραζιλία, το Εκουαδόρ, το Ελ Σαλβαδόρ και άλλες, οι οποίες έχουν μετατοπιστεί σημαντικά προς τα αριστερά τα τελευταία 15 χρόνια. Πάνω απ' όλα, η πολιτική της Ουάσιγκτον στην Ονδούρα είναι ένα σκόπιμο μήνυμα προς τον πρόεδρο της Βενεζουέλας Ούγκο Τσάβες. Το ότι ενστερνίστηκε το πραξικόπημα λειτούργησε ως μια όχι και τόσο λεπτή απειλή ότι κι άλλοι θα μπορούσαν να είναι επόμενοι. Μόνο η Παραγουάη αποδεικνύει αυτό το σημείο και με το παραπάνω - τον Ιούνιο, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ έκανε τα στραβά μάτια όταν ο πρόεδρος της Παραγουάης Φερνάντο Λούγκο ανατράπηκε.

Σε καθημερινό επίπεδο, ο Ομπάμα και η Κλίντον φένεται να έχουν παραχωρήσει την χάραξη πολιτικής για την Λατινική Αμερική σε χαμηλότερο επίπεδο αξιωματούχων στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Κάποιες πηγές ισχυρίζονται ότι οι αξιωματούχοι που πράγματι νοιάζονται για τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι εγκλωβισμένοι από τους συνεχιστές της πολιτικής της κυβέρνησης του Τζορτζ Μπους και από συντηρητικούς αξιωματικούς καριέρας στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ οι οποίοι χειρίζονται τα ζητήματα. Στο Καπιτώλιο, η βουλευτής Ιλεάνα Ρος-Λέτινεν (Ρεπουμπλικανή από την Φλόριντα), ενισχυμένη από συμμάχους της στο Κογκρέσο οι οποίοι συνεργάζονται με την κουβανο-αμερικανική δεξιά, γιόρτασαν ανοιχτά το πραξικόπημα. Έτσι έκανε και ο Μιτ Ρόμνεϊ, ο οποίος επέκρινε πρόσφατα τον Ομπάμα ότι δεν το υποστήριξε.

Όμως, υπάρχουν και δυνάμεις στο Κογκρέσο που πιέζουν προς την αντίθετη πλευρά. Στις 2 Οκτωβρίου, ο βουλευτής Χάουαρντ Μπέρμαν (Δημοκρατικός από την Καλιφόρνια), στέλεχος της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων, έγραψε μια επιστολή προς την Κλίντον κάνοντας έκκληση για μια θεμελιώδη «επανεκκίνηση» της πολιτικής των ΗΠΑ στην Ονδούρα. Ο Ιαν Σκάκοφσκι (Δημοκρατικός από το Ιλλινόι), ο Τζέιμς ΜακΓκόβερν (Δημοκρατικός από τη Μασσαχουσσέτη), ο Σαμ Φαρρ (Δημοκρατικός από την Καλιφόρνια) και ο Τζάρεντ Πόλις (Δημοκρατικός από το Κολοράντο) έχουν ηγηθεί μιας ομάδας από περίπου 100 μέλη του Κογκρέσου ζητώντας την άμεση αναστολή της αστυνομικής και στρατιωτικής βοήθειας των ΗΠΑ προς την Ονδούρα. Οι Γερουσιαστές Πάτρικ Λήχυ (Δημοκρατικός από το Βερμόντ), Μπάρμπαρα Μίκουλσκι (Δημοκρατική από το Μέριλαντ) και άλλοι, έχουν κατηγορήσει τον Λευκό Οίκο για τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την αστυνομία και τον στρατό που χρηματοδοτούνται από τις ΗΠΑ.

Παρ’ όλη την πίεση στο Κογκρέσο, στις αρχές Αυγούστου το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ανέφερε ότι η Ονδούρα είχε εκπληρώσει τις προϋποθέσεις βελτίωσης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου που απαιτούνται από το νομοσχέδιο για τις πιστώσεις του 2012. Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση δήλωνε επίσημα ότι η κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ονδούρα είναι αποδεκτή. Ωστόσο, λέει πολλά ότι είχαν παρακρατηθεί κεφάλαια που προορίζονταν για τον νέο αρχηγό της αστυνομίας της Ονδούρας, μέχρι να διερευνηθούν οι ισχυρισμοί ότι επέβλεπε τάγματα θανάτου. Η πρεσβεία των ΗΠΑ στην Ονδούρα ήταν απρόθυμη να εξηγήσει ή να υπερασπιστεί τη θέση αυτή όταν το έπραττε, ωστόσο, υπονοούσε ότι η απόδοση των χρημάτων έχει ανασταλεί μόνο λόγω της πίεσης του Κογκρέσου.

Αλλά αυτή η στρατηγική υποσκάπτει την προσέγγιση της Ουάσινγκτον στους συμμάχους της σε όλη τη Λατινική Αμερική. Η Βραζιλία, η οικονομική δύναμη της περιοχής, καταδίκασε το πραξικόπημα ως απειλή για «τους κανόνες της δημοκρατίας» και επέτρεψε στον Σελάγια να βρει καταφύγιο στην πρεσβεία της Βραζιλίας. Σε πείσμα των ΗΠΑ, η Βραζιλία και άλλες χώρες συμφώνησαν να δεχθούν την Ονδούρα στον Οργανισμό Αμερικανικών Κρατών μόνο μετά από μια συμφωνία τον Μάιο του 2011 που επέτρεψε την ασφαλή επιστροφή του Σελάγια στη χώρα.

Μια εξυπνότερη προσέγγιση θα είχε εντελώς άλλη πορεία: Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα αποστασιοποιούνταν από την διοίκηση Λόμπο, μιλώντας ξεκάθαρα για τις ανεπάρκειές του, και αμέσως θα έκοβαν την αστυνομική και στρατιωτική βοήθεια προς την Ονδούρα. Σύντομα μετά από αυτό, θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν μερικές κυρώσεις ως μοχλό για να πιέσουν για μεταρρυθμίσεις. Μια διεθνής επιτροπή, με επικεφαλής ανεξάρτητες περιφερειακές δυνάμεις και τα Ηνωμένα Έθνη, θα πραγματοποιούσαν έρευνες στις δυνάμεις ασφαλείας και το δικαστικό σώμα της Ονδούρας. Ο τεράστιος στρατός από ιδιωτικούς φρουρούς ασφαλείας, που ξεπερνά πλέον σε πλήθος με μια αναλογία ένα προς τρία τους 14.000 κανονικούς αστυνομικούς και ο οποίος λειτουργεί σχεδόν εξ ολοκλήρου χωρίς την εποπτεία του κράτους, πρέπει να χαλιναγωγηθεί. Η Ονδούρα, εξάλλου, έχει απελπιστική ανάγκη από ουσιαστική αγροτική μεταρρύθμιση, και οι ακτιβιστές για τα δικαιώματα της γης εξακολουθούν να δολοφονούνται. Πρόσφατες προτάσεις για «πόλεις μοντέλα», οι οποίες θα επέτρεπαν σε πολίτες που δεν έχουν την εθνικότητα της Ονδούρας να δημιουργήσουν θύλακες στους οποίους ούτε το σύνταγμα της Ονδούρας ούτε ολόκληρο το νομικό σύστημά της θα εφαρμόζεται, θα πρέπει να απορριφθούν εντελώς. Οι ΗΠΑ θα πρέπει επιθετικά και δημοσίως να ταχθούν υπέρ αυτών των θέσεων και εκείνων που τις υποστηρίζουν.

Μακροπρόθεσμα, η υποστήριξη της δημοκρατικής διαδικασίας είναι υψίστης σημασίας. Οι προκριματικές εκλογές είναι για το Νοέμβριο, στο πλαίσιο της προετοιμασίας για τις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου του 2013. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να ρίξουν το βάρος τους για ελεύθερες και δίκαιες εκλογές, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι σε μια τίμια εκλογική διαδικασία η Χιομάρο Κάστρο ντε Σελάγια, ο πρώην πρώτη κυρία και νυν υποψήφια για την προεδρία του Libre, του νέου κόμματος της αντιπολίτευσης, θα ήταν πιθανό να κερδίσει με σημαντική διαφορά. Πρόσφατες δημοσκοπήσεις δείχνουν την Κάστρο πολύ μπροστά στις δημοσκοπήσεις, με τα παραδοσιακά κυβερνώντα κόμματα, συμπεριλαμβανομένου εκείνου του Λόμπο, αρκετά πιο πίσω. Η Ουάσιγκτον, που ήταν συνεχώς εχθρική προς τον Μανουέλ Σελάγια και επικριτική για τους δεσμούς του με προοδευτικές κυβερνήσεις στην Λατινική Αμερική, προφανώς αισθάνεται το ίδιο για τη γυναίκα του, της οποίας η υποψηφιότητα προκύπτει από την αντίσταση στο πραξικόπημα. Θα πρέπει, παρά ταύτα, να απέχει από την παρασκηνιακή υποστήριξη ενός εναλλακτικού υποψηφίου που είναι περισσότερο της αρεσκείας της.

Οι αρχηγοί κρατών της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής, οι οποίοι βλέπουν την απροκάλυπτη υποστήριξη των ΗΠΑ σε ένα καθεστώς που απειλεί τη συνταγματική τάξη και το κράτος δικαίου για τα οποία οι χώρες τους έχουν αγωνιστεί πολύ και σκληρά, πλησιάζουν ολοένα και περισσότερο μεταξύ τους αλλά και στην διακήρυξη της ανεξαρτησίας τους από την Ουάσιγκτον. Η αναχρονιστική θέση των Ηνωμένων Πολιτειών στην Κούβα κατά τη Σύνοδο Κορυφής της Αμερικανικής Ηπείρου τον Απρίλιο στην Καρταγένα [1] κάνει τα πράγματα μόνο χειρότερα. Καθώς η Ουάσιγκτον επιλέγει την κλιμάκωση της στρατιωτικής πίεσης αντί τις ευημερούσες οικονομικές συνεργασίες, του τύπου που η Κίνα αναπτύσσει όλο και περισσότερο, κινδυνεύει να αποξενώσει τους συμμάχους της ακόμα περισσότερο. Οι ηγέτες στην Ονδούρα, την Λατινική Αμερική και την Καραϊβική έχουν ένα σαφές παράδειγμα του τι έχουν να προσφέρουν οι Ηνωμένες Πολιτείες: την αναδοχή μιας καταστροφής για τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Στα αγγλικά: http://www.foreignaffairs.com/articles/138188/dana-frank/honduras-gone-w...

Συνδέσεις:
[1] http://www.foreignaffairs.com/features/letters-from/the-fallout-from-was...

Μπορείτε να ακολουθείτε το «Foreign Affairs, The Hellenic Edition» στο TWITTER στη διεύθυνση www.twitter.com/#!/foreigngr αλλά και στο FACEBOOK, στη διεύθυνση www.facebook.com/ForeignAffairs.gr