Η Ελλάδα και η Χάγη | Foreign Affairs - Hellenic Edition
Secure Connection

Η Ελλάδα και η Χάγη

Υφαλοκρηπίδα, Κυπριακό, Σκόπια και γερμανικές αποζημιώσεις

Η κριτική που μπορεί να απευθύνει κανείς στο ΔΔ για διάφορες σκέψεις στη νομολογία του ή και σε αποφάσεις του, δεν μπορούν να αναιρέσουν συνολικά το μεγάλο έργο του Δικαστηρίου της Χάγης (153 υποθέσεις ενεγγράφησαν στο πινάκιο, ενώ εξέδωσε 26 γνωμοδοτήσεις) και τη συμβολή του στην προώθηση του διεθνούς δικαίου [13]. Οι αρνητικές διαπιστώσεις για την 67χρονη περίοδο λειτουργίας του δικαιοδοτικού θεσμού της Χάγης θα πρέπει να ορώνται σαν μεμονωμένες αδυναμίες ενός διεθνούς δικαστηρίου με σύνθεση που αλλάζει και που, σε τελευταία ανάλυση, είναι ανάλογες με εκείνες τις αρνητικές κριτικές που συναντούμε για το έργο όλων των δικαστηρίων σε εθνικό ή διεθνές επίπεδο με συνήθη επακόλουθα την επί μακρόν τροφοδότηση του νομικού Τύπου σε διάφορες χώρες και τα διεθνολογικά περιοδικά με αρνητικά κριτικά σχόλια.

Ασφαλώς, μια απόφαση του ΔΔ μπορεί να εκτιμηθεί –όσο αντικειμενικά είναι δυνατό- και να θεωρηθεί ως καλή ή λιγότερο καλή ή κι εξαιρετικά συντηρητική (π.χ. ένταλμα σύλληψης της 11ης Απριλίου 2000 Κονγκό-Βελγίου). Η απόφαση, όμως, για τις στρατιωτικές και παραστρατιωτικές δραστηριότητες στη Νικαράγουα (Νικαράγουα- ΗΠΑ 1986) αποτελεί μια εξαιρετική καμπή για τη διεθνή δικαιοσύνη, όχι γιατί αναγνωρίζεται η διεθνής ευθύνη των ΗΠΑ για το τι συνέβη στην εμφύλια σύρραξη στη Νικαράγουα και την επέμβασή της εκεί, αλλά γιατί συνιστά μια ξεχωριστή απόφαση προώθησης συνολικά του διεθνούς δικαίου. Από την άλλη μεριά, η αντιμετώπιση του ΔΔ του ζητήματος της νομιμότητας της απόφασης 748/92 του ΣΑ και η θετική του αντίδραση σε αυτή την εξέταση- πρόκληση στην υπόθεση Λόκερμπι (Λιβύη-ΗΠΑ, Λιβύη-Ηνωμένου Βασιλείου) αποδεικνύει όχι μόνο τη σημασία του αναγκαίου ρόλου του Δικαστηρίου σε ένα εξελισσόμενο σύστημα διατήρησης της ειρήνης και ασφάλειας μέσω του διευρυνόμενου ρόλου των ΗΕ αλλά κι επιβεβαιώνει την άποψη για το ΔΔ, αυτήν του έγκυρου εγγυητή του διεθνούς δικαίου που διέπει τη διεθνή δικαιοταξία. Εξάλλου, η γνωμοδότηση του ΔΔ του 2004 στην υπόθεση του «Τείχους» που οικοδόμησε το Ισραήλ στα παλαιστινιακά εδάφη, δεν είναι και δεν λειτουργεί απλά ως καταδίκη- καταπέλτης μιας αντιδιεθνούς συμπεριφοράς του Ισραήλ, αλλά ένα συγκροτημένο μάθημα συνολικής εφαρμογής των κανόνων του διεθνούς δικαίου σε περίοδο κατοχής, μοναδικό κεκτημένο έκτοτε για πολλά ζητήματα εφαρμογής του διεθνούς δικαίου. Αν η γνωμοδότηση για τα πυρηνικά όπλα (1996) ήταν ατυχής, η γνωμοδότηση για τις νομικές συνέπειες της συνεχούς παρουσίας της Ν. Αφρικής στη Ναμίμπια (1970) είναι πολυσήμαντη, όχι μόνο για τα θέματα αυτοδιάθεσης των λαών αλλά και κυρίως κατοχής, εφαρμογές της οποίας έχουμε και σήμερα π.χ. στην Κύπρο σε κρίσιμα θέματα για την Κυπριακή Δημοκρατία και τους πολίτες της (π.χ. νομική ισχύς πράξεων κατέχουσας δύναμης).

Σε ένα άλλο επίπεδο προσέγγισης είναι χαρακτηριστική η νομολογία του ΔΔ για ζητήματα οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών [14]. Το ότι το ΔΔ συνεχίζει να αποτελεί την καταφυγή των περισσοτέρων κρατών για επίλυση διαφορών τους γύρω από θαλάσσια σύνορα, ΑΟΖ, υφαλοκρηπίδα κτλ. μετά τη θεσμοθέτηση του Διεθνούς Δικαστηρίου Δικαίου Θαλάσσης (ΔΔΔΘ) επιβεβαιώνει την άποψη ότι σε γενικές γραμμές χαίρει της εμπιστοσύνης της πλειονότητας των κρατών που αντιμετωπίζουν προβλήματα και τριβές με άλλα κράτη. Η διαπίστωση αυτή δεν αναιρείται από το γεγονός ότι το ΔΔΔΘ εξέδωσε πρόσφατα (14 Μαρτίου 2012) μετά δεκαετή λειτουργία την πρώτη απόφασή του σχετικά με οριοθετήσεις θαλασσίων ζωνών. Στην εν λόγω διαφορά Μπαγκλαντές – Μυανμάρ, το ΔΔΔΘ ακολούθησε εν πολλοίς τη νομολογία του ΔΔ στην υπόθεση «Θαλάσσια οριοθέτηση στη Μαύρη Θάλασσα Ρουμανία/ Ουκρανία» (2009). Συνεπώς, όπως δείχνει και το πινάκιο του ΔΔ, πολλές θαλάσσιες διαφορές σήμερα κατευθύνονται στη Χάγη (Νικαράγουα / Κολομβία, Περού / Χιλή, Αυστραλία / Ιαπωνία).

Από την άλλη μεριά, πρέπει να επισημανθεί ότι η συμβολή του ΔΔ στην ερμηνεία και εφαρμογή του Δικαίου Θαλάσσης είναι σημαντική, ωστόσο η νομολογία του είναι σε ορισμένες περιπτώσεις μεταβαλλόμενη / εξελισσόμενη, ιδίως όσον αφορά υποθέσεις νησιών και σχετικών ζωνών δικαιοδοσίας τους. Είναι σαφές ότι η νομολογία αυτή του ΔΔ έχει μεν ορισμένες σταθερές που προκύπτουν από την Σύμβαση του Montego Bay του 1982 (π.χ. επιδίωξη «δίκαιης λύσης») κι αφού το κύριο βάρος στην οριοθέτηση δίνεται στο μέτωπο των ακτών του παράκτιου κράτους έναντι του παρακείμενου θαλάσσιου χώρου στον οποίον βρίσκονται νησιά. Αλλά οι θέσεις του ΔΔ κινούνται με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε υπόθεσης. Η αρνητική ανάγνωση της απόφασης στη διαφορά Ρουμανία / Ουγγαρία και τις συνακόλουθες επιπτώσεις –κατά την άποψή τους- σε άλλες μελλοντικές περιπτώσεις οριοθετήσεων (βλ. Αιγαίο και σύμπλεγμα Καστελόριζου) δεν φαίνεται να λαμβάνουν υπόψη ακριβώς τη διαφορετικότητα της κάθε περίπτωσης. Όσον αφορά το Αιγαίο, τα δυο παράκτια κράτη και τα ελληνικά νησιά χωρίς εξαίρεση δικαιούνται ζωνών δικαιοδοσίας (αιγιαλίτιδα ζώνη, υφαλοκρηπίδα, ΑΟΖ) μόνο που η οριοθέτηση ζωνών –αν γίνει, όποτε γίνει – θα ακολουθήσει τις αρχές του διεθνούς δικαίου όπως τις ερμηνεύει το ΔΔ, που θα πρέπει να οδηγήσει σε δίκαιη λύση με σεβασμό του διεθνούς δικαίου και με ό,τι αυτό συνεπάγεται κατά την άποψη του αποφασίζοντος οργάνου.

Όσον αφορά πρόσφατες υποθέσεις θα πρέπει να διακρίνουμε εκείνες στις οποίες το ελληνικό ενδιαφέρον ήταν /είναι άμεσο κι εκείνες που έχουν ένα γενικότερο ενδιαφέρον για το διεθνές δίκαιο και τη διεθνή δικαιοταξία. Υπό το πρίσμα αυτό, η αξιολόγηση των αποφάσεων ΠΓΔΜ / Ελλάδος για την ενδιάμεση συμφωνία και την ελληνική παρέμβαση στην υπόθεση Γερμανία/ Ιταλίας οδηγεί στις ακόλουθες παρατηρήσεις: